Όταν η Telltale Games αποκτούσε τα δικαιώματα του Sam & Max franchise περί το 2005 με τις ευλογίες του δημιουργού του, Steve Purcell, ίσως ούτε οι πιο αφοσιωμένοι φίλοι του μπορούσαν να φανταστούν το βαθμό στον οποίο θα επένδυε σ’ αυτό. Η κατ’ αρχήν στελέχωση της εταιρίας από αρκετούς πρώην δημιουργούς της LucasArts, που είχε αναπτύξει το Hit the Road εν έτει 1993, το μοναδικό Sam & Max videogame, ήταν μεν ενθαρρυντική, αλλά όχι κάτι περισσότερο. Πλην όμως, η ιστορία θα αποδείκνυε ότι οι Αμερικανοί developers σκόπευαν να επικεντρωθούν στη συγκεκριμένη σειρά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο «έτρεχε» παράλληλα· και δεν ήταν και λίγα. Εν τούτοις, από τη στιγμή που η πρώτη σεζόν Sam & Max παρουσιάστηκε (2006/07), και έως την ολοκλήρωση της άτυπης τριλογίας της, κανένα παιχνίδι της Telltale που κυκλοφόρησε στο μεσοδιάστημα δεν απέκτησε κάποιο sequel. Παρά το γεγονός ότι το Tales of Monkey Island (2009) κέντρισε εν πολλοίς το ενδιαφέρον ως το πέμπτο κεφάλαιο της ιστορικής σειράς, την οποία αναβίωσε μετά από εννιά χρόνια, τα Sam & Max εξελίχθηκαν σύντομα στο πιο παραγωγικό franchise της εταιρίας· ένα ρεκόρ το οποίο διατήρησε έως το 2017, όταν το έσπασε το Walking Dead: A New Frontier, η τρίτη σεζόν της ομώνυμης σειράς, ενώ όμως είχε προηγηθεί και το τριών επεισοδίων The Walking Dead: Michonne (2016), ένα άτυπο spin-off.
Η σημαντικότερη πρόκληση της Telltale ήταν να μεταφέρει στην τότε σύγχρονη εποχή τις περιπέτειες δύο πολυαγαπημένων πρωταγωνιστών, οι οποίοι είχαν διαπρέψει μέσα από τα comics του Purcell κατά τη δεκαετία 1987-1997 και βεβαίως το κλασικό adventure της LucasArts. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, όμως, όφειλε να διασφαλιστεί η πιστή απόδοση των δύο απίθανων προσωπικοτήτων επάνω στις οποίες «χτίστηκε» το σύμπαν. Η ενεργός συμμετοχή του ίδιου του εμπνευστή του αποτελούσε τον ιδανικότερο εγγυητή επί τούτου. Έχω την αίσθηση ότι αυτή τελικά ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία του franchise, το οποίο έως το 2010 υποδέχτηκε ακόμη δύο σεζόν, των πέντε επεισοδίων εκάστη. Σ’ ένα πέρα για πέρα σουρεαλιστικό περιβάλλον, το οποίο σύντομα συμπαρασέρνει στον κόσμο του, είναι τέτοια η «χημεία» των Sam και Max που δύσκολα αφήνει περιθώρια… αμφισβήτησης για όσα έχει να προσφέρει ένα από τα πιο «αχτύπητα» δίδυμα στο χώρο της gaming βιομηχανίας, τουλάχιστον. Μέσα από τα 16 «χορταστικά» επεισόδια των τριών σεζόν της Telltale, οι απίστευτες καταστάσεις που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι δύο υπηρέτες της Freelance Police συνθέτουν συγχρόνως ένα μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι, με πολλούς σταθμούς και ακόμη περισσότερες αξέχαστες στιγμές.
Ενώ μεταξύ των δύο πρώτων σεζόν είχαν μεσολαβήσει μόλις 6,5 μήνες από το τελευταίο επεισόδιο της πρώτης έως το πρώτο της δεύτερης, αυτή τη φορά χρειάστηκε να περάσουν δύο χρόνια προκειμένου να παρουσιαστεί το πρώτο κεφάλαιο της τρίτης και τελευταίας. Το Sam & Max: The Devil’s Playhouse, όπως τιτλοφορήθηκε -εξ αρχής πλέον- αυτή, ολοκληρώθηκε σε διάστημα 4,5 μηνών, σε μια χρονιά (2010) που είχε περιορισμένες adventure κυκλοφορίες γενικότερα, και ελάχιστες αξιόλογες, μεταξύ αυτών το Heavy Rain της γαλλικής Quantic Dream, το Amnesia: The Dark Descent της σουηδικής Frictional Games και το Gray Matter της επίσης γαλλικής Wizarbox, με επικεφαλής εν προκειμένω τη Jane Jensen· περί του τελευταίου έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το πρόσφατο παρελθόν. Αν υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει οπωσδήποτε στα Sam & Max games της Telltale είναι ότι η τελευταία ουδεμία στιγμή επαναπαύεται στα κεκτημένα της, εξελίσσοντας τη φόρμα της σε κάθε περίπτωση. Τούτο δεν είναι εύκολο να ισχυριστεί κάποιος για μια σειρά τίτλων της κατά τη δεκαετία που ακολούθησε, οι οποίοι έδιναν την εντύπωση σχεδόν του ίδιου και του αυτού, απλώς σε διαφορετικό setting κάθε φορά, έχοντας περάσει πλέον σε narrative μονοπάτια ως προς το gameplay τους. Η σχετική εμπειρία του υπογράφοντος αφορά τα Jurassic Park: The Game (2011), The Walking Dead (2012), The Walking Dead: Season Two (2013/14), The Wolf Among Us (2013/14), Game of Thrones (2014/15) και The Walking Dead: Michonne (2016).
Το Devil’s Playhouse, ωστόσο, ακολούθησε δυναμικότερα τη λογική της προσέγγισης που υπήρξε στη δεύτερη σεζόν σε σχέση με την πρώτη, όταν τότε είχε δοθεί έμφαση στην αυξημένη δυσκολία των γρίφων και την καλύτερη διαμόρφωση του σεναρίου συγκριτικά με την προκάτοχό της. Αυτή τη φορά οι αλλαγές είναι ακόμη πιο έντονες και σε περισσότερα επίπεδα από την προηγούμενη, ενώ διαμορφώνονται σε συνάρτηση με τις ανακατατάξεις που προκύπτουν στο έμψυχο δυναμικό των developers. Ο Chuck Jordan αναβαθμίζεται εκ νέου, ως επικεφαλής designer ολόκληρης της σεζόν τώρα, καθώς επίσης writer και director μεμονωμένων επεισοδίων, ρόλους τους οποίους μοιράζεται με άλλα στελέχη της Telltale και μια ολόκληρη ομάδα η οποία τους πλαισιώνει κατά περίπτωση. Μεταξύ αυτών μάλιστα, στο project συμμετέχει για πρώτη φορά ο Mike Stemmle, εκ των lead designers του Sam & Max: Hit the Road.
Η τρίτη σεζόν ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην περιπέτεια των δύο ηρώων, του ανθρωπόμορφου σκύλου, Sam, και του λαγόμορφου, Max, πλην όμως ως sequel των προηγούμενων. Τα γεγονότα εκείνων θεωρούνται γνωστά, έστω κι αν δεν επηρεάζουν άμεσα την υπόθεση, παρά μόνο στο επίπεδο που πολλοί γνώριμοι χαρακτήρες επιστρέφουν και μαζί μ’ αυτούς ορισμένες τοποθεσίες, λιγότερες πλέον σε σχέση με τις αντίστοιχες της δεύτερης σεζόν. Βάσει της νέας… απίθανης ιστορίας, η γη δέχεται επίθεση από το διαστημόπλοιο ενός πιθήκου, γνωστότερου ως Skunkape, όπως τον προσφωνούν οι δύο πρωταγωνιστές, οι οποίοι είναι φυλακισμένοι στο dreadnaught του απρόσμενου εχθρού. Όπως εξαγγέλλει το σατανικό σχέδιό του ο αυτοαποκαλούμενος General Skun-ka’pe, μετά την καταστροφή του πλανήτη τίποτα δε θα μπορεί να τον εμποδίσει να κυριαρχήσει στο γαλαξία. Ήδη, καθισμένη σ’ ένα θρόνο στο πλευρό του έχει τη Stinky, συνιδιοκτήτρια του εστιατορίου της γειτονιάς όπου εδρεύουν οι Sam και Max, καθώς γνωρίσαμε στα προηγούμενα games. Ο Skunkape θα είναι πλέον ασταμάτητος, όταν σφετεριστεί τη δύναμη που βρίσκεται εγκλωβισμένη στον εγκέφαλο κάποιου συγκεκριμένα, τον οποίο δεν κατονομάζει, αλλά κατά τα φαινόμενα είναι ο ένας εκ των δύο φυλακισμένων!
Με το σουρεαλισμό να βρίσκεται ήδη στα… κόκκινα, το παιχνίδι ξεκινά, ενώ ο gamer καλείται να βοηθήσει τους δύο χαρακτήρες όχι μόνο να απεγκλωβιστούν, αλλά και να εξουδετερώσουν τον αντίπαλό τους. Στο σημείο αυτό εισάγεται ήδη ένας βασικός, νέος gameplay μηχανισμός, άγνωστος στα προηγούμενα Sam & Max, ο οποίος θέλει τον δεύτερο να κατέχει psychic δυνάμεις, όπως ανακάλυψε πρόσφατα, έχοντας τη δυνατότητα να τις αξιοποιήσει προς όφελός του! Τρεις είναι αυτές που αποκαλύπτονται άμεσα: Με την πρώτη ο Max μπορεί, κατέχοντας ένα πλαστικό τηλέφωνο-παιχνίδι, να τηλεμεταφέρεται στο σημείο που βρίσκεται οποιοδήποτε… τηλέφωνο του οποίου γνωρίζει τον αριθμό(!), με τον Sam να τον ακολουθεί κρατώντας τον εκείνη τη στιγμή. Η δεύτερη δύναμη ονομάζεται… Ρινοπλαστική και προϋποθέτει την κατοχή μιας συγκεκριμένης πλαστικής… μύτης! Ο κοντοπίθαρος πρωταγωνιστής μπορεί να κολλήσει τη… μύξα αυτής επάνω σε επιφάνειες συγκεκριμένων άψυχων αντικειμένων και στη συνέχεια να αποκτήσει τη μορφή τους, προκειμένου να βοηθήσει στην επίλυση διαφόρων γρίφων! Η τρίτη δύναμη αποκτάται εντός 10-15 λεπτών και αφορά τη δυνατότητα του Max να σημαδεύει κάποιον άλλο χαρακτήρα με μια τράπουλα, ανακαλύπτοντας τι σκέφτεται εκείνη τη στιγμή! Τα τρία ανωτέρω αντικείμενα, που ξεκλειδώνουν αυτές τις ιδιότητες, συμπεριλαμβάνονται σε εκείνα που μυστηριωδώς ονομάζονται Παιχνίδια της Δύναμης (Toys of Power).
Πλην όμως, πολύ σύντομα θα διαφανεί ότι αυτός ο πρόλογος του Sam & Max: The Devil’s Playhouse δεν αφορά παρά την περιπέτεια ενός μέλλοντος που ακόμη δεν έχει έρθει στο παρόν! Μέλλον, που οι δύο πρωταγωνιστές είδαν μέσα από ένα… viewmaster, οι διευκρινίσεις περί του οποίου περιττεύουν για κάθε παιδί που μεγάλωσε στα ‘90s! Συνεπώς, όταν εκείνη τη στιγμή το διαστημόπλοιο του Skunkape προσγειώνεται μπροστά τους με φαινομενικά φιλικές διαθέσεις, οι ίδιοι μόνο ανυποψίαστοι δε μπορούν να παραμείνουν! Το τρίτο παιχνίδι της Telltale στο franchise αναδεικνύεται σύντομα ως ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει το τελευταίο σε επίπεδο πλοκής. Η λογική του παρελθόντος που ήθελε κάθε επεισόδιο να διαδραματίζεται σε συγκεκριμένα καταστήματα του δρόμου έξω από το γραφείο των ηρώων, κι από εκεί και πέρα σε ένα διαφορετικό επίπεδο-κόσμο κάθε φορά, πλέον έχει εγκαταλειφθεί επί της ουσίας. Συγχρόνως, έχει περιοριστεί επίσης στο παρελθόν η χαλαρή σύνδεση μεταξύ εκείνων των κεφαλαίων και ο συσχετισμός της ιστορίας τους κυρίως στο υπόβαθρο, αν όχι στο φινάλε. Στην προκειμένη περίπτωση, η τρίτη σεζόν επικεντρώνεται κατά κόρον στην αφήγηση μιας ενιαίας ιστορίας, η οποία σταματά κάθε φορά σε μικρότερα ή μεγαλύτερα cliffhangers, καθώς ο… υποβλητικός αφηγητής γεφυρώνει αυτά τα διαστήματα, ενώ ενίοτε παρεμβάλλεται και κατά τη διάρκεια της περιπέτειας.
Το game διακρίνεται για τα πολλά νέα επίπεδα που παρουσιάζει, πιο ατμοσφαιρικά από κάθε άλλη φορά, κι αυτό δεν αποτελεί σχήμα λόγου. Οι εκπλήξεις στον τομέα είναι ανάλογες των ανατροπών που χαρακτηρίζουν και το ίδιο το σενάριο, καθώς το σκηνικό εναλλάσσεται σε πολλές περιπτώσεις, ιδίως από το δεύτερο επεισόδιο και εξής, δίχως αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι εγκαταλείπονται οριστικά προηγούμενες περιοχές. Η ιστορία είναι αδιαμφισβήτητα η πλέον δυναμική και ενδιαφέρουσα του franchise, με αισθητά μεγαλύτερη συνοχή απ’ ό,τι στις προηγούμενες σεζόν, ενώ το παιχνίδι αιφνιδιάζει ευχάριστα μέσα από μικρές «ενέσεις» στο gameplay καθ’ όλη τη διάρκεια, έως και το τελευταίο κεφάλαιο. Επιβάλλεται εν προκειμένω να σημειωθεί ότι το εικαστικό του Devil’s Playhouse έχει κατά κανόνα έναν -ενίοτε αρκετά- σκοτεινότερο τόνο από τους προκατόχους του. Περαιτέρω, αισθητή γίνεται και η βελτίωση των γραφικών, συγκριτικά με τη Season Two, ενώ έχει δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην παρουσίαση των cinematics.
Το art direction επιμελούνται για πρώτη φορά στη σειρά ο -επίσης lead animator- Peter Tsaykel και ο Derek Sakai, ακόμη δύο πρώην στελέχη της LucasArts. Μεταξύ άλλων, ο πρώτος ήταν lead artist και εκ των assistant designers του θρυλικού Grim Fandango (1998), καθώς επίσης εκ των animators του κλασικού Full Throttle (1995). Ο δεύτερος είχε εργαστεί στο 2D animation του σπουδαίου Curse of Monkey Island (1997), ενώ πρόσφατα είχε επιστρέψει στο franchise ως art director πλέον του Tales of Monkey Island (2009). Με αφορμή το τελευταίο, αξίζει να επισημανθεί ότι η μετακίνηση των στελεχών της Telltale από το ένα project στο άλλο αποτελεί γενικότερα σύνηθες φαινόμενο, ή και η παράλληλη εργασία τους, συνεπώς πρόκειται κατά βάση για έναν ικανό αριθμό ανθρώπων, οι οποίοι ανακυκλώνονται, ακόμη και μεταξύ επεισοδίων του ίδιου παιχνιδιού.
Από εκεί και πέρα, αν η πρώτη αλλαγή που παρατηρείται σε επίπεδο gameplay μηχανισμών αφορά την κατοχή psychic δυνάμεων του Max, οι οποίες έχουν εξίσου -αν όχι και περισσότερο- καταλυτικό ρόλο σε αφηγηματικό επίπεδο, η δεύτερη σχετίζεται με τον τομέα του χειρισμού. Επί της ουσίας, πρόκειται για το πρώτο Sam & Max adventure που δεν είναι point & click· παρότι μπορεί να γίνει, τα controls είναι προσανατολισμένα, και ως εκ τούτου βολικότερα, με ένα συνδυασμό πληκτρολογίου και ποντικιού, ή gamepad ενδεχομένως για τους υπόλοιπους. Keyboard για την κίνηση του Sam στο χώρο, καθώς επίσης την πρόσβαση στα… όψιμα special abilities του παρτενέρ του, και mouse για την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, την επιλογή αντικειμένων του inventory ή της εκάστοτε «θεματικής» λέξης από τις διαθέσιμες επιλογές του κυκλικού dialog tree, το οποίο αντικαθιστά τις ολοκληρωμένες προτάσεις του παρελθόντος.
Σε σύγκριση με την προηγούμενη, η τρίτη σεζόν μετριάζει το βαθμό πρόκλησης των γρίφων της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εκείνος που παίζει δίχως hints, όπως ο υπογράφων, δε θα δυσκολευτεί κάπως περισσότερο σε διάφορα σημεία. Τα puzzles παραμένουν έξυπνα και πιστά στο γνωστό, λατρεμένο στυλ της σειράς, όπως αναδεικνύεται επίσης μέσα από απολαυστικές στιχομυθίες, κωμικοτραγικά περιστατικά αλλά και μεγαλύτερο δράμα αυτή τη φορά. Γνώριμοι και νέοι χαρακτήρες δίνουν τις δικές τους παράλληλες, εξαιρετικές παραστάσεις, πλαισιώνοντας άψογα τους δύο υπέροχους πρωταγωνιστές, οι οποίοι... εξηγούν διά της ερμηνείας τους γιατί είναι τόσο αγαπητοί! Η υπέρβαση γίνεται αυτή τη φορά από τον Sam, ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι developers χειρίζονται την παρουσία του συνολικά, την τοποθέτησή του σε συγκεκριμένες καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα, αλλά και μια βαθύτερη αποτύπωση του χαρακτήρα του. Και βεβαίως υπάρχει επίσης ο Max, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται!
Αναφορικά με τη διάρκεια του παιχνιδιού και σε αντίθεση με τη μείωση της δυσκολίας, είναι αρκετά ασφαλές να ισχυριστεί κάποιος ότι το περιεχόμενό του αυξάνεται σε σχέση με τον προκάτοχό του, πόσο μάλλον συγκριτικά με τη Season One. Το εμπλουτισμένο lore συμβάλλει τα μέγιστα προς την κατεύθυνση αυτή, με τα επεισόδια στο δικό μου playthrough να κυμαίνονται περίπου μεταξύ τεσσάρων και έξι ωρών, με εξαίρεση το τελευταίο που ολοκληρώθηκε σε τρεισήμισι. Συνολικά, χρειάστηκα οριακά κάτι περισσότερο από 23 ώρες προκειμένου να δω τα credits του τελευταίου original Sam & Max τίτλου έως σήμερα, στον οποίο επιστρέφουν και πάλι οι ηθοποιοί που γνωρίσαμε στις προηγούμενες σεζόν, ούτως ώστε να επαναλάβουν τους ρόλους τους αλλά και κάποιους επιπλέον, χαρίζοντας ένα υπέροχο αποτέλεσμα, σύμφωνα πάντα με το ύφος του game.
Πέραν των David Nowlin και William Kasten, οι οποίοι επανέρχονται ως Sam και Max, αντίστοιχα, αλλά και της Melissa Hutchison, μετέπειτα Clementine των Walking Dead, που επιστρέφει για δεύτερη φορά ως Stinky, στη σειρά επανεμφανίζεται μεταξύ πολλών άλλων και ο Andrew Chaikin. Ο συγκεκριμένος είχε προλάβει να υποδυθεί τον Max στο πρώτο επεισόδιο της πρώτης σεζόν, πριν αποχωρήσει για λόγους υγείας· πλέον υποδύεται τον αφηγητή της ιστορίας, μεταξύ μιας σειράς ακόμη χαρακτήρων. Από εκεί και πέρα, όπως σε όλα τα παιχνίδια της Telltale, το soundtrack υπογράφει και πάλι ο Jared Emerson-Johnson, επαναφέροντας αγαπημένα themes των Seasons One και Two, παρουσιάζοντας δε ένα πολυδιάστατο αποτέλεσμα συνολικά, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη σειρά, καθώς προσαρμόζεται στα αυξημένα, ποικίλα settings και τις συνθήκες υπό τις οποίες εκτυλίσσεται η δράση, ενώ η ιστορία προχωρά. Η πάγια υφέρπουσα noir αίσθηση του franchise εμπλουτίζεται από ουκ ολίγα ετερόκλητα χαρακτηριστικά, τα οποία ωστόσο διαμορφώνουν ένα απολύτως συνεκτικό παραγόμενο.
Το Sam & Max: The Devil’s Playhouse ολοκλήρωσε με μοναδικό τρόπο, ιδιαίτερο στυλ και ξεχωριστή προσωπικότητα την τριλογία της Telltale Games, η οποία, μετά το Hit the Road του 1993, επανέφερε στο προσκήνιο τους δύο αλησμόνητους χαρακτήρες, με το αμίμητο χιούμορ και ένα σαρκασμό που ενίοτε τσακίζει κόκαλα! Μετά τη χρεωκοπία της εταιρίας το 2018, τα στελέχη της έμειναν άνεργα, παρότι η Telltale επέστρεψε μέσα σε διάστημα μηνών υπό το ίδιο όνομα, αλλά εντελώς διαφορετικό καθεστώς σε ιδιοκτησιακό και διοικητικό επίπεδο, έχοντας να επιδείξει έκτοτε και επί της ουσίας μόλις τα δύο τελευταία επεισόδια του Walking Dead: The Final Season, της τέταρτης και τελευταίας του franchise. Μετά τη συγκεκριμένη εξέλιξη, ο Dan Connors, εκ των ιδρυτών της εταιρίας στο μακρινό 2004, απέκτησε τα δικαιώματα του Sam & Max franchise για λογαριασμό της νεοσύστατης εταιρίας του, ονόματι… Skunkape Games, ασφαλώς από τον ομώνυμο χαρακτήρα του Devil’s Playhouse. Στο πλαίσιο αυτό άρχισε να δουλεύει διαδοχικά επάνω στα remasters και των τριών σεζόν, με το Sam & Max Save the World να κυκλοφορεί τελικά Δεκέμβριο του 2020 και το Sam & Max: Beyond Time and Space να ακολουθεί ένα χρόνο αργότερα. Η remastered έκδοση του Devil’s Playhouse αναμένεται πλέον εντός του 2022. Μακάρι, ωστόσο, να κατορθώσει η εταιρία στο εγγύς μέλλον να παρουσιάσει νέες περιπέτειες των δύο ηρώων της σειράς. Ο Sam και ο Max το αξίζουν!