Όταν το 2003 ο Benoît Sokal αποφάσισε να ιδρύσει δική του εταιρία ανάπτυξης, οι fans των point & click adventures είχαν κάθε λόγο να αισιοδοξούν και μάλιστα να αδημονούν για όσα θα μπορούσε ενδεχομένως να παρουσιάσει στο μέλλον ο συγκεκριμένος δημιουργός. Άμεσος συνεργάτης της γαλλικής Microids, τότε, είχε ήδη υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του μέσα από το Amerzone: The Explorer's Legacy (1999) και, βεβαίως, το αριστουργηματικό Syberia (2002). Η White Birds Productions προέκυψε στο περιθώριο των συγκεκριμένων εξελίξεων και μάλιστα μόλις ένα χρόνο πριν από το Syberia II, που απετέλεσε την ιδανικότερη συνέχεια του original, κατορθώνοντας να τα πάει ακόμη καλύτερα σε εμπορικό επίπεδο.
Μετά τα ανωτέρω projects, ο Βέλγος developer στράφηκε σε ακόμη πιο «προσωπικές» προσπάθειες, μέσα από το δικό του team, με αρκετά στελέχη του οποίου είχε ήδη συνυπάρξει στο πρόσφατο παρελθόν. Κάπως έτσι το 2006 κυκλοφόρησε το Paradise, η πρώτη προσπάθεια της ομάδας αυτής, η οποία ωστόσο στιγματίστηκε από πολλά τεχνικά προβλήματα αλλά και μια ιστορία δίχως το απαιτούμενο βάθος, με ορισμένα κενά και ακόμη περισσότερες «υπερβάσεις», που είχαν ως αποτέλεσμα να εισπράξει δικαίως μέτριες κριτικές. Περί του συγκεκριμένου παιχνιδιού αναφερθήκαμε εκτενώς σε προηγούμενη ευκαιρία, εν τούτοις παραμένει γεγονός αναντίρρητο ότι η ποιοτική απόστασή του από εκείνη του προηγούμενου τίτλου με τη «σφραγίδα» του Sokal δεν ήταν ευκαταφρόνητη.
Οι προσδοκίες για κάτι καλύτερο στο επόμενο εγχείρημα της White Birds μπορούσαν να θεωρούνται εκ προοιμίου εκ των ων ουκ άνευ, και κατ’ επέκταση οι απαιτήσεις ήταν οπωσδήποτε αυξημένες. Η εταιρία δεν άργησε να επιστρέψει, καθώς μόλις ένα ημερολογιακό έτος μετά το ντεμπούτο της, 18 μήνες αργότερα, επανήλθε με αυτό που επρόκειτο να αποτελέσει το τελευταίο παιχνίδι του Sokal για τα επόμενα δέκα χρόνια! Το 2007, λοιπόν, κυκλοφόρησε το Sinking Island, ένας τίτλος με φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του πεπειραμένου δημιουργού, ο οποίος συγχρόνως δε δίστασε να βγει έξω από τα… νερά του, ακόμη κι αν τα νερά… τον ακολούθησαν! Συγκεκριμένα, εγκατέλειψε εν μέρει το μοτίβο που είχε υιοθετήσει και στις τέσσερεις προηγούμενες δουλειές του, όπου παρουσίαζε εικονικούς κόσμους και πανίδα μέσα σε πραγματικές γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, για να διηγηθεί μια περιπέτεια μυστηρίου, την εξιχνίαση μιας δολοφονίας.
Προδήλως επηρεασμένος από αστυνομικά δράματα και τις περιπέτειες των ηρώων συγγραφέων όπως οι Arthur Conan Doyle και Agatha Christie, ο Sokal κινήθηκε σε παρεμφερή μονοπάτια για πρώτη και τελευταία φορά στη gaming σταδιοδρομία του. Ο τίτλος βρέθηκε στις προθήκες των καταστημάτων σε μια χρονιά κατά την οποία τα adventures δεν είχαν την πλέον αξιομνημόνευτη εκπροσώπηση, συνεπώς τα περιθώρια διάκρισης για ένα παιχνίδι του είδους ήταν μεγαλύτερα. Παρότι όμως οι κριτικές που εισέπραξε το Sinking Island ήταν σαφώς θετικότερες από τις αντίστοιχες του Paradise, στο τέλος ούτε αυτό κατόρθωσε να προσεγγίσει την κορυφαία ποιότητα των Syberia, αν και προφανώς δεν είναι εύκολο να συμβαίνει κάθε φορά κάτι τέτοιο.
Το Sinking Island: A Jack Norm Investigation, όπως είναι ο πλήρης τίτλος του, είναι ένα adventure το οποίο μαρτυρεί εξ αρχής ότι αποτελεί δημιούργημα του Sokal, ακόμη κι αν κάποιος δεν το γνωρίζει εκ των προτέρων, αλλά έχει ασχοληθεί με τα προηγούμενα projects του συγκεκριμένου. Η υπέροχη αισθητική του τελευταίου, όπως αναδείχθηκε σε όλο το μεγαλείο της μέσα από τα Syberia, αποτυπώνεται για μία ακόμη φορά, από τις πρώτες εικόνες του παιχνιδιού. Η διαφορά τώρα έγκειται στο γεγονός ότι περιορίζεται εκ των πραγμάτων, διότι τα πάντα διαδραματίζονται σε ένα συγκεκριμένο χώρο, καθώς ο Επιθεωρητής της Αστυνομίας και πρωταγωνιστής, Jack Norm, διερευνά την υπόθεση πασχίζοντας να ανακαλύψει την αλήθεια.
Βάσει σεναρίου, ο ήρωας μεταβαίνει με ελικόπτερο σ’ ένα μικρό, εικονικό νησί του Ινδικού Ωκεανού ονόματι Sagorah. Ο Walter Jones, δισεκατομμυριούχος ιδιοκτήτης του τοπικού υπερπολυτελούς ξενοδοχείου-παλατιού, κείτεται νεκρός σ’ ένα γκρεμό, υπό περίεργες συνθήκες. Το θύμα εντόπισε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, Hubert De Nolent, ο οποίος ειδοποίησε την Αστυνομία και είναι εκείνος που οδηγεί τον Norm στον τόπο του περιστατικού, δίνοντάς του τις πρώτες διά ζώσης πληροφορίες. Όλα αυτά ενώ οι καιρικές συνθήκες είναι εξαιρετικά αντίξοες, καθώς η καταιγίδα μαίνεται, ο άνεμος λυσσομανά, η θάλασσα «επιτίθεται» στο νησί και η πρόγνωση του καιρού λέει ότι τα πράγματα θα γίνουν εφιαλτικά τις επόμενες ώρες. Ως εκ τούτου, ο πρωταγωνιστής καλείται εν πρώτοις να διαπιστώσει αν επρόκειτο για ατύχημα ή όχι, αρχίζοντας να ενώνει τα κομμάτια του παζλ, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση δεν αποτελεί σχήμα λόγου.
Η ενιαία δράση του Sinking Island υποδιαιρείται πράγματι σε 13 κομμάτια-mandates, που αντιστοιχούν σε ισάριθμες απλές και ευθείες ερωτήσεις, όπως η προαναφερθείσα, στις οποίες ο Norm -και δι’ αυτού ο gamer- οφείλει να απαντήσει σταδιακά, συγκεντρώνοντας πληροφορίες και στοιχεία. Αυτά μπορεί να αφορούν αντικείμενα, αποτυπώματα, φωτογραφίες, έγγραφα και ασφαλώς τις καταθέσεις των μαρτύρων, καθένας εκ των οποίων είναι σε πρώτη φάση ύποπτος. Μέσω του απλού στη χρήση user interface, ο παίκτης καλείται να επιλέξει μεταξύ των στοιχείων που έχει συγκεντρώσει έως τότε, εκείνα τα οποία απαντούν τελικά στο εκάστοτε ερώτημα και προοδεύει η ιστορία. Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον, καθώς στην πράξη αποδεικνύεται ότι η πρόκληση κυμαίνεται σε υψηλότερα επίπεδα όταν έρχεται αυτή η ώρα του συνδυασμού των στοιχείων που ήδη κατέχει ο ήρωας, παρά όταν τα αναζητά μεταξύ διαφόρων χώρων και των NPCs. Άλλωστε, διά του συγκεκριμένου συστήματος το παιχνίδι πληροφορεί τον παίκτη αν έχει συγκεντρώσει όσα απαιτούνται προκειμένου να απαντηθεί το εκάστοτε ερώτημα, μέσω μιας σχετικής μπάρας η οποία γεμίζει καθ’ εκάστη.
Κάποια mandates επιλύονται αρκετά εύκολα, κάτι που βεβαίως είναι συναφές και του αριθμού των στοιχείων που απαιτείται να συνδυαστούν κάθε φορά, ωστόσο υπάρχουν άλλα που αποδεικνύονται ιδιαίτερα δύσκολα, ιδίως όταν χρειάζεται το «πάντρεμα» σχεδόν διψήφιου αριθμού ευρημάτων· αν ένα είναι λάθος, το ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Προσωπικά χρειάστηκα έξωθεν βοήθεια μόνο στο τελευταίο εξ αυτών, μετά από υπερβολικά πολλές ώρες άκαρπων προσπαθειών, όταν τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν απαραίτητη η επιλογή ενός στοιχείου το οποίο βρισκόταν εκτός της δικής μου λογικής, και παρέμεινε εκεί ακόμη και μετά. Από εκεί και πέρα, το pixel hunting δεν είναι ιδιαίτερα έντονο, με μία κυρίως εξαίρεση, στην οποία «σκότωσα» περίπου ένα οκτάωρο μέχρι να βρω συμπτωματικά το σημείο ενδιαφέροντος, σ’ ένα σημείο όπου το παιχνίδι γίνεται πραγματικά άδικο προς τον παίκτη. Κάπως έτσι χρειάστηκα περισσότερες από 30 ώρες προκειμένου να δω τα credits ενός τίτλου, ο οποίος στην πρώτη προσπάθεια μπορεί να ολοκληρωθεί ενδεχομένως ακόμη και στις μισές σχεδόν.
Το σκηνικό το οποίο διαμορφώνει το Sinking Island δεν ξεφεύγει λίγο-πολύ από όσα στερεοτυπικά έχουν οι περισσότεροι στο μυαλό τους όταν αφορά μια τέτοια υπόθεση. Κατά τις τελευταίες μέρες, στις πολυτελείς σουίτες του επιβλητικού πύργου του 82χρονου εκλιπόντος διαμένουν προσωρινά αφενός τα εγγόνια αυτού, μαζί με τις συζύγους ή τις συντρόφους τους, τα οποία είχε καλέσει ο ίδιος προκειμένου να τους κάνει κάποιες σημαντικές ανακοινώσεις σχετικά με το μέλλον και τα περιουσιακά στοιχεία του. Στο ξενοδοχείο βρίσκονται επίσης ο δικηγόρος του δισεκατομμυριούχου, όπως σημειώθηκε, αλλά και ο αρχιτέκτονας του κτιρίου. Στο δε νησί κατοικούν ακόμη δύο αυτόχθονες, ένας ηλικιωμένος πατέρας με την 22χρονη κόρη του, η οποία, όπως αποκαλύπτεται σύντομα, έχασε τη μιλιά της σε ένα ασαφές ατύχημα που συνέβη κατά το παρελθόν. Σ’ αυτό μάλιστα εμπλέκεται άμεσα και ο ίδιος ο Walter Jones, ο οποίος από το ίδιο περιστατικό καθηλώθηκε σε αναπηρικό αμαξίδιο.
Ως προς τη ροή του δεύτερου τίτλου της White Birds, ο Jack Norm συζητά ασταμάτητα με όλους τους μάρτυρες, καθώς ανακαλύπτει συνεχώς νέα στοιχεία και ζητά τη… γνώμη τους γι’ αυτά. Οι διάλογοι αποτελούν δομικό συστατικό του παιχνιδιού και σε γενικές γραμμές είναι αρκετά μακροσκελείς, κυρίως διότι υπάρχουν πολλά σημεία περί των οποίων ο πρωταγωνιστής αξιώνει εξηγήσεις. Παρά ταύτα δεν είναι όλες οι συζητήσεις υποχρεωτικές για την εξέλιξη της ιστορίας, όμως αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνει κάποιος μόνο σε συνάρτηση με τη σχετική μπάρα που αφορά κάθε mandate, αν αυτή γεμίζει ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, αν δεν αφορά κάποιο άλλο στοιχείο, τούτο ίσως σημαίνει ότι ο Norm δεν έχει ακόμη αποκτήσει μια απαραίτητη πληροφορία από κάποιον NPC. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το Sinking Island αποτελεί μια από τις λιγοστές περιπτώσεις των κλασικών point & click adventures, στα οποία δύναται κάποιος να συναντήσει προαιρετικούς γρίφους· αινίγματα, οι απαντήσεις περί των οποίων μπορεί να δίδουν πληροφορίες που εκθέτουν έναν ή περισσότερους από τους χαρακτήρες του παιχνιδιού για μια ατασθαλία ή παρασπονδία τους, δίχως ωστόσο να σχετίζονται με την κυρίως υπόθεση.
Ως writer του project, εκτός από επικεφαλής και art director, ο Sokal κατορθώνει να αναδείξει την εντελώς διαφορετική προσωπικότητα όλων και καθενός ξεχωριστά εκ των δευτερευόντων χαρακτήρων του, καθιστώντας τους έτσι εξαιρετικά ενδιαφέροντες. Το κοινό χαρακτηριστικό τους, ωστόσο, είναι η… δυσκολία στην ειλικρίνεια! Άπαντες έχουν πολλά πράγματα να πουν και ακόμη περισσότερα να κρύψουν, ενώ σχεδόν από την πρώτη στιγμή καθίσταται σαφές ότι το θύμα ανήκε στη χειρότερη πάστα ανθρώπων του κόσμου αυτού. Λιγότερο αποτυπώνεται η ψυχοσύνθεση του ήρωα, πράγμα λογικό ως ένα βαθμό, καθώς είναι ο ίδιος που ρωτά και οι υπόλοιποι αποκρίνονται. Εν τούτοις, για να προκύψει αυτό το αποτέλεσμα έχει γίνει συνολικά σπουδαία δουλειά στο voice acting, από ηθοποιούς με τους οποίους ο Sokal είχε προλάβει να συνεργαστεί επανειλημμένα στο πρόσφατο παρελθόν.
Στον πρώτο ρόλο βρίσκεται ο David Gasman, ο οποίος δύο χρόνια νωρίτερα είχε υποδυθεί τόσο τον Lucas Kane όσο και τον Tyler Miles, τους δύο εκ των τριών πρωταγωνιστών του Fahrenheit της Quantic Dreams. Η Sharon Mann, ηρωίδα των δύο Syberia ως Kate Walker, συμμετέχει για μία ακόμη φορά σε game του Βέλγου developer, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Jodi Forrest, η οποία μάλιστα εν έτει 2003 είχε δανείσει τη φωνή της στην Jade, πρωταγωνίστρια του υπέροχου Beyond Good & Evil της Ubisoft. Αξίζει επίσης να μνημονευθεί ο Paul Bandey, ο οποίος είναι καταπληκτικός εν προκειμένω στο ρόλο του δικηγόρου και ίσως ο κορυφαίος όλων, ενώ ως αρχιτέκτονας Lorenzo Battaglieri είναι εξαιρετικός ο James Shuman, ο αγαπημένος Oscar των Syberia που είχαν προηγηθεί. Τον ήχο πλαισιώνει ιδανικά το απολύτως ατμοσφαιρικό soundtrack του Christophe Jacquelin, διάρκειας περίπου 35 λεπτών, με απλές μελωδίες που δίνουν έμφαση στο ambient στοιχείο και επιτείνουν τη γενικότερη αίσθηση «αναμονής», αν όχι την ένταση του αστυνομικού θρίλερ.
Σε ό,τι αφορά τα γραφικά, ο σχεδιασμός του περιβάλλοντος είναι υποδειγματικός, με τον υπέροχο τρόπο που γνωρίζει ο Sokal να παρουσιάζει τις pre-rendered εικόνες του, ενισχυμένες από μια πολύ ελκυστική αποτύπωση των καιρικών φαινομένων, του αέρα και του νερού. Εν τούτοις ο αντίστοιχος των χαρακτήρων είχε οπωσδήποτε περιθώρια βελτίωσης, όπως μαρτυρεί η κάμερα όταν εστιάζει σ’ αυτούς κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων. Την πλέον αλγεινή εντύπωση ωστόσο προκαλεί η ανυπαρξία του lip sync! Τα χείλη όλων παραμένουν σφαλιστά στους διαλόγους, και μόνο οι επιδόσεις των ηθοποιών φωνής και ως ένα βαθμό τα animations των χαρακτήρων διασώζουν την κατάσταση, σ’ αυτό το πέρα για πέρα αδικαιολόγητο γεγονός εν έτει 2007, το οποίο καταδικάζει επί της ουσίας και τα facial expressions.
Χωρίς να κάνει το βήμα παραπάνω στα adventures, το Sinking Island υπήρξε με διαφορά η καλύτερη στιγμή της White Birds, η οποία διαλύθηκε ελέω οικονομικών προβλημάτων τέσσερα χρόνια αργότερα, και συνολικά οκτώ μετά την ίδρυσή της. Αποδείχθηκε ένα πολύ καλό παιχνίδι, εντυπωσιακό ή ακόμη και επιβλητικό σε κάποιες περιπτώσεις, παρά ορισμένα άλλα «τραχιά» σημεία του, με αξιομνημόνευτες ερμηνείες και μια δυνατή -έστω και όχι πρωτότυπη- ιστορία, καθώς επίσης ένα αξιοπρόσεκτο σύστημα προόδου. Μάλιστα στο ξεκίνημα προσφέρεται επιλογή για playthrough σε adventure ή race against time mode. Στη δεύτερη περίπτωση, η οποία προφανώς δεν ενδείκνυται για πρώτη προσπάθεια ή για όσους θέλουν να εξερευνούν με την άνεσή τους τα πάντα, απολαμβάνοντας κάθε επίπεδο ξεχωριστά, ο χρόνος κυλά αντίστροφα για τη συμπλήρωση των κομματιών του παζλ, και κάθε in-game λεπτό αντιστοιχεί σε 15 πραγματικά δευτερόλεπτα. Εάν ο παίκτης αδυνατήσει να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις, εκεί αναλαμβάνει η φύση, η οποία εφαρμόζει τους δικούς της νόμους, εκδικούμενη την πλεονεξία και ματαιοδοξία των ανθρώπων… με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Το Sinking Island εξελίχθηκε στον τελευταίο τίτλο του Benoît Sokal για την επόμενη δεκαετία, με τον ίδιο να επικεντρώνεται στη έντυπη συγγραφική δραστηριότητά του. Το Aquarica, το οποίο επρόκειτο να κυκλοφορήσει το 2008 ως το επόμενο παιχνίδι του, ακυρώθηκε και εξελίχθηκε σε νουβέλα, ο πρώτος τόμος της οποίας εκδόθηκε μόλις το 2017, μετά από διάφορες ιδέες που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ και συμπεριλάμβαναν ακόμη και μια animated ταινία. Ο δεύτερος τόμος αναμένεται να ακολουθήσει πλέον κάποια στιγμή μετά θάνατον του εγνωσμένου καλλιτέχνη, ο οποίος απεδήμησε πέντε μήνες πριν από τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, από τον συμπατριώτη και συνεργάτη του στο project, François Schuiten. Σε ό,τι αφορά τα videogames, ο Sokal επρόκειτο να επιστρέψει κατά σύμπτωση και πάλι το 2017, μέσα από το Syberia 3, ενώ το επόμενο παιχνίδι του ιστορικού franchise θα κυκλοφορήσει εν τέλει και αυτό κατόπιν της εκδημίας του, το Δεκέμβριο του τρέχοντος έτους (2021).