Αν η gaming βιομηχανία βρίθει από κάτι είναι οι τίτλοι που σχετίζονται με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το καταστροφικό αυτό γεγονός για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για αμέτρητους κλάδους της τέχνης, όπως ο κινηματογράφος, η μουσική, η ζωγραφική. Τα games δεν αποτελούν εξαίρεση καθώς μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει εκατοντάδες με τη συγκεκριμένη θεματολογία, ανήκοντα κατά βάση στην κατηγορία των action shooter και strategy. Παιχνίδια που αναπαριστούν μεγάλες μάχες ή άλλες λιγότερο γνωστές, προσπαθώντας να προσομοιώσουν τις συνθήκες που επικρατούσαν και να τοποθετήσουν τον παίκτη στην καρδιά της δράσης. Κάποια τα καταφέρνουν περίφημα και άλλα όχι τόσο, όμως σχεδόν στο σύνολό τους «συμφωνούν» στο τελευταίο δίνοντας έναν τόνο επανάληψης: Υπάρχει το πεδίο της μάχης κι εκεί καλείσαι να αντεπεξέλθεις. Όπως τραγουδούν κι οι Iron Maiden, «Nowhere to run, nowhere to hide, you've got to kill to stay alive».
Έχει, όμως, αναρωτηθεί κάποιος τι ακριβώς συνέβαινε σε μη εμπόλεμες περιοχές; Την απάντηση για εκείνα τα χρόνια μπορούν σίγουρα να δώσουν οι παππούδες μας ως αυτόπτες μάρτυρες, καθώς και οι γηραιότεροι άλλων χωρών. Πώς ήταν να ζεις κάτω από τη ναζιστική μπότα με τη ζωή σου να κινδυνεύει ανά πάσα ώρα και στιγμή και τις σημαίες με τον δεξιόστροφο αγκυλωτό σταυρό να υψώνονται όπου γυρνούσες το κεφάλι σου; Υπήρχε αντίσταση και ποίας μορφής ήταν; Αυτό ακριβώς το κενό στα games ήρθε να καλύψει το Δεκέμβριο του 2009 το Saboteur. Και όχι μόνο να το καλύψει, αλλά και να ανανεώσει την κατηγορία των σχετικών με τον εν λόγω πόλεμο τίτλων προσφέροντας μία μάλλον πρωτόγνωρη third person action – adventure εμπειρία, στα πρότυπα μεν άλλων γνωστών παιχνιδιών, αλλά με ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Πόσες φορές δεν έχουμε συναντήσει triple A titles ή άλλους κατώτερους, όπως τις σειρές GTA, Mafia, Driver και ουκ ολίγα παρεμφερή games; Το μοτίβο είναι σε γενικές γραμμές ίδιο: Όπλα, ναρκωτικά, πόρνες, συμμορίες, μαφία, σε όλες τις πιθανές και απίθανες εκδοχές τους.
Το Saboteur ξεφεύγει ολοκληρωτικά από τα συγκεκριμένα στερεότυπα και μας μεταφέρει στο κατεχόμενο Παρίσι όπου ο ναζιστικός ζυγός σφίγγει καθημερινά τη θηλιά γύρω από τους απλούς πολίτες μετατρέποντας το βίο τους σε αβίωτο. Υπάρχουν όμως και κάποιοι οι οποίοι αντιστέκονται. Πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι ο Ιρλανδός Sean Devlin, ένας μηχανικός αγωνιστικών αυτοκινήτων κυρίως, αλλά και οδηγός αγώνων. Η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα και τον υπαρκτό William Grover-Williams, ο οποίος γεννήθηκε στη Γαλλία στις 16/1/1903 από Άγγλο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα και δολοφονήθηκε από τους Ναζί το Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1945 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάξενχαουζεν. Ο συγκεκριμένος υπήρξε οδηγός αγώνων της Formula 1 και πρώτος νικητής του θρυλικού Grand Prix του Μονακό το 1929 με Bugatti! Μετά την κατοχή της Γαλλίας έφυγε για την Αγγλία όπου και κατετάγη στο Royal Army Service Corps, επιστρέφοντας και πάλι στη γενέτειρά του για να ενισχύσει με κάθε τρόπο τη γαλλική Αντίσταση και μάλιστα με τη βοήθεια ενός φίλου του, επίσης οδηγού αγώνων, τον Robert Benoist.
Κοινώς, το ιστορικό υπόβαθρο του παιχνιδιού είναι όχι απλώς έντονο, αλλά και πολύ ενδιαφέρον καθώς ο gamer εισάγεται σε ένα open world περιβάλλον όπου καλείται ως Sean Devlin να δώσει τη δική του μάχη. Όχι στα χαρακώματα, ούτε σε ανοιχτό πεδίο. Η ιστορία του δε θα γίνει θρύλος και όταν ολοκληρώσει το ρόλο του σ’ αυτόν τον πόλεμο ελάχιστοι θα τον θυμούνται. Αλλά υπήρξαν κι αυτοί οι ήρωες. Όσοι έδωσαν τον αγώνα τους προσπαθώντας να «χτυπήσουν» τον εχθρό σε άλλα σημεία του, κάνοντας έναν πραγματικό κλεφτοπόλεμο με τους Ναζί, αποδυναμώνοντάς τους με κάθε τρόπο. Αυτός είναι κι ο ρόλος του Sean. Στη διάρκεια του παιχνιδιού θα έχει τη δυνατότητα να περιπλανηθεί σε έναν αρκετά μεγάλο χάρτη του Παρισιού και των περιχώρων του και να αναλάβει πλήθος αποστολών με βασικότερο στόχο αυτό που ορίζει ο τίτλος του παιχνιδιού: Το σαμποτάζ!
Πίσω από τις άμυνες του εχθρού, εκεί όπου απαιτούνται τεράστια τόλμη, θάρρος και θράσος για να βρεθεί κάποιος, ο ήρωας θα γίνει βασικός αρωγός της Αντίστασης στην προσπάθειά του να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του αδελφικού του φίλου, Jules, από τον Συνταγματάρχη και επίσης οδηγό αγώνων, Kurt Dierker. Θα κληθεί να εξουδετερώσει ουκ ολίγους στόχους ουσιαστικούς αλλά και συμβολικούς, όπως περιφρουρούμενους στρατηγούς, τεράστια κανόνια τοποθετημένα σε υψηλά σημεία της πόλης και όχι μόνο, εργοστάσια που πλέον παράγουν για λογαριασμό των Ναζί, καθώς και να απελευθερώσει αντιστασιακούς αιχμαλώτους, όλα αυτά παρεισφρέοντας σε βαρέως εξοπλισμένες περιοχές ή στρατόπεδα που υπόσχονται να του κάνουν τη ζωή ιδιαίτερα δύσκολη.
Η δυσκολία του παιχνιδιού είναι σχετικώς σταδιακά αυξανόμενη, αν και ορισμένες αποστολές «βγαίνουν» αρκετά εύκολα, ακόμη και πιο αργά μέσα σ’ αυτό. Παρά ταύτα, υπάρχουν πολλές στα πιο προχωρημένα στάδια, οι οποίες με δυσκόλεψαν αρκετά παίζοντας στο Feckin’ Hard, το ανώτερο difficulty level. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χρειάστηκα περίπου 23,5 ώρες για να κάνω το σύνολο των διαθέσιμων αποστολών του παιχνιδιού. Σ’ αυτές δεν υπολογίζονται οι αμέτρητοι στόχοι προς ανατίναξη σε όλο το μήκος και το πλάτος του χάρτη, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν -αλλά δεν περιορίζονται σε- sniper’s nests, radars, εγκαταστάσεις τροφοδοσίας, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, τανκς, πύργους επικοινωνίας και μεγάφωνα προπαγάνδας.
Η ατμόσφαιρα του Saboteur είναι εξαιρετική και στη διαμόρφωσή της παίζουν σημαντικό ρόλο πολλοί τομείς. Ο πλέον πρωτότυπος σχετίζεται με τη χρωματική παλέτα του game, καθώς στο ξεκίνημα σχεδόν τα πάντα είναι ασπρόμαυρα με εξαίρεση το απειλητικό κατακόκκινο των τεραστίων ναζιστικών σημαιών, των αντιστοίχων περιβραχιονίων των Ναζί και του αίματος. Μ’ αυτόν τον πολύ έξυπνο τρόπο και έναν κατάμαυρο ουρανό αποδίδεται η κυριαρχία της μεγαλύτερης δύναμης του Άξονα στην εκάστοτε περιοχή. Ο μόνος τρόπος να επιστρέψει σε καθεμία ο ήλιος, το γαλάζιο ψηλά και το πράσινο στα δέντρα και τα λουλούδια είναι συνυφασμένος με την Αντίσταση και τον Sean, ο οποίος βοηθά στην επαναφορά του χρώματος, της ελπίδας και της ζωής εξουδετερώνοντας κομβικούς στόχους σε ορισμένες εκ των αποστολών που αναλαμβάνει.
Πέραν αυτού, οι ηθοποιοί που δανείζουν τις φωνές τους στους χαρακτήρες τα καταφέρνουν περίφημα στο σύνολό τους, αναδεικνύοντας αποτελεσματικά όλες τις αρετές ενός πολύ καλού σεναρίου. Στο ρόλο του πρωταγωνιστή συναντούμε τον Robin Atkin Downes, ο οποίος το 2013 ανέλαβε αυτόν του Conrad Roth, φίλου του πατέρα της Lara Croft και προστάτη της ίδιας στο reboot του Tomb Raider. Ακόμη πιο γνωστό όνομα στους gamers, αλλά όχι σε πρωταγωνιστικό ρόλο εν προκειμένω, βρίσκουμε τον Nolan North, τον Nathan Drake της σειράς Uncharted και Desmond Miles της σειράς Assassin’s Creed. Για τους λάτρεις του κινηματογράφου, σε αντίστοιχης εμβέλειας ρόλους μπορεί κάποιος να ακούσει τους Graham McTavish (The Hobbit trilogy, John Rambo) και John Noble (Lord of the Rings: The Two Towers και The Return of the King).
Από εκεί και πέρα, η πόλη του Παρισιού αποτελεί σχεδόν πιστό αντίγραφο της πραγματικής, εκείνης της εποχής, με δρόμους γραφικούς και τα ιστορικά της μνημεία να δεσπόζουν μεγαλόπρεπα και επιβλητικά, όπως ο Πύργος του Άιφελ, η Παναγία των Παρισίων, το Λούβρο, η Αψίδα του Θριάμβου και, φυσικά, ο Σηκουάνας ποταμός. Τα αυτοκίνητα θυμίζουν αρκετά το Mafia, καθώς είναι παραπλήσιας εποχής, ωστόσο υπάρχουν πολύ περισσότερα αγωνιστικά, τα οποία βέβαια δεν κυκλοφορούν στους δρόμους, αλλά μπορεί να αποκτήσει κάποιος στην πορεία. Το καρέ της εξαιρετικής ατμόσφαιρας συμπληρώνει ιδανικά το απίστευτο jazz soundtrack, που αποτελείται ουσιαστικά από τα τραγούδια που συνοδεύουν το παιχνίδι. Θα αδικούσα αν εξαιρούσα κάποια, όμως θα ήταν ιεροσυλία να μην ξεχωρίσω τα Feeling Good από Nina Simone και Somebody Nobody Loves από Ella Fitzgerald, ενώ δε θα μπορούσα να μην αναφέρω τα Koop Island Blues από Koop, Dance Me To The End Of Love από Madeleine Peyroux, The Finger Points To You από Maxayn, L'Homme Que J'Adore από Allison Adams Tucker και Don't Do Me Wrong από Kacee Clanton. Κι αυτά είναι μόνο επτά από τα 35 πολύ όμορφα κομμάτια που ακούγονται, ορχηστρικά και μη.
Το παιχνίδι είναι πολύ εντυπωσιακό, ακόμη κι αν ίσως δεν του… φαίνεται από την πρώτη στιγμή. Υπάρχουν αποστολές που θα τις ζήλευαν ακόμη και κορυφαίοι τίτλοι αυτού του genre, με τρένα, Ζέπελιν, καταδιώξεις, αγώνες δρόμου, θεαματικές εκρήξεις και… όλα τα καλά! Τα γραφικά δεν είναι πρωτοκλασάτα, αλλά μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον καλά και αρκετά ευχάριστα στο μάτι. Στον τομέα του ήχου οι ανατινάξεις είναι ιδιαίτερα πειστικές, ομοίως και η εκπυρσοκρότηση του εκάστοτε όπλου. Εκεί όπου υστερεί ξεκάθαρα είναι στους κινητήρες των αυτοκινήτων, καθώς σε πολλές περιπτώσεις το όχημα μοιάζει να… μουγγαίνεται από ένα σημείο και μετά, μέχρι τη στιγμή που θα πατήσεις φρένο ή θα κάνεις drift, ενώ η κόρνα είναι ουσιαστικά η ίδια σε όλα.
Στον τομέα του gameplay συναντούμε την δεύτερη αξιοσημείωτη καινοτομία του παιχνιδιού, υπό την έννοια ότι αναρριχητικές ικανότητες δεν έχουμε ξαναδεί σε games του είδους, με εξαίρεση τη σειρά Assassin’s Creed. Εν προκειμένω, μπορεί ο Sean να μην είναι ο Ezio Auditore ή κάποιος άλλος από τους πρωταγωνιστές των Assassin’s Creed games, ωστόσο μπορεί κι αυτός να σκαρφαλώνει με επιτυχία σε όλα τα κτίρια, αρκεί να υπάρχει σημείο για να κρατηθεί. Από τις σκεπές τους μπορεί να εξοντώσει περισσότερους εχθρούς και να αξιοποιήσει την αυξημένη κάλυψη που αυτές του παρέχουν, ενώ δύναται να αιωρηθεί και από καλώδια που συνδέουν δύο κτίσματα σε απόσταση. Επιπροσθέτως, ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητα του Sean να μεταμφιέζεται παίρνοντας τις στολές στρατιωτών, υπό την προϋπόθεση ότι τους έχει πλησιάσει απαρατήρητος και τους έχει σκοτώσει μόνο με μπουνιές και κλωτσιές, ώστε να μην υπάρχει αίμα στα ρούχα τους. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να διεισδύσει σε απαγορευμένες ζώνες προσεγγίζοντας το στόχο του με μεγαλύτερη ευκολία, προσέχοντας όμως ταυτόχρονα να μη γίνει αντιληπτός από τους φρουρούς παραμένοντας για αρκετή ώρα κοντά τους.
Στο παιχνίδι υπάρχει πληθώρα όπλων και εκρηκτικών (πιστόλια, machine guns, rifles, shotguns, μπαζούκας, χειροβομβίδες, δυναμίτες κ.ά.), ενώ στην πορεία δίνεται πρόσβαση στα terror weapons, βελτιωμένες εκδόσεις των προαναφερθέντων, τα οποία είναι πραγματικές φονικές μηχανές και συμπεριλαμβάνουν ακόμη και φλογοβόλο. Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα βελτίωσης των ικανοτήτων του Sean, που προκύπτει από την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων στις κατηγορίες Brawling, Hardware, Sniping, Explosives, Sabotage, Mayhem, Racing, Mechanics και Evasion. Μια τελευταία επισήμανση αξίζει να γίνει για το χειρισμό των αυτοκινήτων, που είναι πέρα για πέρα arcade με κάποιες σχετικές διαφοροποιήσεις μεταξύ του καθενός, και σχεδόν σε κάθε περίπτωση πολύ δυνατό κράτημα στις στροφές. Το μοντέλο ζημιών υστερεί αρκετά, καθώς τα οχήματα πολύ σπάνια καταστρέφονται και πρέπει να δεχτούν δεκάδες σφαίρες για να πάρουν φωτιά.
Καταλήγοντας, το Saboteur είναι ένα παιχνίδι που θεωρώ ότι έχει αδικηθεί από τις βαθμολογίες παγκοσμίως. Πιστεύω ότι αγγίζει το 8 παρά τις όποιες ατέλειές του, καθώς πετυχαίνει πέρα για πέρα το σκοπό του. Είναι ατμοσφαιρικό, έχει πολύ καλό, συνεκτικό και ενδιαφέρον σενάριο, μεγάλη διάρκεια χωρίς ποιοτικές μεταπτώσεις, είναι πολύ εντυπωσιακό ως επί το πλείστον, έχει αρκετά καλά γραφικά, καλό gameplay, πολύ καλό voice acting και υπέροχο soundtrack. Σε third person action – adventure αυτού του είδους είχα να δω τόσο ενδιαφέρουσα -αλλά όχι τόσο πρωτότυπη- υπόθεση από την εποχή του πρώτου Mafia. Είναι μια ιστορία εμπνευσμένη από έναν αφανή ήρωα για άλλους αφανείς ήρωες και μάχες οι οποίες δε θα γίνουν τραγούδι ποτέ…