Είθισται ιδίως τα αξιόλογα open world games να προσεγγίζουν μια πλατιά μάζα gamers ανά τον κόσμο. Οι απεριόριστες δυνατότητες περιήγησης στο περιβάλλον τους και αλληλεπίδρασης μ’ αυτό εξιτάρουν, έτι περισσότερο όταν συνοδεύονται από αμέτρητα πράγματα για να κάνει κάποιος, είτε σε επίπεδο side quests, εκτέλεσης ειδικών challenges, ακόμη και απλής συγκέντρωσης αντικειμένων. Η σειρά Assassin’s Creed ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία παιχνιδιών, τα οποία πέραν της κεντρικής ιστορίας του παιχνιδιού δύνανται να κρατήσουν τον παίκτη πολλαπλάσιες ώρες, αν έχει το χρόνο και είναι αποφασισμένος να μην αφήσει γωνία ανεξερεύνητη.
Προσωπικά δεν ανήκω μεταξύ αυτών των gamers, καθώς μετά το πέρας του main story προτιμώ να ασχοληθώ με κάτι άλλο -με εξαίρεση πιθανές αποστολές που σχετίζονται μ’ αυτό- στην προσπάθειά μου να παίξω όσα περισσότερα games εξ όσων με ενδιαφέρουν. Το τελευταίο χρόνο ξεκίνησα να ασχολούμαι με τη σειρά Assassin’s Creed και από το δεύτερο παιχνίδι μπορώ να πω ότι η ιστορία με συνεπήρε ολοκληρωτικά. Το Brotherhood ήταν αυτό που ακολούθησε συνεχίζοντας με πρωταγωνιστή τον Ezio Auditore, στην αναγεννησιακή Ιταλία αμέσως μετά τα γεγονότα του προκατόχου του, και με αναβαθμισμένο το ρόλο του Desmond Miles. Ο τελευταίος, όντας στη σύγχρονη εποχή, καλείται να ακολουθήσει στην κυριολεξία πλέον τα βήματα του προγόνου του, και όχι μόνο μέσω του Animus, επιλύοντας γρίφους που θα του δώσουν περισσότερες απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν τα πανίσχυρα Pieces of Eden και την αιώνια μάχη μεταξύ Assassins και Knights Templar.
Η ιστορία -βασισμένη στις νουβέλες του Oliver Bowden- εκτυλίσσεται ομαλότατα και ομολογώ ότι με κράτησε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από το Assassin’s Creed II. Παρά το γεγονός ότι το Brotherhood είναι περίπου κατά 25% μικρότερο σε διάρκεια, εντούτοις η δράση είναι πολύ πιο έντονη και καταιγιστική, καθώς μετά τα γεγονότα του δεύτερου παιχνιδιού η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων λαμβάνει χαρακτηριστικά ανοιχτού πολέμου, ο οποίος εντείνεται όσο το story εκτυλίσσεται. Βεβαίως το ενδιαφέρον αυξάνεται ακόμη περισσότερο όταν μιλάμε για ιστορικά πρόσωπα τα οποία πρωταγωνιστούν στο παιχνίδι, όπως οι Niccolo Machiavelli, Leonardo da Vinci, Caterina Sforza και φυσικά η οικογένεια Borgia, Rodrigo, Cezare και Lucrezia. Ίντριγκες, συνωμοσίες, δολοπλοκίες, δολοφονίες, όλα ξεδιπλώνονται με τρόπο υποδειγματικό και συνεκτικό.
Ένα στοιχείο το οποίο με είχε προβληματίσει ιδιαίτερα στο Assassin’s Creed II ήταν ο ανύπαρκτος βαθμός πρόκλησης. Αυτή τη φορά το A.I. κυμαίνεται σε οριακά καλύτερα επίπεδα –και πάλι όμως σαφώς ανεπαρκή, καθώς οι εχθροί έστω και με καθυστέρηση κάνουν επιθετική κίνηση, ενώ το παιχνίδι ευνοεί σε μεγαλύτερο ποσοστό τα «execute hits» μετά από μια κίνηση αποφυγής, όπως συνέβαινε και στο πρώτο. Για πρώτη φορά ο Ezio έχει τη δυνατότητα να σκοτώνει μόνο με τα χέρια του πραγματοποιώντας λαβές που θα ζήλευαν ακόμη και πρωταθλητές του wrestling. Ήταν απίστευτη η στιγμή όταν από λάθος επιλογή ξέμεινα χωρίς όπλο, κι εκεί στο 1500+ ο Ezio έδωσε πισώπλατη γροθιά στη μέση ενός φρουρού, τον γράπωσε από το κεφάλι και του έσπασε τον τράχηλο προς τα πίσω! Σε άλλη περίπτωση, με κλωτσιά αρχικά, κι ενώ ο εχθρός είχε βρεθεί με το κεφάλι σκυμμένο προς τα κάτω, ο Ασασίνος μας έβαλε το ενσωματωμένο του περίστροφο επάνω στο κρανίο του και τον έστειλε εν τόπω χλοερώ! Ενδεικτικές στιγμές που μου έμειναν από το gameplay.
Το τρίτο game της σειράς εκτυλίσσεται σχεδόν αποκλειστικά στη Ρώμη, σε αντίθεση με τις Βενετία, Ρωμανία/Φόρλι και Φλωρεντία του δευτέρου παιχνιδιού, ενώ για μία ακόμη φορά βλέπουμε το Monterigioni όπου βρίσκεται η Villa του θείου του Ezio, Mario. Οι μηχανισμοί του gameplay έμειναν σχεδόν ίδιοι, με κάποιες μικρές προσθήκες, ενώ με ικανοποίησαν σαφώς περισσότερο τα βελτιωμένα physics των αλόγων και η προοπτική πιο εντυπωσιακών ιππομαχιών. Χρήσιμη επίσης ήταν βεβαίως η δυνατότητα μετακίνησης με άλογο εντός της πόλης λόγω των τεράστιων αποστάσεων, καθώς η Ρώμη φάνταζε σε μέγεθος όσο οι τρεις προαναφερθείσες πόλεις μαζί. Πολύ εντυπωσιακή, αναμφίβολα, η ύπαρξη του επιβλητικού Κολοσσαίου και άλλων ιστορικών κτισμάτων όπως του Castel Sant'Angelo εντός των ορίων του Βατικανού, κάτι που προσδίδει πολύ σημαντικούς πόντους πιστότητας στην αναπαράσταση των πόλεων στη κορυφαία σειρά της Ubisoft.
Αναπτύσσοντας τις εντυπώσεις μου από το Assassin’s Creed II ανέφερα ότι πρόκειται για μια σειρά παιχνιδιών και βιβλίων με την οποία αξίζει να ασχοληθεί κάποιος από την αρχή ως το τέλος. Μπορεί ορισμένους να μην τους συγκινεί η ιστορία που πραγματεύονται τα πρώτα τρία games της συλλογής. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το φινάλε του Brotherhood είναι ένα πολύ κακό σημείο για να αποφασίσει κάποιος ότι δεν ενδιαφέρεται να μάθει τι συμβαίνει στη συνέχεια…
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments