Όταν η γερμανική Daedalic Entertainment παρουσίασε το Deponia τον Ιανουάριο 2012 ήταν προαποφασισμένο ότι αυτό δε θα αποτελεί παρά το πρώτο μέρος μιας τριλογίας, η οποία μάλιστα ολοκληρώθηκε μόλις 21 μήνες αργότερα. Το γεγονός καταδεικνύει ότι το project προσεγγίστηκε ως ενιαίο επί της ουσίας, με την ανάπτυξή του να συνεχίζεται παράλληλα με τη διαμόρφωση των κεφαλαίων που συνέθεσαν προοδευτικά τα τρία parts της αρχικής ιστορίας του franchise, τουλάχιστον, καθώς λίγα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε και ένα τέταρτο παιχνίδι. Ανεξαρτήτως αυτού, η αρχική σύλληψη σήμανε συγχρόνως τη μεγαλύτερη σειρά της εταιρίας όχι απλώς έως τότε, αλλά και μέχρι σήμερα. Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν να επιβεβαιώσουν, μεταξύ πολλών ακόμη παραδειγμάτων, τη Daedalic ως ναυαρχίδα της κατηγορίας των point & click adventures κατά την προηγούμενη δεκαετία. Η αποδοχή της οποίας έτυχε το original Deponia ήταν αξιοσημείωτη, ενώ συνολικά η τριλογία κατόρθωσε να πουλήσει 2.2 εκ. αντίτυπα έως το 2016, έστω και μέσα από πακέτα προσφορών ή δραστικών εκπτώσεων, διά των οποίων μπορεί να μη γέμισαν σε επιθυμητό βαθμό τα ταμεία των Γερμανών, δίνουν ωστόσο μια τάξη μεγέθους, ιδίως για την ποιότητα του franchise.
Το Chaos on Deponia κυκλοφόρησε Οκτώβριο του 2012 στη Γερμανία και Νοέμβριο στα ψηφιακά καταστήματα, δίνοντας άμεσα συνέχεια στο πρώτο μέρος, το οποίο μάλιστα στα τελευταία είχε έρθει μόλις τον Αύγουστο. Το sequel ανέλαβε να συνεχίσει την ιστορία από εκεί ακριβώς που είχε σταματήσει την προηγούμενη φορά, αποκαλύπτοντας παράλληλα ακόμη περισσότερες πτυχές του οράματος των δημιουργών του, ιδιαίτερα δε των επιρροών τους, οι οποίες τώρα αποτυπώνονται ακόμη πιο ευδιάκριτα. Κύριο χαρακτηριστικό της σειράς είναι το άφθονο γέλιο που προσφέρει, καθώς και το δεύτερο part της περιπέτειας «βομβαρδίζει» αδιαλείπτως με ατάκες και κωμικά στιγμιότυπα. Το στοιχείο του χιούμορ κυριαρχεί στα πάντα, ενώ σύντομα καθίσταται πλέον ξεκάθαρο ότι οι developers λατρεύουν τη σειρά Monkey Island· όχι απλώς μέσα από έμμεσες αναφορές, όπως, ενδεικτικά, ο τρόπος με τον οποίο ο πρωταγωνιστής, Rufus, απευθύνεται στον Bozo, καπετάνιο του πλοιαρίου και συνταξιδιώτη του σ’ αυτή τη νέα φάση της ιστορίας, αλλά επίσης μέσα από μια σειρά γρίφων και άλλων χαρακτηριστικών.
Στο Deponia υπήρχε ένα puzzle το οποίο, ως ίδιας ακριβώς λογικής, παρέπεμπε άμεσα σε αντίστοιχο που οι λάτρεις των adventures συνάντησαν στο Escape from Monkey Island (2000), το τέταρτο παιχνίδι του σχετικού franchise και τελευταίο της αμερικανικής LucasArts ως εταιρία ανάπτυξης. Και στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, υπάρχει τουλάχιστον ένας γρίφος, ο οποίος θυμίζει έντονα αντίστοιχο του Monkey Island 2: LeChuck's Revenge (1991), έστω κι αν ο συγκεκριμένος αποδεικνύεται σαφώς πιο εύκολος. Μάλιστα η δομή του Chaos on Deponia ομοιάζει σε μεγάλο βαθμό προς την αντίστοιχη του δευτέρου κεφαλαίου των Monkey Island, ιδίως σε ό,τι αφορά τη μη γραμμική ροή του, η οποία επιτρέπει στον παίκτη να ολοκληρώσει διάφορα tasks με όποια σειρά επιθυμεί, τουλάχιστον ως ένα βαθμό. Όλα κατορθώνουν να εξελίσσουν με ομαλό τρόπο την ιστορία που διηγείται ο τίτλος, δίχως να δίνεται η αίσθηση κάποιου σεναριακού «κενού», για την κάλυψη του οποίου θα ήταν προτιμότερη μια διαφορετική προσέγγιση. Στο επίπεδο αυτό το sequel αποδεικνύεται πολύ πιο «ανοικτό» σε σχέση με το Deponia.
Από εκεί και πέρα, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι σχετικές, πλην όμως αναπόφευκτες, συγκρίσεις, επιβάλλεται να σημειωθεί ότι το χιούμορ τουλάχιστον των δύο πρώτων παιχνιδιών του franchise, και κατά πάσα πιθανότητα και των υπόλοιπων, είναι εκτός απροόπτου ό,τι κοντινότερο μπορεί να συναντήσει κάποιος στο αντίστοιχο των Monkey Island· το μιμούνται, μεν, αλλά δεν το αντιγράφουν. Η όλη σύλληψη των Γερμανών δημιουργών, η προσέγγισή τους και ο τρόπος με τον οποίο όλα αυτά αποδίδονται επί της οθόνης, συνιστά ένα παρόμοιο, κι όμως πρωτότυπο αποτέλεσμα στο συγκεκριμένο τομέα. Κοινώς, το Chaos on Deponia, το οποίο μας ενδιαφέρει αυτή τη φορά, είναι εντελώς «φευγάτο», «τρελό» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί(!), και το αποδεικνύει ανά πάσα ώρα και στιγμή.
Το παιχνίδι ξεκινά με μια σύνοψη όσων συνέβησαν την προηγούμενη φορά, η οποία αφενός κατατοπίζει τους ανίδεους με το concept, αφετέρου υπενθυμίζει στους υπόλοιπους όσα είχαν διαδραματιστεί τότε: την προσπάθεια της Organon, στρατιωτικής οργάνωσης του Elysium, μιας πόλης-διαστημοπλοίου η οποία βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη Deponia, να ανακτήσει την Goal· την Elysian, η οποία διαπίστωσε τυχαία ότι ο πλανήτης κατοικείται ακόμη, με συνέπεια πλέον να καταζητείται προκειμένου να διαγραφεί η μνήμη της, καθώς σε διαφορετική περίπτωση θα ενημερώσει τους άρχοντες του τόπου της ότι η Deponia έχει ζωή, και συνεπώς θα πρέπει να αρθούν τα σχέδια για ανατίναξη του πλανήτη! Σύμφωνα με τους επικεφαλής της Organon, αυτή η αλήθεια δε θα πρέπει ποτέ να φτάσει μέχρι το Elysium. Και παρότι ο ήρωας της ιστορίας, Rufus, συνέβαλε ώστε να διατηρήσει η Goal τη μνήμη της, εν τούτοις δεν απέτρεψε την άνοδό της προς το Elysium με τον Cletus, αντεραστή και αρραβωνιαστικό του αντικειμένου του πόθου του!
Το πρώτο κεφάλαιο του Chaos on Deponia έχει καθαρά εισαγωγικό χαρακτήρα και αφορά την απόπειρα του πρωταγωνιστή να αποτρέψει τη μετάβαση των δύο προαναφερθέντων δευτεραγωνιστών, όπως… εξηγεί στην Goal μέσα από ένα σχετικό flashback. Η κυρίως υπόθεση, ωστόσο, αρχίζει όταν μετά από ένα ακόμη ατύχημα της εν δυνάμει… κοπέλας του, από εκείνα που συνήθως της συμβαίνουν όταν ο Rufus βρίσκεται κοντά, το εμφύτευμα του εγκεφάλου της παθαίνει βλάβη και η προσωπικότητά της διασπάται σε τρία κομμάτια. Για να επανενωθούν αυτά, όμως, απαιτείται αφενός η προσπάθεια του Rufus να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα που άφησε και πάλι, αφετέρου η χειρουργική ακρίβεια του ηλικιωμένου μηχανικού, ονόματι Doc, ο οποίος τον συντροφεύει από την πρώτη φορά.
Καθώς έχει επισημανθεί και σε προηγούμενη ευκαιρία, ο gamer που ανακαλύπτει την τριλογία μέσα από την πλήρη έκδοση που κυκλοφόρησε το 2014 υπό τον τίτλο Deponia: The Complete Journey, γνωρίζει εκ των προτέρων ότι το πρώτο παιχνίδι αποτελείται από τρία κεφάλαια και το δεύτερο από τέσσερα. Όπως όμως την πρώτη φορά, έτσι και τώρα, η διάρκεια αυτών παραμένει αρκετά ανομοιογενής. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα πολύ μεγάλο chapter, το οποίο καταλαμβάνει περίπου τα 2/3 του εκάστοτε τίτλου, ενώ τα υπόλοιπα προωθούν ταχύτερα την εξέλιξη της υπόθεσης. Παρά ταύτα, η συνολική διάρκεια του Chaos on Deponia είναι αισθητά μεγαλύτερη του original, με σαφώς περισσότερο, πιο διευρυμένο και συνολικά ποιοτικότερο περιεχόμενο, και τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων χαρακτήρων που εισάγονται, να φτάνει οπωσδήποτε σε… γραφικότητα τους αντίστοιχους του Deponia, πέραν εκείνων οι οποίοι ούτως ή άλλως επανέρχονται.
Ο βαθμός δυσκολίας του sequel είναι αισθητά αυξημένος, κάτι που γίνεται αντιληπτό σε αρκετές στιγμές, τουλάχιστον σε όσους αποφεύγουν τη χρήση τόσο των hints όσο και του hotspot button, τα οποία απλοποιούν ασφαλώς τα πράγματα, αλλά κάπου χάνουν την ουσία του genre. Προσωπικά χρειάστηκα περίπου 29 ώρες, έναντι των 14,5 της προηγούμενης φοράς, αν και τώρα οι δέκα -ίσως και δώδεκα- εξ αυτών αναλώθηκαν σε δύο διαδοχικά σημεία: Στην πρώτη περίπτωση αδυνατούσα να διακρίνω ένα αντικείμενο ενδιαφέροντος που βρισκόταν… μπροστά στα μάτια μου. Η δεύτερη ήταν μία που έδειξε να ξεπερνά σε… παράνοια τα Monkey Island και δη το δεύτερο εξ αυτών, όταν ο Rufus έκανε πράξη αυτό που είχε ομολογήσει σε ανύποπτο χρόνο στο πρώτο παιχνίδι, ότι του… αρέσει να «σπάει» τον τέταρτο τοίχο! Είναι μια στιγμή που μπορεί να… ανατινάξει το μυαλό του παίκτη και τη λύση ανακάλυψα τυχαία, σε μια απονενοημένη επιλογή, που όσο τη σκέφτομαι τόσο περισσότερο φαντάζει ως τέτοια, αλλά απλά δούλεψε! Ο συγκεκριμένος, μάλιστα, δεν είναι ο μόνος γρίφος που γκρεμίζει το φράγμα της πρωτοτυπίας, αλλά είναι σίγουρα ο πρώτος που μένει αξέχαστος.
Για δεύτερη φορά στο franchise, ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται η προσωπικότητα όλων ανεξαιρέτως των χαρακτήρων είναι απολαυστικότατος. Ο Rufus δίνει πραγματικό ρεσιτάλ σε κάθε σχόλιο, κάθε αλληλεπίδρασή του με το περιβάλλον και τους NPCs, με το στοιχείο του σαρκασμού να κυριαρχεί επί παντός επιστητού, τα facial expressions -όχι μόνο του ίδιου- να είναι πάλι καταπληκτικά, και βεβαίως την παρουσία του να εκτοξεύεται από την απίθανη ερμηνεία του Καναδού Kerry Shale, ο οποίος έχει μακρά πορεία στη βιομηχανία, αλλά κατά κανόνα σε δευτερεύοντες ρόλους, με μία εκ των εξαιρέσεων να αποτελεί η εμφάνισή του ως Sherlock Holmes σε δύο συναπτά adventures της ουκρανικής Frogwares, The Testament of Sherlock Holmes (2012) και Sherlock Holmes: Crimes and Punishments (2014). Από τις κορυφαίες κωμικές στιγμές του παιχνιδιού προκύπτουν όταν ο… είρωνας Rufus ξεκαρδίζεται στα γέλια με τους συνομιλητές του, προσπαθώντας συχνά να συγκρατηθεί… μάταια! Στιγμές απερίγραπτες!
Στο -σαφώς αναβαθμισμένο αυτή τη φορά- ρόλο της Goal απαντάται και πάλι η Αγγλίδα Alix Wilton Regan, η οποία αποδίδει υπέροχα και τις τρεις διαστάσεις της προσωπικότητας του χαρακτήρα της. Η συγκεκριμένη, κατά την ίδια χρονιά είχε προλάβει να συστηθεί σε μεγαλύτερη μερίδα του gaming κοινού μέσα από την παρουσία της ως Comm Specialist Samantha Traynor στο εμβληματικό Mass Effect 3. Ο Bill Roberts επιστρέφει στο ρόλο του ηλικιωμένου -και σχεδόν μονίμως εμβρόντητου από τα καμώματα του Rufus- Doc, ένας voice actor τον οποίο οι περισσότεροι στη βιομηχανία έμελλε να γνωρίσουν αναμφίβολα μέσα από τη συμμετοχή του ως Vesemir στο ανυπέρβλητο The Witcher 3: Wild Hunt, τρία χρόνια αργότερα (2015). Γενικότερα, το σύνολο των ηθοποιών ερμηνεύει ιδανικά για το ύφος και του Chaos on Deponia.
Αυτή τη φορά ο εμπνευστής του σύμπαντος και director του project, ο Γερμανός Jan Muller-Michaelis, παρότι εξακολουθεί να υπογράφει το σενάριο και τα one of a kind κείμενα, παραδίδει τη σκυτάλη ως επικεφαλής game designer στον Sebastian Schmidt, ο οποίος εν προκειμένω αναλαμβάνει αυξημένα καθήκοντα. Για την πανέμορφη σχεδίαση των χαρακτήρων αλλά και το καρτουνίστικο art direction τα εύσημα ανήκουν δικαιωματικά και για δεύτερη συνεχόμενη φορά στη Simone Kesterton, η οποία έχει συμμετάσχει σχεδόν σε όλα τα adventures της Daedalic μέχρι σήμερα. Το ιδανικό για τις ανάγκες του παιχνιδιού soundtrack υπογράφεται και πάλι από τους Finn Seliger και Thomas Höhl, αποτελώντας μια συνέχεια του αντίστοιχου του Deponia, με μελωδίες και ήχους που επανέρχονται, αλλά και νέους οι οποίοι προστίθενται, στο ίδιο μήκος κύματος. Τώρα μάλιστα έχει δοθεί έμφαση στην αλλαγή της μουσικής υπόκρουσης σχεδόν κάθε φορά που αλλάζει και η εικόνα επί της οθόνης. Και καθώς έγινε ήδη λόγος περί ομοιοτήτων με τα Monkey Island, δεν είναι τυχαίο ότι το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό εισήχθη για πρώτη φορά στα videogames 21 χρόνια πριν από το Chaos on Deponia, εν έτει 1991, -πού αλλού;- στο Monkey Island 2: LeChuck's Revenge(!), περί του οποίου έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το πρόσφατο παρελθόν.
Για την επιστροφή της σειράς με το τρίτο μέρος της περιπέτειας του Rufus χρειάστηκε να συμπληρωθεί ένας χρόνος, πριν το Goodbye Deponia κυκλοφορήσει τελικά Οκτώβριο του 2013. Το Chaos on Deponia είχε κατορθώσει να ανεβάσει τα ούτως ή άλλως σημαντικά standards που είχε θέσει το Deponia, συνεπώς η πρόκληση για μια αντάξια κατάληξη της τριλογίας ήταν υψηλή, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. Και τούτο διότι το franchise είχε εξ αρχής σε πρώτη προτεραιότητα την παρουσίαση μιας άκρως διασκεδαστικής εμπειρίας, με έναν πρωταγωνιστή-ορισμό του γκαφατζή, αλλά συνάμα και πολυμήχανου, με χαρακτήρες οι οποίοι κάθε άλλο παρά απαρατήρητοι θα περνούσαν, ευρηματικούς γρίφους και ένα συνολικό αποτέλεσμα που θα «πάντρευε» άψογα την αισθητική των adventures της δεκαετίας του ’90, ιδίως αυτών της LucasArts, με μια σύγχρονη ολόφρεσκη απόδοση. Όλα αυτά τα είχαν κατορθώσει ήδη τα δύο πρώτα parts της σειράς, ενώ τίποτα δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε να πάει «στραβά» στη συνέχεια. Και δεν πήγε!
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments