Το 2013 ήταν μια χρονιά κατά την οποία προέκυψαν λιγοστά νέα παιχνίδια στην ευρύτερη κατηγορία των adventures, ωστόσο τα περισσότερα εξ αυτών ήταν ιδιαιτέρως αξιόλογα, δίνοντας πραγματική «ανάσα» στο genre, έστω κι αν κάποια δεν κυκλοφόρησαν ολόκληρα. Μεταξύ των τελευταίων συμπεριλαμβάνεται το The Wolf Among Us, ένας από τους καλύτερους τίτλους της αμερικανικής Telltale Games, και το Broken Sword V: The Serpent's Curse, της βρετανικής Revolution Software, συνεχίζοντας το γνωστό franchise μετά από επτά ολόκληρα χρόνια. Αμφότερα διέθεσαν τότε στην αγορά μόνο το πρώτο επεισόδιό τους σε σύνολο πέντε και δύο αντίστοιχα, ενώ κάτι αντίστοιχο συνέβη και με το Kentucky Route Zero, της indie Cardboard Computer, παρουσιάζοντας τα δύο πρώτα εκ των πέντε acts του. Κατά την ίδια περίοδο κυκλοφόρησε και το first-person survival-horror Amnesia: A Machine for Pigs, sequel του προ τριετίας Amnesia: The Dark Descent, το οποίο μπορεί να μην εισέπραξε τις εντυπωσιακές κριτικές του προκατόχου του, αλλά δεν έπαψε να συνιστά μια σημαντική συνέχεια.
Η εταιρία ανάπτυξης η οποία είχε να επιδείξει στο διάστημα αυτό περισσότερα πράγματα ήταν η κραταιά, καθ’ όλη την προηγούμενη δεκαετία στα adventures, Daedalic Entertainment, η οποία πρόλαβε να παρουσιάσει τρεις τίτλους, ούτε λίγο ούτε πολύ! Ο πρώτος εξ αυτών ήταν το Night of the Rabbit, ένα από τα ελάχιστα αυτοτελή παιχνίδια των Γερμανών developers. Τα άλλα δύο ήταν sequels franchises που είχαν γεννηθεί μόλις ένα χρόνο νωρίτερα, με το Dark Eye: Memoria, αφενός, να διαδέχεται το Dark Eye: Chains of Satinav. Το τρίτο παιχνίδι της Daedalic παρουσιάστηκε Οκτώβριο του 2013, όντας συγχρόνως το καταληκτικό μέρος της τριλογίας Deponia, η οποία μάλιστα κατά το επόμενο έτος κυκλοφόρησε και ως ενιαίο πακέτο, ενώ η σειρά επρόκειτο να επιστρέφει το 2016 με ένα τέταρτο game.
Το Goodbye Deponia, όπως ονομάζεται ο τρίτος τίτλος του franchise, προδιέθετε σαφώς ως το φινάλε μιας προσπάθειας που είχε ξεκινήσει μόλις 21 μήνες νωρίτερα, όσον αφορά βεβαίως την πρώτη κυκλοφορία του original Deponia. Σ’ αυτό το νέο part, ο εμπνευστής του σύμπαντος και επικεφαλής του project, Jan Muller-Michaelis, ο οποίος για μία ακόμη φορά επιμελείται το story και τους διαλόγους, διηγείται τη συνέχεια της περιπέτειας του Rufus, στον αδιάκοπο αγώνα του να εγκαταλείψει τον πλανήτη Deponia και συνάμα να αποκαλύψει τη συνωμοσία η οποία στοχεύει στην ολική καταστροφή του τελευταίου. Ένα από τα σημεία αναφοράς του συγκεκριμένου παιχνιδιού αποτελεί η διαφοροποίηση της παλέτας του σε σχέση με τα δύο προηγούμενα. Τα ηλιόλουστα τοπία και τα ανοιχτόχρωμα περιβάλλοντα ελαχιστοποιούνται και αντικαθίστανται από πιο μουντά σκηνικά, αλλά όχι λιγότερο έντονα χρωματικά, καθώς η δράση εκτυλίσσεται σε κλειστούς χώρους σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ενώ ούτως ή άλλως η ιστορία λαμβάνει χώρα σε ένα πολεμικό σκηνικό, το οποίο έχει ήδη διαμορφωθεί.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, χωρίς να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι το franchise έχει πλέον «σοβαρέψει», είναι γεγονός ότι το ακατάσχετο χιούμορ των Deponia και Chaos on Deponia έχει περιοριστεί αισθητά. Παρότι υπάρχουν και πάλι ουκ ολίγα περιστατικά που χαρίζουν άφθονο γέλιο, εν τούτοις είναι σαφώς λιγότερες οι ατάκες του πάγιου πρωταγωνιστή, Rufus, ιδίως δε ο σαρκασμός τον οποίο εκδήλωνε σχεδόν ανά πάσα ώρα και στιγμή στον παρελθόν, μολονότι ασφαλώς ούτε τώρα εκλείπει. Το ίδιο το concept, άλλωστε, οδηγεί προς μια άλλη κατεύθυνση. Περαιτέρω, με δύο παιχνίδια να έχουν ήδη προηγηθεί, έχω την αίσθηση ότι οι χαρακτήρες παραμένουν εν πολλοίς στατικοί, ίσως με την εξαίρεση της Goal, κοπέλας του αντιήρωα και συμπρωταγωνίστριας, ιδίως από το πρώτο sequel και εξής. Πολλοί και αγαπημένοι είναι οι NPCs, ωστόσο, οι οποίοι επιστρέφουν για μία ακόμη φορά, ενώ προστίθενται και αρκετοί νέοι, ανανεώνοντας τα… επίπεδα του καλτ!
Το story του Goodbye Deponia συνεχίζει ακριβώς από το σημείο που κατέληξε ο προκάτοχός του, εν προκειμένω όμως, και καθώς έχουμε αναφερθεί σχετικά σε προηγούμενες ευκαιρίες, θα θεωρήσουμε ήδη γνωστά αρκετά πρόσωπα και πράγματα: Ο Rufus έχει θέσει σε εφαρμογή ένα ακόμη από τα «καταπληκτικά» σχέδιά του για τα οποία δε ρωτάει ποτέ κανέναν, παρά μόνο αφού τα έχει δρομολογήσει. Αυτή τη φορά αποφάσισε, ερήμην τόσο της Goal όσο και των δύο -γνώριμων από τα προηγούμενα παιχνίδια- συνεργατών του, του ηλικιωμένου μηχανικού Doc αλλά και του καπετάνιου Bozo, να τοποθετήσει το πλοιάριο του τελευταίου επάνω σε μια ράγα, στην οποία τα περίπολα της στρατιωτικής δύναμης των Organons κινούνται περιμετρικά του πλανήτη, σε μεγάλο υψόμετρο. Η συγκεκριμένη διαδρομή καταλήγει σε σταθμό του Porta Fisco, γνωστό από το πρώτο sequel, στον οποίο βρίσκεται η στρατιωτική βάση αλλά συνάμα και το τελευταίο μεταγωγικό πλοίο που πρόκειται να φύγει για το Elysium: την πολιτεία-διαστημόπλοιο, που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τη Deponia και αποτελεί διακαή πόθο του πρωταγωνιστή. Ασφαλώς, όλα αυτά δεν είναι παρά σχέδια επί χάρτου, καθώς πολύ σύντομα, αλλά απολύτως… αναμενόμενα, τα πάντα πηγαίνουν στραβά!
Μετά το πρώτο, εισαγωγικό κεφάλαιο, η κυρίως δράση αρχίζει με τους ήρωές μας να καταφεύγουν σε ένα ξενοδοχείο που δείχνει σχεδόν να ίπταται, κάτω από τη μονή ράγα της διαδρομής, προκειμένου να ανακτήσουν δυνάμεις και να αναπροσαρμόσουν τα σχέδιά τους μετά από άλλο ένα «ναυάγιο» αυτών του Rufus. Η ιστορία παρουσιάζει συνολικά αρκετό ενδιαφέρον, ενώ ο ίδιος ο προσανατολισμός της δίνει σε τελική ανάλυση την προαναφερθείσα, πιο σοβαρή διάσταση στο παιχνίδι, εξελίσσοντας ως ένα βαθμό την ταυτότητα του franchise, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Αν και ο απώτερος σκοπός δεν αλλάζει ούτε στην περίπτωση αυτή, το σενάριο παίρνει συχνά απροσδόκητες τροπές, ακόμη και για τα δεδομένα της σειράς. Προσωπικά, ταυτίστηκα περισσότερο με το προηγούμενο sequel αφενός και τον original τίτλο αφετέρου, ως προς τη γενικότερη αισθητική εκείνων, τους διαλόγους, το χιούμορ, τους χαρακτήρες, τους γρίφους αλλά και την πλοκή -τουλάχιστον του Chaos on Deponia, θεωρώντας ότι το Goodbye Deponia υπολείπεται στους συγκεκριμένους τομείς, έστω και ελάχιστα.
Ο βαθμός δυσκολίας του τρίτου μέρους της σειράς είναι αισθητά χαμηλότερος σε σχέση με τον προκάτοχό του, ο οποίος σε δυο-τρεις περιπτώσεις μάλλον ξέφυγε. Τα minigames-puzzles επιστρέφουν για μία ακόμη φορά, ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να γίνουν δύσκολα χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Στο τελευταίο εξ αυτών κόλλησα για σχεδόν τρεις ώρες, πριν συμβουλευτώ ένα hint που απλώς κατέδειξε ότι σκεφτόμουν εντελώς λάθος, με αποτέλεσμα να προχωρήσω μέσα σε δευτερόλεπτα. Κάπως έτσι απαιτήθηκαν περίπου 18 ώρες καθαρού χρόνου, προκειμένου να φτάσω στους τίτλους τέλους, διάρκεια μικρότερη του προηγούμενου παιχνιδιού, αλλά μεγαλύτερη του Deponia. Ένα στοιχείο που δεν αλλάζει ούτε τώρα αφορά τα κεφάλαια του game, τα οποία είναι ανομοιόμορφα ως προς τη διάρκειά τους, καθώς ένα εξ αυτών καταλαμβάνει τουλάχιστον το… 40% της συνολικής! Στην περίπτωση του Chaos on Deponia είχαμε αναφερθεί στις ομοιότητές του με τη θρυλική σειρά Monkey Island και ιδιαίτερα με το Monkey Island 2: LeChuck's Revenge. Εν προκειμένω παρατηρούνται επιρροές, έστω και μικρότερης κλίμακας, από δύο ακόμη ιστορικά και εξίσου σπουδαία games της αμερικανικής LucasArts: αφενός το Maniac Mansion II: Day of the Tentacle (1993), ο πυρήνας του gameplay του οποίου υιοθετείται προσωρινά, και αφετέρου από το Grim Fandango, ένα δευτερεύον element στο ξεκίνημα του οποίου αξιοποιείται τώρα κατά την ίδια συγκυρία.
Στο Goodbye Deponia επανέρχονται όλοι οι συντελεστές της σειράς μέχρι το σημείο αυτό, όπως έχουν σημειωθεί στο πρόσφατο παρελθόν, ενώ το cast παρουσιάζει συνολικά 18 voice actors, περισσότερους από κάθε άλλη φορά. Ο Kerry Shale είναι ξανά υπέροχος στο ρόλο του Rufus, ενώ υποδύεται και πάλι μια σειρά ανταγωνιστών αυτού! Η Alex Wilton Regan είναι η Goal για μία ακόμη φορά, ενώ ως όνομα ξεχωρίζει εκ νέου ο Tom Clarke Hill στο ρόλο του Bozo και όχι μόνο, ο οποίος πρωταγωνιστεί διαχρονικά στη σειρά Sniper Elite ως Karl Fairburne. Το soundtrack αυτή τη φορά γίνεται ακόμη πιο «ορχηστρικό», παραμένοντας ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικό, δίχως όμως να απουσιάζουν κομμάτια που ανήκουν στη σφαίρα εντελώς διαφορετικών ειδών μουσικής. Τις συνθέσεις αυτού υπογράφει αποκλειστικά ο Finn Seliger, επαληθεύοντας την ποιότητά του ως ένα από τα πολύ αξιόλογα χαρακτηριστικά της τριλογίας, την εμπειρία της οποίας βίωσα μέσα από το Deponia: The Complete Journey, που κυκλοφόρησε το 2014, σχεδόν ένα χρόνο μετά το τελευταίο part.
Είναι αλήθεια ότι το project της Daedalic Entertainment εξελίχθηκε άμεσα στο πλέον φιλόδοξο της ολιγόχρονης διαδρομής της έως τότε, όντας το πρώτο -και τελευταίο μέχρι σήμερα- το οποίο εκτεινόταν σε τρία games και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ τους. Η ιστορία δικαίωσε τους Γερμανούς developers πέραν πάσης αμφιβολίας, με τη σειρά να πολλά περίπου 2,2 εκ. αντίτυπα έως το 2016, ασχέτως εκπτώσεων. Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων, ήταν αυτή η αποδοχή του franchise σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες δουλειές της εταιρίας, η οποία οδήγησε τελικά στην ανάπτυξη ενός τέταρτου παιχνιδιού, για τη δημιουργία του οποίου υπήρχαν πράγματι πολλά περιθώρια, ακόμη κι αν κάτι τέτοιο δε συμπεριλαμβανόταν στα αρχικά σχέδια των developers.
Το φινάλε του Goodbye Deponia είχε προκαλέσει μια σειρά συζητήσεων στο διαδίκτυο, με αρκετούς gamers να το παραλληλίζουν με το αντίστοιχο του Mass Effect 3, που είχε κυκλοφορήσει ενάμιση χρόνο νωρίτερα. Προσωπικά, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις υιοθετώ το νόημα της «Ιθάκης» του Κωνσταντίνου Καβάφη, ότι «σημασία έχει το ταξίδι», του οποίου η ποιότητα και οι εμπειρίες δε μπορούν να αλλοιωθούν, πόσο μάλλον να αναιρεθούν, από μια θεωρητικά απροσδόκητη κατάληξη. Κάπως έτσι, δυόμισι χρόνια αργότερα, η Daedalic επανέφερε μάλλον απρόσμενα τη σειρά, με το Deponia Doomsday να κυκλοφορεί εν έτει 2016 ως το οριστικό και αμετάκλητο φινάλε ενός από τα λιγοστά point & click adventure franchises, τα οποία γεννήθηκαν και πορεύτηκαν κατά την προηγούμενη δεκαετία…
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments