Έτος 1993. Δώδεκα χρόνια έχουν περάσει από τις φριχτές δολοφονίες που συγκλόνισαν την ευρύτερη περιοχή του Suffolk στην ανατολική Αγγλία και ιδιαίτερα την τοπική κοινωνία του Black Mirror, όπου εδώ και πολλούς αιώνες δεσπόζει η ομώνυμη έπαυλη. Ακριβώς τα διπλάσια έχουν παρέλθει πλέον απ’ όταν, το 1969, μια καταστροφική πυρκαγιά που ξέσπασε σε πτέρυγα του κεντρικού κτιρίου του αρχοντικού κόστισε τη ζωή της νεαρής συζύγου του τελευταίου κληρονόμου του Οίκου των Gordon, Samuel. Ίσως επηρεασμένοι από δεισιδαιμονίες και προκαταλήψεις ενός όχι και τόσο ξεχασμένου παρελθόντος, οι κάτοικοι του κοντινού χωριού, Willow Creek, σιγοψιθυρίζουν για μια κατάρα, η οποία ακολουθεί τους άρχοντες του τόπου ήδη από τον Ύστερο Μεσαίωνα, ενώ οι τελευταίοι μάλλον γνωρίζουν περισσότερα απ’ όσα παραδέχονται…
Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, συγκεκριμένα στην ανατολική ακτή των Η.Π.Α., στην κωμόπολη Biddeford της Πολιτείας του Maine, ένας νεαρός φοιτητής ονόματι Darren Michaels έχει επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας του για τις διακοπές του και, κατόπιν παραινέσεων εκείνης, για τις επόμενες τρεις εβδομάδες θα εργάζεται στο μοναδικό φωτογραφείο της περιοχής, σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσει κάποια επιπλέον χρήματα. Η περίπτωση του ιδιοκτήτη και προϊσταμένου του, ωστόσο, συνιστά φαινόμενο στην τοπική κοινότητα: ένας πραγματικός αγροίκος, πρωτόγονος με τη χειρότερη έννοια του όρου, άθλια συμπεριφορά και αυτονοήτως πέρα για πέρα ακαλλιέργητος, με παρουσιαστικό που αποκαλύπτει απ’ την κορφή ως τα νύχια το γλοιώδες του χαρακτήρα του και το αποκρουστικό του τρόπου του. Ο Darren μετρά μόλις λίγες μέρες στη δουλειά και ήδη αναρωτιέται πώς θα αντέξει μέχρι τέλους!
Όταν το παρθενικό Black Mirror κυκλοφόρησε το 2003, ίσως ούτε οι ίδιοι οι δημιουργοί του μπορούσαν να φανταστούν ότι κάποια στιγμή η ιστορία τους θα συνεχιζόταν. Η απροσδόκητη επιτυχία των μόλις έξι developers της τσεχικής Future Games επέτρεψε να υπάρξει και επόμενη μέρα για το όραμά τους, το οποίο, παρά κάποιες εμφανείς αδυναμίες, είχε ορισμένα εξαιρετικά χαρακτηριστικά. Ένας ιδιαιτέρως ατμοσφαιρικός τίτλος, ο οποίος έπλασε και αξιοποίησε κατάλληλα ένα πέπλο μυστηρίου και αγωνίας καθ’ όλη τη διάρκειά του, αποτελώντας μια από τις ποιοτικότερες «εναλλακτικές»(;) επιλογές στην κατηγορία των third-person point & click adventures. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο παιχνίδι έδειξε να αποτελεί περισσότερο ένα αυτοτελές και ολοκληρωμένο project, το οποίο δε στόχευε σε ένα sequel. Παρά το γεγονός αυτό, ωστόσο, το υπόβαθρο που «έχτισε», προϋποθέτοντας τη σπουδαία προϊστορία των Gordon στην περιοχή σε βάθος πολλών αιώνων αλλά και τη σκιά που φαίνεται ότι σκεπάζει διαχρονικά τον Οίκο τους, προσέφερε γόνιμο έδαφος για την αφήγηση μιας νέας ιστορίας γύρω από το Black Mirror, η οποία θα συνδεόταν αναπόφευκτα με όσα έχουν προηγηθεί και γνωρίζουν ήδη οι gamers.
Το πρώτο παιχνίδι του franchise σημείωσε μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία στη Γερμανία, όπου ξεπέρασε τα 100.000 αντίτυπα σε σύνολο 500 χιλιάδων. Κάπως έτσι η DTP Entertainment AG, εταιρία που είχε αναλάβει το publishing στη χώρα της κεντρικής Ευρώπης, αποκτώντας στην πορεία τα πλήρη δικαιώματα του brand, παρέδωσε την ευθύνη ανάπτυξης ενός sequel στην επίσης γερμανική και θυγατρική της, Cranberry Production, πρώην 4Head Studios, η οποία είχε γίνει περισσότερο γνωστή μέσα από τα δύο πρώτα κεφάλαια της life simulation σειράς The Guild (2002, 2006). Το τελευταίο δείγμα γραφής της Cranberry, πάλι σε συνεργασία με την DTP, ήταν το Mata Hari, ένα adventure που εισέπραξε μέτριες κριτικές. Παρά ταύτα, η συνεργασία των δύο πλευρών συνεχίστηκε, αυτή τη φορά επάνω στο πιο «βαρύ χαρτί» του publisher, για έναν πολυαναμενόμενο τίτλο από τους fans του πρώτου.
Το Black Mirror II: Reigning Evil, όπως ήταν ο πλήρης τίτλος του αρχικά, κυκλοφόρησε το 2009, έξι χρόνια μετά τον προκάτοχό του, ως ένα sequel το οποίο, καθώς ήδη αναφέρθηκε, διαδραματίζεται εν έτει 1993, δώδεκα χρόνια μετά τα γεγονότα του original. Πρόκειται για ένα παιχνίδι, το οποίο δε βιάζεται να ξεδιπλώσει τις αρετές του, αποδεικνύοντας εν τούτοις σταδιακά πόσο μεγάλη προσοχή έχει δοθεί στη λεπτομέρεια, και ιδιαίτερα στην αισθητική του πρώτου game όταν επανέρχεται σε γνώριμα από εκείνο σκηνικά. Η δημιουργία της Cranberry σέβεται απόλυτα και εν τοις πράγμασιν όσα «έχτισε» ο τίτλος της Future Games, ακόμη κι αν αυτό δε φαίνεται τόσο εν πρώτοις, και αφηγείται μια εξαιρετική ιστορία, η οποία αναπτύσσει τέτοια δυναμική, που τελικά δείχνει να ξεπερνά την προηγούμενη.
Η ευχάριστη έκπληξη προκύπτει βαθμιαία, όταν τα κομμάτια του παζλ αρχίζουν να ενώνονται και όσα συμβαίνουν στο πρώτο σκέλος του παιχνιδιού να αποκτούν αναδρομικά όχι απλώς περισσότερο νόημα, αλλά κυρίως πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Και πρόκειται περί έκπληξης διότι το sequel χαρακτηρίζεται από μια κατά κανόνα αργή εξέλιξη της πλοκής του, η οποία ενδεχομένως ανεβάζει μία ταχύτητα στα τελευταία κεφάλαιά του. Αυτή η ροή σε συνδυασμό με τη νωχελική εισαγωγή του, η οποία κάποιες στιγμές φαντάζει σχεδόν αδιάφορη, ειδικά για τον gamer που «έρχεται» από το πρώτο Black Mirror, προκαλεί μια σχετική απορία για τις προθέσεις του τίτλου· απορία, η οποία ενισχύεται από το εικαστικό του τελευταίου, ως προς τον τρόπο αποτύπωσης του Biddeford, ο οποίος παρότι είναι όντως πολύ όμορφος, συγχρόνως φαντάζει κάπως… generic, στερούμενος ταυτότητας, κάτι που κατ’ επέκταση ανάγεται στην ίδια την αισθητική του Black Mirror II. Αυτό είναι κάτι, ωστόσο, που αλλάζει άρδην όταν το παιχνίδι φεύγει από αυτήν την περιοχή για να επιστρέψει σε εκείνες -και όχι μόνο- που γνωρίσαμε την πρώτη φορά.
Στο σημείο αυτό προκύπτει ο πρώτος μεγάλος αιφνιδιασμός: μέσα από την ολοκαίνουρια engine, η οποία αναδεικνύει τα πολύ όμορφα γραφικά του project της Cranberry, παρουσιάζονται τώρα με εκπληκτικό τρόπο χώροι οικείοι από το παρελθόν, έχοντας μεσολαβήσει δώδεκα in-game χρόνια μεταξύ των δύο Black Mirror, και έξι πραγματικά. Οι developers, σεβόμενοι απόλυτα την παρακαταθήκη των προκατόχων τους, δημιουργούν επάνω σ’ αυτήν, αποτυπώνοντας με πανέμορφο τρόπο, μέσα από νέες οπτικές γωνίες και λεπτομερέστερα από ποτέ, γνώριμα κτίρια, περιοχές και εσωτερικούς χώρους, διατηρώντας ακέραιη την ταυτότητά τους και αποκαλύπτοντας την εξέλιξή τους σε βάθος χρόνου, συγκριτικά με την προηγούμενη φορά. Όταν η ιστορία μεταφέρει τη δράση στην Αγγλία, αντιλαμβάνεται πλέον ο καθένας πέραν πάσης αμφιβολίας ότι πρόκειται για το Black Mirror που γνώρισε και, εκτός απροόπτου, αγάπησε.
Σχεδόν ολόκληρο το πρώτο κεφάλαιο του sequel έχει εισαγωγικό χαρακτήρα, ενώ το ίδιο ισχύει σ’ ένα μεγάλο βαθμό και για το δεύτερο. Οι γρίφοι και οι πρώτες δοκιμασίες δείχνουν περισσότερο να παρουσιάζουν τη λογική και τους gameplay μηχανισμούς του, οι οποίοι είναι ούτως ή άλλως οι standard των adventures του είδους, παρά να εισάγουν επί της ουσίας στην κυρίως υπόθεση. Ο Darren, πρωταγωνιστής του παιχνιδιού, γνωρίζει μια κοπέλα ονόματι Angelina, η οποία επισκέπτεται το φωτογραφείο για να φωτογραφηθεί, ενώ ο ίδιος συνεχίζει να «τρέχει» στα θελήματα του προϊσταμένου του, Fuller. Το σημαντικότερο που συμβαίνει σ’ αυτό το πρώτο κομμάτι του Black Mirror II είναι ότι η μητέρα του ήρωα, η οποία εδώ και είκοσι χρόνια ταλαιπωρείται από έντονους πόνους στην πλάτη, λόγω ενός τροχαίου που κόστισε μάλιστα τη ζωή του πατέρα του, βρίσκεται αναίσθητη κάποια στιγμή στο σπίτι της και μεταφέρεται εσπευσμένα στο νοσοκομείο της κωμόπολης, όπου διαπιστώνεται η κωματώδης κατάστασή της, έχοντας χτυπήσει σοβαρά στο κεφάλι.
Στο δεύτερο κεφάλαιο τα πράγματα «σοβαρεύουν», καθώς εξ αρχής ο Fuller βρίσκεται δολοφονημένος στο μαγαζί του, ενώ η Angelina έχει συλληφθεί από την Αστυνομία, εντοπιζόμενη μέσα στα αίματα, πάνω από το πτώμα, στη διάρκεια της νύχτας. Ο Darren είναι πεπεισμένος για την αθωότητά της και θα προσπαθήσει να βρει αποδεικτικά στοιχεία γι’ αυτό, επικεντρώνοντας την έρευνά του σε έναν άγνωστο άνδρα, ο οποίος όλη την προηγούμενη μέρα βρισκόταν στην περιοχή ρωτώντας και για τους δύο νεαρούς. Είναι σχεδόν σαφές ότι όλα αυτά δε μπορούν να έχουν παρά ελάχιστη σχέση με την κυρίως υπόθεση, λειτουργώντας κατ’ ουσίαν ως προεισαγωγικά ψήγματα αυτής, σε συνδυασμό με ορισμένα ακόμη στοιχεία τα οποία ανακαλύπτει ο Darren εν τω μεταξύ, πριν οι συνθήκες τον οδηγήσουν στο υπερατλαντικό ταξίδι από τη Νέα Αγγλία στην Αγγλία!
Το πιο εντυπωσιακό είναι ο τρόπος με τον οποίο οι developers της Cranberry έχουν δομήσει το σενάριό τους, εκκινώντας από ένα πολύ αόριστο σημείο και μάλιστα συνεχίζοντας κάπως ανάλογα, μέχρι να δώσουν συγκεκριμένη κατεύθυνση, διαμορφώνοντας τελικά ένα εξαιρετικά συμπαγές αποτέλεσμα μέσα από μια περιπέτεια που βρίθει ανατροπών και εκπλήξεων, εντείνοντας την αγωνία και το ενδιαφέρον κάθε φορά, καθώς το μυστήριο βαθαίνει και το υπόβαθρο των Gordon και του Black Mirror περιπλέκονται ευφάνταστα. Η ικανότητα των Γερμανών να «συμμαζέψουν» την ιστορία τους τόσο αριστοτεχνικά, όχι απλώς νοηματοδοτεί καλύτερα σημεία των πρώτων κεφαλαίων, όπως ήδη αναφέρθηκε, αλλά συγχρόνως «απαλύνει» και άλλα, τα οποία θα μπορούσαν ακόμη και να παραληφθούν, αν είχε επιλεγεί μια πιο «σφιχτοδεμένη» προσέγγιση από την πρώτη στιγμή, σε επίπεδο διήγησης. Writer και designer, σε συνεργασία με την Anne von Vaszary και τον Jan Theysen, είναι ο Achim Heidelauf, ο producer και director του παιχνιδιού. Εξ αυτών, τη μεγαλύτερη παρουσία στο game development έμελλε να έχει έκτοτε ο Theysen, ιδιαίτερα μέσα από τη σειρά The Book of Unwritten Tales.
Σε γενικές γραμμές το Black Mirror II είναι αρκετά πιο βατό σε σχέση με το original. Ακόμη κι αν κάποιος παίζει στο normal (καθώς δεν υπάρχει hard) και με απενεργοποιημένες τις βοήθειες, όπως ο υπογράφων, και όχι στο easy, όπου εκεί προσφέρεται η δυνατότητα ακόμη και αυτόματης υπέρβασης ορισμένων puzzles, ο Darren δίνει συνεχώς hints προφορικά για το πού θα πρέπει να στρέψει την προσοχή του, και κατ’ επέκταση ο ίδιος ο gamer, συνεπώς είναι πολύ σπάνιο το φαινόμενο να μην ξέρεις τι ακριβώς πρέπει να κάνεις. Προς αυτή την κατεύθυνση βοηθά και το σημειωματάριο του πρωταγωνιστή, στο οποίο προστίθενται κάθε φορά αναφορές και σχόλια, τόσο για εκείνα που διαδραματίζονται γενικότερα όσο και για αυτά που καλείται να διεκπεραιώσει ο ίδιος στη συνέχεια. Περαιτέρω, ο βαθμός δυσκολίας των γρίφων είναι σαφώς χαμηλότερος του πρώτου παιχνιδιού, πλην ορισμένων εξαιρέσεων, οι οποίες μπορεί να μπερδέψουν ή να αποδειχθούν πιο απαιτητικές. Προσωπικά κόλλησα σε τουλάχιστον τρία-τέσσερα τέτοια σημεία, βλέποντας τελικά τα credits σε κάτι λιγότερο από 26 ώρες, διάρκεια η οποία θα μπορούσε να κυμαίνεται ακόμη και κάτω από τις 20 σε αντίθετη περίπτωση. Στα αρνητικά συγκαταλέγεται το γεγονός ότι υπάρχουν γρίφοι οι οποίοι επανέρχονται μετά τον πρώτο τίτλο, έστω σε μορφή παραλλαγής ή ακόμη και αυτούσιοι, και γίνονται βεβαίως άμεσα αντιληπτοί.
Σε ό,τι αφορά τα animations των χαρακτήρων, το περπάτημα του Darren είναι αλήθεια ότι σε αρκετές περιπτώσεις θυμίζει ρομπότ, με το σώμα του από τη μέση και πάνω να είναι υπερβολικά άκαμπτο. Από εκεί και πέρα, τόσο ο ίδιος όσο και οι NPCs δε στρέφονται πάντοτε προς τον συνομιλητή τους στη διάρκεια των διαλόγων, κάτι που επίσης δεν κολακεύει όταν συμβαίνει. Ως προς το inventory, ξενίζει το γεγονός ότι, σε αντίθεση με το ρεαλιστικό στοιχείο το οποίο προωθεί τόσο το παιχνίδι όσο και το franchise γενικότερα, ο Darren μπορεί να φέρει τεράστια αντικείμενα, ογκώδη και βαριά, από πινακίδες και σκάλες μέχρι βαριοπούλες, αλυσίδες, ακόμη και ολόκληρες αντλίες. Μάλιστα, κάποια στιγμή ακόμη και οι ίδιοι οι developers δείχνουν να παραδέχονται το οξύμωρο του πράγματος. Ακόμη, σε μία περίπτωση αντιμετώπισα ένα game breaking bug, όταν κάποια στιγμή εξαφανίστηκε ένα αντικείμενο, κάτι που όμως λύθηκε φορτώνοντας το τελευταίο manual save μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Ένα από τα πλέον ευχάριστα στοιχεία του παιχνιδιού είναι ότι επανέρχεται μια σειρά δευτερευόντων χαρακτήρων που γνωρίσαμε την προηγούμενη φορά, καθώς παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον η πορεία τους, η κατάσταση και ο σημερινός τρόπος ζωής τους, δώδεκα χρόνια μετά, παρότι βεβαίως για τον πρωταγωνιστή άπαντες αποτελούν άγνωστα πρόσωπα. Γενικότερα, το Black Mirror II επενδύει αρκετά στην αποτύπωση της ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητας όχι μόνο του Darren, αλλά και των NPCs, με αποτέλεσμα καθένας να κομίζει κάτι, τόσο όσοι εισάγονται για πρώτη φορά στο σύμπαν, όσο βεβαίως και εκείνοι για τους οποίους είναι ήδη γνωστά κάποια πράγματα. Στο πλαίσιο αυτό συμβάλλει και το voice acting, στο οποίο γίνεται πολύ καλή δουλειά, τόσο από τον Tony Babcock στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Αμερικανού μορφωμένου teenager, όσο και από το υπόλοιπο cast, για το οποίο δυστυχώς… δεν υπάρχουν credits, παρά μόνο για τους ηθοποιούς των γερμανικών voice overs!
Στον τομέα των γραφικών, από τα δυνατότερα χαρακτηριστικά του sequel αποτελεί η απεικόνιση τον καιρικών φαινομένων, της βροχής, των αστραπών, ακόμη και του αέρα, στον τρόπο με τον οποίο κουνάει τα κλαδιά των δέντρων, όταν αυτά δεν συμπεριλαμβάνονται στα pre-rendered περιβάλλοντα. Την παράσταση κλέβουν παρομοίως οι σκιάσεις, τα εφέ και οι αντανακλάσεις του νερού, η φυσικότητα με την οποία κινούνται τα σύννεφα στον ουρανό, ακόμη και ο καπνός που μπορεί να βγαίνει από μια καμινάδα· όμορφες πινελιές, που αναδεικνύουν τις λεπτομέρειες, οι οποίες τελικά κάνουν τη διαφορά. Το -εξαιρετικό για τις ανάγκες του τίτλου- άκρως ατμοσφαιρικό soundtrack, που εντείνει το μυστήριο, υπογράφει για δεύτερη συνεχόμενη φορά ο Τσέχος Zdeněk Houb, ένας από τους βασικούς συντελεστές του πρώτου παιχνιδιού, ο οποίος πλαισιώνει ιδανικά και με καίριες μουσικές τοποθετήσεις τη δράση, σε συγκεκριμένα σημεία.
Το Black Mirror II: Reigning Evil επανέφερε τη σειρά στο προσκήνιο μετά από έξι χρόνια, παρουσιάζοντας ένα αποτέλεσμα καθ’ όλα αντάξιο του προκατόχου του, τον οποίο τίμησε εμπράκτως μέσα από μια σειρά χαρακτηριστικών που προσέλαβε και ανέδειξε ακόμη περισσότερο, σε έναν πολύ πιο «καλογυαλισμένο» τίτλο πλέον, με μια αναμφισβήτητα ανατρεπτικότερη ιστορία, αν όχι καλύτερη. Το οριακό σημείο στο οποίο καταλήγει, υποδηλώνει ότι ένα δεύτερο sequel ήταν μάλλον προαποφασισμένο εξ αρχής, όπως συνέβη πράγματι δύο χρόνια αργότερα. Σε ένα franchise το οποίο έδειχνε ήδη να συμπεριλαμβάνεται στα καλύτερα third-person point & click adventures της νέας χιλιετίας, το Black Mirror III: Final Fear θα ερχόταν εν έτει 2011 να ολοκληρώσει κάτι που είχε μείνει στη μέση…
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments