Όταν μια εταιρία αποφασίζει να δημιουργήσει μία σειρά παιχνιδιών κυκλοφορώντας κάθε τίτλο της με μεγάλη συχνότητα, αναλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό ρίσκο. Να προκαλέσει φθορά από την επανάληψη των αναπόφευκτα κοινών χαρακτηριστικών τους και να κουράσει τους gamers οι οποίοι θα στραφούν σε άλλες επιλογές γιατί το franchise έχασε την αίγλη που απέκτησε στο ξεκίνημα ή σταδιακά. Συνηθίζεται να λέγεται ότι είναι πολύ πιο εύκολο να φτάσεις στην κορυφή από το να παραμείνεις σ’ αυτή. Σε τούτο θα προσθέσω ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο να παραμείνεις χωρίς να συνεχίζεις με «πασαλείμματα» και στείρες ανακυκλώσεις του ίδιου πράγματος, που δεν προσφέρουν γιατί διαφορετικό, κάτι περισσότερο. Σε όλα αυτά έχει κληθεί να απαντήσει η Ubisoft με τη σειρά Assassin’s Creed, η οποία τα τελευταία οκτώ χρόνια μετρά -ούτε λίγο, ούτε πολύ- δέκα κυκλοφορίες, μαζί με το φετινό, στις μεγάλες κονσόλες και τα PC, συν ένα 2D spin off, και ακόμη τέσσερα releases σε κονσόλες χειρός και κινητά.
Το Assassin’s Creed III ήταν το παιχνίδι που πέρασε τη σειρά σε άλλο επίπεδο, τόσο ιστορικά όσο και σε επίπεδο «ζωντάνιας» και πλουραλισμού του περιβάλλοντος, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του open world στοιχείου του παιχνιδιού και προσφέροντας έναν τεράστιο χάρτη προς εξερεύνηση και διάδραση, συμβατό με τη νέα εποχή στην οποία διαδραματιζόταν σε σχέση με τα προηγούμενα. Συνεπώς, ο πήχυς είχε αυξηθεί ιδιαίτερα και η πρόκληση για το επόμενο release ήταν πολύ υψηλό. Η κυκλοφορία του Black Flag πριν από δύο χρόνια, όμως, ήταν η απόδειξη ότι το franchise δεν έχει στερέψει από ιδέες και μπορεί να προσφέρει ακόμη περισσότερα σε εκατομμύρια fans. Κι αν η προσθήκη ναυμαχιών στον προκάτοχό του έκανε τη διαφορά, η βελτίωση αυτού του χαρακτηριστικού υπήρξε γιγαντιαία.
Και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, από τη στιγμή που η λογική έμελλε να ξεφύγει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό πλέον από το στενό πλαίσιο του παρελθόντος (Assassins εναντίον Templars, παγκόσμια κυριαρχία και μια μεγαλύτερη απειλή), παρουσιάζοντας το Black Flag. Ένα αγνό, κατ’ εξοχήν πειρατικό παιχνίδι στο οποίο οι θάλασσες και η ευρύτερη περιοχή της Καραϊβικής μετατρέπονται σε ένα απέραντο λημέρι, εκεί, στη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, και η μάχη εξακολουθεί αενάως απέναντι στις αγγλικές και ισπανικές ναυτικές -και όχι μόνο- δυνάμεις. Εκεί που η πειρατεία και το πλιάτσικο μετατρέπονται σε τρόπο ζωής για όλους όσοι θέλουν να ζουν χωρίς το βασιλιά της Αγγλίας πάνω από το κεφάλι τους και γι’ αυτό προτιμούν να δαμάζουν τα κύματα και να βυθίζουν τα εχθρικά πλοία, αναλαμβάνοντας το ρίσκο ενός πρόωρου τέλους στο ικρίωμα.
Ο Edward Kenway είναι ο ήρωας που ελέγχουμε αυτή τη φορά, και δεν είναι άλλος από τον πατέρα του Haytham Kenway και παππού του Ratonhnhaké:ton – Connor, των πρωταγωνιστών του Assassin’s Creed III. Ένας επιπόλαιος νεαρός Άγγλος, ο οποίος θέλει να γίνει πλούσιος και για να το πετύχει αυτό αποφασίζει να ακολουθήσει το σύντομο δρόμο, αυτόν της πειρατείας, μειώνοντας αυτομάτως και το προσδόκιμο ζωής του. Το story του παιχνιδιού, που προδήλως αποτελεί prequel του προκατόχου του, εξ αντικειμένου υποχρεούται να συνδέσει τη γνωστή κεντρική ιστορία της σειράς, με την τροπή που έχει λάβει βεβαίως στα τελευταία γεγονότα. Το Black Flag, όμως, δεν είναι αυτό κατά βάση. Είναι η ατελείωτη περιπλάνηση στη θάλασσα ως ένας γνήσιος πειρατής. Είναι η πολιορκία οχυρών και οι επικές ναυμαχίες απέναντι σε ισχυρότερα πλοία, δυναμικές φρεγάτες ή πραγματικές πλωτές πολιτείες, τα θηριώδη Man O’ War warships. Είναι η αίσθηση ότι αυτός ο τόπος σου ανήκει ολοκληρωτικά και όταν βρίσκεσαι στο πηδάλιο του «Jackdaw» κανείς δε μπορεί να σε αμφισβητήσει ή να σταθεί στο διάβα σου. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο ο Edward θα πρέπει να αναβαθμίσει το πλοίο του.
Κι αυτό θα το πετύχει με τα recourses (rum, sugar, cloth, wood, metal) που αποκτά σταδιακά από τις επιθέσεις σε εχθρικά πλοία, όταν θα πλιατσικολογήσει αφού πρώτα προσεγγίσει το εχθρικό κατάστρωμα και πετσοκόψει -με τη βοήθεια και των ανδρών του- ένα συγκεκριμένο αριθμό του αντιπάλου πληρώματος ώστε να παραδοθεί το εναπομείναν. Recourses τα οποία μπορεί να πουλήσει και να προσθέσει τα χρήματα αυτά σε όσα έχει βρει σε σεντούκια ή αρπάξει ως λάφυρα από συγκεκριμένες φρεγάτες. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι οι ναυμαχίες θα ήταν τόσο εθιστικές ώστε να έχω δώσει μερικές εκατοντάδες μέχρι στιγμής, με τη μέγιστη ηδονή να προσφέρει η στιγμή που στρέφεις την πλώρη προς τα έξαλα του εχθρικού πλοίου και το τσακίζεις με το πανίσχυρο έμβολό σου ως άλλος πηδαλιούχος του «Ναυτίλου»! Το σύστημα της ναυμαχίας έχει βελτιωθεί κατακόρυφα και πλέον τα κανόνια είναι πολύ περισσότερα, τόσο σε αριθμό όσο και σε τοποθέτηση (μπροστά, στο πλάι κ.λπ.), έχουν κυμαινόμενο range, ενώ υπάρχουν και τα fire barrels που εκτοξεύονται σε κοντινή απόσταση από την πρύμνη.
Είναι αυτονόητο ότι μιλώντας για προσθήκες, αυτές δε θα μπορούσαν να περιορίζονται σε απλές βελτιώσεις, αν και είναι γεγονός ότι αφορούν κατά βάση τη θάλασσα. Η αγορά μιας… καμπάνας καταδύσεων στην πορεία του παιχνιδιού, κοινώς diving bell, ξεκλειδώνει τη δυνατότητα για υποβρύχια εξερεύνηση στον εντυπωσιακό βυθό της Καραϊβικής σε συγκεκριμένα σημεία του χάρτη, για ένα μαγευτικό κυνήγι θησαυρού υπό την απειλή αιμοβόρων καρχαριών, σμερνών και μεδουσών. Η δημιουργικότητα εν προκειμένω κορυφώθηκε και το αποτέλεσμα καθηλώνει σε κάθε περίπτωση. Ακόμη πιο επική, όμως, αποδεικνύεται η δυνατότητα ψαρέματος, επίσης σε συγκεκριμένες περιοχές, και προφανώς όχι τσιπούρας ή σπάρου με πετονιά και αναμονή.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο Edward μπαίνει σε βάρκα με μια ομάδα, παίρνει το καμάκι του και επιδίδεται σε ένα εκπληκτικό κυνήγι με εναλλαγή ρόλων ανάμεσα σε θηρευτή και θήραμα! Βρίσκεται αντιμέτωπος με τρομερούς καρχαρίες και τεράστιες φάλαινες, οι οποίες δεν πρόκειται να παραδοθούν εύκολα. Είναι η στιγμή που ο πληγωμένος μεγάλος λευκός καρχαρίας έχει κόψει το σχοινί και ο ήρωας στέκει πανέτοιμος με το καμάκι ανά χείρας πάνω από τη φαινομενικά νηφάλια θάλασσα. Είναι η στιγμή που η αδρεναλίνη εκρήγνυται όταν μέσα σε μια οπτική και ηχητική πανδαισία ο καρχαρίας εκτινάσσεται με ανοιχτά σαγόνια μπροστά στη βάρκα και απλά θέλεις να ξανανέβεις στο πλοίο! Ο καρχαρίας ταύρος και ο σφυροκέφαλος είναι τα δύο άλλα είδη που συναντώνται στο game, ενώ από εκεί και πέρα υπάρχουν η φάλαινα δολοφόνος (όρκα), η μεγάπτερη και η λευκή. Ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία απαντάται στην ξηρά, από κουνέλια και μαϊμούδες μέχρι ιαγουάρους και κροκόδειλους! Έσοδα βεβαίως μπορούν να κομιστούν και από το κυνήγι στο σύνολό του.
Από εκεί και πέρα, είναι η πρώτη φορά σε Assassin’s Creed game που οι καιρικές συνθήκες έχουν τόσο αξιοσημείωτο ρόλο, πάντοτε βεβαίως εν πλω. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει μια τρομερή καταιγίδα, η οποία δεν περιορίζεται στην έντονη βροχόπτωση και τους κεραυνούς στον ορίζοντα. Η θάλασσα ανταριάζει και ο άνεμος λυσσομανά, ενώ είναι πιθανό να περάσει από κοντινή απόσταση ακόμη και ανεμοστρόβιλος. Το μεγάλο σοκ όμως βίωσα στο ξεκίνημα του παιχνιδιού, όταν οφείλοντας να ξεφύγω με το τότε ταπεινό μου πλοίο εν μέσω… χαλασμού Κυρίου, είδα ξαφνικά ένα τεράστιο τσουνάμι να υψώνεται σαν θεόρατο τείχος ερχόμενο με ταχύτητα κατά πάνω μου, κι εκεί ομολογώ ότι ανατρίχιασα καθώς αιφνιδιάστηκα, διότι πήγαινα ίσια προς αυτό και δε μπορούσα να αντιδράσω! Ήταν με μια λέξη «επιβλητικό», με όλη τη σημασία της. Τα στοιχεία της φύσης σε όλο τους το μεγαλείο!
Όσον αφορά την καθ’ αυτή ιστορία του Black Flag θα ρίσκαρα να πω ότι ήταν η λιγότερο ενδιαφέρουσα σε σχέση με όλες τις προηγούμενες της σειράς. Το σενάριο δε στόχευε να διεκδικήσει Όσκαρ, αλλά να δώσει την ευκαιρία στον παίκτη, κάνοντας τις βασικές αποστολές, να πάει σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές του χάρτη και να απολαύσει τα μαγευτικά τοπία και γραφικά που συνοδεύονται από θεσπέσια μουσική, η οποία «πατά» στις συνθέσεις του Hans Zimmer στην τριλογία των «Πειρατών της Καραϊβικής». Η σύνδεση του ίδιου του Edward με τους Templars, τους Assassins και τη γνωστή υπόθεση είναι πιο στοιχειώδης από ποτέ. Είναι προφανές ότι άλλα πράγματα ήθελε να προσφέρει και σε άλλα χαρακτηριστικά να εστιάσει η Ubisoft, με το τελικό αποτέλεσμα να τη δικαιώνει σε απόλυτο βαθμό και τους gamers να έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν ένα παιχνίδι με αγνή, καθαρόαιμη πειρατική διασκέδαση και λογική.