Αν αναζητήσει κάποιος τα πλέον συνηθισμένα settings στα οποία συστήνονται στους gamers τα videogames, τότε αναμφισβήτητα θα καταλήξει σε δύο συγκεκριμένα, που σε σχετικούς αριθμούς κυριαρχούν στο χώρο, πέραν οποιονδήποτε άλλων. Πρόκειται αφενός για εκείνα που διαδραματίζονται στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με τη σχετική λίστα να μην έχει τέλος. Shooters και strategies συμπεριλαμβάνονται οπωσδήποτε μεταξύ των genres που κατέχουν τη μερίδα του λέοντος, με τα πρώτα να είναι μακράν τα πλέον εμπορικά. Αφετέρου, υπάρχουν οι τίτλοι που λαμβάνουν χώρα σ’ ένα post-apocalyptic σκηνικό, σε κάθε πιθανή και απίθανη παραλλαγή του. Από το κορυφαίο franchise των τελευταίων δέκα χρόνων στο πεδίο, το εκπληκτικό The Last of Us, τα adventures της Telltale στο σύμπαν του Walking Dead αλλά και τις… παιδικές χαρές της σειράς Dead Rising, έως το… αρχαίο Wasteland. Το τελευταίο κυκλοφόρησε πριν από 34 ολόκληρα χρόνια, το μακρινό 1988, όντας επί της ουσίας το πρώτο εγχείρημα της βιομηχανίας, εκτυλισσόμενο σ’ ένα μετα-αποκαλυπτικό περιβάλλον. Επρόκειτο ωστόσο για έναν πρωτοποριακό τίτλο και στην κατηγορία των RPGs, εμπνεόμενο άμεσα από διάφορα επιτραπέζια, σε μηχανισμούς των οποίων μάλιστα βασίστηκε και τους ενσωμάτωσε στο gameplay του.
Το Wasteland αναπτύχθηκε από την αμερικανική Interplay Productions, η οποία ιδρύθηκε το 1983 και συνεχίζει να υπάρχει στο χώρο μέχρι σήμερα, κυρίως ως publisher, με πολύ συστηματικότερη παρουσία εν τούτοις έως το 2004. Το συγκεκριμένο παιχνίδι απέκτησε πολύ σημαντικό κοινό για την εποχή του, παρά ταύτα το πρώτο sequel του franchise καθυστέρησε να έρθει 22 χρόνια! Όταν αυτό συνέβη, το 2010, τα δικαιώματα είχαν περάσει πλέον από την publisher του original game, Electronic Arts, στην inXile Entertainment, προσωπική εταιρία του Brian Fargo, εκ των συνιδρυτών της Interplay και director του Wasteland. Το παιχνίδι αυτό εξελίχθηκε κατ’ ουσίαν στον προπάτορα όλων των post-apocalyptic games, ενώ η επίδρασή του είχε ακόμη πιο άμεσο και δυναμικό χαρακτήρα κατά την αμέσως επόμενη δεκαετία. Συγκεκριμένα, εννιά χρόνια αργότερα παρουσιάστηκε το παρθενικό κεφάλαιο μιας σειράς, που έμελλε τελικά να επικρατήσει στη συνείδηση των παικτών και να ταυτιστεί με τη συγκεκριμένη θεματολογία. To 1997 κυκλοφόρησε το Fallout, ο πνευματικός διάδοχος του Wasteland, με απροκάλυπτες επιρροές από αυτό, ερχόμενο ωστόσο να προσφέρει μια καινοτόμα διαδραστική εμπειρία, που εκτιμήθηκε δεόντως από τους gamers των ‘90s και όχι μόνο.
Μαζί με το πρώτο Diablo, της επίσης αμερικανικής Blizzard, που είχε διατεθεί στην αγορά κάποιους μήνες νωρίτερα, κινούμενο ωστόσο σε πιο action-RPG ατραπούς, το Fallout ήταν μεταξύ των τίτλων που έθεσαν τις βάσεις για κάθε παιχνίδι αντίστοιχου στυλ έκτοτε. Η σχετική τριπλέτα, που άλλαξε το ρου της ιστορίας, υιοθετώντας περαιτέρω την ισομετρική προοπτική της κάμερας, συμπληρώθηκε με το πρώτο Baldur’s Gate, το οποίο ανέπτυξε η Bioware και πάλι για λογαριασμό της Interplay, και παρουσιάστηκε μετά από ένα χρόνο, το 1998. Στο τελευταίο θα αναφερθούμε αναλυτικά στο μέλλον, ως εκείνο το οποίο επηρέασε άμεσα την κατηγορία αυτών που σήμερα προσδιορίζονται ως κλασικά RPGs, πυροδοτώντας μια σειρά παιχνιδιών που ακολούθησαν τα αμέσως επόμενα χρόνια και όχι μόνο. Το Fallout, ωστόσο, ήρθε να ακολουθήσει τα χνάρια του άτυπου προγόνου του, χαράσσοντας συγχρόνως τη δική του πορεία από εκεί και έπειτα. Οι εξαιρετικοί gameplay μηχανισμοί του, το πλούσιο character customization και η συνεκτική ιστορία του ήταν ορισμένοι από τους βασικότερους λόγους της επιτυχίας του, η οποία μπορεί να μην ήταν απόλυτη, αλλά επέτρεψε την άμεση συνέχιση του franchise με ένα sequel την επόμενη χρονιά. Παρά ταύτα, σε βάθος χρόνου οι πωλήσεις του original τίτλου ανήλθαν σε περίπου 600.000 αντίτυπα, αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος για τα δεδομένα της εποχής.
Βάσει σεναρίου, το 2077 έγινε Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, όταν η Κίνα εισέβαλε στην Αλάσκα διεκδικώντας το πετρέλαιο και το ουράνιό της. Η διάρκειά του ήταν μόλις δύο ωρών, διάστημα υπεραρκετό προκειμένου το πυρηνικό ολοκαύτωμα που ακολούθησε να επαναπροσδιορίσει κάθε έννοια ζωής επάνω στον πλανήτη Γη. Οι τυχεροί κατόρθωσαν να κρυφτούν εγκαίρως σε υπόγεια καταφύγια (Vaults), προσαρμοσμένα ακριβώς σε ένα τέτοιο σενάριο, προκειμένου να μην υποστούν τις συνέπειες της ραδιενέργειας που κυριάρχησε στην ατμόσφαιρα. Οι αμέσως επόμενες γενιές ανθρώπων γεννήθηκαν και μεγάλωσαν μέσα σ’ αυτά, μη έχοντας την παραμικρή εικόνα περί του έξω κόσμου. Τουλάχιστον όμως στην περίπτωση του Vault 13, αυτό πρόκειται σύντομα να αλλάξει. Βρισκόμαστε πλέον εν έτει 2161, όταν ο επικεφαλής του καταφυγίου (Overseer) απευθύνεται στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα του παιχνιδιού, ενημερώνοντας ότι η επιβίωση ολόκληρης της αποικίας απειλείται άμεσα: το τσιπάκι που ελέγχει το σύστημα καθαρισμού του νερού χάλασε και πλέον το προσδόκιμο ζωής του πληθυσμού του Vault δεν υπερβαίνει τους πέντε μήνες, αν δε βρεθεί λύση. Διά μέσου του ήρωα που αναλαμβάνει, ο gamer θα κληθεί να αναζητήσει στο έκθετο και επικίνδυνο εξωτερικό περιβάλλον το ανταλλακτικό που θα επιτρέψει στην κοινότητα να επιβιώσει.
Ξεκινώντας, ο παίκτης καλείται να επιλέξει τον vault dweller που θα ελέγχει, έχοντας να αποφασίσει μεταξύ τριών χαρακτήρων, που ακούν στο όνομα Max Stone, Natalia και Albert, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα δημιουργίας ενός καινούριου. Οι τρεις έχουν έφεση σε διαφορετικά skills κατ’ αρχήν, αλλά τούτο είναι κάτι που τροποποιείται κατά το δοκούν, όσο η περιπέτεια εξελίσσεται και το level του πρωταγωνιστή ανεβαίνει, ενώ τα attributes του καθενός παραμένουν σταθερά. Και στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, προσφέρεται η επιλογή της τροποποίησής τους άπαξ πριν από την έναρξη του playthrough, και βεβαίως κατά τη διάρκειά του, τουλάχιστον σε προσωρινό επίπεδο, μέσω των διαφόρων buffs. Τα attributes συνοψίζονται στην άτυπη ονομασία S.P.E.C.I.A.L., που αντιστοιχεί σε Strength, Perception, Endurance, Charisma, Intelligence, Ability και Luck.
Ο Max είναι το tank της υπόθεσης, η Natalia η αθόρυβη επιδρομέας, ενώ ο Albert ο χαρισματικός ομιλητής και διαπραγματευτής. Προσωπικά προτίμησα τη δεύτερη, ως τη μόνη γυναικεία default επιλογή, εστιάζοντας σε βάθος χρόνου στην αναβάθμιση των skills της στα small και big guns αλλά και τα energy weapons. Οι επιλογές είναι οπωσδήποτε πολλές για ένα παιχνίδι στα τέλη των ‘90s, ενώ πολλαπλάσια τα όπλα και άλλα αντικείμενα που γίνονται διαθέσιμα σταδιακά, αν και οι τιμές από τους διαφόρους NPCs της Wasteland (διόλου τυχαίο), οι οποίοι λειτουργούν ως vendors, φαντάζουν απαγορευτικές στα πρώτα στάδια του παιχνιδιού, ιδίως όταν πρόκειται για καταστηματάρχες. Πάντοτε ωστόσο μπορεί να γίνει ανταλλαγή με… ανάλογης αξίας αντικείμενα από το inventory της πρωταγωνίστριας -στην περίπτωσή μας.
Η ιστορία του παιχνιδιού χωρίζεται άτυπα σε δύο σκέλη. Το πρώτο αφορά, όπως αναδείχθηκε, την ανεύρεση του επίμαχου chip που θα εξασφαλίσει την υδροδότηση του καταφυγίου με πόσιμο νερό. Το δεύτερο επικεντρώνεται, όπως μπορεί να πιθανολογήσει κάποιος, στην αντιμετώπιση της μεγαλύτερης εκ των απειλών που υφέρπουν στον έξω κόσμο. Από την πρώτη στιγμή, μέσω του σχετικού χάρτη, ο gamer έχει τη δυνατότητα μετακίνησης και εξερεύνησης κάθε πιθανού και απίθανου σημείου, ωστόσο σε πρώτη φάση οφείλει να έχει το νου του, καθώς οι μέρες κυλούν αντίστροφα (υπάρχει πλήρης εναλλαγή ημέρας-νύχτας) και σε περίπτωση που εξαντληθούν οι 150 διαθέσιμες αρχικά, το game over είναι η συνέπεια της αποτυχίας να επιστρέψει εγκαίρως ο χαρακτήρας του με τη σχετική πλακέτα στο Vault 13. Σε απόλυτους αριθμούς, εάν κάποιος γνωρίζει λίγο καλύτερα το στήσιμο του Fallout ως gameplay και ιδίως αν ξέρει πού πρέπει να πάει, ο τίτλος δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος σε διάρκεια, τουλάχιστον για τα δεδομένα ενός RPG. Δίχως να ανήκω σε κάποια από τις δύο κατηγορίες, παίζοντας στο υψηλότερο επίπεδο δυσκολίας (hard game και rough combat difficulty) χρειάστηκα περίπου 46 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, διάστημα που θα μπορούσε διαφορετικά να είναι πολύ μικρότερο, καθώς ιδίως στο πρώτο μισό… μάλλον πελαγοδρομούσα, με αποτέλεσμα να βρεθώ αντιμέτωπος με το ανωτέρω game over, υποχρεούμενος να φορτώσω ένα αρκετά παλαιότερο save… συνεχίζοντας εν τω μεταξύ την αναζήτηση!
Οι προαιρετικές αποστολές είναι λίγες σχετικά, ωστόσο κάποιες εξ αυτών μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά χρήσιμες, λόγω των ανταποδοτικών οφελών τους. Στο πλαίσιο αυτό απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στην επιλογή των απαντήσεων κατά τους διαλόγους, διότι μια λάθος απόκριση μπορεί να κλείσει πόρτες, μεταφορικά και κυριολεκτικά, που είναι κομβικής σημασίας. Το σύστημα μάχης παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς είναι το μόνο που κινείται σε turn-based λογική. Όντας σε combat mode, ο παίκτης καλείται να κινηθεί προσεκτικά, καθώς κάθε ενέργεια αντιστοιχεί σε action points. Μεταξύ των τριών default χαρακτήρων, η 17χρονη Natalie έχει τα περισσότερα, δέκα. Ενδεικτικά, στην περίπτωσή της, αναλόγως του όπλου που χρησιμοποιεί, δαπανά από τέσσερεις έως έξι πόντους ανά γύρο, τρεις για melee επίθεση κ.ο.κ., ενώ αναλόγως προσμετράται η χρήση του inventory και αντικειμένων μέσα από αυτό εν ώρα μάχης. Βεβαίως, ακόμη και τούτο μπορεί να διαφοροποιηθεί στην πορεία, επιλέγοντας τα κατάλληλα perks. Αυτά, ειρήσθω εν παρόδω, καλύπτουν βαθμιαία μια ευρύτατη γκάμα χαρακτηριστικών, από τα οποία ο καθένας επιλέγει εκείνα που θεωρεί ότι τον εξυπηρετούν καλύτερα. Σε άλλα σημεία άξια αναφοράς, αρνητικό είναι οπωσδήποτε το γεγονός ότι δεν αναγράφονται τα στατιστικά του εκάστοτε όπλου ή άλλου εξοπλισμού πριν το αγοράσεις από τους vendors. Από εκεί και πέρα, το παιχνίδι περιλαμβάνει και friendly fire, που μπορεί να επιτρέψει ορισμένα απολαυστικά στιγμιότυπα, ενώ, τέλος, υπάρχουν κάποια μικρά bugs και glitches, τα οποία επρόκειτο να χαρακτηρίσουν στο μέλλον τη σειρά.
Το Fallout υπογράφεται από τους lead programmers, Tim Cain και Chris Jones, με τον πρώτο να είναι επίσης ο παραγωγός, ενώ ο δεύτερος ο lead designer. Αμφότεροι επρόκειτο να έχουν παρουσία σε ανάλογα games στο μέλλον. Τα κείμενα των διαλόγων έχει επιμεληθεί ο Mark O’Green, κατορθώνοντας να αναδείξει τη διαφορετική προσωπικότητα του εκάστοτε NPC. Στην πλειοψηφία αυτών, όπως ισχύει και για τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, δεν υπάρχει voice acting, ενώ, κι όταν συμβαίνει, συνήθως κυμαίνεται μεταξύ μετριότητας και κακού. Παρά ταύτα, αν ξεχωρίζει κάποιος ως όνομα είναι οπωσδήποτε ο Ron Perlman ως αφηγητής και όχι μόνο, ο Hellboy των ομώνυμων ταινιών, που θα προέκυπταν αρκετά αργότερα (2004, 2008). Στο cast μπορεί να διακρίνει κάποιος επίσης τον Keith David, ο οποίος πολλά χρόνια αργότερα θα ανελάμβανε το σημαίνοντα ρόλο του Captain David Anderson στη θρυλική Mass Effect τριλογία (2007, 2010, 2012) της Bioware. Τέλος, σε ό,τι αφορά το soundtrack, ο ρόλος του είναι καθαρά συνοδευτικός, προσπαθώντας να συμβάλει -οριακά- στην ενίσχυση της υπάρχουσας ατμόσφαιρας.
Το Fallout: A Post Nuclear Role Playing Game, όπως είναι η πλήρης ονομασία του, εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές, θεωρούμενο σήμερα ως ένα από τα καλύτερα RPGs ever και οπωσδήποτε από τα πλέον επιδραστικά. Σε μια εποχή που το ενδιαφέρον της κατηγορίας περιστρεφόταν κατά κόρον γύρω από μεσαιωνικού τύπου fantasy σκηνικά -λέγε με Dungeons & Dragons, η Interplay Productions επέλεξε να το μετατοπίσει σε ένα δυστοπικό μέλλον· όταν ο πυρηνικός όλεθρος έχει δημιουργήσει συνθήκες ζούγκλας και αναρχίας, με τις τοπικές κοινωνίες -οι οποίες έχουν αντέξει στις διάφορες περιοχές αυτού που κάποτε αποτελούσε μέρος των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής- να προσπαθούν να ορθοποδήσουν, ξεκινώντας απ’ την αρχή, κόντρα σε αναρίθμητους κινδύνους που ελλοχεύουν παντού και ανά πάσα στιγμή. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα, με τη συμπλήρωση ακριβώς ενός έτους, να παρουσιαστεί το πρώτο από τα τρία sequels που έχουν υπάρξει μέχρι σήμερα στο franchise, εξαιρώντας εν προκειμένω τα spin-off που προέκυψαν ενδιάμεσα. Αλλά για το Fallout 2 θα μιλήσουμε αναλυτικά την επόμενη φορά.
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments