Στην αυγή της νέας χιλιετίας κι ενώ η εξέλιξη της τεχνολογίας έδινε μόνο ορισμένα δείγματα γραφής του τι επρόκειτο να επακολουθήσει κατά την πρώτη εικοσαετία του 21ου αιώνα, υπήρξε μία ταινία η οποία κυκλοφόρησε στο σινεμά επαναπροσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο «γυρίζονται» τα films, πρωτοπορώντας με την εισαγωγή νέων τεχνικών οι οποίες αν μη τι άλλο προσέφεραν ένα καινοφανές οπτικό αποτέλεσμα, ζηλευτό και παράδειγμα προς μίμηση ακόμη και σήμερα. Πριν από λίγες μόλις μέρες συμπληρώθηκαν είκοσι χρόνια ακριβώς, από τότε που η πρώτη ταινία Matrix κυκλοφόρησε στη μεγάλη οθόνη καταξιώνοντάς την ως μία από τις κορυφαίες όλων των εποχών στη συνείδηση του κόσμου.
Σήμα κατατεθέν της δεν ήταν άλλο από τις ρηξικέλευθες μεθόδους που εφαρμόστηκαν ούτως ώστε να απεικονιστεί -με αξιοθαύμαστο, ομολογουμένως, τρόπο- η ικανότητα των πρωταγωνιστών να αποφεύγουν σε αργή κίνηση τις σφαίρες που δέχονταν κατά ριπάς από τους εχθρούς τους. Ή, τουλάχιστον, αυτό έβλεπε ο θεατής, καθώς η σκηνοθετική άποψη των αδερφών Wachowski ήθελε να περιγράψει το ακριβώς αντίθετο: ότι οι Neo (Keanu Reeves), Trinity (Carrie-Anne Moss), Morpheus (Laurence Fishburne) και οι συν αυτοίς μπορούσαν να κινούνται τόσο γρήγορα μέσα στο Matrix ελισσόμενοι μεταξύ των πυρών που δέχονταν, ώστε ακόμη και αυτός, ο χρόνος, να φαντάζει ότι παγώνει σχεδόν σε απόλυτο βαθμό.
Δύο χρόνια μετά την πρεμιέρα του Matrix, το 2001, η εικόνα που είχε εντυπωσιάσει άπαντες έμελλε να μεταφερθεί και στο χώρο των videogames, σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο βεβαίως, αλλά και πάλι πρωτοποριακό για τα δεδομένα της συγκεκριμένης βιομηχανίας. Η έως τότε άσημη φινλανδική εταιρία developers που άκουγε στο όνομα «Remedy Entertainment», είχε ιδρυθεί το 1995 και μετρούσε στο παλμαρέ της μόνο μία δημιουργία, το Death Rally (1996), ανέπτυξε ένα από τα πιο εμβληματικά third-person shooters ever. Το Max Payne, με κεντρικό πρόσωπο τον ομώνυμο detective του New York City Police Department και εν συνεχεία πράκτορα της Δίωξης Ναρκωτικών, εισέπραξε διθυραμβικές κριτικές μπαίνοντας στην καρδιά των gamers για το υπέροχο σενάριό του, μεταξύ άλλων, το οποίο βύθιζε την τραγική φιγούρα του πρωταγωνιστή σε μια κόλαση προσωπικής απώλειας (λόγω της δολοφονίας της γυναίκας και του παιδιού του), βασανιστικών παραισθήσεων, συνωμοσιών και της δικής του απέλπιδας προσπάθειας να φτάσει στον πυρήνα των υπευθύνων που κατέστρεψαν τη ζωή του.
Πλην όμως, συνήθως όταν κάποιος αναφέρεται στο Max Payne, από την πρώτη κιόλας πρόταση μνημονεύει ιδιαίτερα το πλέον διακριτικό χαρακτηριστικό του, κλασικό εδώ και χρόνια, που δεν είναι άλλο από την εισαγωγή του bullet time. Εκείνου του μηχανισμού ο οποίος επιτρέπει στον ήρωα να εισέρχεται σε καθεστώς αργής κίνησης -για το περιβάλλον του, δίνοντάς του τη δυνατότητα να αποφεύγει τα πυρά που δέχεται, κάνοντας θεαματικά πλονζόν προς όλες τις κατευθύνσεις και ανταποδίδοντας. Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να διαχειριστεί μάχες σε κλειστούς χώρους και όχι μόνο, απέναντι σε πολυάριθμους εχθρούς και δεκάδες σφαίρες. Το αποτέλεσμα είναι κάτι παραπάνω από εντυπωσιακό, ιδίως για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, και παράδειγμα προς μίμηση για τίτλους οι οποίοι ακολούθησαν.
Μέσα από το παιχνίδι αυτό οι developers της Remedy κατόρθωσαν να κερδίσουν τη συντριπτική πλειοψηφία των gamers, τους οποίους και δικαίωσαν σε μεγάλο βαθμό στα χρόνια που ακολούθησαν, παρότι δε μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι υπήρξε κάποια στιγμή μια συστηματική ανάπτυξη και κυκλοφορία παιχνιδιών εκ μέρους των Φινλανδών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στα πρώτα 15 χρόνια της διαδρομής τους το μόνο παιχνίδι που προέκυψε, πέραν των δύο που ήδη αναφέρθηκαν, ήταν το sequel του Max Payne, το 2003. Αλλά ακόμη κι από το 2010 και μετά, τα games που κυκλοφόρησαν ουσιαστικά (πέραν του remake του Death Rally το 2011 και του αδιάφορου Agents of Storm για iOS το 2014) ήταν το εξαιρετικό Alan Wake (2010), το «συμβατικό» spin-off αυτού, Alan Wake's American Nightmare (2012), και το αμφιλεγόμενο Quantum Break (2016).
Αν αναζητήσει κάποιος ένα δυνατό κοινό χαρακτηριστικό στα «βαριά χαρτιά» της εταιρίας, τότε φαίνεται να καταλήγει μάλλον αβίαστα στο σενάριό τους, το οποίο κατά βάση αποδεικνύεται τουλάχιστον πολύ καλό, αν όχι εξαιρετικό κατά περίπτωση. Κοινός παρονομαστής δεν είναι άλλος από τον Sam Lake, ο οποίος υπογράφει τα κείμενα των Max Payne και Alan Wake προσφέροντας ένα καθηλωτικό αποτέλεσμα, ενώ στο Quantum Break αναλαμβάνει για πρώτη φορά το πόστο του director. Το «μπάσιμο» με το πρώτο παιχνίδι της σειράς -που πολλά χρόνια αργότερα επρόκειτο να εξελιχθεί σε τριλογία υπό νέους developers πλέον- ήταν κάτι παραπάνω από δυναμικό, βιώνοντας την ιστορία του Max Payne ο οποίος, αναζητώντας προσωπική εκδίκηση αλλά και γαλήνη, βούλιαζε ολοένα και πιο βαθιά στα άδυτα του υποκόσμου της Νέας Υόρκης, και η οποία με τη σειρά της κάθε άλλο παρά περιοριζόταν σε βαρόνους της νύχτας και εμπόρους λευκής σαρκός, ναρκωτικών ή όπλων.
Το Max Payne 2: The Fall of Max Payne κυκλοφόρησε, λοιπόν, δύο χρόνια μετά τον προκάτοχό του, συνεχίζοντας την ιστορία ισάριθμα χρόνια μετά τα γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού. Ο Max έχει πλέον εγκαταλείψει τη Δίωξη Ναρκωτικών επιστρέφοντας στην παλιά του θέση στην Αστυνομία της Νέας Υόρκης ως detective. Εν ώρα υπηρεσίας πληροφορείται ότι ακούγονται πυροβολισμοί σε μια αποθήκη και ο ίδιος αναλαμβάνει να το ερευνήσει, γνωρίζοντας ότι ο χώρος ανήκει σε έναν παλιό του γνώριμο, τον Ρώσο μαφιόζο Vladimir Lem, με τον οποίο είχε βρεθεί να συμμαχεί προσωρινά στο παρελθόν. Εκεί θα ανακαλύψει ότι μια ομάδα εκτελεστών, μεταμφιεσμένοι σε εργάτες καθαρισμού, έχουν καταλάβει το κτίριο.
Με μία ακόμη νεκρή γυναίκα στο βιογραφικό του και έχοντας ως μοναδικό στοιχείο το όνομα Kaufman, ο Payne καλείται να ξετυλίξει το κουβάρι του νέου μυστηρίου που έχει μπροστά του, προσπαθώντας συγχρόνως να ξεπεράσει το σοκ αλλά και να ερμηνεύσει το γεγονός της επανεμφάνισης της Mona, την οποία είχε δει να εκτελείται μπροστά στα μάτια του δύο χρόνια νωρίτερα. Έτσι, λοιπόν, γνωστοί χαρακτήρες από το original game επιστρέφουν στο sequel, σε μια ιστορία η οποία επί της ουσίας περιγράφει πως «όταν αφήνουμε κάτι πίσω, δε σημαίνει ότι θα μας αφήσει κι εκείνο». Κι αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση του Max.
Το σενάριο του παιχνιδιού παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μολονότι θεωρώ ότι δεν εμβαθύνει στα επίπεδα της πλοκής του πρώτου τίτλου, ο οποίος έβριθε ανατροπών και εισχωρούσε σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό στην ψυχική κατάσταση και το μυαλό του πρωταγωνιστή, μεταδίδοντας πολύ έντονα το δράμα που ζούσε. Τα flashbacks δεν απουσιάζουν ούτε αυτή τη φορά, όπως και οι στιγμές στις οποίες ο Payne ακροβατεί μεταξύ ονείρων, παραισθήσεων και πραγματικότητας. Άλλωστε, πόσες κακουχίες μπορεί να αντέξει κάποιος! Η δε αφήγηση μεταξύ των κεφαλαίων γίνεται όπως και στο πρώτο παιχνίδι της σειράς, μέσα από στατικές εικόνες που παραπέμπουν άμεσα σε comics, στη διάρκεια των οποίων τόσο ο πρωταγωνιστής (διά στόματος James McCaffrey) όσο και οι λοιποί χαρακτήρες αποδίδουν τις ατάκες τους με ανάλογο ύφος.
Για μία ακόμη φορά ο Max έχει πρόσβαση σε ευρεία γκάμα όπλων (πιστόλια, καραμπίνες, αυτόματα, sniper κ.λπ.) και εκρηκτικών (χειροβομβίδες, μολότοφ) προκειμένου να προχωρήσει στα επίπεδα του τίτλου, τα οποία σε συνεργασία με το bullet time εγγυώνται ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Άλλωστε τα γραφικά εμφανίζονται βελτιωμένα σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι, ιδίως όσον αφορά την απεικόνιση των χαρακτήρων και δη του Payne, ο οποίος δείχνει σαφώς μεγαλύτερος ηλικιακά, και όχι απλώς κατά δύο χρόνια. Στον ήχο από πλευράς εφέ ξεχωρίζει σίγουρα η στιγμή της ενεργοποίησης του bullet time, ειδικά όταν συνδυάζεται με τη νεοεισαγόμενη και άκρως θεαματική περιστροφή του ήρωα γύρω από τον εαυτό του, κατά την οποία συγχρόνως οπλίζει. Ίσως όμως το πλέον αξιομνημόνευτο στοιχείο είναι το εξαιρετικό soundtrack, το οποίο συμβάλλει τα μέγιστα στη noir ατμόσφαιρα και αισθητική του παιχνιδιού. Για δεύτερη συνεχόμενη φορά φέρει την υπογραφή των Kärtsy Hatakka και Kimmo Kajasto συμπεριλαμβάνοντας όργανα όπως βιολί, όμποε, κιθάρα και πιάνο, ενώ στο κεντρικό theme παίζει τσέλο ο Perttu Kivilaakso των Apocalyptica.
Όσον αφορά τη διάρκεια του Max Payne 2, είναι σαφώς μικρότερη του πρώτου τίτλου. Προσωπικά, ενώ για εκείνον του 2001 χρειάστηκα περίπου 14 ώρες μέχρι να δω τα credits, παίζοντας και πάλι σε Dead on Arrival difficulty level (το υψηλότερο), χρειάστηκα μόλις εννιά ώρες στη δεύτερη περίπτωση. Εν τούτοις η δυσκολία στο sequel έδειξε να είναι συνολικά χαμηλότερη, με τη σωστή χρήση των τεσσάρων διαθέσιμων saves να διευκολύνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Επιπροσθέτως, το bullet time είναι κομβικής σημασίας προκειμένου ο παίκτης να καταφέρει να τα βγάλει πέρα με κάποια μεγαλύτερη άνεση, δίχως, σε καμία των περιπτώσεων, αυτό να συνεπάγεται υγιεινό περίπατο. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι παρότι το πρώτο sequel της σειράς εισέπραξε εξαιρετικές κριτικές γενικώς αλλά και βραβεία, με οριακά χαμηλότερη βαθμολογία από το original -το οποίο μεταξύ άλλων βραβεύτηκε από τα BAFTA ως κορυφαίο παιχνίδι για το 2001, οι πωλήσεις του δεν ήταν ανάλογες, όντας κατά πάσα πιθανότητα ο βασικός λόγος για τον οποίο χρειάστηκε να περάσει σχεδόν μια δεκαετία μέχρι ο Max Payne να επιστρέψει σε νέες περιπέτειες…
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments