GameWorld Blogs

Γράψτε τα άρθρα σας στα blogs και δείτε τα να δημοσιεύονται στην κεντρική σελίδα του GameWorld.gr, στην ενότητα Blogs, στο κάτω μέρος. Κάθε κείμενό σας θα πρέπει να έχει μέγεθος κατ' ελάχιστο 2-3 παραγράφους και να αφορά προσωπική άποψη και όχι είδηση. Παράλληλα, με την συμμετοχή σας στα blogs λαμβάνετε μέρος και στο διαγωνισμό Users του μήνα, κερδίζοντας video games. Για περισσότερα, δείτε το μενού "Διαγωνισμοί".

L.A. Noire: Στην υπηρεσία του Νόμου και της Τάξης

L.A. Noire: Στην υπηρεσία του Νόμου και της Τάξης

Αποτελεί γεγονός πως όταν κάποιος θέλει να μιλήσει για συγκεκριμένης κατηγορίας open world third person action – adventure games, πάντοτε προσθέτει τον προσδιορισμό «τύπου Grand Theft Auto», προκειμένου ο άλλος να αντιληφθεί απευθείας περί τίνος πρόκειται. Τα παιχνίδια που συγκαταλέγονται σ’ αυτό το genre και ιδίως τη συγκεκριμένη υποκατηγορία μοιάζουν σχεδόν… καταδικασμένα να πρέπει πρώτα να αποτινάξουν τον εν λόγω συσχετισμό, ούτως ώστε να καταφέρουν στη συνέχεια να περιγράψουν την ιστορία τους αξιώνοντας τη δική τους ξεχωριστή θέση ως τίτλοι που έχουν να πουν κάτι περισσότερο και κυρίως κάτι διαφορετικό. Και είναι αλήθεια πως κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο απέναντι στην αυτοκρατορία που έχει δημιουργήσει η σειρά GTA και η Rockstar στον 21ο αιώνα, με δεκάδες εκατομμύρια gamers παγκοσμίως.

Κι όταν μάλιστα η πρόκληση αυτή είναι… εσωτερική, το διακύβευμα καθίσταται ακόμη υψηλότερο. Είχαν περάσει τρία χρόνια από τότε που η Rockstar είχε κυκλοφορήσει το Grand Theft Auto IV και η συνέχεια του έμελλε να καθυστερήσει για δύο ακόμη. Τον Μάιο του 2011 η Team Bondi -ανεξάρτητη αυστραλιανή εταιρία developers- σε συνεργασία με τη Rockstar και με τη σφραγίδα της τελευταίας κυκλοφόρησε το L.A. Noire τολμώντας κάτι διαφορετικό: Να περάσει στην αντίπερα όχθη του ποταμού και να παρουσιάσει ένα παιχνίδι στο οποίο οι εγκληματίες δεν είναι οι πρωταγωνιστές αντιήρωες, αλλά αυτοί που πρέπει να καταδικαστούν… no matter what. Ο βασικός ήρωας της ιστορίας είναι άνθρωπος του νόμου και ρόλος του είναι να επιβάλλει την τάξη στους δρόμους του Λος Άντζελες, λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, εν έτει 1947.

Πρωταγωνιστής είναι ο Officer Cole Phelps, o οποίος έχοντας επιστρέψει με παράσημο από τον πόλεμο κατατάσσεται στο LAPD προκειμένου να υπηρετήσει τους συμπολίτες του αλλά και να ανέλθει ψηλότερα στην ιεραρχία του Τμήματος ξεκινώντας από απλές περιπολίες και φτάνοντας, ως Detective πλέον, μέχρι τις Ανθρωποκτονίες και τη Δίωξη Ναρκωτικών (Traffic και Arson οι άλλες δύο κατηγορίες). Ο μόνος τρόπος για να πετύχει στην αποστολή του είναι μέσα από την εξιχνίαση διαφόρων εγκληματικών ενεργειών αυτού του τύπου. Με βασικό του όπλο ένα μπλοκάκι στο οποίο σημειώνει πρόσωπα (ύποπτα και μη), στοιχεία (αποδεικτικά και μη) και τοποθεσίες προς… επίσκεψη, και με τη βοήθεια του ανά τμήμα συνεργάτη του, του ιατροδικαστή και άλλων συναδέλφων του, ερευνά τον τόπο του εγκλήματος ούτως ώστε να ανακαλύψει στοιχεία που θα τον φέρουν ένα βήμα πιο κοντά στον πραγματικό ένοχο της υπόθεσης, διαχωρίζοντας τις ενδείξεις από τις αποδείξεις, που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν να απαγγείλει κατηγορίες σε λάθος άνθρωπο. Με το αστυνομικό του δαιμόνιο να αγρυπνά στην υπηρεσία του Νόμου και της Τάξης και με την επαγγελματική πεποίθηση πως «όλοι έχουν κάτι να κρύψουν» να τον οδηγεί, αναλύει, ανακρίνει, προειδοποιεί και απειλεί προκειμένου να αποσπάσει την πληροφορία που επιζητεί.

Το παιχνίδι, αριστοτεχνικά και κινηματογραφικά γραμμένο και σκηνοθετημένο από τον Brendan McNamara, πετυχαίνει να εισάγει άψογα τον gamer στο ρόλο του Detective, ο οποίος επιχειρεί να διαλευκάνει την εκάστοτε υπόθεση εξετάζοντας όλα τα πιθανά και απίθανα σενάρια, ενώ ακόμη και τότε δεν απουσιάζουν οι εκπλήξεις και οι ανατροπές. Είναι οι περιπτώσεις όπου, πράγματι, «there is more than meets the eye», ελληνιστί «τα φαινόμενα απατούν». Άλλωστε, όπως συμβαίνει πολλές φορές, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ νομίμων και παρανόμων δείχνει να ξεθωριάζει επικίνδυνα και τότε τα πράγματα μπερδεύονται πολύ και γίνονται πιο σκοτεινά. Το σενάριο είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα που έχω συναντήσει σε games, με πλουσιότατο περιεχόμενο, εντυπωσιακά στιβαρό και ενδιαφέρον, και το γεγονός ότι δίνεται η δυνατότητα ορισμένης κατεύθυνσής του από τον ίδιο τον παίκτη, αυξάνει τους ήδη πολλούς πόντους που συγκεντρώνει.

Κι αυτό γιατί το L.A. Noire κατορθώνει να επαναπροσδιορίσει με υποδειγματικό τρόπο το ύφος ενός παιχνιδιού αυτού του τύπου, καθώς αποτελεί πρωτίστως ένα adventure και δευτερευόντως action game. Η βάση είναι η έρευνα, ο εντοπισμός και η εξακρίβωση στοιχείων που ερμηνεύουν το έγκλημα και δύνανται να αποδώσουν κατηγορίες, και όχι τα όπλα. Άλλωστε ένα άνθρωπος του Νόμου -θεωρητικά, τουλάχιστον, και σίγουρα όσον αφορά το παιχνίδι- δεν τραβά ποτέ όπλο αν δεν έχει και ο ύποπτος. Συνεπώς, τα πάντα βασίζονται στον τρόπο με τον οποίο θα χειριστεί ο Phelps κάθε ανάκριση, είτε υπόπτων είτε απλών μαρτύρων. Με βάση τα στοιχεία που έχει συγκεντρώσει από τον τόπο του εγκλήματος και όχι μόνο, θέτει συγκεκριμένα ερωτήματα και ερμηνεύοντας τις απίστευτα πειστικές εκφράσεις των προσώπων τους -ελέω του ανυπέρβλητου motion capture με πραγματικούς ηθοποιούς στο σύνολό τους!- συμπεραίνει αν ο ανακρινόμενος λέει αλήθεια, ψέματα ή τα έχει «μασήσει».

Αν κατηγορήσει κάποιον ότι ψεύδεται, τότε εκείνος θα του ζητήσει αποδείξεις. Εφόσον ο Phelps έχει κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο, το καταθέτει επί τόπου και η ανάκριση εκτυλίσσεται ανάλογα. Διαφορετικά, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να υποχωρήσει εκφράζοντας τις σχετικές αμφιβολίες του (doubt). Σε αρκετές περιπτώσεις, αυτή είναι η σωστή απάντηση, ελλείψει στοιχείων, κάτι που άργησα να καταλάβω, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσω χαμηλότερο σκορ σε αρκετές αποστολές. Το σχετικό ηχητικό εφέ πιστοποιεί κάθε φορά την ορθότητα ή μη της εκάστοτε επιλογής. Επ’ αυτής, δίνεται η δυνατότητα στον gamer, χρησιμοποιώντας τα Intuition points που συγκεντρώνει στην πορεία, να ζητήσει τη βοήθεια του κοινού μέσω του Social Club ή να σβήσει μία από τις τρεις πιθανές αποκρίσεις (Truth, Doubt, Lie)!

Εν τούτοις, και με βάση το δικό μου playthrough, το ενδεχόμενο ολοκληρωτικής αποτυχίας της αποστολής και υποχρέωση επανάληψης από το τελευταίο checkpoint συναντάται μόνο εφόσον υπάρχουν ένας ή δύο κρατούμενοι στο αστυνομικό τμήμα και καλείται ο Phelps να αποσπάσει ομολογία ενοχής από κάποιον εξ αυτών. Ανεξαρτήτως τούτου, η αγωνία και η προσοχή στην επιλογή της επόμενης τοποθέτησης, είτε με τη μορφή διαπίστωσης είτε απάντησης, είναι πολύ έντονη και δε μπορεί να γίνει επιπόλαια. Σε περίπτωση λάθους η ανάκριση συνεχίζεται, αλλά το… πρόσωπο δείχνει να έχει προς στιγμήν το πάνω χέρι στη συζήτηση, ενώ ένα χαμηλότερο game score είναι το τίμημα για τον παίκτη. Γενικότερα, υπάρχουν αρκετές εναλλακτικές και δυνατότητες για την επίλυση μιας υπόθεσης.

Ως υποσημειώσεις για το σενάριο μπορούν να προστεθούν ότι βρήκα ορισμένες ομοιότητες με μία ταινία με… παραπλήσιο τίτλο, ο λόγος για το «L.A. Confidential» του 1997. Επιπλέον, στην πορεία του παιχνιδιού είχα την ευκαιρία να αντικρίσω το «Hughes H-4 Hercules» σε διαδικασία ολοκλήρωσης των τελευταίων λεπτομερειών κατασκευής του. Πρόκειται για το τεράστιο -και μεγαλύτερο όλων των εποχών- μεταγωγικό υδροπλάνο, το οποίο πέταξε για πρώτη φορά, πράγματι, τη χρονιά που διαδραματίζεται το παιχνίδι, στις 2 Νοεμβρίου 1947. Περισσότερα γι’ αυτό θυμούνται σίγουρα όσοι έχουν δει την ταινία του 2004 «The Aviator» με πρωταγωνιστή τον Leonardo DiCaprio στο ρόλο του οραματιστή και ιδιοκτήτη της εταιρίας κατασκευής του, Howard Hughes, από τον οποίο πήρε και το όνομά του.

Όσον αφορά τον τομέα του gameplay, θα σταθώ συγκεκριμένα στο gunplay, το οποίο αποτελεί συνοδευτικό της ιστορίας και όχι κυρίαρχο συστατικό. Ο Phelps έχει το πιστόλι του, με το οποίο μπορεί να κάνει πολύ καλά τη δουλειά του σε κάθε περίπτωση, καθώς ο βαθμός δυσκολίας είναι μάλλον χαμηλός. Επιπλέον, δύναται να αποκτήσει πρόσβαση σε rifles ή shotguns τα οποία αποσπά από τους σκοτωμένους εχθρούς του, στις σχετικά λιγοστές -για ένα τέτοιο game- φορές που θα εμπλακεί σε πυροβολισμούς, ενώ άλλες τόσες θα είναι οι μάχες σώμα με σώμα. Υπάρχουν 95 διαθέσιμα οχήματα της εποχής, με arcade χειρισμό αλλά πολύ καλύτερα physics απ’ ότι στο Saboteur, με το οποίο είχα ασχοληθεί νωρίτερα.

Πάντοτε οι διαδρομές γίνονται μαζί με τον συνεργάτη του Phelps, εκτός κι αν τον αφήσεις πίσω γιατί κοιμάται όρθιος και αργεί να μπει στο αυτοκίνητο. Η συζήτηση μαζί του, μάλιστα, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις μπορεί να δώσει στοιχεία για την επόμενη τοποθεσία προς μετάβαση, διαφορετικά μπορεί να παρατηρηθεί άσκοπη περιπλάνηση. Προσωπικά, ολοκλήρωσα το playthrough της Complete Edition σε 30 ώρες εκ των οποίων 3-4 ήταν αυτές στις οποίες «πνίγηκα σε μια κουταλιά νερό». Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο χάρτης του παιχνιδιού είναι πολύ μεγάλος και ιδιαίτερα πιστός στο Λος Άντζελες της εποχής, με έκταση 21 τετραγωνικών χιλιομέτρων, την ίδια στιγμή που η αντίστοιχη του GTA IV κυμαίνεται στα 15!

Στον τομέα των γραφικών αξίζει να γίνει για μία ακόμη φορά ιδιαίτερη μνεία στο ανεπανάληπτο motion capture ως προς τις εκφράσεις των προσώπων του συνόλου των χαρακτήρων του παιχνιδιού, που βεβαίως δίνουν και τη φωνή τους χαρίζοντας ένα υπέροχο voice-over! Συνήθως στα games από μια παραπλήσια διαδικασία περνούν μόνο οι πρωταγωνιστές και κάποιοι ακόμη εκ των βασικών χαρακτήρων, όχι όμως και στο L.A. Noire! Εν προκειμένω, περισσότεροι από 400 ηθοποιοί χρησιμοποίησαν την τεχνολογία MotionScan, η οποία καταγράφει τα πρόσωπά τους σε περισσότερα από 1000 καρέ ανά δευτερόλεπτο(!) χρησιμοποιώντας 32 κάμερες περιμετρικά αυτών(!) για να αποτυπώσει τις αντιδράσεις τους από κάθε οπτική γωνία, με το αποτέλεσμα να είναι, απλά, τέλειο!

Όπως δήλωσε κι ένας εκ των ηθοποιών – in game συνεργατών του Phelps αναφορικά με τη διαδικασία καταγραφής των σειρών τους «δεν είναι ένα απλό voice-over, αλλά εσύ, ο ίδιος, που ερμηνεύεις μπροστά στην κάμερα». Ουσιαστικά, πρόκειται για την ίδια τεχνολογία που χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να αποτυπωθούν στον κινηματογράφο οι εκφράσεις του Andy Serkis στο ρόλο του ως Gollum στον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών». Όλα αυτά, και μετά από πέντε ολόκληρα χρόνια παραγωγής(!), οδήγησαν στο να γίνει το L.A. Noire ένα από τα ακριβότερα παιχνίδια όλων των εποχών ως προς το συνολικό κόστος, το οποίο ανέρχεται στα 50 εκ. δολάρια! Οι ηθοποιοί δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί, αλλά αυτό δε σημαίνει απολύτως τίποτα και αποδεικνύεται στην πράξη. Εξαίρεση αποτελεί ο John Noble, τον οποίο γνωρίσαμε ως Lord Denethor, πατέρα των Boromir και Faramir στη δεύτερη και τρίτη ταινία του «Lord of the Rings».

Στην εξαιρετική ατμόσφαιρα του παιχνιδιού συμβάλλει και το πολύ όμορφο soundtrack των Andrew και Simon Hale, πιστό στο κλίμα, το οποίο μάλιστα κέρδισε το βραβείο για Original Score στα BAFTA Games Award το 2012. Το L.A. Noire είναι ένας τίτλος ο οποίος έδωσε έναν πρωτόγνωρο τόνο στα open world third person action – adventure games κάνοντας τη διαφορά με το υπέροχο, πολύ γεμάτο και με πλήθος υποθέσεων σενάριο και πρωτίστως τη δομή του gameplay, αντιστρέφοντας τους όρους action – adventure ως προς τη σειρά προτεραιότητας. Είναι ένα game το οποίο θα έπρεπε ήδη να έχει και συνέχεια, όπως αφήνει τεράστια περιθώρια για κάτι τέτοιο, όμως οποιαδήποτε τέτοια πιθανή εξέλιξη «πάγωσε» μετά τη διάλυση της Team Bondi, λίγους μόλις μήνες μετά την κυκλοφορία του τίτλου, με βασικότερο ίσως λόγο τις απαράδεκτες συνθήκες εργασίας για τους προγραμματιστές.

Ωστόσο, όπως ψιθύρισε κι ο Τζον Άρρυν λίγο πριν ξεψυχήσει στο Κινγκς Λάντινγκ, στο εντελώς διαφορετικό σύμπαν του «Τραγουδιού της Φωτιάς και του Πάγου», «ο σπόρος είναι ισχυρός». Αυτό σημαίνει ότι οι βάσεις έχουν μπει και είναι βαθιά θεμελιωμένες ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον να κυκλοφορήσει και δεύτερο μέρος, συνεχίζοντας ακόμη κι από το σημείο που ολοκληρώνεται το L.A. Noire. Σε αντίθεση με τη σειρά Mafia, η σύνδεση των παιχνιδιών της οποίας είναι σπονδυλωτή, εν προκειμένω θα μπορούσε κάλλιστα να προκύψει άμεση συνέχεια. Είναι μια ιστορία την οποία θέλεις να παρακολουθήσεις μέχρι τέλους, αρνούμενος να πιστέψεις ότι έχει ήδη τελειώσει…

Continue reading
  1377 Hits

Star Wars: Battlefront (2004)

b2ap3_thumbnail_SW_Battlefront_001_7217.jpg

Το Star Wars: Battlefront πλησιάζει. Οπότε τι καλύτερο από μια retro ματιά στο πρώτο Star Wars: Battlefront που είχε κυκλοφορήσει το 2004 για PC, PlayStation 2 και Xbox;

Πόσοι από εσάς όταν ήσασταν μικρά προσπαθήσατε να φτιάξετε το δωμάτιο σας σαν το Millenium Falcon του Han Solo για να αναβιώσετε παλιές δόξες και να ζήσετε αστρικές περιπέτειες με το φιλαράκι σας; Τουλάχιστον ένας από σας το έκανε και μην αρχίζετε από κάτω τα σχόλια.

b2ap3_thumbnail_3_32751.jpg

Τέτοιες σκέψεις θα περάσουν από το μυαλό σας παίζοντας το Star Wars: Battlefront. Πολλές φορές θα σας θυμίσει το υπνοδωμάτιο σας, γιατί είναι μεν πειστικό αλλά κάπως ανολοκλήρωτο. Έχει τρομερό βάθος αλλά τη περισσότερη ώρα σε κάνει να αναρωτιέσαι ποιο είναι το νόημά του (όπως και στον νέο τίτλο). Υπάρχει μόνο για να υπάρχει.

Αν αφαιρέσετε τα Ewoks και τα blasters, ίσως το παιχνίδι να γινόταν μια επαναληπτική και ρηχή εμπειρία. Τα πεδία μάχης είναι τεράστια και τα περισσότερα σημεία έχουν βίαιους και παλαβούς εξωγήινους που καραδοκούν. Βέβαια όλο αυτό καταντάει βαρετό από ένα σημείο και μετά. Σκοτώνετε, σας σκοτώνουν, respawn και πάμε πάλι.

b2ap3_thumbnail_2793118-battlefront4.jpg


Γενικά, ο τίτλος δίνει έμφαση στο run-and-gun και όταν προκαλούνται ξαφνικοί θάνατοι είναι κάπως σπαστικό. Πέρα απ'όλα αυτά όμως, το Star Wars: Battlefront είναι ικανό να σας προσφέρει μεγάλη ευχαρίστηση ειδικά αν αγοράσατε το τίτλο επειδή είστε hardcore fan της θρυλικής Star Wars μανίας. Το Battlefront διαθέτει 30 οχήματα που βοηθούν το τίτλο καθώς είναι από τα ωραιότερα διαστημόπλοια/μηχανές που έχετε δει. ΑΤ-ΑΤ, snowspeeders, X-Wing, AT-ST και άλλα είναι όλα εδώ. Δυστυχώς όμως δεν μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα Sand Crawler και Millenium Falcon αλλά δε πειράζει. Τόσα έχετε στη διάθεσή σας!

b2ap3_thumbnail_12063431_905105822898448_8710880007292628755_n.jpg

Ο τίτλος είναι μεν χαοτικός και με επαναλαμβανόμενο gameplay, αλλά με γουστόζικα γραφικά, αυθεντικούς ήχους/soundtrack και απλό χειρισμό θα χαροποιήσει σίγουρα τους fans. Οι υπόλοιποι λογικά θα κουραστείτε γρήγορα. Αν διέθετε μεγαλύτερη ποικιλία modes και περισσότερες επιλογές όσον αφορά το τρόπο που παίζετε θα μιλάγαμε σίγουρα για μια μεγάλη επιτυχία.
Για να δούμε τι θα κάνει το reboot του Battlefront...

Continue reading
  1214 Hits

Οι «Αναλώσιμοι» στο Broforce: The Expendabros!

Οι «Αναλώσιμοι» στο Broforce: The Expendabros!

Μια αγαπημένη μου συνήθεια το τελευταίο διάστημα είναι να συνδέομαι στο Steam και να πηγαίνω στην κατηγορία των free to play παιχνιδιών αναζητώντας τίτλους οι οποίοι θα μου κινήσουν το ενδιαφέρον, αλλά ταυτόχρονα θα ανταποκρίνονται και σε συγκεκριμένα ποιοτικά στάνταρ. Καθώς όμως δεν είμαι λάτρης ούτε των MOBA ούτε των MMORPG ή Survival είναι πρόδηλο ότι το να βρω κάτι που θα συμβαδίζει με τις απαιτήσεις μου μόνο εύκολη υπόθεση δεν είναι. Φροντίζω να αναζητώ κατά βάση 2D platform games και adventures, καθώς εκεί είναι πιθανότερο να ξετρυπώσεις μικρά «διαμάντια». Και πράγματι, αυτή τη φορά στάθηκα τυχερός καθώς ανακάλυψα το φοβερό και τρομερό… The Expendabros, με όνομα που θυμίζει κάτι από υπερήρωες comics και όχι μόνο!

Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας crossover τίτλος ο οποίος όταν κυκλοφόρησε πέρυσι το καλοκαίρι είχε ως στόχο δύο βασικά πράγματα. Αφενός να παρουσιάσει στους gamers το εκρηκτικό gameplay του… κυρίως μενού, που δεν είναι άλλο από το Broforce. Το συγκεκριμένο, εκείνο τον καιρό βρισκόταν σε early access στο Steam, ενώ μόλις πριν από δύο εβδομάδες, στις 15 Οκτωβρίου, κυκλοφόρησε και επίσημα στην τιμή των 14 ευρώ. Η βασική διαφορά στο Expendabros είναι ότι ο παίκτης έχει τη δυνατότητα να παίξει τις αποστολές του με τους πρωταγωνιστές της πολύ γνωστής ταινίας «The Expendables 3» (ελληνιστί «Οι Αναλώσιμοι»), η οποία είχε κάνει πρεμιέρα στο Λονδίνο στις 4 Αυγούστου 2014, ενώ το παιχνίδι -που ακόμη και ο τίτλος του μαρτυρά την crossover φύση του- έγινε διαθέσιμο την επομένη στο Steam.

Αμφότερα τα games είναι 2D side-scrolling run and gun platform και αυτό που μας απασχολεί εν προκειμένω δε λειτούργησε παρά ως μια εναλλακτική εισαγωγή -κατά κάποιο τρόπο- και άτυπος πρόλογος του Broforce, πετυχαίνοντας με ένα σμπάρο δύο τρυγόνια: Την προώθηση του παιχνιδιού, που ήταν και το μεγάλο ωφελημένο, και βεβαίως της ταινίας. Κάπως έτσι, όσοι ασχοληθούν με το Expendabros θα έχουν τη δυνατότητα να παίξουν με τους χαρακτήρες του blockbuster, τους οποίους ενσαρκώνουν οι Sylvester Stallone, Jason Statham, Dolph Lundgren, Terry Crews, Wesley Snipes, Randy Couture και, βεβαίως, Arnold Schwarzenegger. Κι αν τα ονόματα των ηρώων εμφανίζονται ελαφρώς διαφοροποιημένα σε σχέση με την ταινία (π.χ. Broney Ross αντί για Barney Ross όσον αφορά τον Σταλόνε), εντούτοις τόσο οι ίδιοι εν ώρα δράσης όσο και οι καρικατούρες τους είναι αντιπροσωπευτικές των πραγματικών ηθοποιών, τηρουμένων των αναλογιών.

Το παιχνίδι, φυσικά, όπως μαρτυρούν τα screenshots, διαδραματίζεται σε ένα αποκλειστικά 8-bit περιβάλλον, το οποίο παρά το… απαρχαιωμένο του ύφος είναι πανέμορφο εικαστικά κατορθώνοντας να συνταιριάξει αρμονικά το παρελθόν με το παρόν. Κάπου εδώ αξίζει να κάνουμε ιδιαίτερη μνεία στο γεγονός ότι παρατηρείται πολύ σημαντική αναβίωση αυτού του τύπου παιχνιδιών, με το Shovel Knight να είναι ίσως η πιο αξιοσημείωτη αναφορά… μέχρι τώρα. Κι αυτό γιατί κρίνοντας από το Expendabros, που μοιάζει σαν ένα… demo του Broforce, το τελευταίο πιστεύω ακράδαντα ότι θα κάνει θραύση στους fans του είδους και όχι μόνο, με την ποικιλία στο gameplay και την πώρωση που αυτό προκαλεί.

Όπως στην τριλογία των «Αναλώσιμων» έτσι και στο παιχνίδι μας, ο κάθε ήρωας ειδικεύεται σε συγκεκριμένου τύπου όπλα έχοντας αντίστοιχα special powers, με το αποτέλεσμα να είναι εντυπωσιακό. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, καθώς το περιβάλλον του παιχνιδιού είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου καταστρέψιμο, ενώ οι πάσης φύσεως εκρήξεις αποτελούν την επιτομή της διασκέδασης. Έτσι, λοιπόν, ο Stallone (για να συνεννοούμαστε) είναι expert στα Dual Pistols, ο Statham στα… ιπτάμενα στιλέτα, ο Lundgren χρησιμοποιεί Stickybomb Launcher, ο Crews εκτελεί με Minigun, ο Snipes είναι ένας proper artist with a knife όπως λέει και το τραγούδι, ο Couture πυρπολεί τα πάντα με Dragon’s Breath Shotgun και ο Schwarzenegger εξολοθρεύει ό,τι κινείται με Auto Shotgun. Οι… ειδικές δυνάμεις του καθενός ποικίλουν από χειροβομβίδες και μαχαίρια μέχρι… τηλεκατευθυνόμενο – βόμβα που δεν ελέγχει άλλος από τον… τρελό της παρέας, Gunner Jensen aka Dolph Lundgren.

Ο χειρισμός του εκάστοτε ήρωα δε θα μπορούσε να είναι πιο απλός, καθώς γίνεται με τα βελάκια κατεύθυνσης (το πάνω χρησιμεύει και ως άλμα) και τρία ακόμη πλήκτρα. Z για fire, X για special powers (που είναι τρεις -με εξαίρεση του Caesar aka Terry Crews που έχει πέντε βολές- συνεπώς πρέπει να γίνεται ορθή χρήση τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί κουτί με ammo) και C για melee attack (με μαχαίρι) και use. Ανά τακτά διαστήματα, υπάρχουν φυλακισμένοι, απελευθερώνοντας τους οποίους το έπαθλο είναι +1 ζωή, ενώ μ’ αυτόν τον τρόπο ξεκλειδώνονται οι υπόλοιποι χαρακτήρες μετά τον Σταλόνε, με τη σειρά που αναφέρθηκαν νωρίτερα. Κάθε ήρωας μπορεί να σκαρφαλώνει σε τοίχους με το μαχαίρι του να κρέμεται από καλώδια, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις δίνεται η δυνατότητα να… σκάψεις το υπέδαφος πυροβολώντας, προκειμένου να προχωρήσεις αποφεύγοντας εχθρούς. Τα λιγοστά bosses αυτού του παιχνιδιού – δείγματος είναι αρκετά δύσκολα, τουλάχιστον μέχρι να βρεις τον κατάλληλο τρόπο να τα βγάλεις, συνεπώς στη συνέχεια καθίσταται θέμα κάποιων λεπτών.

Οι εχθροί ποικίλουν, κάτι που συμβάλλει τα μέγιστα στην αύξηση του ενδιαφέροντος. Μεταξύ αυτών υπάρχουν εκείνοι που φέρουν rifle, που είναι ζωσμένοι με εκρηκτικά, που εκτοξεύουν ρουκέτες, άλλοι πιο μεγαλόσωμοι που είναι οπλισμένοι με Minigun, ενώ υπάρχουν ακόμη και άγρια σκυλιά κι από εκεί και πέρα φορτηγά που πυροδοτούν τεράστιες οβίδες. Ο ήρωας, από την πλευρά του, για να πετύχει μαζικότερες εκκαθαρίσεις εχθρών μπορεί να εκμεταλλευθεί το περιβάλλον καταστρέφοντάς το, πυροβολώντας -ενδεικτικά- επάνω σε βαρέλια με βενζίνη ή άλλο εύφλεκτο υλικό ή γκρεμίζοντάς τους σε περιστρεφόμενους πριονωτούς δίσκους που τους διαμελίζουν. Το οπτικό αποτέλεσμα σε όλα αυτά καταφέρνει να εντυπωσιάσει ακόμη και στα 8-bit!

Τα ηχητικά εφέ είναι εξαιρετικά και ίσως καλύτερα απ’ ό,τι θα περίμενε κάποιος σε ένα τέτοιο game, ενώ «δυνατά» κομμάτια από τη metal και rock σκηνή συνθέτουν το soundtrack ξεφεύγοντας, επί παραδείγματι, από τον εντελώς retro ήχο του Shovel Knight. Όσον αφορά τη διάρκειά του παιχνιδιού, όπως προκύπτει από όσα σποραδικά αναφέρθηκαν προηγουμένως, είναι βεβαίως πάρα πολύ μικρή. Στο διαδίκτυο αρκετοί λένε ότι κατάφεραν να το τερματίσουν μέσα σε μία ώρα περίπου, λίγο πάνω ή λίγο κάτω. Αν όμως αποδειχθείτε… σαπάκια στο πρώτο playthrough και αργήσετε να μπείτε στο κλίμα όπως ο υπογράφων, δυσκολευτείτε σε κάποια σημεία ή τα 2-3 bosses, ή αν στην πρώτη μισή ώρα αποφασίσετε ότι «πρέπει» να σκοτώνετε ό,τι κινείται και να καταστρέψετε ό,τι διαλύεται, τότε μην εκπλαγείτε αν χρειαστείτε τριπλάσιο χρόνο.

Το Expendabros δεν είναι ένα ολοκληρωμένο game. Ποτέ δε σκόπευε να γίνει κάτι τέτοιο. Ήταν και αποτελεί το ορεκτικό πριν από το κυρίως πιάτο που είναι το Broforce, όμως είναι το μόνο που δίνει τη δυνατότητα να παίξεις με κάποιους από τους κορυφαίους ηθοποιούς δράσης όπως αυτοί παρήλασαν… εν αφθονία και από την τρίτη ταινία των «Αναλώσιμων». Με ένα τόσο διασκεδαστικό και απολαυστικό gameplay, retro αισθητική και τους stars του κινηματογράφου επί της οθόνης… έστω και σ’ αυτή τη version, ήταν δεδομένο ότι θα εξασφαλίσει την εύνοια των gamers σε ποσοστό 97% στο Steam ως προς τις θετικές κριτικές, ενώ στο ίδιο ακριβώς νούμερο κυμαίνεται αυτή τη στιγμή και το Broforce. Όσοι σκέφτονται να αποκτήσουν το τελευταίο, μια δοκιμή στο δωρεάν Expendabros είμαι σίγουρος πως θα τους πείσει.

Continue reading
  1310 Hits

Στροφή στα mobile games: LandFort

Στροφή στα mobile games: LandFort

Είναι αλήθεια ότι τα παιχνίδια στα κινητά τηλέφωνα ποτέ δε με συγκινούσαν ιδιαίτερα. Ανήκω στην κατηγορία των σκληροπυρηνικών PC gamers και αναγνωρίζω σε ύψιστο βαθμό τους τίτλους που κυκλοφορούν στις μεγάλες κονσόλες της Sony και της Microsoft (οι οποίες έχουν απομείνει τώρα). Εντούτοις, αυτές τις μέρες σκέφτηκα να κάνω ένα διάλειμμα από τα… τετριμμένα και να ασχοληθώ με δύο free to play τίτλους που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον το τελευταίο διάστημα. Το πρώτο δεν είναι άλλο από το Downton Abbey: Mysteries of the Manor, καθώς είμαι φανατικός της γνωστής τηλεοπτικής σειράς του BBC, η οποία διανύει τον έκτο και τελευταίο κύκλο της. Ωστόσο, πήρα την απόφαση να ασχοληθώ με το Android μου μετά την είδηση για την κυκλοφορία ενός ελληνικού game, το οποίο μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή.

Το LandFort είναι ένα παιχνίδι Physics-Based Platform Shooter, όπως παρουσιάζεται από την εταιρία, ουσιαστικά ένα Tower Defense με στοιχεία RPG που βασίζονται στις συνεχείς αναβαθμίσεις του ήρωα και του μικρού στρατού που θα δημιουργήσει στη συνέχεια. Στόχος αυτού είναι να καταφέρει να πάρει πίσω το βασίλειο που έκλεψε ο δαίμονας άρχοντας Devenoth και τα minions του περνώντας αλώβητος από 20 κάστρα και σκοτώνοντας το σύνολο των εχθρών, που ανέρχονται σε 88. Ομολογώ ότι ο τίτλος αυτός είναι ένας από τους πλέον εθιστικούς που έχω παίξει γενικώς, καθώς κάθε φορά που χάνεις σε βάζει να σκέφτεσαι τις κινήσεις που έπρεπε να κάνεις για να προχωρήσεις περισσότερο και, κυρίως, σε ποιες αναβαθμίσεις χρειάζεται να επενδύσεις τα χρήματα που κέρδισες από αυτήν την προσπάθεια. Το παιχνίδι είναι πάρα πολύ δύσκολο -καθώς δεν υπάρχει save κι αν χάσεις, ξεκινάς από την αρχή- και για να καταφέρω να δω τα πυροτεχνήματα του τέλους χρειάστηκα περίπου 25 ώρες!

Ο ήρωας είναι ένας βαλλιστροφόρος με τέσσερα attributes τα οποία αναβαθμίζονται συνεχώς. Πέραν του strength και του armor υπάρχει το intellect, που αυξάνει το damage που προκαλούν τα abilities του (rage, arrow barrage, cannonball barrage, explosive shot), και το tactics που μειώνει το cooldown τους. Φυσικά, για όλα αυτά και τις αναβαθμίσεις των ίδιων των abilities απαιτούνται coins, τα οποία αποκτούνται είτε μέσω χρημάτων είτε από τους εχθρούς που σκοτώνεις σε κάθε μάχη. Αυτοί διακρίνονται σε πετροβόλους, τοξότες, βαλλιστροφόρους, πυροβολητές και κανονιέρηδες και δίνουν 10-50 coins αντίστοιχα. Επειδή, όμως, ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, ο ήρωάς μας έχει τη δυνατότητα να κάνει recruit έως και τέσσερις ακόμη στρατιώτες, τους οποίους μπορεί ο καθένας να αναβαθμίσει με το… αζημίωτο, έστω και εικονικό.

Ξεκινούν κι αυτοί από stone throwers, ενώ φτάνουν στα κανόνια όπως οι εχθροί τους, εξαιρώντας την κατηγορία της βαλλίστρας. Προσωπικά, τερμάτισα το game με δύο κανόνια να συνοδεύουν τον ήρωα που έφτασε μέχρι Level 14 και χωρίς να ξεκλειδώσω το explosive shot, ακόμη κι έτσι όμως όλα αυτά συνεπάγονται δεκάδες ώρες gameplay. Για τους… ανυπόμονους υπάρχει η επιλογή αγοράς coins με πραγματικά χρήματα, που ξεκινούν από ένα ευρώ και φτάνουν μέχρι τα 50 για 450.000 coins(!), αν φυσικά θέλει κάποιος να ξεκλειδώσει τα πάντα. Για να τερματίσει το παιχνίδι πιστεύω ότι 10 ευρώ για 75.000 coins μπορούν να αποδειχθούν αρκετά, τουλάχιστον με σωστή διαχείριση στην κατανομή τους.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα physics του παιχνιδιού, που είναι ένα από τα χαρακτηριστικά τα οποία τονίζονται περισσότερο. Το πεδίο βολής, η καμπύλη που θα διαγράψει η τροχιά της, η ίδια η δύναμή της, όλα καθορίζονται με απόλυτη ακρίβεια από τον τρόπο με τον οποίο θα κινήσει κάποιος το δάχτυλο επάνω στην οθόνη. Σε περίπτωση, δε, που το εκάστοτε βλήμα χτυπήσει στο έδαφος, αυτό θα του απορροφήσει μέρος της δύναμής του, ωστόσο το ίδιο θα αναπηδήσει κι είναι πιθανό να προκαλέσει damage ακόμη και διά της τεθλασμένης! Το ίδιο ισχύει και για τις βολές των εχθρών. Επιπροσθέτως, και καθώς η σωστή στόχευση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο, θέλει ιδιαίτερη προσοχή στο σημείο που θα σημαδέψεις, καθώς ρίχνοντας μια πέτρινη ή ξύλινη κολόνα μπορείς να γκρεμίσεις σχεδόν ολόκληρο το κάστρο προκαλώντας damage σε περισσότερους από έναν εχθρούς, κι ακόμη περισσότερο εάν σημαδέψεις σε κάποιο από τα κιβώτια με εκρηκτικά, τα οποία υπάρχουν σε κάθε επίπεδο. Κολόνες οι οποίες ταλαντεύονται με πολύ ομαλό τρόπο και μπορεί ακόμη και μια σχεδόν «τζούφια» βολή να προκαλέσει ένα ντόμινο κατεδάφισης.

Τα γραφικά είναι πολύ όμορφα και ευχάριστα, είναι κρίσιμο δε ότι το φόντο δεν κουράζει -παρότι παραμένει σταθερό σε όλη την πορεία- με το γαλάζιο του ουρανού, το πράσινο της GrassLand (όπου λαμβάνει χώρα το παιχνίδι) και το καφέ πετρώδες υπέδαφος να «δένουν» αρμονικά και με ζωντάνια. Τα οπτικά εφέ είναι αρκετά εντυπωσιακά, ιδίως στις στιγμές των εκρήξεων και των κατεδαφίσεων, ενώ τα ηχητικά καταφέρνουν να ξεχωρίσουν. Κι αυτό γιατί κάθε όπλο κάνει έναν ξεχωριστό, πολύ χαρακτηριστικό θόρυβο, τόσο τη στιγμή του πυρός όσο και κατά την όπλιση. Το soundtrack του παιχνιδιού είναι ιδιαίτερα όμορφο και αποτελείται από τρία μικρά κομμάτια του Kevin MacLeod, τα Our Story Begins, Dark Star και Devastation and Revenge.

Τα δύο πρώτα είναι για τα μενού, ενώ το τρίτο για τη διάρκεια του παιχνιδιού, κάτι που όμως γίνεται επαναλαμβανόμενο. Ανεξαρτήτως αυτού, υπάρχει δυνατότητα απενεργοποίησης της μουσικής ή/και των ηχητικών εφέ. Εδώ να προσθέσω ότι η μουσική του MacLeod έχει γίνει ίσως περισσότερο γνωστή στους gamers από το Sherlock Holmes: Crimes & Punishments, το οποίο κυκλοφόρησε πέρυσι. Κλείνοντας, το LandFort αποτελεί μια εξαιρετική free to play επιλογή και μια αξιολογότατη ελληνική δημιουργία που υπόσχεται να «κολλήσει» ακόμη κι αυτούς που δεν το περιμένουν. Πρόκειται για μια κλασική περίπτωση… Pringles στο χώρο των mobile games: Μετά το ποπ, δεν έχει στοπ!

Continue reading
  1352 Hits

GTA: San Andreas-Σαν τη Lacta ένα πράγμα…

b2ap3_thumbnail_How-To-Install-Grand-Theft-Auto-San-Andreas-Game-Without-Errors.jpg

Εντελώς τυχαία είδα ότι κυκλοφόρησε retail έκδοση του παιχνιδιού για το Xbox 360. Για μένα, που είμαι retro gamer, κανένα παιχνίδι της τότε εποχής δεν κάλυπτε μεγαλύτερη σε μέγεθος περιοχή από το Vice City. Κι όμως, το GTA: San Andreas το κάνει να μοιάζει με βόλτα στο κήπο του γείτονα. Δεν είναι μόνο το μέγεθος. Άρα τι είναι αυτό που το κάνει το απολύτως απόλυτο παιχνίδι; 

Τόσο μεγάλο που δεν θα αντέξετε!

b2ap3_thumbnail_2.jpg

Το San Andreas είναι τόσο μεγάλο καθώς είναι μια πολιτεία που μέσα της υπάρχουν τρεις πόλεις. Το Los Santos είναι σε μέγεθος όσο το Vice City! Ουσιαστικά, το παιχνίδι είναι πέντε φορές μεγαλύτερο από το Vice City. To βουνό Chiliad είναι σχεδόν ένα μίλι ψηλό (σε αναλογία παιχνιδιού) και για να φτάσετε στη κορυφή του θα σας πάρει περίπου ένα λεπτό με το ελικόπτερο.

Documentary;

b2ap3_thumbnail_3.jpg 
Μέσω λεπτομερούς έρευνας, τα πάντα μέσα στο παιχνίδι έχουν βγει από τα ‘90s.

 Κωμωδία;

b2ap3_thumbnail_4.jpg 

H Rockstar φημίζεται για τα λογοπαίγνια. Θυμάστε το express τρένο τι ονομασία έχει; «Brown Streak». Δηλαδή, το καφέ ίχνος του εσωρούχου! Να θυμάστε βέβαια, ότι σ’ένα τέτοιο βίαιο κόσμο, κάτι τέτοιο σας κάνει να ξεχνιέστε. Έστω και μ’ένα χαμόγελο και μια ανάλαφρη σκέψη.

 Final Fight GTA style

b2ap3_thumbnail_5.jpg 

Στο San Andreas υπάρχουν αρκετά γυμναστήρια, dojo και άλλα μέρη όπου μπορείτε να εξασκηθείτε και να αποκτήσετε special κινήσεις. Ανάλογα με το τι επιλέγετε- πυγμαχία, πολεμικές τέχνες- διαφέρουν οι κινήσεις σας. Γενικά η μάχη έχει εξευγενιστεί εντελώς.

 Midnight Club: San Andreas

 b2ap3_thumbnail_6.jpg 

Ok, δεν έχει licensed αυτοκίνητα ή γνωστά σ’εμάς αλλά who cares; Για άλλη μια φορά τα αυτοκίνητα μοιάζουν αρκετά με τα αληθινά που δε μπορείτε να καταλάβετε τη διαφορά. Επιπλέον, μπορείτε να οδηγήσετε μπουλντόζα, θεριστική μηχανή, μηχανάκια που κόβουν το γκαζόν και ποδήλατα!

 Midnight Club: San Andreas dub Edition

b2ap3_thumbnail_7.jpg

Θέλει κανείς να «πειράξει» αυτοκίνητο; Τα περισσότερα, τα αξιοσέβαστα τουλάχιστον, μπορείτε να τα πάτε σε γκαράζ και να τους βάλετε ότι πιο pimp my ride κομμάτι αμαξώματος έχετε φανταστεί! Ζάντες, φτερά, καπό και nitrous!

 Burnout GTA

 b2ap3_thumbnail_8.jpg

Αγώνες με γουρούνες, μοτοσικλέτες enduro, αποστολή παράδοσης με μια 18τροχη νταλίκα, μπουλντόζα και γενικά πολλοί αγώνες δρόμου είναι εδώ!

 Κατεχάκη; Κηφισίας; Μεσογείων;

 b2ap3_thumbnail_9.jpg

Με καλύτερη ΑΙ έχουμε και περισσότερους πεζούς και φωνές όπως στην Αθήνα. Σταματάνε, χαιρετιούνται, παρκάρουν και πάνε για ψώνια. Σιγά τα αυγά. Ναι, αλλά αυτό κάνει τον κόσμο του παιχνιδιού ζωντανό. Για να μη ξεκινήσω για τα πουλιά, τα αεροπλάνα και τα ελικόπτερα.

 Χοντρός ή λιγνός;

 b2ap3_thumbnail_10.jpg 

Ανάλογα με το πώς συμπεριφέρεστε στον χαρακτήρα σας, αυτός θα αλλάζει. Συνέχεια fast food: Αποτέλεσμα: χοντρός, αδύναμος και χάλια όσον αφορά θέματα διαφυγής. Αν δε τρώει, λεπτούλης και αδύναμος. Διατηρήστε τον άνθρωπο σε καλή φυσική κατάσταση, δε θα σας φάει πολύ χρόνο και θα δείτε διαφορά.

 MGS:GTA

b2ap3_thumbnail_11.jpg 

Κλέψτε ένα βαν το βράδυ και θα μπορέσετε να βγάλετε πανεύκολα μια κλοπή σε οποιοδήποτε σπίτι σας επιτρέπεται. Κουκούλα on, αρπάξτε τα πάντα και δρόμο! Τόσο απλό! Για να μην αναφερθώ και στα kills τύπου Manhunt…

 Final Fantasy S.A.

b2ap3_thumbnail_12.jpg

Όπως και στη πραγματικότητα, όταν κάνετε κάτι συχνά, βελτιώνεστε πάνω σ’αυτό. Για παράδειγμα, πυροβολώντας συχνά με το όπλο σας θα φτάσετε σε σημείο να χρησιμοποιείτε δυο όπλα ταυτόχρονα. Σίγουρα το όλο ζήτημα δεν έχει να κάνει με τον καταμερισμό πόντων σε ιδιαίτερα skills όπως σ’ένα κλασσικό RPG, αλλά προσθέτει βάθος στο χαρακτήρα σας.

 Τεχνολογικά εξελιγμένο

 b2ap3_thumbnail_13.jpg

Real-time αντανακλάσεις, περισσότερα πολύγωνα, νέα εφέ και μια σημαντική αύξηση στη λεπτομέρεια των εσωτερικών χώρων. Τα πάντα είναι πολύ ομορφότερα και γενικά ο κόσμος του παιχνιδιού φαίνεται πολύ πιο ζωντανός.

 Shooter/Shoot’em up/Blow sh#t up

 b2ap3_thumbnail_14.jpg 

Η σκόπευση είναι πλέον άριστη. Αυτόματη αλλαγή στόχευσης στο κεφάλι όταν πλησιάζετε το στόχο σας και η εναλλαγή γίνεται ορθά. Δε σκοτώνετε πλέον πάνω στο χαμό έναν τυχαίο περαστικό. Εκρήξεις με rocket launcher; Κι αυτές είναι εδώ.

 Def Jam Records

 b2ap3_thumbnail_15.jpg 

Ότι λέει η επικεφαλίδα. Μουσική απ’όλο το φάσμα των ‘90s. Smashing Pumpkins μέχρι και Dr.Dre. Πολύ πράμα.

 Γιατί τόση λατρεία;

Μεγαλύτερο χάος. Περισσότερες εκπλήξεις. Διασκέδαση στο max. Δεν είναι ακόμα ένα GTA. Είναι το San Andreas. Δεν είναι τυχαίο ότι επανακυκλοφόρησε.

b2ap3_thumbnail_16.jpg

Continue reading
  1980 Hits

Κλεφτοπόλεμος με έναν Saboteur

Κλεφτοπόλεμος με έναν Saboteur

Αν η gaming βιομηχανία βρίθει από κάτι είναι οι τίτλοι που σχετίζονται με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το καταστροφικό αυτό γεγονός για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης για αμέτρητους κλάδους της τέχνης, όπως ο κινηματογράφος, η μουσική, η ζωγραφική. Τα games δεν αποτελούν εξαίρεση καθώς μέχρι σήμερα έχουν κυκλοφορήσει εκατοντάδες με τη συγκεκριμένη θεματολογία, ανήκοντα κατά βάση στην κατηγορία των action shooter και strategy. Παιχνίδια που αναπαριστούν μεγάλες μάχες ή άλλες λιγότερο γνωστές, προσπαθώντας να προσομοιώσουν τις συνθήκες που επικρατούσαν και να τοποθετήσουν τον παίκτη στην καρδιά της δράσης. Κάποια τα καταφέρνουν περίφημα και άλλα όχι τόσο, όμως σχεδόν στο σύνολό τους «συμφωνούν» στο τελευταίο δίνοντας έναν τόνο επανάληψης: Υπάρχει το πεδίο της μάχης κι εκεί καλείσαι να αντεπεξέλθεις. Όπως τραγουδούν κι οι Iron Maiden, «Nowhere to run, nowhere to hide, you've got to kill to stay alive».

Έχει, όμως, αναρωτηθεί κάποιος τι ακριβώς συνέβαινε σε μη εμπόλεμες περιοχές; Την απάντηση για εκείνα τα χρόνια μπορούν σίγουρα να δώσουν οι παππούδες μας ως αυτόπτες μάρτυρες, καθώς και οι γηραιότεροι άλλων χωρών. Πώς ήταν να ζεις κάτω από τη ναζιστική μπότα με τη ζωή σου να κινδυνεύει ανά πάσα ώρα και στιγμή και τις σημαίες με τον δεξιόστροφο αγκυλωτό σταυρό να υψώνονται όπου γυρνούσες το κεφάλι σου; Υπήρχε αντίσταση και ποίας μορφής ήταν; Αυτό ακριβώς το κενό στα games ήρθε να καλύψει το Δεκέμβριο του 2009 το Saboteur. Και όχι μόνο να το καλύψει, αλλά και να ανανεώσει την κατηγορία των σχετικών με τον εν λόγω πόλεμο τίτλων προσφέροντας μία μάλλον πρωτόγνωρη third person action – adventure εμπειρία, στα πρότυπα μεν άλλων γνωστών παιχνιδιών, αλλά με ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Πόσες φορές δεν έχουμε συναντήσει triple A titles ή άλλους κατώτερους, όπως τις σειρές GTA, Mafia, Driver και ουκ ολίγα παρεμφερή games; Το μοτίβο είναι σε γενικές γραμμές ίδιο: Όπλα, ναρκωτικά, πόρνες, συμμορίες, μαφία, σε όλες τις πιθανές και απίθανες εκδοχές τους.

Το Saboteur ξεφεύγει ολοκληρωτικά από τα συγκεκριμένα στερεότυπα και μας μεταφέρει στο κατεχόμενο Παρίσι όπου ο ναζιστικός ζυγός σφίγγει καθημερινά τη θηλιά γύρω από τους απλούς πολίτες μετατρέποντας το βίο τους σε αβίωτο. Υπάρχουν όμως και κάποιοι οι οποίοι αντιστέκονται. Πρωταγωνιστής του παιχνιδιού είναι ο Ιρλανδός Sean Devlin, ένας μηχανικός αγωνιστικών αυτοκινήτων κυρίως, αλλά και οδηγός αγώνων. Η υπόθεση είναι εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα και τον υπαρκτό William Grover-Williams, ο οποίος γεννήθηκε στη Γαλλία στις 16/1/1903 από Άγγλο πατέρα και Γαλλίδα μητέρα και δολοφονήθηκε από τους Ναζί το Φεβρουάριο ή Μάρτιο του 1945 στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Σάξενχαουζεν. Ο συγκεκριμένος υπήρξε οδηγός αγώνων της Formula 1 και πρώτος νικητής του θρυλικού Grand Prix του Μονακό το 1929 με Bugatti! Μετά την κατοχή της Γαλλίας έφυγε για την Αγγλία όπου και κατετάγη στο Royal Army Service Corps, επιστρέφοντας και πάλι στη γενέτειρά του για να ενισχύσει με κάθε τρόπο τη γαλλική Αντίσταση και μάλιστα με τη βοήθεια ενός φίλου του, επίσης οδηγού αγώνων, τον Robert Benoist.

Κοινώς, το ιστορικό υπόβαθρο του παιχνιδιού είναι όχι απλώς έντονο, αλλά και πολύ ενδιαφέρον καθώς ο gamer εισάγεται σε ένα open world περιβάλλον όπου καλείται ως Sean Devlin να δώσει τη δική του μάχη. Όχι στα χαρακώματα, ούτε σε ανοιχτό πεδίο. Η ιστορία του δε θα γίνει θρύλος και όταν ολοκληρώσει το ρόλο του σ’ αυτόν τον πόλεμο ελάχιστοι θα τον θυμούνται. Αλλά υπήρξαν κι αυτοί οι ήρωες. Όσοι έδωσαν τον αγώνα τους προσπαθώντας να «χτυπήσουν» τον εχθρό σε άλλα σημεία του, κάνοντας έναν πραγματικό κλεφτοπόλεμο με τους Ναζί, αποδυναμώνοντάς τους με κάθε τρόπο. Αυτός είναι κι ο ρόλος του Sean. Στη διάρκεια του παιχνιδιού θα έχει τη δυνατότητα να περιπλανηθεί σε έναν αρκετά μεγάλο χάρτη του Παρισιού και των περιχώρων του και να αναλάβει πλήθος αποστολών με βασικότερο στόχο αυτό που ορίζει ο τίτλος του παιχνιδιού: Το σαμποτάζ!

Πίσω από τις άμυνες του εχθρού, εκεί όπου απαιτούνται τεράστια τόλμη, θάρρος και θράσος για να βρεθεί κάποιος, ο ήρωας θα γίνει βασικός αρωγός της Αντίστασης στην προσπάθειά του να πάρει εκδίκηση για το θάνατο του αδελφικού του φίλου, Jules, από τον Συνταγματάρχη και επίσης οδηγό αγώνων, Kurt Dierker. Θα κληθεί να εξουδετερώσει ουκ ολίγους στόχους ουσιαστικούς αλλά και συμβολικούς, όπως περιφρουρούμενους στρατηγούς, τεράστια κανόνια τοποθετημένα σε υψηλά σημεία της πόλης και όχι μόνο, εργοστάσια που πλέον παράγουν για λογαριασμό των Ναζί, καθώς και να απελευθερώσει αντιστασιακούς αιχμαλώτους, όλα αυτά παρεισφρέοντας σε βαρέως εξοπλισμένες περιοχές ή στρατόπεδα που υπόσχονται να του κάνουν τη ζωή ιδιαίτερα δύσκολη.

Η δυσκολία του παιχνιδιού είναι σχετικώς σταδιακά αυξανόμενη, αν και ορισμένες αποστολές «βγαίνουν» αρκετά εύκολα, ακόμη και πιο αργά μέσα σ’ αυτό. Παρά ταύτα, υπάρχουν πολλές στα πιο προχωρημένα στάδια, οι οποίες με δυσκόλεψαν αρκετά παίζοντας στο Feckin’ Hard, το ανώτερο difficulty level. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, χρειάστηκα περίπου 23,5 ώρες για να κάνω το σύνολο των διαθέσιμων αποστολών του παιχνιδιού. Σ’ αυτές δεν υπολογίζονται οι αμέτρητοι στόχοι προς ανατίναξη σε όλο το μήκος και το πλάτος του χάρτη, οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν -αλλά δεν περιορίζονται σε- sniper’s nests, radars, εγκαταστάσεις τροφοδοσίας, τεθωρακισμένα αυτοκίνητα, τανκς, πύργους επικοινωνίας και μεγάφωνα προπαγάνδας.

Η ατμόσφαιρα του Saboteur είναι εξαιρετική και στη διαμόρφωσή της παίζουν σημαντικό ρόλο πολλοί τομείς. Ο πλέον πρωτότυπος σχετίζεται με τη χρωματική παλέτα του game, καθώς στο ξεκίνημα σχεδόν τα πάντα είναι ασπρόμαυρα με εξαίρεση το απειλητικό κατακόκκινο των τεραστίων ναζιστικών σημαιών, των αντιστοίχων περιβραχιονίων των Ναζί και του αίματος. Μ’ αυτόν τον πολύ έξυπνο τρόπο και έναν κατάμαυρο ουρανό αποδίδεται η κυριαρχία της μεγαλύτερης δύναμης του Άξονα στην εκάστοτε περιοχή. Ο μόνος τρόπος να επιστρέψει σε καθεμία ο ήλιος, το γαλάζιο ψηλά και το πράσινο στα δέντρα και τα λουλούδια είναι συνυφασμένος με την Αντίσταση και τον Sean, ο οποίος βοηθά στην επαναφορά του χρώματος, της ελπίδας και της ζωής εξουδετερώνοντας κομβικούς στόχους σε ορισμένες εκ των αποστολών που αναλαμβάνει.

Πέραν αυτού, οι ηθοποιοί που δανείζουν τις φωνές τους στους χαρακτήρες τα καταφέρνουν περίφημα στο σύνολό τους, αναδεικνύοντας αποτελεσματικά όλες τις αρετές ενός πολύ καλού σεναρίου. Στο ρόλο του πρωταγωνιστή συναντούμε τον Robin Atkin Downes, ο οποίος το 2013 ανέλαβε αυτόν του Conrad Roth, φίλου του πατέρα της Lara Croft και προστάτη της ίδιας στο reboot του Tomb Raider. Ακόμη πιο γνωστό όνομα στους gamers, αλλά όχι σε πρωταγωνιστικό ρόλο εν προκειμένω, βρίσκουμε τον Nolan North, τον Nathan Drake της σειράς Uncharted και Desmond Miles της σειράς Assassin’s Creed. Για τους λάτρεις του κινηματογράφου, σε αντίστοιχης εμβέλειας ρόλους μπορεί κάποιος να ακούσει τους Graham McTavish (The Hobbit trilogy, John Rambo) και John Noble (Lord of the Rings: The Two Towers και The Return of the King).

Από εκεί και πέρα, η πόλη του Παρισιού αποτελεί σχεδόν πιστό αντίγραφο της πραγματικής, εκείνης της εποχής, με δρόμους γραφικούς και τα ιστορικά της μνημεία να δεσπόζουν μεγαλόπρεπα και επιβλητικά, όπως ο Πύργος του Άιφελ, η Παναγία των Παρισίων, το Λούβρο, η Αψίδα του Θριάμβου και, φυσικά, ο Σηκουάνας ποταμός. Τα αυτοκίνητα θυμίζουν αρκετά το Mafia, καθώς είναι παραπλήσιας εποχής, ωστόσο υπάρχουν πολύ περισσότερα αγωνιστικά, τα οποία βέβαια δεν κυκλοφορούν στους δρόμους, αλλά μπορεί να αποκτήσει κάποιος στην πορεία. Το καρέ της εξαιρετικής ατμόσφαιρας συμπληρώνει ιδανικά το απίστευτο jazz soundtrack, που αποτελείται ουσιαστικά από τα τραγούδια που συνοδεύουν το παιχνίδι. Θα αδικούσα αν εξαιρούσα κάποια, όμως θα ήταν ιεροσυλία να μην ξεχωρίσω τα Feeling Good από Nina Simone και Somebody Nobody Loves από Ella Fitzgerald, ενώ δε θα μπορούσα να μην αναφέρω τα Koop Island Blues από Koop, Dance Me To The End Of Love από Madeleine Peyroux, The Finger Points To You από Maxayn, L'Homme Que J'Adore από Allison Adams Tucker και Don't Do Me Wrong από Kacee Clanton. Κι αυτά είναι μόνο επτά από τα 35 πολύ όμορφα κομμάτια που ακούγονται, ορχηστρικά και μη.

http://vignette2.wikia.nocookie.net/the-saboteur/images/6/6d/Saboteur_2015-01-27_11-46-58-03.png/revision/latest/scale-to-width-down/1000?cb=20150127205005

Το παιχνίδι είναι πολύ εντυπωσιακό, ακόμη κι αν ίσως δεν του… φαίνεται από την πρώτη στιγμή. Υπάρχουν αποστολές που θα τις ζήλευαν ακόμη και κορυφαίοι τίτλοι αυτού του genre, με τρένα, Ζέπελιν, καταδιώξεις, αγώνες δρόμου, θεαματικές εκρήξεις και… όλα τα καλά! Τα γραφικά δεν είναι πρωτοκλασάτα, αλλά μπορούν να χαρακτηριστούν τουλάχιστον καλά και αρκετά ευχάριστα στο μάτι. Στον τομέα του ήχου οι ανατινάξεις είναι ιδιαίτερα πειστικές, ομοίως και η εκπυρσοκρότηση του εκάστοτε όπλου. Εκεί όπου υστερεί ξεκάθαρα είναι στους κινητήρες των αυτοκινήτων, καθώς σε πολλές περιπτώσεις το όχημα μοιάζει να… μουγγαίνεται από ένα σημείο και μετά, μέχρι τη στιγμή που θα πατήσεις φρένο ή θα κάνεις drift, ενώ η κόρνα είναι ουσιαστικά η ίδια σε όλα.

Στον τομέα του gameplay συναντούμε την δεύτερη αξιοσημείωτη καινοτομία του παιχνιδιού, υπό την έννοια ότι αναρριχητικές ικανότητες δεν έχουμε ξαναδεί σε games του είδους, με εξαίρεση τη σειρά Assassin’s Creed. Εν προκειμένω, μπορεί ο Sean να μην είναι ο Ezio Auditore ή κάποιος άλλος από τους πρωταγωνιστές των Assassin’s Creed games, ωστόσο μπορεί κι αυτός να σκαρφαλώνει με επιτυχία σε όλα τα κτίρια, αρκεί να υπάρχει σημείο για να κρατηθεί. Από τις σκεπές τους μπορεί να εξοντώσει περισσότερους εχθρούς και να αξιοποιήσει την αυξημένη κάλυψη που αυτές του παρέχουν, ενώ δύναται να αιωρηθεί και από καλώδια που συνδέουν δύο κτίσματα σε απόσταση. Επιπροσθέτως, ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η δυνατότητα του Sean να μεταμφιέζεται παίρνοντας τις στολές στρατιωτών, υπό την προϋπόθεση ότι τους έχει πλησιάσει απαρατήρητος και τους έχει σκοτώσει μόνο με μπουνιές και κλωτσιές, ώστε να μην υπάρχει αίμα στα ρούχα τους. Μ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να διεισδύσει σε απαγορευμένες ζώνες προσεγγίζοντας το στόχο του με μεγαλύτερη ευκολία, προσέχοντας όμως ταυτόχρονα να μη γίνει αντιληπτός από τους φρουρούς παραμένοντας για αρκετή ώρα κοντά τους.

http://www.gamoholic.net/images/stories/Review_The_Saboteur_4/the-saboteur-pc-review_24.jpg

Στο παιχνίδι υπάρχει πληθώρα όπλων και εκρηκτικών (πιστόλια, machine guns, rifles, shotguns, μπαζούκας, χειροβομβίδες, δυναμίτες κ.ά.), ενώ στην πορεία δίνεται πρόσβαση στα terror weapons, βελτιωμένες εκδόσεις των προαναφερθέντων, τα οποία είναι πραγματικές φονικές μηχανές και συμπεριλαμβάνουν ακόμη και φλογοβόλο. Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα βελτίωσης των ικανοτήτων του Sean, που προκύπτει από την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων στις κατηγορίες Brawling, Hardware, Sniping, Explosives, Sabotage, Mayhem, Racing, Mechanics και Evasion. Μια τελευταία επισήμανση αξίζει να γίνει για το χειρισμό των αυτοκινήτων, που είναι πέρα για πέρα arcade με κάποιες σχετικές διαφοροποιήσεις μεταξύ του καθενός, και σχεδόν σε κάθε περίπτωση πολύ δυνατό κράτημα στις στροφές. Το μοντέλο ζημιών υστερεί αρκετά, καθώς τα οχήματα πολύ σπάνια καταστρέφονται και πρέπει να δεχτούν δεκάδες σφαίρες για να πάρουν φωτιά.

Καταλήγοντας, το Saboteur είναι ένα παιχνίδι που θεωρώ ότι έχει αδικηθεί από τις βαθμολογίες παγκοσμίως. Πιστεύω ότι αγγίζει το 8 παρά τις όποιες ατέλειές του, καθώς πετυχαίνει πέρα για πέρα το σκοπό του. Είναι ατμοσφαιρικό, έχει πολύ καλό, συνεκτικό και ενδιαφέρον σενάριο, μεγάλη διάρκεια χωρίς ποιοτικές μεταπτώσεις, είναι πολύ εντυπωσιακό ως επί το πλείστον, έχει αρκετά καλά γραφικά, καλό gameplay, πολύ καλό voice acting και υπέροχο soundtrack. Σε third person action – adventure αυτού του είδους είχα να δω τόσο ενδιαφέρουσα -αλλά όχι τόσο πρωτότυπη- υπόθεση από την εποχή του πρώτου Mafia. Είναι μια ιστορία εμπνευσμένη από έναν αφανή ήρωα για άλλους αφανείς ήρωες και μάχες οι οποίες δε θα γίνουν τραγούδι ποτέ…

Continue reading
  1143 Hits

Επιβιώνοντας με Sniper στην κόλαση της Αφρικής

Επιβιώνοντας με Sniper στην κόλαση της Αφρικής

Ένα genre games το οποίο καταφέρνει να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια αυτού που αποκαλούμε «ανελέητο πιστολίδι» είναι αυτό που περιλαμβάνει το στοιχείο της τακτικής, είτε σε πρώτο είτε σε τρίτο πρόσωπο. Ως φίλος της δεύτερης κατηγορίας, πιστεύω ότι τα third person tactical shooter παιχνίδια, με την κλασσική έννοια του όρου, κάθε άλλο παρά αφθονούν και δεν είναι λίγες οι φορές που ο gamer «υποχρεώνεται» να ασχοληθεί με τίτλους που συμπεριλαμβάνουν και αυτά τα στοιχεία. Μια από τις εξαιρέσεις, λοιπόν, αποτελεί η σειρά Sniper Elite, η οποία παραμένει πιστή στο ύφος της όλα αυτά τα χρόνια, προσφέροντας μια εναλλακτική επιλογή και αξιοπρεπείς δημιουργίες, ικανές να κρατήσουν το ενδιαφέρον ψηλά, κυμαινόμενες σταθερά σε βαθμολογίες άνω του 7.

Εξυπακούεται, βεβαίως, πως οτιδήποτε tactical σε ένα shooter game εσωκλείει αυτονοήτως και ως προϋπόθεση το stealth στοιχείο, το οποίο είναι απαραίτητο για να καταφέρεις να βγεις ζωντανός από την περιοχή που βρίσκεσαι. Πόσο μάλλον όταν αυτή είναι μια εμπόλεμη ζώνη ή, έτι περισσότερο, κέντρο επιχειρήσεων του εχθρού στο οποίο πρέπει να διεισδύσεις και να ολοκληρώσεις με επιτυχία αποστολές που βασίζονται αποκλειστικά και μόνο σε σένα. Εκεί που δε μπορείς να περιμένεις βοήθεια από κανέναν και ο μόνος σύμμαχος αλλά και καλύτερός σου φίλος είναι το sniper που αποτελεί προέκταση του χεριού σου και εγγύηση για… «θέρισμα» και εκκαθάριση του πεδίου έμπροσθεν.

Το Sniper Elite III μας μεταφέρει στην καρδιά του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, καθώς βρισκόμαστε στο 1942, τρία χρόνια πριν από το γεγονότα που συνέβησαν στον προκάτοχό του, Sniper Elite V2. Πρωταγωνιστής είναι για μία ακόμη φορά ο Karl Fairburne, ένας αξιωματικός στρατηγικών υπηρεσιών (O.S.S.), όμως τώρα το σκηνικό αλλάζει. Αντί για το κέντρο της Ευρώπης, ο ήρωας βρίσκεται στην αφιλόξενη βόρεια Αφρική όπου καίρια, στρατηγικά σημεία κατά μήκος και το πλάτος της βρίσκονται υπό τον έλεγχο των δυνάμεων του Άξονα. Από το βομβαρδισμένο Βερολίνο και τη Γερμανία στο τέλος του πολέμου, η δράση μεταφέρεται στις χώρες της Λιβύης, της Αιγύπτου και της Τυνησίας όπου τα πάντα είναι ακόμη ρευστά, σε περιοχές γνωστές από τα πραγματικά γεγονότα που έλαβαν χώρα και τις δυνάμεις που τις ήλεγξαν.

Αρχικός στόχος του Fairburne, να βοηθήσει τους Βρεττανούς να κρατήσουν το Tobruk της Λιβύης, που δέχεται επίθεση από τον πανίσχυρο Γερμανό Στρατηγό Erwin Rommel (Africa Corps), ο οποίος δύο χρόνια αργότερα θα συνδεόταν με τη συνομωσία δολοφονίας του Αδόλφου Χίτλερ. Σύντομα, όμως, ο πρωταγωνιστής στρέφεται εναντίον ενός άλλου στρατηγού, του Franz Vahlen, εποπτεύοντος τις επιχειρήσεις στη βόρειο Αφρική για τη ναζιστική σβάστικα, και στην πορεία θα ανακαλύψει ότι ο συγκεκριμένος σχεδιάζει ένα μυστικό, πανίσχυρο όπλο με το οποίο θα μπορέσει να κατακτήσει όχι μόνο την ευρύτερη περιοχή, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη, τουλάχιστον στην αρχή! Το παιχνίδι καταφέρνει να μεταφέρει άψογα το πολεμικό κλίμα, την ένταση και την αγωνία για τον ήρωα, μόνο ανάμεσα σε πολλές δεκάδες εχθρών. Το σενάριο, αναμφίβολα, δε διεκδικεί ιδιαίτερες δάφνες ποιότητας ή πρωτοτυπίας, ενώ όσοι περιμένουν εμβάθυνση στο χαρακτήρα του ήρωα μάλλον θα απογοητευτούν. Τα cutscenes είναι απειροελάχιστα σε αριθμό και διάρκεια, με αποτέλεσμα ο Fairburne να εμφανίζεται ως μια ανθρώπινη μηχανή προορισμένη να σπείρει το θάνατο και τον όλεθρο… θερίζοντας!

Η δημιουργία της Rebellion χωρίζεται σε οκτώ μέρη, οκτώ κεντρικές αποστολές, ορισμένες ακόμη προαιρετικές εντός της καθεμίας, καθώς και αρκετά collectables, ως επί το πλείστον έγγραφα με γενικές πληροφορίες για τον πόλεμο που μαίνεται κατά βάση στην περιοχή, και γράμματα από και προς τους στρατιώτες. Το παιχνίδι έχει τέσσερα επίπεδα δυσκολίας (Cadet, Marksman, Sniper Elite, Authentic) κατάλληλα για όλα τα γούστα, με το τελευταίο, όπως πολύ γλαφυρά περιγράφεται, να ενδείκνυται μόνο για purists και μαζοχιστές. Προσωπικά ανήκω σ’ αυτήν την κατηγορία και ομολογώ ότι η μεγαλύτερη και σημαντικότερη δυσκολία σ’ αυτό το level δεν είναι ούτε η απουσία mini-map, ούτε η έλλειψη markers για τους εχθρούς ή οτιδήποτε άλλο από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν checkpoints και δεν επιτρέπεται save, με αποτέλεσμα αν σκοτωθείς να πρέπει να επιστρέψεις στην αρχή. Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο, ειδικά όταν το γνωρίζεις και πηγαίνεις εξ αρχής πιο αργά και προσεκτικά από ποτέ.

Το συγκεκριμένο είναι κάτι που θα μπορούσε να το αντιπαρέλθει κάποιος αν έπαιζε Hitman όπου οι αποστολές είναι μικρότερες, ενώ στο Absolution χωρίζονται και σε υποκεφάλαια. Στο Sniper Elite III, όμως, η καθεμία είναι τεράστια, τουλάχιστον μ’ αυτό το στυλ παιχνιδιού, και συνήθως υπάρχουν τέσσερα-πέντε κεντρικά objectives που προκύπτουν το ένα μετά την ολοκλήρωση του άλλου. Στο Authentic το παιχνίδι παίζει με τα νεύρα του gamer καθώς στο τέλος κάθε κεφαλαίου, κι ενώ μπορεί να έχεις εξοντώσει τους πάντες, πάντοτε προκύπτει κάτι σαν… boss που εμφανίζεται ξαφνικά, επί παραδείγματι ένα όχημα με πολυβόλο ή ακόμη και τανκς, που είναι ικανό να σε καταρρακώσει ψυχολογικά, αν έχεις προσπαθήσει για μιάμιση – δύο ώρες να μείνεις ζωντανός. Είναι προφανές ότι σε χαμηλότερα difficulty levels η πρόκληση και κυρίως η διάρκεια του παιχνιδιού μειώνονται σημαντικά.

Το gameplay είναι ιδιαίτερα στιβαρό, πάντοτε μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια, ενώ η ευχάριστη έκπληξη σε σχέση με τον προκάτοχό του έρχεται από το γεγονός ότι αυτή τη φορά ο κόσμος είναι open-ended. Κάθε περιοχή στην οποία διαδραματίζεται η εκάστοτε αποστολή μπορεί να χαρακτηριστεί κάλλιστα «τεράστια», προσφέροντας πλείστους όσους τρόπους για την ολοκλήρωσή της, κάτι που αυξάνει κατακόρυφα το replayability και προσφέρει πάντοτε εναλλακτικές αν έχεις αποτύχει μέχρι τότε. Ο Fairburne θα βρεθεί να μάχεται σε τοποθεσίες από επικίνδυνα φαράγγια μέχρι… θανατηφόρες κοιλάδες, ερειπωμένες πόλεις, οχυρά, χαρακώματα και όχι μόνο, στις οποίες κυριαρχούν τα χρώματα και όλες οι αποχρώσεις του πράσινου και του καφέ. Τα τοπία είναι πανέμορφα, αν και κάθε σώφρων άνθρωπος θα ήθελε απλώς να μη βρίσκεται εκεί υπ’ αυτές τις συνθήκες.

Το σήμα κατατεθέν της σειράς δεν είναι άλλο, βεβαίως, από την x-ray kill cam, την κάμερα η οποία δείχνει τη σφαίρα να εκτοξεύεται από την κάνη, να κινείται σε αργή κίνηση και να βυθίζεται με τρόπο σαδιστικό στο σώμα του εχθρού, διαπερνώντας κρανίο, καρδιά, πνεύμονες, συκώτι, νεφρά, τσακίζοντας την σπονδυλική στήλη και άλλα κόκαλα, χαρίζοντας απλόχερα την ηδονή στον gamer και ένα γρήγορο θάνατο στον Γερμανό ή Ιταλό στρατιώτη. Το παιχνίδι προσφέρει εντατικά μαθήματα ανθρώπινης ανατομίας κάθε φορά που ένας εχθρός εγκαταλείπει την κόλαση του πολέμου για την επόμενη. Ανάλογη λεπτομέρεια χαρακτηρίζει και τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής ανατινάζει με τον ίδιο τρόπο ολόκληρα οχήματα, σημαδεύοντας τη μηχανή ή το ντεπόζιτό τους, παρακολουθώντας τότε τα δικά τους… ζωτικά όργανα (κινητήρας, διαφορικά, σωλήνες κ.λπ.) να διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στο Authentic τα bullets ballistics είναι πιο ρεαλιστικά από ποτέ και απαιτούν τη μέγιστη ακρίβεια κατά τη στόχευση.

Εκτός από το sniper, το οποίο επιδέχεται αλλαγής ή/και βελτιώσεων, ο Fairburne έχει για μία ακόμη φορά πρόσβαση σε αυτόματα, πιστόλια, μπαζούκας και διαφόρου τύπου χειροβομβίδες, παρά ταύτα σχεδόν όλα εξ αυτών, τουλάχιστον όσον αφορά την αρχική έκδοση, υπήρχαν και στο Sniper Elite V2. Τα γραφικά είναι ιδιαίτερα όμορφα, ακόμη κι αν δε μπορούν να χαρακτηριστούν κορυφαία. Δε θα υπεισέλθω σε ιδιαίτερες λεπτομέρειες, παρά μόνο ότι παρατήρησα έντονο clipping σε κάποια σημεία και glitches που έφτασαν να μου κοστίσουν ακόμη και τη ζωή στην αρχή -ευτυχώς- της τελευταίας αποστολής. Επιπλέον, ο ήχος του παιχνιδιού είναι εξαιρετικός ως προς αυτόν των όπλων -ίσως όχι τόσο των εκρήξεων, ενώ στα αρνητικά συγκαταλέγεται το γεγονός ότι -τουλάχιστον- το main theme του soundtrack είναι ακριβώς το ίδιο με του προκατόχου του. Η μεγαλύτερη αστοχία, πάντως, έχει να κάνει με τις στιγμές που μιλούν οι εχθροί όταν σε αναζητούν, καθώς μπορεί να βρίσκονται στα 20-30 μέτρα απόσταση και ακούγονται σα να βρίσκονται στα πέντε, κάτι που μπερδεύει πολύ και δεν ξέρεις αν πρέπει να τρέξεις ή να βγεις από τη γωνία και να ανοίξεις πυρ πριν ακόμη σημαδέψεις.

Εν κατακλείδι, το Sniper Elite III είναι ένα ιδιαίτερα καλό third person tactical shooter, το οποίο συστήνεται ανεπιφύλακτα στους λάτρεις του είδους, πολλώ δε μάλλον της σειράς. Το open-ended στοιχείο του περιβάλλοντος προσφέρει ισχυρή πνοή ανανέωσης στο παιχνίδι, σε σχέση με το γραμμικό του παρελθόντος, και υπόσχεται αυθεντική sniper εμπειρία ενός ιδιότυπου κλεφτοπολέμου. Δεν είναι ένας τέλειος τίτλος ο οποίος θα αφήσει εποχή, κυμαίνεται όμως με χειρουργική ακρίβεια στα καθιερωμένα στάνταρ της σειράς και κάτι παραπάνω. Άλλωστε, δεν πιστεύω ότι μπορεί να υπάρξει game που επιτυγχάνει στο gameplay προκαλώντας εθισμό και να δύναται να χαρακτηριστεί μέτριο ελέω των υπολοίπων τομέων. Και το συγκεκριμένο είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.

Continue reading
  1348 Hits

Τα παιχνίδια αποβλακώνουν τους νέους?

Μια μέρα που δεν είχα τι να κάνω έτυχε να ανοίξω την τηλεόραση. Εκεί έπαιζε μια πολύ "καλή" και "σοβαρή" εκπομπή
που ως θέμα αυτής της ημέρας είχε την τεχνολογία, τα παιχνίδια, το Διαδίκτυο κ.α. Βλέποντας λίγο, αυτό που μου έμεινε
στο μυαλό ήταν ένα πράγμα "Τα παιχνίδια αποβλακώνουν και απομονώνουν τους νέους". Έκπληκτος και εγώ, που περνάω τόσες ώρες στο υπολογιστή, πετάχτηκα από τον καναπέ και άρχισα σκέφτομαι σοβαρά το ενδεχόμενο να έχω αποβλακωθεί ή απομονωθεί ή ακόμα χειρότερα και τα δυο. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ήταν που χτύπησε το τηλέφωνο. Ποιος ήταν? Ήταν ένας φίλος που είχαμε κανονίσει με παρέα να πάμε σε ένα gaming event, σε ένα μέρος που γνώρισα και άλλα άτομα που μας συνδέουν κοινά ενδιαφέροντα. "Ωραία" είπα δεν είμαι απομονωμένος αφού έχω φίλους αλλά είμαι και ικανός να αποκτήσω καινούριους.

b2ap3_thumbnail_20130611-E3-SHOW-FLOOR-0241-1200x520-1.jpg

Τι γίνεται με το άλλο θέμα όμως, μήπως έχω αποβλακωθεί και δεν το ξέρω?
Για αυτό σκέφτηκα να αναλύσω τα παιχνίδια και να δω αν όντως επηρεάζουν τον τρόπο που σκεφτόμαστε. Κατά αρχάς ας ασχοληθούμε με τα srategy, ένα πολύ απαιτητικό είδος που θέλει συγκέντρωση, έξυπνες και μεθοδικές κινήσεις. Με αυτό τον τρόπο καταφέρνουν να αναπτύσσουν τις ηγετικές και στρατηγικές ικανότητες του παίχτη εφόσον τον βάζουν να ελέγχει στρατούς, πολιτισμούς, χώρες, αγαθά, εμπόριο, οικονομία, εγκαταστάσεις και άλλα. Εδώ στο Empire Earth ελέγχεις ένα πολιτισμό από την δημιουργία του μέχρι εποχές πιο σύγχρονες και από την δική μας.

b2ap3_thumbnail_gfs_73997_2_2.jpg

Εντάξει μπορεί και αυτοί που είπαν ότι μας αποβλακώνουν τα games να μην εννοούσαν τα strategy. Για αυτό ας πάμε στα first person shooter, παιχνίδια που μας βάζουν συχνά σε ρεαλιστικές μάχες και μας μεταφέρουν τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι στρατιώτες και καταφέρνουν να μας περάσουν τη λογική του να παίρνουμε αποφάσεις σε μικρό χρόνο κάτι που εξασκεί την κριτική μας ικανότητα. Για το συγκεκριμένο μάλιστα έχει γίνει και σχετική έρευνα που το αποδεικνύει. 

b2ap3_thumbnail_construction_1p_1920x1080.jpg

Ας πάμε καλύτερα στα racing που όπως λένε χαρακτηριστικά κάποιοι επηρεάζουν τους νέους για αυτό έχουμε τόσα τροχαία. Αυτή η λάθος άποψη υπάρχει γιατί στα μάτια πολλών τα racing παιχνίδια είναι κάτι σε Hot Wheels. Λοιπόν τα racing ενάγονται σε μια κατηγορία που λέγεται  simulator= προσομοιωτής, κοινώς προσομοιώνουν σε ρεαλιστικές συνθήκες. Δηλαδή εσύ τι νομίζεις πως ο Alonso και ο Raikkonen είναι όλη μέρα στην πίστα και από πίσω η Ferrari πληρώνει τόνους καύσιμα μόνο για προπόνηση; Μεγάλο μέρος της προπόνησης αυτών των οδηγών είναι η προσομοίωση. Τώρα πήγαινε παίξε "βρες τις διαφορές" μεταξύ των προσομοιώσεων αυτών και του Test Drive Unlimited.b2ap3_thumbnail_Technogym-F1-Training-Machine.jpg

Καλά λοιπόν, το gameplay μπορεί να μας δίνει κάτι, αλλά τι γίνεται με τις γνώσεις;Υπάρχει ένα παιχνίδι που λέγεται God of War, δεν είναι η πιο ακριβή αναπαράσταση μυθολογίας αλλά είναι κάτι που μπορεί να μας εξοικειώσει με αυτήν. Και καλά εμείς την διδασκόμαστε στο σχολείο, αλλά σε άλλες χώρες είναι το μόνο ερέθισμα που μπορεί να κάνει τα παιδιά να ασχοληθούν με αυτήν. Αντίστοιχα εγώ έμαθα την μυθολογία των Βίκινγκς και των Αιγυπτίων παίζοντας Smite. 

b2ap3_thumbnail_22-GOD-OF-WAR-15.jpg

Θα μου πεις βέβαια πως η μυθολογία δεν είναι τόσο σημαντική. Η απάντηση είναι Assassin's Creed. Ένα παιχνίδι που η βάση του είναι η ιστορία αλλά και τα σημαντικά ιστορικά πρόσωπα. Δεν ξέρω για εσένα αλλά εγώ έχω μάθει από το Assassin's για τις Σταυροφορίες, την Αναγέννηση, την Χρυσή Εποχή της Πειρατείας , την Αμερικάνικη και την Γαλλική επανάσταση, αλλά και για πρόσωπα όπως ο Robert de Sable, οι Βοργίες, ο Μακιαβέλι, ο Charles Lee και πολύ άλλοι.

b2ap3_thumbnail_screenshot-2_23_0.jpg

Ένα παιχνίδι για να σου δώσει γνώσεις δεν είναι απαραίτητο καν να είναι ρεαλιστικό. Πάρε παράδειγμα τα Bioshock και Deus ex. Παιχνίδια με ώριμο σενάριο που θίγουν κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα, όπως ο αντικειμενισμός, η τυποποίηση της καθημερινότητας μας, η ηθική πλευρά της χρήσης της τεχνολογίας και οι κοινωνικές διακρίσεις. Παρουσιάζοντας φανταστικές περιοχές και καταστάσεις καταφέρνουν να θέτουν επίκαιρα ηθικά δίλημματα. Επιπλέον συχνά παρουσιάζονται πρωταγωνιστές με ολοκληρωμένες κοινωνικές απόψεις και θέσεις. 

"Οι άνθρωποι δημιουργούν τέρατα για να φαίνονται οι ίδιοι λιγότερο τερατώδεις", Geralt of Rivia (Witcher)

"Όταν κάποιος φέρεται στους ανθρώπους σαν ζώα αυτοί όντως αρχίζουν να φέρονται σαν ζώα", Adam Jensen (Deus Ex) 

 

b2ap3_thumbnail_Would_You_Kindly.png

Εδώ μέχρι χημεία έμαθα και τι είναι το στοιχείο E99, γνωστό και ως αϊνστάνιο, παίζοντας Singularity.

 

Και ας μην ξεχνάμε στην σύγχρονη κοινωνία που ζούμε οι ξένες γλώσσες είναι ένα απαραίτητο προσόν. Τα παιχνίδια έχουν την δυνατότητα να βοηθήσουν στην εκμάθηση τους. Σχεδόν κανένας τίτλος δεν κυκλοφορεί με ελληνική μετάφραση οπότε όλα τα παιχνίδια μας εξοικειώνουν κυρίως με αγγλικό λεξιλόγιο, προφορά και βασικούς κανόνες σύνταξης.

b2ap3_thumbnail_8cd2ea5df1849b9583f3a3c5edf7529f.jpg

Επίσης τα τελευταία χρόνια λόγω Wii, Kinect και Move, γνωρίζουν άνθιση και τα γυμναστικά και χορευτικά παιχνίδια. Παιχνίδια που μπορούν να μας βοηθήσουν να βελτιώσουμε το σώμα μας και κατ' επέκταση την υγεία μας, αλλά και να μας δώσουν τις γνώσεις για ασκήσεις γυμναστικής και χορευτικές κινήσεις.

b2ap3_thumbnail_kinect-1.png

Επιπλέον μην ξεχνάμε ότι τα games αποτελούν και μια σύγχρονη μορφή τέχνης. Πραγματικά σκέψου το λίγο.Η ζωγραφική έχει την εικόνα, η λογοτεχνία έχει σενάριο, η μουσική ήχο, το θέατρο και ο κινηματογράφος και σενάριο και ήχο αλλά και εικόνα. Ε, τα games έχουν σενάριο, ήχο, εικόνα και κάτι άλλο πολύ σημαντικό, διαδραστικότητα. Ειδικά παιχνίδια σαν το Prince of Persia του 2008 που σου φαίνεται λες και είναι ζωγραφισμένο στο χέρι από τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη που υπάρχει, εγώ μόνο ως τέχνη μπορώ να τα χαρακτηρίσω.

b2ap3_thumbnail_pop2_0019_layer104.jpg

Ένα ακόμα σημαντικό θέμα είναι ότι η ενασχόληση με τα παιχνίδια και κατ' επέκταση με την τεχνολογία οδηγεί όλο και περισσότερα παιδιά να ασχολούνται με την πληροφορική, και μάλιστα να την επιλέγουν για να τη σπουδάσουν. Ξέρεις, "σπουδάσουν", δηλαδή να πάνε σε ένα μεγάλο κτήριο με πολλά άτομα και να μάθουν πράγματα που δεν τα ξέρει ο κοινός άνθρωπος.

Έλεγα να μην το βάλω γιατί τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται αλλά θα το πω και θα χρησιμοποιήσω μόνο μια λέξη Portal.

b2ap3_thumbnail_portal.jpg

Θα ήθελα να προσθέσω πως το μέτρο είναι κάτι σημαντικό. Δεν είναι καλό και υγιές να βρισκόμαστε πάνω από μια οθόνη για άπειρες ώρες. Αυτό που θέλω να πω είναι πως τα games μπορούν να προσφέρουν ικανότητες και γνώσεις είτε άμεσες είτε με την κίνηση της περιέργειας και την περαιτέρω ενασχόληση με κάποιο θέμα. Το παιχνίδι είναι χόμπι, και όταν σου δίνει ερεθίσματα σε κάνει να μαθαίνεις πράγματα που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα ασχολιόσουν ποτέ, επίσης επειδή σε χαλαρώνει πάντα ότι μαθαίνεις από εκεί μένει στο μυαλό σου και δεν το ξεχνάς ποτέ (σε αντίθεση με ότι διαβάζεις στα σχολικά βιβλία). Δεν είναι τυχαίο ότι πολλά διακεκριμένα σχολεία στις μέρες μας εισάγουν την χρήση και την ενασχόληση με τον υπολογιστή ακόμα και σε τάξεις του νηπιαγωγείου. Γιατί μέσω της διασκέδασης και του παιχνιδιού η αποκόμιση γνώσης γίνεται βιωματική και η εκπαίδευση πιο αποτελεσματική.  

Αυτά κάθομαι και σκέφτομαι και αρχίζω να πιστεύω πως τα games δεν αποβλακώνουν αυτούς που τα παίζουν αλλά όλους τους υπόλοιπους.

b2ap3_thumbnail_intelligence--article_image.jpg

Continue reading
  2770 Hits

Ο εφιάλτης του Alan, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων

Ο εφιάλτης του Alan, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων

Στην αρχή την ευκαιρία να απολαύσουν το Alan Wake είχαν μόνο οι κάτοχοι Xbox 360, ωστόσο δύο χρόνια αργότερα, το 2012, το επιτυχημένο παιχνίδι κυκλοφόρησε και στα PC. Αυτό ίσως συνέβη και για λόγους τακτικής, ελέω της κυκλοφορίας του Alan Wake’s American Nightmare στην κονσόλα της Microsoft μία εβδομάδα μετά, το Φεβρουάριο. Η νέα δημιουργία της Remedy Entertainment ακολούθησε τον ίδιο δρόμο πολύ πιο σύντομα αυτή τη φορά, καθώς τον Μάιο του ίδιου έτους μπορούσαν πλέον και οι κάτοχοι PC να ασχοληθούν μ’ αυτή. Πρόκειται για έναν spin-off τίτλο, ο οποίος συνεπώς δεν αποτελεί συνέχεια του Alan Wake, αλλά μια αυτοτελή ιστορία στη γενικότερη απόπειρα να διατηρηθεί… ενεργό το community του πρώτου παιχνιδιού και να προσεγγιστούν ενδεχομένως και κάποιοι ακόμη φίλοι των survival horror games ή psychological thriller, όπως οι developers προτιμούν να παρουσιάζουν τα δύο συγκεκριμένα games τους.

Εξ αρχής ο τίτλος αυτός είχε διατεθεί online και όχι άδικα, καθώς επί της ουσίας αποτελεί περισσότερο ένα DLC με μια διαφορετική ιστορία, παρά ένα ολοκληρωμένο παιχνίδι. Μάλιστα υπάρχει και έμμεση αναφορά στο δεύτερο DLC του βασικού Alan Wake, «The Writer», που ήταν συνέχεια του «The Signal». Η αλήθεια είναι ότι για όλους τους προαναφερθέντες λόγους φρόντισα να «κρατώ» μικρό καλάθι ξεκινώντας την ενασχόλησή μου με τους… νέους εφιάλτες του Alan Wake, πιστεύοντας ότι σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσαν να πλησιάσουν το πρώτο παιχνίδι, που ήταν μια εξαιρετική gaming εμπειρία. Και δε θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά από τη στιγμή που η διάρκεια του κεντρικού campaign είναι πάρα πολύ μικρή. Προσωπικά, παίζοντας σε Nightmare difficulty και καθώς αυτή τη φορά το American Nightmare δεν κατάφερε να με κερδίσει, χρειάστηκα μόλις τρεις ώρες περίπου για να δω τους τίτλους τέλους.

Το game ακολουθεί τα χνάρια του προκατόχου του ως προς το σκεπτικό και την προσέγγιση της νέας περιπέτειας. Αυτή τη φορά ο συμπαθής συγγραφέας, Alan Wake, βρίσκεται εγκλωβισμένος σε ένα επεισόδιο μιας φανταστικής τηλεοπτικής σειράς, ονόματι Night Springs, και καλείται να αλλάξει το ρου της ιστορίας ξαναγράφοντας το επεισόδιο ούτως ώστε να νικήσει τον κακό της υπόθεσης, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο του τον διαβολικό εαυτό, ο οποίος θέλει να του κλέψει τη ζωή, την καριέρα, τη γυναίκα, τα πάντα, και να επιβάλλει αιωνίως το σκοτάδι! Η πλοκή έχει το ενδιαφέρον της, ωστόσο ίσως να κουράσει ορισμένους καθώς ο Alan θα αναγκαστεί να κάνει τα ίδια πράγματα περισσότερες από μία φορές -με μικρές παραλλαγές καθ’ εκάστην- προκειμένου να επιτύχει το στόχο του.

Το American Nightmare διαδραματίζεται σε τρεις περιοχές, κάπου στην Αριζόνα, κάθε μία από τις οποίες ο gamer θα έχει τη δυνατότητα να εξερευνήσει ισάριθμες φορές, πράγμα που δίνει επαναλαμβανόμενο τόνο. Γίνεται αντιληπτό ότι οι μόνες συγκρίσεις που μπορούν να γίνουν με το πρώτο Alan Wake αφορούν επί της ουσίας το gameplay. Αυτό που διαπιστώνεται αρχικά είναι ότι τούτη τη φορά το παιχνίδι είναι σαφώς ευκολότερο. Τα όπλα είναι εύκολο να βρεθούν, σε αρκετά σημεία και με μεγάλες ποσότητες με αποκορύφωμα τα κουτιά στις κολόνες που αναπληρώνουν το σύνολο των πυρομαχικών (ανεξαρτήτως όπλου κάθε φορά) και μπαταριών. Οι τελευταίες είναι βεβαίως για το γνωστό φακό, με τον οποίο ο Alan διώχνει το σκοτάδι που περιβάλλει τους εχθρούς και στη συνέχεια τους «θερίζει» με τα όπλα του. Αυτά είναι πολύ περισσότερα από τον προκάτοχο του game και περιλαμβάνουν, πέρα από τα προϋπάρχοντα, περισσότερα πιστόλια, shotguns και rifles, ένα nailgun και ένα τόξο.

Από τους εχθρούς κλέβουν την παράσταση οι splitters, που διαχωρίζονται όταν πέσει επάνω τους το φως του φακού, και βεβαίως οι γίγαντες, οι οποίοι κρατούν ένα πελώριο ηλεκτρικό δισκοπρίονο και μπορούν να σε τσακίσουν! Υπάρχουν επίσης και αράχνες, όμως αυτές αποδεικνύονται περισσότερο διακοσμητικές παρά απειλητικές. Σε σχέση με τον προκάτοχό του, στο American Nightmare οι εχθροί κινούνται κάπως πιο αργά, με αποτέλεσμα να δίδεται περισσότερος χρόνος για να… δουλέψει ο φακός, καθώς και μεγαλύτερη ευκαιρία για προσωρινή απομάκρυνση από τη δράση. Άλλωστε εδώ πρόκειται για ένα παιχνίδι με περισσότερα περιθώρια ευελιξίας και ελιγμών, λόγω της μεγάλης έκτασης των περιοχών που μπορεί ο Alan να εξερευνήσει ανά πάσα στιγμή. Έτσι έχει τη δυνατότητα να συγκεντρώσει για μία ακόμη φορά manuscripts με αποσπάσματα που αφορούν τόσο την ιστορία που τρέχει όσο και πληροφορίες για το παρελθόν.

Ανεξαρτήτως αυτών, ο διάδοχος του Alan Wake υστερεί σαφώς ως προς την ατμόσφαιρα, καθώς σε καμία περίπτωση δεν καταφέρνει να μεταδώσει την ένταση και την αγωνία του πρώτου παιχνιδιού, ούτε να διαμορφώσει ένα παραπλήσιο -πόσο μάλλον ανάλογο- κλίμα. Η πολύ σύντομή διάρκειά του και ο μάλλον φτωχός τρόπος εκτύλιξης της υπόθεσης, ουσιαστικά με μόλις πέντε χαρακτήρες μαζί με τον Alan και το alter ego του, δε βοηθούν σε καμία των περιπτώσεων. Κάπως έτσι το American Nightmare, για τον υπογράφοντα, μόλις που ξεπερνά το 7 στη βαθμολογία, συνυπολογίζοντας και το arcade mode. Αυτό είναι σίγουρο ότι θα βρουν πολύ ενδιαφέρον όσοι αρέσκονται σε challenges στα οποία δέχονται επιθέσεις από κύματα εχθρών. Εν προκειμένω, ο ήρωας θα πρέπει να αντέξει σ’ αυτές για δέκα λεπτά, μέχρι να ξημερώσει, προσπαθώντας να επιτύχει το μεγαλύτερο σκορ. Υπάρχουν συνολικά δέκα πίστες σε πέντε τοποθεσίες (Cemetery, Ghost Town, Oil Field, Caves, Trailer Park), που υπόσχονται να κρατήσουν τους ενδιαφερόμενους για αρκετές ώρες.

Continue reading
  1424 Hits

πράγματα που δε γνωρίζατε για τη Μονόπολη

πράγματα που δε γνωρίζατε για τη Μονόπολη

Η Μονόπολη είναι αναμφίβολα ένα από τα διασημότερα επιτραπέζια παιχνίδια στον κόσμο, αν όχι το δημοφιλέστερο. Φέτος, μάλιστα, το αγαπημένο επιτραπέζιο έχει «γενέθλια», καθώς συμπληρώνει τα 80 χρόνια ζωής.

Επί 80 έτη, εκατομμύρια παίκτες στον κόσμο ρίχνουν τα ζάρια και περνάνε από την «Αφετηρία», συλλέγοντας 200 ευρώ!

Παρακάτω, μπορείτε να διαβάσετε 10 πράγματα που πιθανότατα να μην γνωρίζατε για το αγαπημένο επιτραπέζιο και την ιστορία του…


 

Ο (ή «Η») δημιουργός της Μονόπολη
Δημιουργός του θρυλικού παιχνιδιού ήταν ο Charles Darrow από τη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, ο οποίος έφτιαξε το πρώτο επιτραπέζιο το μακρινό 1933. Μάλιστα, τα πρώτα κομμάτια δημιουργήθηκαν από άχρηστα υλικά του σπιτιού του Darrow: ένα κομμάτι μουσαμά κάλυπτε το ταμπλό, οι κάρτες ήταν χειρόγραφες, ενώ τα σπίτια και τα ξενοδοχεία ήταν φτιαγμένα από ξύλινα σκουπιδάκια.

Ωστόσο, κατά πολλούς τα εύσημα θα έπρεπε να πάρει η Lizzie Magie, η οποία κατοχύρωσε πατέντα για ένα παιχνίδι που είχε εφεύρει στο στυλ της Μονόπολη. Ονομάζονταν «Landlord’s Game» και αποτελούνταν από ένα τετραγωνικό ταμπλό με 9 διαφορετικές περιοχές σε κάθε πλευρά. Οι παίκτες έπρεπε να κάνουν τον κύκλο του ταμπλό, αγοράζοντας οικόπεδα και σταθμούς τραίνου και πληρώνοντας ενοίκια. Υπήρχαν μάλιστα και 2 γωνίες με τις οδηγίες «Πήγαινε στη Φυλακή» ή πήγαινε στο «Δημόσιο Πάρκο». Η Lizzie Magie εφηύρε το παιχνίδι ώστε να διδάξει τα δεινά από τη συσσώρευση πλούτου σε βάρος άλλων, καθώς και τη θεωρία που προτείνει πως αν οι άνθρωποι έχουν κέρδη από την περιουσία τους -ανεξαρτήτως του μεγέθους της-, τελικά όλο το χρήμα θα καταλήξει νομοτελειακά στα χέρια ενός και μόνο ανθρώπου.

Η αρχική έκδοση του Darrow απορρίφθηκε
Ο Darrow δεν ήταν ο πρώτος που δημιούργησε ένα παιχνίδι αγοροπωλησίας ακινήτων, καθώς πρόγονος του παιχνιδιού θεωρείται, όπως είπαμε, το «Landlord’s Game». Ο Darrow όμως ήταν αυτός που δημιούργησε την έκδοση η οποία και αγοράστηκε από την εταιρεία των αδελφών Parker.

Ωστόσο, αρχικά η εταιρεία είχε απορρίψει το παιχνίδι, επικαλούμενη «52 θεμελιώδη σφάλματα», στα οποία συμπεριλαμβάνονταν η διάρκεια του παιχνιδιού, το θέμα και η συνθετότητα που παρουσίαζε. Μετά όμως, την επιτυχία στις πωλήσεις του παιχνιδιού από τον ίδιο τον Darrow, στη Φιλαδέλφεια, η εταιρεία επανακαθόρισε τη στάση της και διαπραγματεύτηκε τα δικαιώματα για να βγάλει τη Μονόπολη στην αγορά το 1935, με αρχική τιμή 2 δολάρια.

Η αρχική έκδοση περιελάμβανε 10 πιόνια

b2ap3_thumbnail_monopoly2.jpg

Τα χαρακτηριστικά πιόνια της Μονόπολη, στην αρχική της έκδοση ήταν 10: Σίδερο, πορτοφόλι, φανάρι, αυτοκίνητο, δαχτυλήθρα, παπούτσι, ημίψηλο καπέλο, πολεμικό πλοίο, κανόνι και ένα κουνιστό αλογάκι!

Η μασκότ της Μονόπολη
Η εμβληματική εικόνα του άντρα με το ημίψηλο που έγινε σύμβολο του παιχνιδιού και ονομάζεται «Πλούσιος Θείος με τα Σακιά» (Rich Uncle Pennybags), δεν είναι απίθανο να εικονίζει το διάσημο επιχειρηματία J.P. Morgan, κάτι που υποστηρίζει και το περιοδικό Jetset Magazine.

Ο J.P. Morgan μεγαλούργησε τις δεκαετίες πριν την ευρεία κυκλοφορία του παιχνιδιού και θεωρούνταν ένας από τους σημαντικότερους άντρες των ΗΠΑ. Μάλιστα, μεταξύ των δραστηριοτήτων του συγκαταλέγεται και η ίδρυση της μονοπωλιακής United States Steel Corporation.

Η παγκόσμια επιτυχία του παιχνιδιού και οι αριθμοί που το συνοδεύουν
- Η Μονόπολη σήμερα κυκλοφορεί σε 111 χώρες και 43 γλώσσες, ενώ έχουν πουληθεί πάνω από 275 εκατ. αντίτυπα. Σύμφωνα με την Hasbro πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν παίξει το διάσημο επιτραπέζιο!
- Από την άλλη, το μεγαλύτερο σε διάρκεια παιχνίδι κράτησε, 1.680 ώρες, ήτοι 70 ολόκληρες μέρες!
- Η πιο ακριβή Μονόπολη που πουλήθηκε ποτέ είχε δημιουργηθεί από ένα διάσημο κοσμηματοπώλη του Σαν Φρανσίσκο, τον Sidney Mobell και στοίχιζε ούτε λίγο-ούτε πολύ 2 εκατ. δολάρια! Το σετ αποτελούνταν από ένα επίχρυσο ταμπλό 23 καρατίων και ένα ζάρι διακοσμημένο με διαμάντια.

Οι πιο ακριβές περιοχές στον κόσμο

b2ap3_thumbnail_monopoly3.jpg

Ως γνωστών η τελευταία περιοχή πριν από την αφετηρία είναι και η ακριβότερη του ταμπλό. Βέβαια σε κάθε έκδοση οι περιοχές αλλάζουν, παίρνοντας την ονομασία τοποθεσιών της κάθε χώρας. Έτσι, στην Αμερική, το ακριβότερο τετράγωνο είναι το «Boardwalk», το όνομα μιας οδού στην Ατλάντικ Σίτυ. Στην Ισπανία από την άλλη, ονομάζεται «Paseo del Prado», με την πραγματική οδό να βρίσκεται στη Βαρκελώνη. Στη Γαλλία, η πιο ακριβή περιοχή είναι η «Rue de la Paix». Όσο για την Ελλάδα, τέλος, στην κλασική έκδοση του παιχνιδιού, το πιο ακριβό ακίνητο που θα μπορούσε να αγοράσει κάποιος δεν ήταν άλλο από τη «Λεωφόρο Αμαλίας»!

Το τουρνουά Μονόπολης που δίνει 20.580 δολάρια στο νικητή
Κάθε 4 με 5 χρόνια, η Hasbro διοργανώνει διάφορα εθνικά πρωταθλήματα και ένα παγκόσμιο τουρνουά Μονόπολης. Οι νικητές μπορούν να κερδίσουν μέχρι και 20.580 δολάρια, ποσό που ισοδυναμεί με τα εικονικά χρήματα που περιέχει κάθε παιχνίδι. Μάλιστα, ο νικητής του αμερικανικού πρωταθλήματος του 2009, Richard Marinaccio, δίνει τις συμβουλές του για να κερδίσει κάποιος: «Οι παίκτες της Μονόπολη στο τραπέζι της κουζίνας (σσ. δηλαδή οι ερασιτέχνες) νομίζουν ότι το παιχνίδι περιορίζεται στη συσσώρευση. Ξέρετε, να αποκτάς πολλά χρήματα. Όμως, ο πραγματικός στόχος είναι να χρεοκοπήσεις τους αντιπάλους σου όσο το δυνατόν ταχύτερα. Να έχεις απλά αρκετά (χρήματα) έτσι ώστε οποιοσδήποτε άλλος να μην έχει τίποτα».

Πώς ένα παιχνίδι Μονόπολης έστειλε 15 κακοποιούς στη φυλακή
Στις 8 Αυγούστου του 1963, ένα βρετανικό τραίνο κατευθύνονταν στο Λονδίνο, μεταφέροντας 2,6 εκατ. λίρες σε χαρτονομίσματα τα οποία επρόκειτο να τεθούν εκτός κυκλοφορίας. Όμως, 15 κακοποιοί χρησιμοποιώντας λοστούς κατάφεραν να μπουν στο τραίνο. Ενεργώντας γρήγορα, κατάφεραν να πετάξουν 120 σάκους με μετρητά σε ένα φορτηγό. Όταν τελείωσαν την κλοπή, κατευθύνθηκαν σε ένα αγροτόσπιτο και αποφάσισαν να διασκεδάσουν τη μεγαλύτερη ίσως κλοπή στην ιστορία, με έναν μάλλον ασυνήθιστο τρόπο: παίζοντας Μονόπολη.

Μετά από μερικές μέρες, οι κακοποιοί έπρεπε να εγκαταλείψουν το σπίτι για να αποφύγουν τους αστυνομικούς οι οποίοι είχαν ανακαλύψει τα ίχνη τους. Όταν η Σκότλαντ Γιάρντ έφτασε στην αγροικία εντόπισε 20 άδειους ταχυδρομικούς σάκους, sleeping bags, ταινίες από τα μασούρια των νομισμάτων και το σημαντικότερο: ένα ταμπλό Μονόπολης γεμάτο αποτυπώματα! Τα αποτυπώματα αυτά, μαζί με ορισμένα σε ένα μπουκάλι κέτσαπ, οδήγησαν σε ορισμένες συλλήψεις την αμέσως επόμενη μέρα! Τελικά, και οι 15 κακοποιοί εντοπίστηκαν και οδηγήθηκαν στη φυλακή!

Αντίτυπα της Μονόπολης με… πραγματικά λεφτά
Πόσες φορές παίζοντας Μονόπολη δεν έχουμε ευχηθεί τα ψεύτικα χρήματα του παιχνιδιού να ήταν αληθινά; Ακριβώς αυτό θα συμβεί σε 80 τυχερούς που θα αποκτήσουν ένα από τα 80 ξεχωριστά αντίτυπα του παιχνιδιού που διανεμήθηκαν πρόσφατα στη Γαλλία.

Συγκεκριμένα, η Hasbro Γαλλίας για την επέτειο των 80 χρόνων του παιχνιδιού, κυκλοφορεί 30.000 αντίτυπα μιας ειδικής έκδοσης. Σε ένα από αυτά, όλα τα χαρτονομίσματα του παιχνιδιού είναι πραγματικά χρήματα, κάτι που σημαίνει 20.580 ευρώ για τον υπερτυχερό! Δέκα επιπλέον σετ περιέχουν 300 ευρώ σε χαρτονομίσματα των 20, 50 και 100 ευρώ, ενώ 69 σετ θα περιέχουν 150 ευρώ σε δεκάρικα και εικοσάρικα.

Δραπετεύοντας από στρατόπεδα συγκέντρωσης με τη βοήθεια της Μονόπολης

b2ap3_thumbnail_monopoly4.jpg

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες αναζητούσαν έναν τρόπο να περάσουν λαθραία χάρτες σε βρετανούς αιχμαλώτους που κρατούνταν σε γερμανικά στρατόπεδα. Το 1941, η βρετανική εταιρεία John Waddington Ltd. Προχώρησε στην εκτύπωση ειδικών χαρτών που δεν ήταν κατασκευασμένοι από κοινό χαρτί, το οποίο θα μπορούσε να καταστραφεί από νερό και θα ήταν θορυβώδες όταν ανοίγονταν. Η ίδια εταιρεία είχε επίσης συμβόλαιο για την κυκλοφορία της Μονόπολης εκτός ΗΠΑ.

Καθώς οι Ναζί, αντιμετώπιζαν προβλήματα στην παροχή προμηθειών και αγαθών ακόμη και για τους δικούς τους στρατιώτες, συχνά δέχονταν ανθρωπιστική βοήθεια για τους αιχμαλώτους. Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες εκμεταλλεύτηκαν το γεγονός αυτό και δημιούργησαν ειδικές εκδόσεις της Μονόπολης, οι οποίες στη συνέχεια έφτασαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Τα κουτιά περιείχαν, εκτός των συνηθισμένων κομματιών του παιχνιδιού, και αρκετά εργαλεία απόδρασης, μεταξύ των οποίων χάρτες απόδρασης από μετάξι, πυξίδες, αρχεία, καθώς και πραγματικά λεφτά, κρυμμένα μέσα στα ψεύτικα!

Bonus: Οι πιο συχνές «στάσεις» στο παιχνίδι
Οι περιοχές όπου τα περισσότερα πιόνια φτάνουν παίζοντας την κλασική έκδοση του παιχνιδιού, είναι τα Illinois Avenue, «GO» και B&O Railroad, σύμφωνα τουλάχιστον με το αμερικανικό ABC.

Στην ελληνική έκδοση θα αντιστοιχούσαν με τα: Πλατεία Ομονοίας , Αφετηρία και Σταθμός Λαρίσης.

 

 

 

Continue reading
  2633 Hits

Alan Wake – Μόνο με φως μπορείς να νικήσεις τους εφιάλτες σου

Alan Wake – Μόνο με φως μπορείς να νικήσεις τους εφιάλτες σου

Σε διάφορα tests που γίνονται παγκοσμίως κατά περιόδους, οι άνθρωποι απαντούν ποικιλοτρόπως σχετικά με την υπερφυσική δύναμη που θα ήθελαν να κατέχουν. Είναι ένα θέμα που πάντα εξιτάρει καθώς ο καθένας ομολογεί μια κρυφή του επιθυμία. Οι αναμενόμενες απαντήσεις είναι και οι συνηθέστερες. Οι περισσότεροι επιλέγουν την αθανασία, άλλοι την ικανότητα να πετούν, να γίνονται αόρατοι, να ελέγχουν το χρόνο, και κάποιοι, πάλι, να μπορούν -τουλάχιστον- να διαβάζουν τη σκέψη του άλλου. Οι τελευταίοι είναι σίγουρο ότι θα το ξανασκεφτούν και θα προσέχουν πολύ τι εύχονται στο εξής, εφόσον δοκιμάσουν την ανατριχιαστική εμπειρία που προσφέρει το Alan Wake, το οποίο καθηλώνει από την πρώτη στιγμή έως την τελευταία.

Γιατί, αλήθεια, ποιος ξέρει τι κρύβει βαθιά μέσα του ο ανθρώπινος νους; Ποιοι μύχιοι φόβοι μπορεί να υποβόσκουν και να στοιχειώνουν το μυαλό βυθίζοντας το ον σε μια απύθμενη άβυσσο και μετατρέποντας το ανύπαρκτο σε υπαρκτό; Τι μπορεί να συμβεί όταν ο μεγαλύτερος τρόμος κάποιου δύναται να τροφοδοτηθεί με τη δύναμη της σκέψης του και να αποκτήσει υπόσταση, απειλώντας όχι μόνο το συγκεκριμένο άνθρωπο, αλλά και τους πέριξ αυτού; Ποιοι προσωπικοί εφιάλτες μπορούν να δώσουν ζωή στο σκοτάδι και να το μετατρέψουν στη μεγαλύτερη απειλή; Και ποια μπορεί να είναι η άμυνα του ανδρός απέναντι σ’ αυτό; Παραφράζοντας το ρητό που είπε κάποιος, θα μπορούσε να απαντήσει λέγοντας ότι «η λύτρωση μπορεί να βρεθεί ακόμη και μέσα στο πιο πηχτό σκοτάδι, αρκεί κάποιος να θυμηθεί να ανάψει το φως»!

Κι έτσι ακριβώς είναι τα πράγματα. Το βασικότερο όπλο του Alan δεν είναι παρά ένας φακός, χωρίς τον οποίο δεν κάνει σχεδόν ούτε βήμα! Ο ήρωας είναι ένας συγγραφέας με πολλά best seller στο παλμαρέ του, η έμπνευση του οποίου, όμως, μοιάζει να έχει στερέψει τα τελευταία δύο χρόνια. Είναι σαν έναν ακρωτηριασμένο καλλιτέχνη, ανήμπορος να καθίσει και πάλι στη γραφομηχανή του και να γεμίσει τις εκτυφλωτικά λευκές σελίδες μπροστά του. Μαζί με τη σύζυγό του, Alice, αποφασίζουν να πάνε ολιγοήμερες διακοπές στην ορεινή κωμόπολη Bright Falls της πολιτείας της Ουάσιγκτον, προκειμένου να ξεκουραστούν και να μπορέσει ο ίδιος να ηρεμήσει. Πώς, όμως, μπορείς να αφήσεις πίσω τους εφιάλτες σου; Αυτοί θα έρθουν μαζί και σταδιακά θα αρχίσουν να αποκτούν σάρκα και οστά, ενώ ο Alan προσπαθεί να σώσει την εξαφανισμένη Alice –με τη βοήθεια του φίλου και manager του, Barry- και να αποκαταστήσει τη μνήμη του έχοντας ένα τεράστιο κενό μίας εβδομάδας. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να ξετυλίξει το παζλ και να θέσει ένα τέλος στα πάντα.

Οτιδήποτε περισσότερο ειπωθεί γύρω από την υπόθεση, κινδυνεύει να χαλάσει τη μαγεία. Μόνο σε τίτλους μπορεί να πει κάποιος ότι πρόκειται για μια πληρέστατη ιστορία, με ένα εξαιρετικό, πολύ ενδιαφέρον σενάριο το οποίο ξετυλίγεται υποδειγματικά στα έξι μεγάλα επεισόδια του παιχνιδιού. Το ονοματεπώνυμο του πρωταγωνιστή, Alan Wake, ονοματοδοτεί και τον τίτλο, μια εντυπωσιακή δημιουργία που δίνει το δικό της ξεχωριστό τόνο στην έννοια των survival horror games. Για την ακρίβεια, πρόκειται κατά βάση για ένα ψυχολογικό θρίλερ -μπορεί εύλογα κάποιος να εντοπίσει έμμεση χιτσκοκική αναφορά- και λιγότερο για ένα horror story. Κι αυτό γιατί στόχος δεν είναι να τρομοκρατηθεί ο gamer με υπερβολές του τύπου «διαμελισμοί, τέρατα, αναίτιες splatterιές, βασανιστήρια» ή οτιδήποτε παρεμφερές. Το Alan Wake θέλει να παίξει με το μυαλό αυτού ασχοληθεί μαζί του, να κάνει τους εφιάλτες του ήρωα κτήμα του καθενός και να τον εισάγει σ’ έναν κόσμο σκοτεινό, αβέβαιο, όπου ο κίνδυνος μπορεί να παραμονεύει ανά πάσα στιγμή, ακόμη κι αν κάποιες φορές αποδειχθεί ότι και μόνο ο φόβος είναι αρκετός.

Εχθρός δεν είναι άλλος από τις ίδιες τις σκοτεινές σκέψεις του πρωταγωνιστή, μιας δικής του ιστορίας, κομμάτια της οποίας (manuscripts) συγκεντρώνει σε όλη τη διάρκειά της. Άνδρες με τσεκούρια, πριόνια, αλυσοπρίονα, δρεπάνια και άλλα αντίστοιχα όπλα, που επιτίθενται κυρίως σε ομάδες και μοναδικός σκοπός τους είναι να σκοτώσουν τον Alan. Κι αν οι ίδιοι δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασίας του, οι επιθέσεις τους είναι απολύτως πραγματικές. Και για να νικήσεις το σκοτάδι, ένας τρόπος υπάρχει, το φως! Με το φακό του ανά χείρας και σημαδεύοντάς τους, ο ήρωας καλείται σε πρώτο χρόνο να διώξει από τους εχθρούς του το σκότος που τους περιβάλλει, ούτως ώστε να τους περάσει από τη σφαίρα του φανταστικού σ’ αυτήν του… μη πραγματικού και να έχει έτσι τη δυνατότητα να τους «καθαρίσει» πυροβολώντας τους. Πρόκειται για μια πολύ πρωτότυπη ιδέα, η οποία υλοποιείται άψογα μέσα στο παιχνίδι.

Στην αρχή των κεφαλαίων ο Alan συνήθως ξεκινά με ελάχιστα εφόδια, όμως στην πορεία μπορεί να συγκεντρώσει αρκετά, ιδίως αν ξεφύγει προς ώρας από το κεντρικό μονοπάτι και ανακαλύψει σεντούκια με πολεμοφόδια σε άλλα σημεία, ενός γραμμικού παιχνιδιού σε γενικές… γραμμές. Πρώτο όπλο είναι ένα revolver, ενώ στην πορεία προστίθενται shotguns, rifles, ένα θαυματουργό flare gun, ιδανικές χειροβομβίδες κρότου – λάμψης (flashbangs), φωτοβολίδες και φυσικά… πιο ισχυροί φακοί! Το Alan Wake είναι το παιχνίδι στο οποίο πρώτα ψάχνεις για… φως και μπαταρίες Energizer (χορηγός του game) για το φακό και μετά για όπλα και σφαίρες. Αν είσαι αρκετά γρήγορος και ευέλικτος, ίσως προλάβεις να βρεθείς κάτω από την κολόνα με τη λάμπα που βρίσκεται 50 μέτρα μπροστά, κι έτσι οι εχθροί σου να εξαφανιστούν. Για να το πετύχεις αυτό θα χρειαστεί σίγουρα να παίξεις και άμυνα με το φακό στραμμένο προς τα… δημιουργήματά σου! Γενικότερα, τα πολεμοφόδια μόνο στην αρχή του παιχνιδιού ίσως αποδειχθούν ελάχιστα σε κάποιες περιπτώσεις, ενώ προς το τέλος των επεισοδίων και μέσα από χρηστή διαχείριση θα έλεγε κανείς ότι σχεδόν αφθονούν.

Το παιχνίδι δεν είναι κλειστοφοβικό. Κατ’ ουσίαν εκτυλίσσεται σε ανοιχτούς χώρους, όπως τα δάση, οι πλαγιές και τα χωράφια της ευρύτερης περιοχής του Bright Falls, και μόνο ένα μικρό ποσοστό, το οποίο δεν υπερβαίνει το 20%, σχετίζεται με τα κτίσματα στα οποία θα βρεθεί ο Alan. Επιπροσθέτως, υπάρχει ικανό quiet time το οποίο λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της μέρας, δίνοντας στο gamer τη δυνατότητα να ξεκουραστεί από τη δράση και να επικεντρωθεί περισσότερο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ιστορίας. Πολύ σημαντική είναι επίσης η συλλογή των manuscripts, περί των οποίων έγινε λόγος νωρίτερα, καθώς αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από απλά collectables. Δίνουν πληροφορίες για την υπόθεση ως κομμάτια της αφήγησης και πολλές φορές προϊδεάζουν για το τι θα επακολουθήσει.

Το Alan Wake είναι ένας άκρως ατμοσφαιρικός τίτλος, που τυλίγει τον καθένα στο ζοφερό κόσμο του από την πρώτη στιγμή, με πολύ όμορφα γραφικά και άψογο φωτισμό στο σύνολό του. Το παιχνίδισμα του φακού και η διάθλαση του φωτός κλέβουν την παράσταση, ενώ σε πολύ υψηλά επίπεδα κυμαίνεται ο ήχος του παιχνιδιού, με απόκοσμα, ανατριχιαστικά εφέ και υποβλητική μουσική, η οποία παίρνει ακόμη περισσότερους πόντους από τα πολύ ωραία τραγούδια που πλαισιώνουν το game. Το voice acting είναι εξαιρετικό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, απολύτως πειστικό και προσεγμένο, με αιχμή του δόρατος βεβαίως τον πρωταγωνιστή (Matthew Porretta), παρά το γεγονός ότι αρκετοί ηθοποιοί δίνουν τις φωνές τους για περισσότερους από έναν χαρακτήρες, κάτι που όμως δε γίνεται αντιληπτό. Τα cinematics θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο προσεγμένα, πάντως τα πανοραμικά πλάνα της περιοχής είναι χάρμα οφθαλμών. Μάλιστα, στο menu του παιχνιδιού δίνεται η δυνατότητα στο τέλος να δει ο καθένας όποιο cinematic επιθυμεί και να ακούσει όλα τα κομμάτια του soundtrack.

Ομολογώ ότι απόλαυσα το παιχνίδι σε μέγιστο βαθμό πραγματοποιώντας το πρώτο μου playthrough στο Nightmare επίπεδο δυσκολίας, το οποίο όμως ξεκλειδώνει άμεσα μόνο με cheatιά*. Σ’ αυτό απαιτείται μεγαλύτερος χρόνος προκειμένου ο φακός να νικήσει το σκοτάδι που προστατεύει τους αντιπάλους πριν τα όπλα αναλάβουν δράση -που επίσης χρειάζονται περισσότερες σφαίρες, χρόνος ο οποίος ποικίλει ανάλογα με τον… όγκο τους. Άλλωστε οι εχθροί δεν περιορίζονται σε ανθρωποειδή, αλλά περιλαμβάνουν ακόμη άψυχα αντικείμενα και φονικά τετράτροχα… Στις 14,5 ώρες περίπου που χρειάστηκαν για να δω τους τίτλους τέλους (93/106 manuscripts), είχα την ευκαιρία να ζήσω τους εφιάλτες του Alan Wake σε όλο τους το ανατριχιαστικό μεγαλείο! Ένα εξαίσιο ψυχολογικό θρίλερ, μάλλον soft horror game, σε μια ιστορία γεμάτη ανατροπές, φανταστικό σενάριο και με βασική αναφορά τη γραφομηχανή και το συγγραφικό δαιμόνιο -κυριολεκτικά- του συγγραφέα. Μια ιστορία η οποία πρέπει να έχει και συνέχεια κάποια στιγμή, όπως τονίζεται κατηγορηματικά στο τέλος των credits του παιχνιδιού. Το Alan Wake ενδείκνυται για όσους θέλουν ένταση, δράση, αγωνία, τακτική στη διαχείριση πόρων, πρωτότυπη προσέγγιση θεματολογία και έναν ολοκληρωμένο τίτλο στη συλλογή τους.

* Μπορείτε να ξεκλειδώσετε άμεσα το Nightmare difficulty level με δύο τρόπους:

1. Δεξί κλικ στο Alan Wake στο Steam library/Properties/Set launch properties και προσθέτετε «-developermenu», χωρίς τα εισαγωγικά.

2. Δεξί κλικ και Ιδιότητες στη Συντόμευση της Επιφάνειας Εργασίας και στη συνέχεια στον Προορισμό (Target) προσθέτετε στο υπάρχον όνομα « -developermenu», με το κενό, χωρίς τα εισαγωγικά.

Continue reading
  1212 Hits

Υποτιμημένα games: Spawn-In the Demon's Hand

TAKE THAT YOU WINGED SPAWN OF SATAN!

b2ap3_thumbnail_spawn.jpg

Ένας από τους πιο σκοτεινούς και αινιγματικούς χαρακτήρες έκανε τη πιο καλή του εμφάνιση στο Dreamcast με αυτό το πολύ καλό action game. Για ποιον λέω; Μα για τον Spawn του Todd McFarlane!

Straight outta hell!

b2ap3_thumbnail_demonshandgame_screenshot_13_dl-e1280074388961.jpg

To Spawn:In the Demon’s Hand είναι από εκείνα τα παιχνίδια που θα σας εντυπωσιάσουν με τη πρώτη ματιά αφού διαθέτει εντυπωσιακά γραφικά, γρήγορο gameplay και μια τεράστια ποικιλία από modes παιχνιδιού για έναν ή περισσότερους παίκτες. Στο Boss Attack θα βρεθείτε σε παράξενα επίπεδα όπου θα πρέπει να αντιμετωπίσετε μόνοι σας ή μαζί με κάποιο φιλαράκι σας τεράστια τέρατα από τον στρατό της κολάσεως. Το Battle Royal είναι σίγουρα το πιο διασκεδαστικό mode αφού σας δίνεται η δυνατότητα να αναμετρηθείτε με άλλους τρεις φίλους σας στην ίδια οθόνη. Από εκεί και πέρα, στο Tournament mode για ένα παίκτη υπάρχει το Team Battle και το Battle Royal. Πέρα από αυτό, το Spawn περιέχει μια πληθώρα κρυμμένων στοιχείων τα οποία θα κρατήσουν το ενδιαφέρον σας αμείωτο για πολύ καιρό. Έτσι, από τους 12 αρχικούς χαρακτήρες που μπορείτε να επιλέξετε, αν τερματίσετε αρκετές φορές το παιχνίδι μπορείτε να προσθέσετε άλλους 24! Επιπλέον, σας δίνεται η δυνατότητα να εμφανίσετε πολλά όπλα καθώς και αρκετά κρυφά επίπεδα. Άρα καταλαβαίνετε ότι με τόσα ενδιαφέροντα στοιχεία, το Spawn γίνεται ένας τίτλος με μεγάλο βάθος και διάρκεια. Όλα αυτά βέβαια θα τα ζήσετε μέσα στον εφιαλτικό και μοναδικό κόσμο που μεταφέρθηκε πιστά από τα comics του McFarlane.

Holy S#1+! Το Dreamcast έχει τέτοια γραφικά;

b2ap3_thumbnail_maxresdefault.jpg

Just perfect είναι τα γραφικά. Τα textures είναι υπέροχα και όταν δείτε τα backgrounds δε θα το πιστεύετε. Είναι πολύ όμορφα σχεδιασμένα και οι αποχρώσεις τους χαρίζουν αυτό το σκοτεινό, κλειστοφοβικό αίσθημα που ταιριάζει με το ύφος των comics. Οι χαρακτήρες έχουν εκπληκτικές λεπτομέρειες και τα ειδικά εφέ είναι πολύ ρεαλιστικά και δίνουν ένα ξεχωριστό χρώμα στα διάφορα επίπεδα. Στα ίδια επίπεδα κυμαίνεται και η κίνηση του παιχνιδιού καθώς με 60 fps είναι αρκετά ομαλή και γρήγορη. Όσον αφορά τον ήχο, τα ηχητικά εφέ έχουν αρκετά μεγάλη ποκιλία και το soundtrack ταίριαζε γάντι με το όλο κλίμα.

Never ending nightmare

b2ap3_thumbnail_1385838461.jpg

Ο χειρισμός είναι εξαιρετικά απλός και άμεσος αφού αρκετές φορές θα πιάσετε τον εαυτό σας να χρησιμοποιεί 3 πλήκτρα μόνο. Ένα για να πυροβολείτε, ένα για αλλαγή όπλου και ένα για άλμα πάνω από τα χάσματα και τα διάφορα εμπόδια που υπάρχουν διάσπαρτα σε όλα τα επίπεδα. Ανάλογα με το χαρακτήρα που θα διαλέξετε ο χειρισμός διαφέρει.  Ο καθένας έχει ξεχωριστές δυνάμεις και ικανότητες. Μερικοί είναι καλύτεροι για close-quarter μάχες με μαχαίρια και τσεκούρια, ενώ άλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα στις μακρινές επιθέσεις. Το μόνο που ενοχλεί ώρες ώρες είναι η κάμερα η οποία δυσχεραίνει την όραση και τη κίνησή σας.

Ακόμα και αυτό όμως δε θα σας αποθαρρύνει γιατί πολύ απλά το Spawn: In the Demon’s Hand είναι ένα πολύ εθιστικό videogame που θα σας κατακτήσει με την υπέροχη παρουσίασή του και τη καταιγιστική του δράση. Capcom τα κατάφερες πάλι!

b2ap3_thumbnail_Spawn_In_the_Demons_Hand_Logo.png

Continue reading
  1364 Hits

Πώς επιδρούν όμως πρακτικά τα βιντεοπαιχνίδια στον ανθρώπινο εγκέφαλο;

Πώς επιδρούν όμως πρακτικά τα βιντεοπαιχνίδια στον ανθρώπινο εγκέφαλο;

«Η περισσότερη προσοχή έχει επικεντρωθεί στο εάν τα videogames μάς κάνουν φονικές μηχανές. Δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στα μοναδικά και ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά που έχουν τα videogames, εκτός της βίας»



b2ap3_thumbnail_2.jpg
Παρατηρήσεις του τύπου «πώς κάθεσαι τόσες ώρες μπροστά σε μια οθόνη;» ή «σταμάτα να παίζεις, έχεις αποβλακωθεί», τις έχουν ακούσει όλοι όσοι παίζουν videogames και αφιερώνουν αρκετό χρόνο σε αυτά. Πώς επιδρούν όμως πρακτικά τα βιντεοπαιχνίδια στον ανθρώπινο εγκέφαλο; Μας αποβλακώνουν ή μας κάνουν εξυπνότερους;

 

Πολλές πανεπιστημιακές έρευνες αποδεικνύουν πως το gaming βελτιώνει τη δημιουργικότητα, τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων και την αντίληψη. Τα οφέλη που αποκομίζει κάποιος από τα παιχνίδια ποικίλλουν από συντονισμό ματιού-χεριού μέχρι να αυξηθεί η ικανότητα οδήγησης το βράδυ.

Οι ίδιες έρευνες έδειξαν πως όσοι έπαιζαν παιχνίδια βασισμένα στη δράση, ήταν σε θέση να λάβουν γρηγορότερα αποφάσεις κατά 25%, χωρίς να χάνουν σε ακρίβεια, από αυτούς που δεν παίζουν. Σύμφωνα με άλλους ερευνητές, οι εμπειρότεροι gamers μπορούν να λάβουν αποφάσεις και να δράσουν ανάλογα με αυτές γύρω στις έξι φορές το δευτερόλεπτο, δηλαδή τέσσερις φορές πιο γρήγορα απ' ό,τι οι κανονικοί άνθρωποι.

Επίσης, σύμφωνα με το Πανεπιστήμιο του Rochester, οι πιο προπονημένοι gamers μπορούν να επικεντρωθούν σε πάνω από έξι πράγματα ταυτόχρονα χωρίς να μπερδευτούν, σε αντίθεση με έναν κανονικό άνθρωπο που μπορεί να έχει μόνο τέσσερα στο μυαλό του. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτές οι μελέτες έχουν διεξαχθεί ανεξάρτητα από τις εταιρείες που παράγουν videogames.

Φυσικά, η πολύωρη ενασχόληση με τα videogames έχει και την αρνητική της πλευρά. Διάφορες τομογραφίες του εγκεφάλου έδειξαν πως τα βίαια βιντεοπαιχνίδια μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο με τον οποίο σκέφτεται το μυαλό νέων ανδρών έπειτα από μία εβδομάδα παιξίματος, καταπιέζοντας τη δραστηριότητα που είναι συνδεδεμένη με σημεία του εγκεφάλου που σχετίζονται με τον έλεγχο των συναισθημάτων, δήλωσαν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Indiana. Κάποιες άλλες μελέτες βρήκαν συσχετισμό ανάμεσα στο ψυχαναγκαστικό gaming και την παχυσαρκία, την εσωστρέφεια και την κατάθλιψη.

«Τα videogames αλλάζουν το μυαλό σου», δήλωσε ο ψυχολόγος C. Shawn Green από το Πανεπιστήμιο του Wisconsin, ο οποίος μελετά τον τρόπο που τα ηλεκτρονικά παιχνίδια επηρεάζουν τις ανθρώπινες ικανότητες. Δηλαδή ό,τι κάνει και το πιάνο, ή το να μαθαίνεις να διαβάζεις και να οδηγάς. Ολα αυτά αλλάζουν τη φυσική δομή του μυαλού, καθώς ο συνδυασμός της συγκέντρωσης και της ανταμοιβής ερεθίζει τους νευροδιαβιβαστές όπως η ντοπαμίνη ενισχύει νευρωνικά κυκλώματα, ακολουθώντας τον ίδιο τρόπο που η άσκηση χτίζει τους μυς. «Τα παιχνίδια όμως χτυπούν το σύστημα της επιβράβευσης με έναν τρόπο που δεν το κάνουν όλες οι δραστηριότητες», είπε ο ίδιος.

 

Τα βιντεοπαιχνίδια είναι τα εργαλεία, ο τρόπος που θα τα χρησιμοποιήσουμε εξαρτάται από εμάς και μόνο «Η περισσότερη προσοχή έχει επικεντρωθεί στο εάν τα videogames μάς κάνουν φονικές μηχανές», δήλωσε αναλυτής υπολογιστικής από το Πανεπιστήμιο της California στο San Diego, που παρακολούθησε 2.000 παίκτες. «Δεν έχει δοθεί αρκετή προσοχή στα μοναδικά και ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά που έχουν τα videogames, εκτός της βίας».

Πιο συγκεκριμένα, μια έρευνα από ερευνητές του Queen Mary and University College του Λονδίνου, δείχνει πως το Starcraft και γενικότερα τα πολύπλοκα RTS (real-time strategy) games βελτιώνουν τη δεξιότητα του μυαλού και την πολυδιεργασία (multitasking).

«Η έρευνα μας δείχνει πως η γνωστική ευελιξία (cognitive flexibility), ένας ακρογωνιαίος λίθος της ανθρώπινης νοημοσύνης, δεν είναι ένα στατικό χαρακτηριστικό, αλλά μπορεί να εξασκηθεί και να βελτιωθεί χρησιμοποιώντας διασκεδαστικά εργαλεία όπως το gaming», δήλωσε η ερευνήτρια dr. Brian Glass, του τμήματος Βιολογίας και Χημικών Επιστημών του Πανεπιστημίου του Queen Mary.

Αυτές οι νέες για πολλούς πληροφορίες δεν προκαλούν καθόλου έκπληξη στους επαγγελματίες παίκτες, που έχουν δει τα αποτελέσματα της πολύωρης προπόνησης.

Ο Ryan «State» Visbeck, επαγγελματίας παίκτης του Starcraft 2, δήλωσε πως «οτιδήποτε σε κάνει να σκέφτεσαι κριτικά, να προσαρμόζεσαι σε διαφορετικές καταστάσεις μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και να εφευρίσκεις νέες στρατηγικές, θα έχει θετικό αντίκτυπο στην καθημερινότητά σου»

Επίσης ο Jens «Snute» Aasgaard, της Team Liquid, έχει πει πως το Starcraft τον βοηθά συχνά στο να παίρνει γρήγορες αποφάσεις και να μαθαίνει πώς να σκέφτεται.

«Κάποιες φορές, όταν παίρνουμε αποφάσεις, οι πληροφορίες είναι περιορισμένες και το να έχεις εμπειρία από games όπως το Starcraft μπορεί να σε βοηθήσει να βάλεις προτεραιότητες με τον πιο αποδοτικό τρόπο, ή να αντιδράσεις με κάποιον τρόπο που βγάζει περισσότερο νόημα», είπε ο ίδιος.

Από την άλλη, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τα παιχνίδια βολών (First Person Shooter), που αυξάνουν τα αντανακλαστικά, το συντονισμό, την ικανότητα συγκέντρωσης και το multitasking.

Τι μας προσφέρουν τελικά τα games; Ενα είδος εκτόνωσης, που μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτο; Μια εύκολη διέξοδο από μια πραγματικότητα η οποία δεν είναι έτσι όπως θα θέλαμε; Ενα διασκεδαστικό και ευχάριστο τρόπο να εξασκήσουμε τον εγκέφαλό μας; Ή απλώς μια ασχολία για να γεμίσουν οι ελεύθερες ώρες μας;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα διαφέρει ανάλογα με την οπτική του καθενός. Το μόνο σίγουρο είναι πως τα βιντεοπαιχνίδια είναι τα εργαλεία, ο τρόπος που θα τα χρησιμοποιήσουμε εξαρτάται από εμάς και μόνο

b2ap3_thumbnail_gameover.jpg
xaxanoylis
Πηγές: The Wall Street Journal, redbull.com

 

 

 

Continue reading
  2353 Hits

I Am Alive… for now

I Am Alive… for now

Στη σύγχρονη εποχή είναι πολλές οι περιπτώσεις games που κυκλοφορούν και κατά βάση προσφέρουν εντυπωσιακά γραφικά, και άρτιο τεχνικό τομέα γενικότερα, που μπορούν να σε αφήσουν με το στόμα ανοιχτό, όμως το gameplay τους δεν καταφέρνει να σταθεί σε αντάξια επίπεδα, σαν ένα πλούσιο περιτύλιγμα ενός σαφώς κατώτερου αντικειμένου. Ή πάλι, παιχνίδια το συγκεκριμένο στοιχείο των οποίων είναι μια πιστή αντιγραφή ή έστω παραλλαγή όσων έχουμε ήδη δει σε άλλους τίτλους. Παρά ταύτα, δεν απουσιάζουν και οι πρωτότυπες δημιουργίες, τα games που είναι ικανά να σε συνεπάρουν, όχι τόσο γι’ αυτό που αντικρίζεις στην οθόνη, όσο για το στιβαρό, έξυπνο και εν τέλει απολύτως εθιστικό gameplay, καθώς και την ολοκληρωτικά καθηλωτική τους ατμόσφαιρα. Στην κατηγορία αυτή ανήκει το I Am Alive, το οποίο σε μεταφέρει στον κόσμο του από την πρώτη κιόλας στιγμή που θα αποφασίσεις να σε τυλίξει το καταθλιπτικό του περιβάλλον.

Πρόκειται για ένα third person survival action-adventure το οποίο κυκλοφόρησε το 2012, με το οποίο αποφάσισα να ασχοληθώ μόλις διάβασα το review του site, που με κέρδισε αμέσως. Η μάχη για την επιβίωση λαμβάνει σάρκα και οστά, εκεί που μόνο ο νόμος της ζούγκλας βρίσκεται σε ισχύ και οι πιο αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας είναι καταδικασμένοι να αφανιστούν. Βρισκόμαστε ένα χρόνο μετά από ένα αδιευκρίνιστο κατακλυσμιαίο γεγονός το «Event», το οποίο μεταξύ άλλων, έχει προκαλέσει πανίσχυρους σεισμούς με συνέπειες οι οποίες παραπέμπουν άμεσα στη γνωστή ταινία «2012», έτσι όπως αποτυπώνονται στον post-apocalyptic κόσμο του παιχνιδιού. Ο πρωταγωνιστής, το όνομα του οποίου δε μαθαίνουμε ποτέ, επιστρέφει στη φανταστική πόλη Haventon της Αμερικής με στόχο να ξαναβρεί τη γυναίκα του, Julie, και το παιδί του, τη μικρή Mary. Η αναζήτησή του ξεκινά, ενώ στην πορεία θα πάρει και μια άλλη στροφή καθώς θα βρεθεί να διασώζει ένα μικρό κορίτσι, τη Mei, στην ηλικία της κόρης του. Γενικότερα, η ιστορία έχει μια συγκεκριμένη αφετηρία, αλλά στη συνέχεια δίνει την αίσθηση ότι χάνει κάπου τον προσανατολισμό της. Ή μήπως όχι;

Ποιος μπορεί να είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σε μια τέτοια πρωτοφανή συμφορά; Απέναντι στην επέλαση του Αρμαγεδδώνα, την καθημερινή πάλη με την οργή της φύσης και τις συμμορίες που παραμονεύουν οπουδήποτε, τι μπορεί να αντιτάξει ένας απλός άνθρωπος όπως ο ήρωας, ο οποίος αναγκαστικά έμαθε να χειρίζεται όπλα για να υπερασπίζεται τον εαυτό του και να αναζητά τους πόρους που θα τον συντηρούν και διατηρούν στη ζωή για μία ακόμη μέρα; Μπορεί να υπάρξει ανθρωπιά σ’ έναν κόσμο όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να δεχτείς επίθεση και να κάνεις το μεγάλο ταξίδι; Μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη και βοήθεια στα θύματα που θα συναντήσεις στο δρόμο σου, όταν ξέρεις ότι αυτό μπορεί εμμέσως να στερήσει τη δική σου ζωή όταν θα χρειαστείς το resource που θα έχεις προσφέρει νωρίτερα; Αμέτρητα ερωτήματα που γεννά το I Am Alive και στα οποία ο ήρωας, ο κάθε gamer, καλείται να απαντήσει προσδιορίζοντας τα επόμενα βήματά του.

Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετείται ο πρωταγωνιστής μέσα σ’ αυτό το απέραντο χάος είναι πραγματικά εκπληκτικός και το παιχνίδι εκτυλίσσεται με οριακά αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας συνδυάζοντας με ομαλότατο τρόπο τόσο την εξερεύνηση όσο και τη μάχη. Ως προς το πρώτο σκέλος, ο ήρωας θα έχει τη δυνατότητα να περιηγηθεί σταδιακά σε ολόκληρη την πόλη, η οποία μπορεί να μην είναι πολύ μεγάλη, όμως… γίνεται λόγω των αμέτρητων εμποδίων που υπάρχουν από την ανυπολόγιστη καταστροφή. Και όχι μόνο μεγάλη, αλλά και πολύ επικίνδυνη, καθώς σε μια ευρεία περιοχή έχει κατακαθίσει ένα πυκνό σύννεφο τοξικής σκόνης, το οποίο σταδιακά μειώνει την αντοχή του και για να το αντιπαρέλθει θα πρέπει να σκαρφαλώσει αρκετά μέτρα πάνω από το έδαφος. Πολλές φορές για μια απόσταση που σε ευθεία γραμμή μπορεί να μην είναι μεγαλύτερη από 50 μέτρα, ο ήρωας μπορεί να κάνει πάνω από 15 λεπτά λόγω των παρακάμψεων που θα είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει προκειμένου να φτάσει στον προορισμό του.

Παίζοντας στο Survivor επίπεδο δυσκολίας, η εμπειρία παρουσιάζεται σε όλο της το μεγαλείο, καθώς τα resources δεν… περισσεύουν, με αποτέλεσμα η χρήση τους να καθίσταται ένα μεγάλο στοίχημα τακτικής και προγραμματισμού, ούτως ώστε να μη λείψουν από τον πρωταγωνιστή όταν θα τα έχει πραγματικά πολύ μεγάλη ανάγκη. Άλλωστε σ’ αυτό το level δεν υπάρχουν saves και σε περίπτωση θανάτου υπάρχει πολύ σοβαρή πιθανότητα ο παίκτης να επιστρέψει στην αρχή του κεφαλαίου(!) έχοντας να καλύψει μια σημαντική απόσταση έως το σημείο που βρισκόταν. Το εμπόδιο αυτό μπορεί να υπερκεραστεί σε περίπτωση που ο ήρωας βοηθήσει κάποιο από τα 20 θύματα που υπάρχουν στον κόσμο του παιχνιδιού. Τότε ως επιβράβευση λαμβάνει πληροφορίες που σχετίζονται με την εκάστοτε αποστολή του αλλά και ένα retry, που θα του δώσει μια δεύτερη ευκαιρία από το τελευταίο checkpoint, πολύ κοντά ή και ακριβώς στο σημείο που βρισκόταν. Επιπλέον, σε συγκεκριμένα σημεία, κάποια εξ αυτών αρκετά δυσπρόσιτα, υπάρχουν και κάποιες μικρές κάμερες, που επίσης χαρίζουν άλλο ένα retry.

Ο πρωταγωνιστής καλείται να επιδείξει τις αρετές του στην αναρρίχηση, όπου και τα καταφέρνει αρκετά καλά ακόμη κι αν δεν είναι… Assassin, παρά ταύτα οι αντοχές του δεν είναι απεριόριστες. Μια λευκή μπάρα στο πάνω μέρος της οθόνης αρχίζει να αδειάζει κάθε φορά που σκαρφαλώνει και θα πρέπει να έχει πατήσει στα πόδια του πριν εξαντληθεί και παρασυρθεί ο ίδιος στο κενό. Στην πορεία του παιχνιδιού θα χρειαστεί να αναρριχηθεί σε πολύ δύσκολα σημεία, τα πλέον επιβλητικά εκ των οποίων είναι οι κατεστραμμένοι ουρανοξύστες, κάποιοι εκ των οποίων έχουν πέσει μάλιστα επάνω σε άλλους δημιουργώντας ένα απίστευτο σκηνικό, ενώ στο μενού συμπεριλαμβάνονται υπόγειοι σιδηρόδρομοι, το υπέργειο ολοσχερώς κατεστραμμένο μετρό, συρμοί που ισορροπούν επικίνδυνα πάνω από απύθμενα χάσματα και… πλοία που ένας Θεός ξέρει ποια στοιχειωμένη δύναμη της φύσης έφερε εκεί!

Ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει ο ήρωας είναι αυτό της έλλειψης… ammo. Σφαίρες δεν υπάρχουν ούτε για δείγμα και θα πρέπει να αισθάνεται πολύ ικανοποιημένος αν έχει μία περασμένη στο πιστόλι του. Παρά ταύτα, ακόμη κι ένα άδειο προτεταμένο όπλο είναι ικανό να κάνει τους εχθρούς να διστάσουν να επιτεθούν προσωρινά, όχι όμως όσους έχουν κι εκείνοι πιστόλι. Ανάλογη έλλειψη παρατηρείται και στο τόξο που θα αποκτήσει αργότερα, καθώς τα βέλη είναι πάρα πολύ σπάνια και θα χρειαστεί να χρησιμοποιεί για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα ένα και μοναδικό ξανά και ξανά. Και καθώς ο πρωταγωνιστής δεν είναι παρά ένας φυσιολογικός άντρας, στις μάχες σώμα με σώμα με πολλούς εχθρούς είναι απλά καταδικασμένος, καθώς το machete του δεν είναι αρκετό για να αντιμετωπίσει έστω έναν εξ αυτών, διότι μέχρι να του καρφώσει το σπαθί με button mashing (left click), οι υπόλοιποι θα τον έχουν περικυκλώσει μαχαιρώνοντάς τον ή θα τον πυροβολούν εξ αποστάσεως. Το AI είναι πολύ υψηλό και όλα αυτά είναι στοιχεία που θα πρέπει να συνυπολογίσει ο gamer για να καταφέρει να βγει… ζωντανός από τη δοκιμασία.

Τα γραφικά του παιχνιδιού είναι άκρως ατμοσφαιρικά και η έννοια του χρώματος, πέραν του απέραντου γκρίζου λόγω σκόνης, μοιάζει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων λησμονημένη από καιρό, ενώ ακόμη και η ορατότητα είναι ιδιαίτερα έως πολύ περιορισμένη όταν ο πρωταγωνιστής βρίσκεται στο δρόμο. Ο ήχος κλέβει την παράσταση με μια απόκοσμη ατμοσφαιρική μουσική, η οποία γίνεται έντονη και αγχώδης όσο η αντοχή του ήρωα μειώνεται καθώς σκαρφαλώνει και ψάχνει απελπισμένα να ισορροπήσει κάπου την ύστατη στιγμή. Επ’ αυτού θα έλεγα μάλιστα ότι η μπάρα του stamina προκαλεί πολύ μεγαλύτερο άγχος από αυτήν του health, καθώς η δεύτερη αν είναι να… αδειάσει, αδειάζει με δύο σπαθιές ή σφαίρες, συνεπώς δεν υπάρχουν και πολλά που μπορείς να κάνεις, εκτός κι αν αναπληρώσεις ενέργεια με κάποιο resource επί τόπου, αν και κατά πάσα πιθανότητα ούτε αυτό θα είναι αρκετό για να σε γλυτώσει. Η πρώτη μπάρα, όμως, συνιστά όλη την πρόκληση και την πίεση όταν, επί παραδείγματι, κρέμεσαι στο δυσθεώρητο ύψος ενός ουρανοξύστη και πρέπει να φτάσεις τρεις ορόφους ψηλότερα, όπου υπάρχει μια εσοχή, αλλά δεν έχεις άλλη αντοχή και πολεμάς με button mashing να προλάβεις να φτάσεις!

Το game δεν είναι τέλειο. Τα γραφικά έχουν ψεγάδια, ενώ υπάρχουν κάποια πράγματα στο gameplay που θα μπορούσαν να προσεχθούν περισσότερο. Οι stealth μηχανισμοί ήθελαν περισσότερη δουλειά, ενώ θα έπρεπε να δίνεται η δυνατότητα να επιστρέψεις στους NPC τα resources που ίσως άθελά σου έκλεψες, διότι βρέθηκες μπροστά τους και τα πήρες, καθώς στη συνέχεια ακούς τη δικαιολογημένη τους απογοήτευση που σου πρόσφεραν απλόχερα τροφή ή/και νερό κι εσύ πήρες και τα δικά τους αποθέματα. Εκεί στεναχωρήθηκα. Παρά ταύτα, το I Am Alive είναι ένας πολύ ολοκληρωμένος τίτλος, ο οποίος δεν έχει να ζηλέψει σχεδόν τίποτα από άλλους αντίστοιχους που κυκλοφορούν. Θα μπορούσε ίσως να διαρκεί περισσότερο, πάντως όσοι το παίξουν στο Survivor θα δυσκολευτούν σίγουρα σε κάποια σημεία. Προσωπικά, το τερμάτισα σε 8 ώρες και 45 λεπτά έχοντας κάνει το 72.5%, με 39 kills και 83% total score. Θα μπορούσα να βοηθήσω περισσότερα victims από 9/20, όμως σε τέσσερα – πέντε που συνάντησα επιπλέον, δεν είχα εκείνη τη στιγμή τα resources που χρειάζονταν, ενώ τα υπόλοιπα δεν τα ανακάλυψα. Αξιολογότατος τίτλος, ο οποίος προσφέρει μια αυθεντική survival εμπειρία. Δοκιμάστε τον.

Continue reading
  1166 Hits

Assassin’s Creed: Rogue – Η αλήθεια των Templars

Assassin’s Creed: Rogue – Η αλήθεια των Templars

Ένα χρόνο μετά το δυνατό μπάσιμο των κονσολών όγδοης γενιάς στη gaming βιομηχανία η Ubisoft Montreal, βασική developer εταιρία των Assassin’s Creed, έμελλε να στραφεί αποκλειστικά σ’ αυτές και τα PC με την κυκλοφορία του Unity, το οποίο όμως άφηνε παραπονεμένους τους κατόχους PS3 και Xbox 360. Αυτό το κενό έσπευσε να καλύψει η Ubisoft Sofia δημιουργώντας το ίδιο διάστημα έναν τίτλο… exclusive για τις κονσόλες αυτές και τα PC, ο οποίος ολοκληρώνει μια τετραλογία του franchise (Assassin’s Creed III, Liberation, Black Flag), που διαδραματίζεται στο 18ο αιώνα και την Αμερική των αποικιών.

Πρόκειται για έναν επίλογο και το τέλος μια εποχής, όπου συμπληρώνονται τα τελευταία κομμάτια του παζλ και συνδέονται οι διαφορετικές αυτές ιστορίες με τρόπο πολύ συνεκτικό, αν εξαιρέσει κάποιος το Liberation που απετέλεσε… τσόντα εν μέσω των λοιπών τίτλων. Είναι το παιχνίδι που δε διστάζει να κάνει μια στροφή στο ρου της ιστορίας και να μας παρουσιάσει τα τεκταινόμενα από μία άλλη σκοπιά, αυτή των διαχρονικά… κακών της όλης υπόθεσης, των Templars. Είναι η στιγμή που θα αναρωτηθεί ο καθένας μήπως του δημιουργήθηκε μια λανθασμένη εικόνα από όλη την υπόλοιπη σειρά και αν τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως παρουσιάστηκαν μέχρι τώρα, τουλάχιστον όσον αφορά αυτή την περίοδο.

Το Rogue είναι κατά βάση σύγχρονο του Assassin’s Creed III (1754-1783), καθώς λαμβάνει χώρα το διάστημα 1752-1760. Κάπως έτσι οι αμφιβολίες για την αλήθεια αυξάνονται μετά τη νέα αυτή οπτική γωνία, καθώς είχαμε ήδη πάρει μια μικρή γεύση σ’ εκείνο το παιχνίδι ελέγχοντας αρχικά τον Haytham Kenway, first Grand Master του Τάγματος των Ναϊτών αυτών των χρόνων. Ένα από τα πλέον ενδιαφέρονται στοιχεία του Rogue είναι η επιστροφή – ισχυρή παρουσία ουκ ολίγων γνωστών χαρακτήρων από τα προηγούμενα games της σειράς, όπως του προαναφερθέντος Kenway, καθώς επίσης του -γερασμένου, πλέον-Adewale, quartermaster του Edward Kenway, πρωταγωνιστή του Black Flag, και πρωταγωνιστής του dlc «Freedom Cry». Ακόμη, βλέπουμε τον Mentor του Connor από το Assassin’s Creed III, Achilles, να ηγείται των Ασασίνων στα νιάτα του παρουσιάζοντας πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, ενώ για μία ακόμη φορά θα συναντήσουμε τον Benjamin Franklin, τον νεαρό George Washington και γνώριμους Templars από το παρελθόν.

Ο ήρωάς μας αυτή τη φορά είναι ο Shay Patrick Cormac ένας νεοσύλλεκτος Assassin υπό τις οδηγίες του Achilles, ο οποίος επιστρατεύεται στην αναζήτηση ενός artifact που δύναται να αποκαλύψει τις τοποθεσίες αρκετών Pieces of Eden στον παγκόσμιο χάρτη. Ωστόσο, σύντομα αρχίζουν να δημιουργούνται σύννεφα στη σκέψη του Shay, ο οποίος δεν πείθεται για τα κίνητρα της Αδελφότητάς του, ούτε από τις εξηγήσεις που του δίνονται. Έπειτα από μια κολοσσιαία καταστροφή την οποία θα προκαλέσει ο ίδιος σε μια αποστολή με τον ελληνικότατο τίτλο «Kyrie eleison», θα λάβει την τελική του απόφαση και θα αλλάξει στρατόπεδο συμπορευόμενος πλέον με τους Templars, πεπεισμένος ότι εν τέλει για την ειρήνη και την ευημερία πασχίζει και πολεμά αυτό το Τάγμα. Στο Rogue παρουσιάζεται η άλλη όψη του νομίσματος και οι αμφιβολίες για το… δίκιο του καθενός ενισχύονται προς το τέλος υπέρ των Templars.

Όπως ανέφερα και στο ξεκίνημα, πρόκειται για τον επίλογο μιας μεγάλης ιστορίας, ακόμη κι αν η in-game χρονική περίοδος ολοκληρώνεται επί της ουσίας εν μέσω του… Assassin’s Creed III. Είναι ένα παιχνίδι – σύνοψη και απολογισμός όσων βίωσαν οι gamers νωρίτερα, από μια διαφορετική και εν τέλει απολύτως επιτυχημένη προοπτική. Το σενάριο είναι ιδιαίτερα συμπαγές και πιστεύω αρτιότερο του Black Flag, με τη μόνη διαφορά ότι είναι συγκριτικά πολύ μικρότερο σε διάρκεια. Μέσα σε μόλις έξι sequences φτάνουμε στο φινάλε κι αυτό συγκαταλέγεται, αν μη τι άλλο, στα αρνητικά. Από τη στιγμή που υπήρχε η υποδομή και οι βάσεις ήταν ισχυρές, εδύνατο η κεντρική ιστορία να είναι τουλάχιστον κατά 80%-90% μεγαλύτερη, ούτως ώστε να μπορέσουμε να μιλήσουμε για μια ολοκληρωμένη εμπειρία με διαφορετική ιδεολογική προσέγγιση.

Πρόκειται για έναν συγκερασμό στοιχείων του Assassin’s Creed III και του Assassin’s Creed IV: Black Flag, που ενέχουν όμως έτσι και το στοιχείο της επανάληψης, το οποίο γίνεται πιο έντονο από κάθε άλλη φορά. Το Rogue επιχειρεί να συνδυάσει τις αποστολές του πρώτου στην ηπειρωτική χώρα με τις ναυμαχίες και τη θαλάσσια εξερεύνηση του δευτέρου, ωστόσο κάπου μοιάζει να… ξεμένει από δυνάμεις, ελλείψεως περαιτέρω εμβάθυνσης και όγκου της κεντρικής ιστορίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη δίνεται η δυνατότητα στον παίκτη, τουλάχιστον μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, να εξερευνήσει τον πολύ μεγάλο χάρτη του παιχνιδιού, το κλου του οποίου δεν είναι άλλο από την ευρύτερη περιοχή του βορείου Ατλαντικού.

Εκεί όπου τα πάντα είναι παγωμένα και οι χιονοθύελλες βρίσκονται σε ημερήσια διάταξη, ενώ παγόβουνα επιπλέουν επικίνδυνα για τους απρόσεκτους καπεταναίους. Εκεί το κολύμπι απαγορεύεται με την ποινή του θανάτου για όποιον δε θέλει να παγώσει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα και οι… βουτιές από το καράβι για να φτάσεις στην κοντινή νησίδα γίνονται αποκλειστικά με δική σου ευθύνη! Τα χιονισμένα τοπία -και όχι μόνο, βέβαια- είναι χάρμα οφθαλμών, όπως και το μαγευτικό βόρειο σέλας στον ορίζοντα, ενώ σε κάποια σημεία το καράβι του Shay, το «Morrigan», χρειάζεται να σπάσει το λεπτό στρώμα πάγου που έχει επικαλύψει την επιφάνεια της θάλασσας ώστε να προχωρήσει. Πολύ μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η River Valley, η οποία βρίσκεται στο ανατολικό άκρο των μετέπειτα Η.Π.Α., μια πανέμορφη, καταπράσινη περιοχή, η πλοήγηση εντός της οποίας απαιτεί επιδέξιες μανούβρες.

Από εκεί και πέρα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι ναυμαχίες έχουν γίνει πολύ πιο εύκολες μειώνοντας ακόμη περισσότερο τον πάγια χαμηλό βαθμό πρόκλησης των Assassin’s Creed και ουσιαστικά ελαχιστοποιώντας το μόνο σοβαρό competitive στοιχείο που υπήρξε μέχρι τώρα και το συναντήσαμε στο Black Flag, εκεί όπου ήθελε αυξημένα skills ειδικά για να κουρσέψεις ένα ισχυρότερο πλοίο από το δικό σου, συνδυάζοντας σωστά την άμυνα και την αποφυγή με την αποφασιστική και καίρια επίθεση, πάντοτε βεβαίως με τις κατάλληλες αναβαθμίσεις. Upgrades τα οποία μπορούν να γίνουν πολύ πιο γρήγορα αυτή τη φορά, καθώς πλέον δίνεται η δυνατότητα αποταμίευσης κάποιων χρημάτων από κάθε πλοίο που κυριεύεις, πέραν του σχετικού loot που θα δώσει ακόμη περισσότερα, ενώ υπάρχουν και φρεγάτες – θησαυροφυλάκια, που σου προσφέρουν τουλάχιστον 2.000 λίρες εκάστη. Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένες τροποποιήσεις όσον αφορά τον εξοπλισμό του σκάφους, οι οποίες απλοποιούν κι άλλο τα πράγματα καθώς το AI των αντιπάλων πλοίων είναι αισθητά μειωμένο και σαφώς λιγότερο επιθετικό. Στο Black Flag τα legendary ships δεν έπεφταν με τίποτα χωρίς σχεδόν το σύνολο των διαθέσιμων αναβαθμίσεων, μαζί με τα elite upgrades. Αντίθετα, τώρα, απέναντι και σε περισσότερα πλοία, η υπόθεση έμοιαζε σχεδόν «παιχνιδάκι».

Με ξένισε, ακόμη, το γεγονός ότι το «Morrigan» σε full speed έμοιαζε να πηγαίνει με κινητήρα και όχι με την ταχύτητα του ανέμου στα ανοιχτά πανιά, ενώ ένα εντυπωσιακό στοιχείο ήταν το… sprint που μπορούσες να κάνεις έχοντας πατημένο το LT και πατώντας εν συνεχεία το Α, δίνοντας την αίσθηση ότι το πλοίο έχει… nitro(!), τη στιγμή, δηλαδή, που η κάμερα έδειχνε μόνο την πλώρη του. Προσθαφαιρέσεις υπάρχουν και στην πανίδα του παιχνιδιού σε σχέση με το παρελθόν, με γνωστά ζώα να κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους και άλλα να έχουν προστεθεί προσαρμοσμένα στο ψυχρότερο κλίμα των βορειότερων περιοχών. Καταλήγοντας, πιστεύω ότι με το Assassin’s Creed: Rogue εξαντλήθηκε η συγκεκριμένη ιστορική περίοδος, και πέραν του πολύ ενδιαφέροντος -πλην μικρού σε διάρκεια- κεντρικού story, της φυσικής ομορφιάς και των όποιων ελαχίστων διαφοροποιήσεων, το «ξεζούμισμα» έκανε για πρώτη φορά τόσο εμφανή τα σημάδια του.

Continue reading
  1399 Hits

Πρώτη φορά… Assassin’s Greed!

Πρώτη φορά… Assassin’s Greed!

Δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι τα τελευταία χρόνια η Ubisoft έχει ανακαλύψει την κότα με τα χρυσά αυγά όσον αφορά το franchise του Assassin’s Creed, και εξακολουθεί να κυκλοφορεί τίτλους με το κιλό, με συχνότητα μεγαλύτερη του ενός ανά έτος. Έχοντας παίξει όσους υπήρξαν έως τις αρχές του 2014, πιστεύω ότι κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί, διότι κάθε παιχνίδι μέχρι εκείνο το σημείο είχε να προσθέσει αρκετά πράγματα κάθε φορά, που είτε βελτίωναν είτε διαφοροποιούσαν τη σειρά και στα οποία έχω αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενα blogs. Εκείνο το χρονικό σημείο, όμως, η εταιρία αποφάσισε να διαθέσει στην αγορά την -θεωρητικά- HD έκδοση του Assassin’s Creed III: Liberation, το οποίο είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του 2012 αποκλειστικά στο PS Vita.

Ήταν το πρώτο και τελευταίο παιχνίδι της σειράς που κυκλοφόρησε στη συγκεκριμένη κονσόλα και κρίνοντας από το αποτέλεσμα, δε θα πρέπει να αναρωτηθεί κάποιος το λόγο. Παρά ταύτα, οι πολύ καλές πωλήσεις του, όπως διαβάζουμε στο σχετικό review του site, ώθησαν τη Ubisoft να μεταφέρει τον τίτλο στις μεγάλες κονσόλες (PS3, Xbox 360) και τα PC. Θεωρώ ότι αν δε μιλούσαμε για τους κανόνες της αγοράς, οι οποίοι ρυθμίζουν τα πάντα, τότε θα επρόκειτο για καθαρή… απληστία, καθώς το Liberation απείχε παρασάγγας από την υπόλοιπη σειρά σε όλους τους τομείς, μηδενός εξαιρουμένου. Σεβαστό το γεγονός ότι διατέθηκε νωρίτερα σε μια φορητή κονσόλα, ωστόσο δεν υπήρχε κανείς ουσιαστικός λόγος να μεταφερθεί, ειδικά με τον τρόπο που συνέβη.

Ακόμη κι αν υποθέταμε ότι ο τεχνικός τομέας θα δουλευόταν από την αρχή, προκειμένου να συμβαδίζει με τα νέα στάνταρ, η ιστορία του παιχνιδιού είχε τρομερά προβλήματα συνοχής, τα οποία και παρέμειναν. Αναλαμβάνοντας το ρόλο της Aveline de Grandpré, αισθάνθηκα στη σύντομη διάρκεια του παιχνιδιού (που δεν υπερβαίνει τις οκτώ ώρες αν ασχοληθεί κάποιος μόνο με την κεντρική υπόθεση) ότι έκανα σκόρπιες αποστολές οι οποίες πάσχιζαν να ταιριάξουν στοιχειωδώς μεταξύ τους, προσπάθεια η οποία πλαισιωνόταν από μια μικρή παράγραφο στο ξεκίνημα κάθε sequence ούτως ώστε να μειώνονται κάπως οι απορίες και να συμπληρώνονται τα κενά! Πρόκειται για μια νεαρή Γαλλίδα αφρικανικής καταγωγής, η μητέρα της οποίας εξαφανίζεται στην προπαιδική της ηλικία και η ίδια μεγαλώνοντας γίνεται Assassin, χωρίς να ξέρουμε πώς και γιατί, και ψάχνει αφενός να βρει τη μητέρα της, αφετέρου να βοηθήσει τους σκλάβους της περιοχής της.

Το παιχνίδι εκτυλίσσεται στην αποικιακή Αμερική από το 1765 έως το 1777, ενώ κάθε στιγμή διαπιστώνεται η πολύ χαμηλή ποιότητά του ακόμη και μεμονωμένα, πόσο μάλλον σε σύγκριση με τα υπόλοιπα της σειράς. Είχα σε μόνιμη βάση την αίσθηση ότι παίζω ένα μέτριο game του 2005, με story που κάθε τόσο σε κάνει να αναρωτιέσαι «what the fuck?» και σε απομακρύνει σε κάθε περίπτωση, σε ένα κόσμο που… προσπαθείς να τον κάνεις κτήμα σου, αλλά αυτός σε απωθεί πεισματικά. Ο οπτικός τομέας αποδεικνύεται τραγικός κάνοντας το HD στην ονομασία του τίτλου να μοιάζει με φύκια που πλασάρονται για μεταξωτές κορδέλες, με τραγικό φωτισμό σε όλες τις περιπτώσεις, όπου, ακόμη και όντας μέρα, πολλές φορές δε φαίνεται τίποτα και αναγκάζεσαι να ενεργοποιήσεις το eagle vision μόνο γι’ αυτό το λόγο(!), με σχεδιασμό χαρακτήρων και περιβάλλοντος που υστερεί σαφώς έναντι του -κατά έξι και πλέον χρόνια προγενέστερου- πρώτου Assassin’s Creed. Ο ήχος κινείται σε ανάλογα επίπεδα υστερώντας περισσότερο απ’ όλα στο voice acting το οποίο δεν καταφέρνει να πείσει ποτέ, ενώ η δυσκαμψία στην κίνηση του χαρακτήρα της κατά τα άλλα συμπαθούς και όμορφης Aveline θυμίζει Harry Potter and the Philosopher's Stone (2001).

Η αποκαρδιωτική εικόνα του παιχνιδιού ολοκληρώνεται με την τραγική AI, όπου πολλές φορές θα βρεθείς μπροστά στον εχθρό και δε θα σε αντιληφθεί, με αποκορύφωμα τις στιγμές που εσύ θα είσαι πάνω στη σκεπή, αυτός θα σε κοιτάζει ακριβώς από κάτω, αλλά δε θα γίνεσαι detected! Στα θετικά ήταν η δυνατότητα χρησιμοποίησης διαφορετικών εμφανίσεων της ηρωίδας (lady, assassin, slave) με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά τους για την καλύτερη προσέγγιση ορισμένων αποστολών, και μια ευχάριστη έκπληξη – συνάντηση στην πορεία του παιχνιδιού. Καταλήγοντας, είναι προφανές ότι για το Assassin’s Creed: Liberation HD θα έπρεπε να επικρατήσει παραφρασμένο το ρητό «what happens on PS Vita, stays on PS Vita». Πριν από αυτό είχα ασχοληθεί με το Black Flag, συνεπώς η κριτική άνευ στρογγυλοποίησης των -πολλών- γωνιών προέκυψε μάλλον εύλογα. Ανεξαρτήτως αυτού, η διάθεση του παιχνιδιού στα PC και τις κονσόλες έβδομης γενιάς ήταν τουλάχιστον ατυχής.

Continue reading
  1019 Hits

Black Flag in the horizon! Flee for your lives!

Black Flag in the horizon! Flee for your lives!

Όταν μια εταιρία αποφασίζει να δημιουργήσει μία σειρά παιχνιδιών κυκλοφορώντας κάθε τίτλο της με μεγάλη συχνότητα, αναλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό ρίσκο. Να προκαλέσει φθορά από την επανάληψη των αναπόφευκτα κοινών χαρακτηριστικών τους και να κουράσει τους gamers οι οποίοι θα στραφούν σε άλλες επιλογές γιατί το franchise έχασε την αίγλη που απέκτησε στο ξεκίνημα ή σταδιακά. Συνηθίζεται να λέγεται ότι είναι πολύ πιο εύκολο να φτάσεις στην κορυφή από το να παραμείνεις σ’ αυτή. Σε τούτο θα προσθέσω ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο να παραμείνεις χωρίς να συνεχίζεις με «πασαλείμματα» και στείρες ανακυκλώσεις του ίδιου πράγματος, που δεν προσφέρουν γιατί διαφορετικό, κάτι περισσότερο. Σε όλα αυτά έχει κληθεί να απαντήσει η Ubisoft με τη σειρά Assassin’s Creed, η οποία τα τελευταία οκτώ χρόνια μετρά -ούτε λίγο, ούτε πολύ- δέκα κυκλοφορίες, μαζί με το φετινό, στις μεγάλες κονσόλες και τα PC, συν ένα 2D spin off, και ακόμη τέσσερα releases σε κονσόλες χειρός και κινητά.

Το Assassin’s Creed III ήταν το παιχνίδι που πέρασε τη σειρά σε άλλο επίπεδο, τόσο ιστορικά όσο και σε επίπεδο «ζωντάνιας» και πλουραλισμού του περιβάλλοντος, επαναπροσδιορίζοντας την έννοια του open world στοιχείου του παιχνιδιού και προσφέροντας έναν τεράστιο χάρτη προς εξερεύνηση και διάδραση, συμβατό με τη νέα εποχή στην οποία διαδραματιζόταν σε σχέση με τα προηγούμενα. Συνεπώς, ο πήχυς είχε αυξηθεί ιδιαίτερα και η πρόκληση για το επόμενο release ήταν πολύ υψηλό. Η κυκλοφορία του Black Flag πριν από δύο χρόνια, όμως, ήταν η απόδειξη ότι το franchise δεν έχει στερέψει από ιδέες και μπορεί να προσφέρει ακόμη περισσότερα σε εκατομμύρια fans. Κι αν η προσθήκη ναυμαχιών στον προκάτοχό του έκανε τη διαφορά, η βελτίωση αυτού του χαρακτηριστικού υπήρξε γιγαντιαία.

Και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά, από τη στιγμή που η λογική έμελλε να ξεφύγει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό πλέον από το στενό πλαίσιο του παρελθόντος (Assassins εναντίον Templars, παγκόσμια κυριαρχία και μια μεγαλύτερη απειλή), παρουσιάζοντας το Black Flag. Ένα αγνό, κατ’ εξοχήν πειρατικό παιχνίδι στο οποίο οι θάλασσες και η ευρύτερη περιοχή της Καραϊβικής μετατρέπονται σε ένα απέραντο λημέρι, εκεί, στη δεύτερη δεκαετία του 18ου αιώνα, και η μάχη εξακολουθεί αενάως απέναντι στις αγγλικές και ισπανικές ναυτικές -και όχι μόνο- δυνάμεις. Εκεί που η πειρατεία και το πλιάτσικο μετατρέπονται σε τρόπο ζωής για όλους όσοι θέλουν να ζουν χωρίς το βασιλιά της Αγγλίας πάνω από το κεφάλι τους και γι’ αυτό προτιμούν να δαμάζουν τα κύματα και να βυθίζουν τα εχθρικά πλοία, αναλαμβάνοντας το ρίσκο ενός πρόωρου τέλους στο ικρίωμα.

Ο Edward Kenway είναι ο ήρωας που ελέγχουμε αυτή τη φορά, και δεν είναι άλλος από τον πατέρα του Haytham Kenway και παππού του Ratonhnhaké:ton – Connor, των πρωταγωνιστών του Assassin’s Creed III. Ένας επιπόλαιος νεαρός Άγγλος, ο οποίος θέλει να γίνει πλούσιος και για να το πετύχει αυτό αποφασίζει να ακολουθήσει το σύντομο δρόμο, αυτόν της πειρατείας, μειώνοντας αυτομάτως και το προσδόκιμο ζωής του. Το story του παιχνιδιού, που προδήλως αποτελεί prequel του προκατόχου του, εξ αντικειμένου υποχρεούται να συνδέσει τη γνωστή κεντρική ιστορία της σειράς, με την τροπή που έχει λάβει βεβαίως στα τελευταία γεγονότα. Το Black Flag, όμως, δεν είναι αυτό κατά βάση. Είναι η ατελείωτη περιπλάνηση στη θάλασσα ως ένας γνήσιος πειρατής. Είναι η πολιορκία οχυρών και οι επικές ναυμαχίες απέναντι σε ισχυρότερα πλοία, δυναμικές φρεγάτες ή πραγματικές πλωτές πολιτείες, τα θηριώδη Man O’ War warships. Είναι η αίσθηση ότι αυτός ο τόπος σου ανήκει ολοκληρωτικά και όταν βρίσκεσαι στο πηδάλιο του «Jackdaw» κανείς δε μπορεί να σε αμφισβητήσει ή να σταθεί στο διάβα σου. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο ο Edward θα πρέπει να αναβαθμίσει το πλοίο του.

Κι αυτό θα το πετύχει με τα recourses (rum, sugar, cloth, wood, metal) που αποκτά σταδιακά από τις επιθέσεις σε εχθρικά πλοία, όταν θα πλιατσικολογήσει αφού πρώτα προσεγγίσει το εχθρικό κατάστρωμα και πετσοκόψει -με τη βοήθεια και των ανδρών του- ένα συγκεκριμένο αριθμό του αντιπάλου πληρώματος ώστε να παραδοθεί το εναπομείναν. Recourses τα οποία μπορεί να πουλήσει και να προσθέσει τα χρήματα αυτά σε όσα έχει βρει σε σεντούκια ή αρπάξει ως λάφυρα από συγκεκριμένες φρεγάτες. Ποτέ δε θα μπορούσα να φανταστώ ότι οι ναυμαχίες θα ήταν τόσο εθιστικές ώστε να έχω δώσει μερικές εκατοντάδες μέχρι στιγμής, με τη μέγιστη ηδονή να προσφέρει η στιγμή που στρέφεις την πλώρη προς τα έξαλα του εχθρικού πλοίου και το τσακίζεις με το πανίσχυρο έμβολό σου ως άλλος πηδαλιούχος του «Ναυτίλου»! Το σύστημα της ναυμαχίας έχει βελτιωθεί κατακόρυφα και πλέον τα κανόνια είναι πολύ περισσότερα, τόσο σε αριθμό όσο και σε τοποθέτηση (μπροστά, στο πλάι κ.λπ.), έχουν κυμαινόμενο range, ενώ υπάρχουν και τα fire barrels που εκτοξεύονται σε κοντινή απόσταση από την πρύμνη.

Είναι αυτονόητο ότι μιλώντας για προσθήκες, αυτές δε θα μπορούσαν να περιορίζονται σε απλές βελτιώσεις, αν και είναι γεγονός ότι αφορούν κατά βάση τη θάλασσα. Η αγορά μιας… καμπάνας καταδύσεων στην πορεία του παιχνιδιού, κοινώς diving bell, ξεκλειδώνει τη δυνατότητα για υποβρύχια εξερεύνηση στον εντυπωσιακό βυθό της Καραϊβικής σε συγκεκριμένα σημεία του χάρτη, για ένα μαγευτικό κυνήγι θησαυρού υπό την απειλή αιμοβόρων καρχαριών, σμερνών και μεδουσών. Η δημιουργικότητα εν προκειμένω κορυφώθηκε και το αποτέλεσμα καθηλώνει σε κάθε περίπτωση. Ακόμη πιο επική, όμως, αποδεικνύεται η δυνατότητα ψαρέματος, επίσης σε συγκεκριμένες περιοχές, και προφανώς όχι τσιπούρας ή σπάρου με πετονιά και αναμονή.

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο Edward μπαίνει σε βάρκα με μια ομάδα, παίρνει το καμάκι του και επιδίδεται σε ένα εκπληκτικό κυνήγι με εναλλαγή ρόλων ανάμεσα σε θηρευτή και θήραμα! Βρίσκεται αντιμέτωπος με τρομερούς καρχαρίες και τεράστιες φάλαινες, οι οποίες δεν πρόκειται να παραδοθούν εύκολα. Είναι η στιγμή που ο πληγωμένος μεγάλος λευκός καρχαρίας έχει κόψει το σχοινί και ο ήρωας στέκει πανέτοιμος με το καμάκι ανά χείρας πάνω από τη φαινομενικά νηφάλια θάλασσα. Είναι η στιγμή που η αδρεναλίνη εκρήγνυται όταν μέσα σε μια οπτική και ηχητική πανδαισία ο καρχαρίας εκτινάσσεται με ανοιχτά σαγόνια μπροστά στη βάρκα και απλά θέλεις να ξανανέβεις στο πλοίο! Ο καρχαρίας ταύρος και ο σφυροκέφαλος είναι τα δύο άλλα είδη που συναντώνται στο game, ενώ από εκεί και πέρα υπάρχουν η φάλαινα δολοφόνος (όρκα), η μεγάπτερη και η λευκή. Ακόμη μεγαλύτερη ποικιλία απαντάται στην ξηρά, από κουνέλια και μαϊμούδες μέχρι ιαγουάρους και κροκόδειλους! Έσοδα βεβαίως μπορούν να κομιστούν και από το κυνήγι στο σύνολό του.

Από εκεί και πέρα, είναι η πρώτη φορά σε Assassin’s Creed game που οι καιρικές συνθήκες έχουν τόσο αξιοσημείωτο ρόλο, πάντοτε βεβαίως εν πλω. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να ξεσπάσει μια τρομερή καταιγίδα, η οποία δεν περιορίζεται στην έντονη βροχόπτωση και τους κεραυνούς στον ορίζοντα. Η θάλασσα ανταριάζει και ο άνεμος λυσσομανά, ενώ είναι πιθανό να περάσει από κοντινή απόσταση ακόμη και ανεμοστρόβιλος. Το μεγάλο σοκ όμως βίωσα στο ξεκίνημα του παιχνιδιού, όταν οφείλοντας να ξεφύγω με το τότε ταπεινό μου πλοίο εν μέσω… χαλασμού Κυρίου, είδα ξαφνικά ένα τεράστιο τσουνάμι να υψώνεται σαν θεόρατο τείχος ερχόμενο με ταχύτητα κατά πάνω μου, κι εκεί ομολογώ ότι ανατρίχιασα καθώς αιφνιδιάστηκα, διότι πήγαινα ίσια προς αυτό και δε μπορούσα να αντιδράσω! Ήταν με μια λέξη «επιβλητικό», με όλη τη σημασία της. Τα στοιχεία της φύσης σε όλο τους το μεγαλείο!

Όσον αφορά την καθ’ αυτή ιστορία του Black Flag θα ρίσκαρα να πω ότι ήταν η λιγότερο ενδιαφέρουσα σε σχέση με όλες τις προηγούμενες της σειράς. Το σενάριο δε στόχευε να διεκδικήσει Όσκαρ, αλλά να δώσει την ευκαιρία στον παίκτη, κάνοντας τις βασικές αποστολές, να πάει σε όσο το δυνατόν περισσότερες περιοχές του χάρτη και να απολαύσει τα μαγευτικά τοπία και γραφικά που συνοδεύονται από θεσπέσια μουσική, η οποία «πατά» στις συνθέσεις του Hans Zimmer στην τριλογία των «Πειρατών της Καραϊβικής». Η σύνδεση του ίδιου του Edward με τους Templars, τους Assassins και τη γνωστή υπόθεση είναι πιο στοιχειώδης από ποτέ. Είναι προφανές ότι άλλα πράγματα ήθελε να προσφέρει και σε άλλα χαρακτηριστικά να εστιάσει η Ubisoft, με το τελικό αποτέλεσμα να τη δικαιώνει σε απόλυτο βαθμό και τους gamers να έχουν τη δυνατότητα να απολαύσουν ένα παιχνίδι με αγνή, καθαρόαιμη πειρατική διασκέδαση και λογική.

Continue reading
  1481 Hits

Game Corp DX Early Access Review

Τα τελευταία χρόνια, χάρις στο κίνημα indie παιχνιδιών που έχει επικρατήσει στο Steam, έχουμε δει μια αύξηση στους τίτλους παιχνιδιών tycoon. Ένα προσφιλές θέμα πλέον είναι η δημιουργία studio παραγωγής βιντεοπαιχνιδιών. Έχουμε δει πολλούς τίτλους του συγκεκριμένου θέματος, όπως Game Dev Tycoon κλπ. Ένας νέος τίτλος είναι το Game Corp DX, το οποίο παρουσιάζω παρακάτω στο αγγλικό review που έγραψα στη σελίδα του παιχνιδιού στο Steam.

 

I saw it from a friend and was intrigued by the fact that it allowed you to do multiple projects at the same time. The price was really low so I bought it. While playing it (no more than half an hour) I noticed the similarities with my favourite management game to date, The Movies. Especially the awards were a nice reference to that game. 

I only did up to a small scale game and have some thoughts about the gameplay (perhaps they are better later on, but I do not know it yet).

I feel that the multiple project (especially micro) is a bit weird. I understand that we start small and go big, and the system micro = 2 people etc is intriguing, but I believe I had a slightly better time while playing Game Dev Tycoon, only for the fact that I never thought I was a mobile game dev, as I am thinking while micro-projecting in this game. Perhaps it is only the fact that GDT is set on the '80s? Well, not really a con this one, more like something to get off my chest.

I liked the micromanagement in the fact that there are 4 different game options (sound, story, code, art) and the programs you use for each.

I also liked the fact that you have competitors. You are not alone in there!

What I disliked and perhaps will never be solved due to being a major aspect to the game, is the quest for money system. I managed to fullfill an objective and got instant cash, while in GDT I had to pass the phase where I prayed for my project to earn back at least my investment money. It makes this game to feel unnaturally easy.


One thing that I disliked is the fact that I didn't manage to find a key where I would say that a new project is a sequel to a previous one. This is a major point for me, as I love to have sequels upon sequels of games (and IRL I say I hate Ubisoft? Damn, I am Ubisoft.)

Another thing I learned and thought it was missing was MMOs and expansions. It was my dream while playing GDT to have a team managing an ever growing MMO, while the rest did more diverse projects. And expansions to existing games plus the MMO. And I find this game which has multiple project possibilities, without MMO and expansion capabilities.

Another thing I think should be checked is in placement of items in the office. I wanted to have the training box towards the wall, facing left, but I could not find a rotation button. It would be good to have one.

Also, I would like to not be able to continue with a random name and have an extra screen about it. Had to scrap a couple of projects because I forgot to name them as I wished.

One more point is the fact that there is no actual market. As I learned the games only sell for a year and then die out, while there are no other factors, like "people want RPGs" or "they crave for Adventures", like in GDT or The Movies (in the latter certain events happened and changed the mood of the audience). That takes away from the realism of the game and the whole "gamble" aspect where a perfect developed game not always sell accordingly.

After playing half an hour more, I noticed that, contrary to my earlier belief, when a guy finishes his work on a project, he sits and waits. He cannot train nor join a new project. I believe this is another thing that should change. If a sound designer finishes his work early on a project low on sound, why shouldn't he be able to join immediately a new project based on sound?

All in all, I want to really, really say yes to this game. But the things I saw and learned that it lacked, make me say no. I believe in the developer and really want to make these changes. If he does make at least some of them, it is an instant yes for me. I cannot talk about the endgame since I've not played it. Once again, I say that this is a half-hour gameplay review. If any update happens or discover a feature I've missed, I'll edit the review accordingly. 


+ Extremely low price
+ Multiple simultaneous projects
+ Competitors
+ Has micromanagement...

-...though not deep as far as I could tell
- Lack of "sequel" option
- Lack of MMOs and expansions
- Lack of rotation in build mode
- Should have an accept screen to remind you whether you have customly named a project or not
- The objectives' rewards make the game seem a bit easier than it should be
- Games always sell for a year and no external factors seem to challenge the success
- Finished designers cannot join new projects or train until the whole project is finished

 

Αξίζει να σημειωθεί πως το παιχνίδι βρίσκεται σε early access και ο developer ασχολείται ενεργά τόσο στα φόρουμς του παιχνιδιού όσο και στο steam, ώστε να κάνει το παιχνίδι όσο καλύτερο γίνεται. 

 

Το παιχνίδι μπορείτε να το αγοράσετε με λιγότερο από τρία ευρώ εδώ:

http://store.steampowered.com/app/399670

Continue reading
  2298 Hits

Οι εφηβοι Έλληνες youtubers βλάπτουν σοβαρά τους νέους ή μήπως όχι ;

Το τελευταίο χρόνο άρχισα να βλέπω αρκετά βιντεάκια gaming στο youtube αλλά και στο twitch μπορώ να πω πως είναι ένας ωραίος τρόπος για τις εταιρίες να διαφημίζουν τα παιχνίδια τους αλλά και τα προιόντα και πιστεύω πως το άμεσο μέλλον ο youtuber θα είναι ένα επάγγελμα όπως όλα τα άλλα.

 

Σε αυτή την ανάρτηση δε θα ήθελα να σχολιάσω την διαδικασία του youtube αλλά τους youtubers και ειδικά μια κατηγορία από αυτούς, τους Έλληνες εφήβους που πάνε Λυκείο και αντί να διαβάσουν τα μαθήματα τους κάθονται και ασχολούνται με το youtube. Επειδή γράφω στο gameworld και δε ξέρω αν οι administrator θα ήθελαν να αναφερθώ με ονόματα (για λόγους διαφήμισης) δε θα αναφερθώ σε ονόματα αλλά θα περιγράψω την κατάσταση.

Θα αναφερθώ σε δύο περιπτώσεις, έχουμε μία περίπτωση διάσημου Έλληνα εφήβου youtuber που φέτος έδινε πανελλαδικές. Το παιδί μείωσε τα βίντεο του αλλά εμφανιζόταν στο twitch σε βίντεο άλλων φίλων του youtubers. Mάλιστα στις παραμονές των εξετάσεων έπαιζε με τις ώρες παιχνιδια. Το παιδί όπως ήταν φυσικό δεν έγραψε καλά στις πανελλήνιες δεν ανακοίνωσε την βαθμολογία του γιατί όπως λέει δεν τον αντιπροσωπεύει και θα συνεχίσει τις σπουδές του σε μια ιδιωτική σχολή μαζί με έναν άλλο φίλο του youtuber.

H δεύτερη περίπτωση είναι ένα άλλο παίδι το οποίο τώρα θα πάει Γ Λυκείου και ανακοίνωσε πως θα πάει κατευθείαν σε ιδιωτική σχολή και θα δώσει πανελλήνιες με δίμηνο διάβαμα.μήπως καταφέρει κάτι Μάλιστα το καλοκαίρι ξοδεψε το χρονο σε διάφορα events.... , μάλιστα οπως φαίνεται το παιδί δεν ασχολείτια καθόλου με το διαβασμα. Καλώς ή κακώς αυτά τα παιδιά λειτουργούν ως πρότυπα για τα παιδιά του Γυμνασίου και του Δημοτικού. Τα συγκεκριμένα παιδιά εξαιτίας του youtube έχουν αναπτύξει ενα σωρό δεξιότητες (έχουν επίσης ψωνιστεί σε υπέρτατο βαθμό) παρόλα αυτά δε προσπαθούν να περάσουν σε μια σχολή ΑΕΙ ή ΤΕΙ αλλά προτιμούν την εύκολη λύση και να μπουν  σε μια ιδιωτική σχολή (που προσωπικά πιστεύω ότι στις περισσότερες απλά κοροιδεύουν τα παιδιά που φοιτούν εκεί).

Στις πανεπιστημιακές σχολές πληροφορικής, ΜΜΕ ... θα περάσουν πολλές φορές παιδιά που το μόνο που ξέρουν από pc είναι να μπαίνουν στο facebook και μένουν απέξω παιδιά όπως οι δύο προηγούμενες περιπτώσεις που απλά βαριόντουσαν να αφήσουν το gaming για 1 χρόνο να κάτσουν να διαβάσουν. Κακά τα ψέματα το να περάσεις στις μέρες μας σε μια πανεπιτημιακή σχολή ΑΕΙ ή ΤΕΙ είναι πολύ εύκολο ακόμα και για μαθητή που δεν είχε σωστές βάσεις τα προηγούμενα χρόνια (αυτό δεν ίσχυε παλιότερα). Παρόλα αυτά τα παιδιά στις μέρες μας βαριούνται να προσπαθήσουν και αντι για αυτού είτε παίζουν games (όλη την ημέρα) είτε βγαίνουν στα club και στα cafe.

Continue reading
  4407 Hits

Ταξιδεύοντας στο μαγευτικό κόσμο του Limbo

Ταξιδεύοντας στο μαγευτικό κόσμο του Limbo

Πιστεύω ότι τα 2D games είναι μια ευρύτερη κατηγορία η οποία μπορεί και συγκινεί gamers κάθε ηλικίας. Για τις παλιές καραβάνες του gaming τούτο είναι κάτι αυτονόητο, καθώς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το 3D ήταν μάλλον κάτι… άγνωστο. Ακόμη όμως και οι νεότεροι εξακολουθούν να απολαμβάνουν τέτοιους τίτλους κατά βάση στις κονσόλες χειρός και σε μικρότερο βαθμό στις υπόλοιπες και τα PC. Πάντοτε πίστευα ότι τα σύγχρονα 2D games, και δη τα αξιόλογα,  σε οποιοδήποτε genre κι αν ανήκουν, καταφέρνουν να συνδυάζουν το παλιό και κλασικό, με το νεωτεριστικό-ανανεωτικό και τις σημερινές δυνατότητες της τεχνολογίας σε όλους τους τομείς. Ουκ ολίγοι indie developers έχουν πέσει… με τα μούτρα στη συγκεκριμένη κατηγορία, με έμφαση στα puzzle και action platform games, παρουσιάζοντας μικρά ή μεγαλύτερα «διαμαντάκια», τίτλους ικανούς να γεμίσουν πλούσια συναισθήματα τον παίκτη, ο οποίος ορισμένες φορές θα μείνει με το… παράπονο της σύντομης διάρκειάς τους.

Η gaming βιομηχανία πάσχει από την ίδια ασθένεια που μαστίζει αρκετές άλλες, όπως του κινηματογράφου και της μουσικής, πέραν βεβαίως των αρκετών εξαιρέσεων σε όλες αυτές. Πάσχει από έλλειψη έμπνευσης και δημιουργικότητας. Υπ’ αυτό το πρίσμα ευνοείται κατά κάποιο τρόπο η στροφή στον ιδιώτη, στη μικρή και άσημη ομάδα ανθρώπων η οποία θα επιστρατεύσει τη φαντασία της για να δημιουργήσει κάτι το οποίο θα ξεχωρίσει και θα μείνει. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει και η Playdead, η οποία το 2010 κυκλοφόρησε στο XBOX 360 το Limbo, ένα 2D puzzle/platform που τον επόμενο χρόνο διατέθηκε στο PS3 και τα PC αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές, και μέχρι στιγμής λογίζεται ως ένα από τα καλύτερα indie games ever.

Είναι αλήθεια πως είχα σταμπάρει το συγκεκριμένο παιχνίδι από τη στιγμή που διάβασα το review του site και, όπως αποδείχθηκε, δεν έπραξα άσχημα. Το Limbo είναι ένα πολύ ιδιαίτερο game, με αυστηρά προσωπικό ύφος, καθώς σ’ αυτό παρελαύνουν οι… 50 αποχρώσεις του γκρι, κοινώς είναι ασπρόμαυρο! Μια εμπνευσμένη δημιουργία που κατάφερε να διατηρήσει το ενδιαφέρον μου ζωηρό μέχρι τη στιγμή που είδα τα credits… μακαρίζοντας τους developers για την εμπειρία που μου χάρισαν. Είναι ένας κόσμος μοναχικός αυτός στον οποίο σε εισάγει, με μια υποβλητική ατμόσφαιρα που καθηλώνει καθώς το ταξίδι του nameless Little Boy ξεκινά. Μέγιστο ρόλο σ’ αυτό παίζει βεβαίως το απόκοσμο οπτικό αντικείμενο, αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Ο ήχος του παιχνιδιού είναι από μόνος του σκέτη μαγεία, πλαισιώνοντας φανταστικά όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης, υποχρεώνοντας τον παίκτη να έχει «τεντωμένα» τα αυτιά του και να παρατηρεί και την παραμικρή λεπτομέρεια, από το κοράκι που θα κρώξει κάπου μακριά -ή και όχι τόσο, μέχρι το θόρυβο τεραστίων περιστρεφόμενων γραναζιών ή ένα απροσδιόριστο και σχεδόν απειλητικό υπόκωφο βουητό που σπάει τη σιωπή του ζοφερού δάσους. Η μινιμαλιστική ηχητική πανδαισία συμπληρώνεται ιδανικά από κατά βάση ambient μουσικά ερεθίσματα.

Το πιτσιρίκι, τον έλεγχο του οποίου αναλαμβάνουμε, ξυπνά σ’ ένα δάσος -χωρίς να μας δίδεται καμία πληροφορία- και καλείται να ανακαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο αυτό. Το σενάριο περιορίζεται στην ανωτέρω πολύ απλή πρόταση, χωρίς να επιφυλάσσει κάποια έκπληξη στη συνέχεια ή το τέλος, καθώς η λογική είναι ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Άλλωστε, όσο προχωράς στο περιβάλλον του Limbo, τόσο συνειδητοποιείς ότι δε σε ενδιαφέρει να… σώσεις τον κόσμο ή να φτάσεις στον τερματισμό, παρά να συνεχίσεις να προχωράς. Συναντώντας κι άλλους πανέξυπνους, ευρηματικούς και απολύτως λογικούς γρίφους, οι οποίοι θα «ακονίζουν» ακόμη περισσότερο το μυαλό σου και θα γουστάρεις κάθε φορά που ξεπερνάς τον τελευταίο.

Εξάλλου, η στείρα μετακίνηση αντικειμένων ή το τράβηγμα μοχλών δε θα αποδώσει αν δε συνοδεύεται από γρήγορα αντανακλαστικά και κατάλληλο συγχρονισμό στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενώ η σκέψη και η συγκέντρωση παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην επίλυση των puzzles, τα οποία χαρακτηρίζονται από ομαλότατο σταδιακά αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας, με αυτά στο τελευταίο κομμάτι του παιχνιδιού να είναι… «παλούκι». Σε ένα game του οποίου η διάρκεια κυμαίνεται περί τις 4-5 ώρες βάσει του review του site, έκανα κάτι λιγότερο από 5.5, με τέσσερις-πέντε γρίφους -κυρίως προς το τέλος- να με παιδεύουν από αρκετά έως πολύ.

Ο μικρός ήρωας θα χρειαστεί να διανύσει το δάσος καθώς και άλλες κατά βάσιν ακατοίκητες περιοχές, με κάποιες εξ αυτών να θυμίζουν τα ενεργά απομεινάρια εγκαταλελειμμένων εργοστασίων, αντιμετωπίζοντας ψυχεδελικές προκλήσεις όπου τα πάνω έρχονται κάτω και τα δεξιά… αριστερά, και ο προσανατολισμός μετατρέπεται σε challenge ισορροπίας, ταχύτητας και ακρίβειας. Κάθε σημείο του παιχνιδιού κρύβει τις δικές του παγίδες, ενώ δε λείπουν και κάποιοι εχθροί, οι οποίοι ως ένα σημείο θυμίζουν τα Χαμένα Παιδιά του Πίτερ Παν. Πλην όμως, πολύ πιο απειλητικός είναι ένας πολύ μεγαλύτερος, με περισσότερα πόδια… Κι αν κάποιος πιστεύει ότι το παιχνίδι, πέραν του σημαντικού βαθμού δυσκολίας του, απευθύνεται σε παιδιά, θα αλλάξει γνώμη όταν δει τον τρόπο με τον οποίο σκοτώνεται ο πρωταγωνιστής, όταν -ενδεικτικά και μόνο- πριονωτοί τροχοί τον διαμελίζουν (κεφάλι, σώμα, χέρια, πόδια) κόβοντάς τον κυριολεκτικά σε φέτες, με τα έντερα να πετάγονται έξω!

Είναι απίστευτο και πέρα για πέρα άξιο θαυμασμού το πόσα πράγματα πέτυχαν-δημιούργησαν οι developers της Playdead μέσα σε… 100 MB, που είναι το συνολικό μέγεθος του Limbo! Ένα παιχνίδι που προσφέρει τόσα πολλά απαιτώντας τεχνολογικά ελάχιστα πράγματα, που αναδεικνύει τον ανθρώπινο παράγοντα σε επίπεδο έμπνευσης, ευρηματικότητας και πρωτοτυπίας και αποδεικνύει ότι δεν είναι πάντα απαραίτητο ένα τεράστιο μπάτζετ για να φτιάξεις κάτι που θα αναδειχθεί ως εκ των κορυφαίων του είδους του.

Continue reading
  1339 Hits