Στα τέλη των ‘00s η Electronic Arts συνέχιζε να ανανεώνει με φρενήρεις ρυθμούς και νέα κεφάλαια ίσως το ιστορικότερο racing franchise. Από το 2002 και το Need for Speed: Hot Pursuit 2 έως το 2013 και το Need for Speed: Rivals κυκλοφόρησαν -ούτε λίγο ούτε πολύ- συνολικά 14 main παιχνίδια πριν η εταιρία αποφασίσει να… αραιώσει λίγο, καθώς η σειρά έδειχνε πλέον να έχει κορεστεί. Έκτοτε και μέχρι σήμερα τα Need for Speed επιστρέφουν κάθε φορά μετά από απουσία ενός έτους. Το 2009, ωστόσο, ήταν μια χρονιά στην οποία το franchise έδειχνε ότι χρειάζεται κάτι διαφορετικό, το οποίο θα κινείται σε υψηλότερα στάνταρ ποιότητας. Είχε προηγηθεί το Need for Speed: Undercover, εισπράττοντας τις χαμηλότερες βαθμολογίες στην ιστορία της σειράς, συνεπώς η ανάγκη ανανέωσης προέκυπτε απαραίτητη όσο ποτέ.
Στο ανωτέρω πλαίσιο, η EA αφαίρεσε προσωρινά το franchise από την EA Black Box, θυγατρική της και πάγια developer των τελευταίων επτά κεφαλαίων του, από το Hot Pursuit 2 και εξής, παραδίδοντας τη σκυτάλη, και ως εκ τούτου την ευθύνη της ανάπτυξης του επόμενου NFS, στην τότε νεοσύστατη Slightly Mad Studios. Αυτή επρόκειτο να γίνει ακόμη περισσότερο γνωστή στους gamers αρκετά χρόνια αργότερα, μέσα από τα τρία κεφάλαια της σειράς Project Cars (2015, 2017, 2020). Το Need for Speed: Shift κυκλοφόρησε το 2009 σε μια προσπάθεια της EA να στρέψει το franchise προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση σε σχέση με την κλασική arcade ταυτότητά του, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας αποτελούν πάγια οι αγώνες σε ανοιχτούς δρόμους. Αλλαγή, η οποία στην πραγματικότητα δεν ήταν απολύτως πρωτόγνωρη, καθώς κάτι τέτοιο είχε επιχειρηθεί δύο χρόνια νωρίτερα, με το Prostreet, το οποίο είχε μεταφέρει τη δράση σε κλειστές πίστες ως επί το πλείστον, δείχνοντας ωστόσο να ψάχνει «τα πατήματά του» μεταξύ arcade και simulation οδήγησης. Μάλιστα στην περίπτωση του Shift έχουν αξιοποιηθεί καταφανώς ορισμένα assets του παλαιότερου τίτλου, καθώς υπάρχουν πίστες οι οποίες θυμίζουν έντονα αντίστοιχες εκείνου.
Με το Shift η πλάστιγγα έγειρε σαφώς υπέρ της εξομοίωσης και του ρεαλισμού, καθιστώντας αναπόφευκτα τον έλεγχο των οχημάτων πιο απαιτητικό και -στο επίπεδο αυτό- πιο συναρπαστικό. Έστω, όμως, κι αν αυτό το στυλ δεν εγκαταλείφθηκε άμεσα, καθώς δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε μια ανάλογη συνέχεια, σύντομα η σειρά επανήλθε στα γνώριμα μονοπάτια της. Άλλωστε ο ανταγωνισμός στην κατηγορία ήταν τέτοιος που δεν της επέτρεπε μεγάλες παρεκκλίσεις από το ύφος που την καθιέρωσε στη συνείδηση του κόσμου και ιδιαίτερα των PC gamers, λειτουργώντας ως ένα αποκούμπι των τελευταίων στην κατηγορία. Την ίδια περίοδο οι κάτοχοι PlayStation 3 βολεύονταν ακόμη… όπως-όπως με το Gran Turismo 5 Prologue (2007), αναμένοντας την κανονική έκδοση που θα κυκλοφορούσε ένα χρόνο αργότερα, ενώ οι έχοντες Xbox 360… διψούσαν για το Forza Motorsport 3, το οποίο θα κυκλοφορούσε ένα μόλις μήνα μετά το Need For Speed: Shift.
Σε σχέση με τα προηγούμενα NFS, ακόμη μία διαφοροποίηση του Shift αφορά την απουσία οιουδήποτε story. Χωρίς περιστροφές, ο gamer μπαίνει στην πίστα για ένα δοκιμαστικό γύρο με μια BMW M3 E92, στο τέλος του οποίου το ίδιο το παιχνίδι προτείνει τα settings ως προς το επίπεδο δυσκολίας αλλά και τις επιμέρους βοήθειες, χαρακτηριστικά που ασφαλώς δεν είναι δεσμευτικά. Μετά και την πρώτη κούρσα ξεκινάει επί της ουσίας η καριέρα, καθώς ο παίκτης καλείται να αγοράσει αυτοκίνητο tier 1 με τα χρήματα που έχει προλάβει να κερδίσει. Συνολικά υπάρχουν τέσσερεις κατηγορίες αυτοκινήτων, οι οποίες ξεκλειδώνουν συγχρόνως με τα tiers των διαθέσιμων αγώνων. Ως tier 5 λογίζονται οι τελικές αναμετρήσεις του NFS World Tour, με απώτερο στόχο τον τίτλο του πρωταθλητή.
Κάθε tier των αναμετρήσεων γίνεται διαθέσιμο μόνο όταν ο gamer συγκεντρώσει έναν απαιτούμενο αριθμό αστεριών κάθε φορά (30, 80, 180, 280). Αυτά κυμαίνονται συνήθως από τρία έως έξι ανά κούρσα και αφορούν ένα συνδυασμό επιδόσεων και συνολικής παρουσίας. Ο τερματισμός στο podium προσφέρει από ένα έως τρία αστέρια, ενώ έως δύο προκύπτουν από τον αριθμό των πόντων που αποκομίζει ο παίκτης στη διάρκεια του αγώνα βάσει των ενεργειών του (προσπεράσεις, drift, καθαρά περάσματα κ.ο.κ.). Το έκτο αστέρι αφορά συγκεκριμένο στόχο κάθε φορά, όπως, ενδεικτικά, η διατήρηση της «καθαρής» γραμμής σε ποσοστό 75% ή η επίτευξη συγκεκριμένου χρόνου σε ένα γύρο. Αναλόγως της οδηγικής συμπεριφοράς του, ο gamer μαζεύει πόντους, οι οποίοι με τη σειρά τους αναβαθμίζουν και το επίπεδό του. Οι πόντοι αυτοί υποδιαιρούνται στις κατηγορίες precision και aggression. Οποιαδήποτε επαφή με αντίπαλο αυτοκίνητο ή ακόμη και παρεμπόδιση σε απόπειρα προσπεράσματος θεωρείται επιθετική κίνηση. Αντίθετα, αποφεύγοντας τις εξόδους από την πίστα ή πραγματοποιώντας καθαρές προσπεράσεις προστίθενται precision points. Προσωπικά συγκέντρωσα περίπου 200.000 συνολικά, με ποσοστά 57.5% - 42.5% υπέρ του precision.
Στη βασική του έκδοση το παιχνίδι συμπεριλαμβάνει μερικές δεκάδες αυτοκινήτων και μάρκες οι οποίες δε θα μπορούσαν να λείπουν, όπως Audi, Aston Martin, BMW, Chevrolet, Dodge, Honda, Lamborghini, Lotus, McLaren, Mercedes, Nissan, Porsche, Toyota και όχι μόνο. Τα περισσότερα οχήματα είναι πισωκίνητα και προσωπικά τα βρήκα εξαιρετικά δύσκολα στο χειρισμό τους, αν και στην προκειμένη περίπτωση δεν εντρύφησα στο διαθέσιμο tuning πέραν των… προβλεπόμενων upgrades, στο βαθμό που επιδέχεται το καθένα. Είναι αυτονόητο ότι κάθε αυτοκίνητο συμπεριφέρεται διαφορετικά και όσο ο παίκτης περιορίζει τις βοήθειες που προσφέρονται άπλετα (από το κλασικό αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων έως υποβοήθηση στο φρενάρισμα και το στρίψιμο!), οι διαφορές αυτές μεγιστοποιούνται.
Προσωπικά, κατέφυγα σε τετρακίνητα στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, πέραν εκείνων στις οποίες το παιχνίδι σε υποχρεώνει να διαγωνιστείς με συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Με tuning, το οποίο παραμετροποιεί επιμέρους parts, ασχολήθηκα κυρίως στο τελευταίο κομμάτι του παιχνιδιού, αναζητώντας την καλύτερη δυνατή ανταπόκριση από το εκάστοτε αμάξι μου προκειμένου να περάσω κάποιες πίστες. Την τελική… μάχη, ωστόσο, την έδωσα με ένα Mitsubishi Lancer Evolution IX FQ-300, κατηγορίας tier 2(!), καθώς αδυνατούσα να βρω αυτοκίνητο που να έχει τα κρατήματα που ήθελα στη συγκεκριμένη διαδρομή. Ενδεικτικό, πάντως, του γεγονότος ότι τα hypercars δεν αποτελούν πανάκεια σε όλες τις περιπτώσεις. Ανεξαρτήτως αυτών, η απόκτηση του επιθυμητού οχήματος είναι εντελώς απλή υπόθεση, καθώς μπορείς πάντοτε να πουλήσεις ένα στην τιμή που το αγόρασες και να αποκτήσεις το επόμενο, σε συνδυασμό με τα χρήματα που κερδίζεις σε κάθε αγώνα.
Τα Race Modes του career διακρίνονται κατά κύριο λόγο στα κλασικά circuit διάρκειας δύο έως πέντε γύρων, τη one on one αναμέτρηση με προκαθορισμένα οχήματα, την πραγματοποίηση του ταχύτερου γύρου, τον αποκλεισμό του τελευταίου οδηγού σε κάθε γύρο και τα κλασικά drifts. Από εκεί και πέρα, όσο το παιχνίδι προχωρά, προστίθενται νέες υποκατηγορίες αναμετρήσεων, οι οποίες θέτουν συγκεκριμένες παραμέτρους, όπως αγώνες αντοχής, με αυτοκίνητα συγκεκριμένης εθνικότητας (ευρωπαϊκά, αμερικανικά ή ιαπωνικά) κ.ά.. Ο τίτλος διαθέτει συνολικά 19 πίστες, κάποιες εκ των οποίων είναι αυθεντικές και μάλιστα θρυλικές, όπως το Nürburgring στη Γερμανία, το Spa στο Βέλγιο και το Silverstone στην Αγγλία. Εξαιρώντας ορισμένα glitches αλλά και έντονο pop-up, τα οποία αντιμετώπισα σε μια-δυο συγκεκριμένες διαδρομές, το Shift είναι πανέμορφο οπτικά για την εποχή του, παρουσιάζοντας επίσης ένα αξιόλογο μοντέλο ζημιών, καλύτερο στον οπτικό τομέα και λιγότερο στην επίδρασή του στο gameplay, ενώ ο ήχος των κινητήρων αλλά και των συγκρούσεων των αυτοκινήτων είναι πραγματικά εντυπωσιακός. Το AI δεν αποφεύγει τα λάθη, ακόμη και στο υψηλότερο επίπεδο δυσκολίας όπου και έπαιξα, ενώ σε επίπεδο χειρισμού η κατάσταση είναι εκ των πραγμάτων απολύτως σχετική, αναλόγως των ρυθμίσεων που επιλέγει ο καθείς.
Επιχειρώντας σε Hard difficulty και με παραμετροποιήσιμο Pro Handling Model (Steering και Braking Assist στο Off by default, Anti-lock Brakes, Stability Control και Automatic Clutch στο On, Traction Control στο Low, Damage Effects στο Full και αυτόματο κιβώτιο) χρειάστηκα περίπου 24 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους. Το παιχνίδι βεβαίως αποτελεί τη χαρά του completionist, ο οποίος θα θελήσει να συγκεντρώσει όλα τα αστέρια στο σύνολο των αγώνων, κάτι που ωστόσο δεν είναι προαπαιτούμενο για να φτάσεις στην κορυφή του Need for Speed: Shift, αλλά υπόσχεται ίσως άλλες τόσες ώρες παιχνιδιού, σε συνάρτηση πάντοτε με τα skills του εκάστοτε gamer και τη δυσκολία που επιλέγει. Καταλήγοντας, παρά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του αλλά και τις κριτικές που εισέπραξε, ο συγκεκριμένος τίτλος σημείωσε αρνητικό ρεκόρ πωλήσεων στην Αμερική (πιθανότατα και στην Ευρώπη), σε αντίθεση με τους προκατόχους του, Undercover και Prostreet, οι οποίοι είχαν υπερβεί παγκοσμίως τα πέντε εκ. αντίτυπα έκαστος. Η συνέχεια του franchise μαρτυρούσε οπωσδήποτε την ανάγκη επιστροφής στις ρίζες του, όπως και συνέβη την αμέσως επόμενη χρονιά…
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments