Αναζητώντας τον κορυφαίο συγγραφέα όλων των εποχών στη σφαίρα του φανταστικού, δύσκολα θα συναντήσει κάποιος διαφορετικό όνομα από αυτό του John Ronald Reuel Tolkien στην πρώτη θέση των σφυγμομετρήσεων που πραγματοποιούνται ανά διαστήματα στο διαδίκτυο. Πρόκειται για τον άνθρωπο ο οποίος καθόρισε το είδος αποτελώντας πηγή έμπνευσης για όλους όσοι ακολούθησαν στη συγκεκριμένη κατηγορία της λογοτεχνίας. Το αριστουργηματικό Lord of the Rings ακολούθησε το παιδικό παραμύθι του Hobbit, αμφότερα πλαισιωμένα από το Silmarillion, στο οποίο περιγράφεται η κοσμογονία του σύμπαντος του συγγραφέως συνθέτοντας επί της ουσίας τη δική του Βίβλο. Ο λόγος, ασφαλώς, για τα τρία βασικά αλλά και καλύτερα έργα του, με τα δύο πρώτα μάλιστα να βρίσκονται στο top 10 των κορυφαίων σε πωλήσεις βιβλίων ever, χωρίς να συνυπολογίζονται έργα θρησκευτικού ή πολιτικού περιεχομένου. Πιο συγκεκριμένα, ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών βρίσκεται στη δεύτερη θέση έχοντας πουλήσει τουλάχιστον 150 εκατομμύρια αντίτυπα, με το Χόμπιτ να ακολουθεί έχοντας κατ’ ελάχιστον άλλα 100.
Στο χώρο των videogames, ραγδαία αύξηση των τίτλων που αναπτύχθηκαν γύρω από τον κόσμο της Middle-earth υπήρξε, όπως είναι λογικό, από τα χρόνια της κυκλοφορίας της τριλογίας των ταινιών Lord of the Rings του Peter Jackson (2001-2003) και εξής. Η αρχή έγινε το 2002 με τα Fellowship of the Ring και Two Towers, τα οποία κυκλοφόρησαν με διαφορά ενός μηνός και υπό ένα ιδιότυπο καθεστώς όσον αφορά τα πνευματικά δικαιώματα. Το πρώτο βγήκε από τη Vivendi Universal Games, η οποία σε συνεργασία με την Tolkien Enterprises είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα των σχετικών βιβλίων του Βρετανού συγγραφέα, μη έχοντας τη δυνατότητα να συμπεριλάβει οτιδήποτε υπήρχε στην ταινία που είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά. Το δεύτερο κυκλοφόρησε από την Electronic Arts, που είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα των ταινιών του Jackson από τη New Line Cinema, όντας υποχρεωμένη να παραμείνει αποκλειστικά σε όσα διαδραματίζονται σ’ αυτές, αγνοώντας οιοδήποτε γεγονός ή χαρακτήρα υπάρχει μόνο στα βιβλία και θα ήθελε ενδεχομένως να τα συμπεριλάβει στο παιχνίδι. Το Two Towers ακολούθησε κατά το επόμενο έτος το sequel του Return of the King, το οποίο σε γενικές γραμμές συγκέντρωσε και τις υψηλότερες βαθμολογίες μεταξύ των τριών.
Ο άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ Vivendi και EA -πάντοτε ως publishers- και συγχρόνως το ισχύον καθεστώς περί δικαιωμάτων συνέχισε να υφίσταται εκείνη την περίοδο, με την πρώτη να κυκλοφορεί στο ίδιο διάστημα (Νοέμβριος 2003) το Hobbit, ένα platform action-adventure που εισέπραξε μέτριες κριτικές, αλλά και το Lord of the Rings: War of the Ring υπό της αιγίδα της Sierra Entertainment, θυγατρικής της Vivendi. Το τελευταίο ήταν ένα Real Time Strategy το οποίο έμελλε να επισκιαστεί από το RTS της EA που κυκλοφόρησε το Δεκέμβριο 2004, το Battle for Middle-earth, που ήταν σαφώς ανώτερο σε όλους τους τομείς. Μόλις ένα μήνα νωρίτερα, μάλιστα, είχε βγει στην αγορά για τις κονσόλες της εποχής (PlayStation 2, Xbox, GameCube) το Lord of the Rings: The Third Age, ένα RPG της ίδιας εταιρίας, που διέθετε κάμερα τρίτου προσώπου κατά την περιήγηση στις διάφορες τοποθεσίες και turn-based σύστημα μάχης.
Έκτοτε τα games γύρω από το σύμπαν του Tolkien πέρασαν κατά κάποιο τρόπο στην επόμενη φάση τους καθώς η EA εξασφάλισε τα δικαιώματα και των βιβλίων του συγγραφέα. Καρπός αυτής της εξέλιξης ήταν η κυκλοφορία του ομώνυμου sequel του Battle for Middle-earth το Φεβρουάριο 2006 και η μετέπειτα κυκλοφορία ενός expansion υπό τον μακροσκελή τίτλο «The Lord of the Rings: The Battle for Middle-earth II: The Rise of the Witch-king». Εξαίρεση στα περί πνευματικών δικαιωμάτων απετέλεσε η δημιουργία ενός MMORPG με developer και publisher την Turbine, η οποία έχοντας ανακοινώσει ότι εξασφάλισε αποκλειστικά δικαιώματα από την Tolkien Enterprises ανέπτυξε το Lord of the Rings Online: Shadows of Angmar (Απρίλιος 2007), ακολουθώντας την τάση της εποχής η οποία ήθελε το World of Warcraft να σαρώνει στο συγκεκριμένο genre ήδη από το 2004, έχοντας προλάβει μάλιστα να κυκλοφορήσει και το πρώτο του expansion, World of Warcraft: The Burning Crusade (Ιανουάριος 2007).
Μέχρι το 2017 το Lord of the Rings Online απέκτησε συνολικά έξι expansions, με το τελευταίο, The Lord of the Rings Online: Mordor, να είναι το πρώτο στο οποίο η Turbine (πλέον WB Games Boston) δεν είχε συμμετοχή. Σε κάθε περίπτωση, η σειρά παρέμεινε υποχρεωμένη να αφήσει εκτός οτιδήποτε σχετίζεται άμεσα με τις ταινίες του Peter Jackson, έχοντας όμως κάθε δικαίωμα αλλά και μια «χρυσή» ευκαιρία να αναδείξει κάθε γωνιά της Μέσης-Γης αφηγούμενη μικρότερες ή μεγαλύτερες ιστορίες οι οποίες δε συμπεριλήφθηκαν στις κινηματογραφικές υπερπαραγωγές. Όσον αφορά την EA, τα δικαιώματά της εξαντλήθηκαν επί της ουσίας με την κυκλοφορία του Lord of the Rings: Conquest (Ιανουάριος 2009), ενός action game που εισέπραξε μετριότατες κριτικές.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα η σκυτάλη έχει περάσει στη Warner Bros, η οποία σ’ αυτά τα δέκα χρόνια έχει εμπιστευθεί εν πολλοίς τους ίδιους developers. Εν πρώτοις αυτούς της Snowblind Studios για τη δημιουργία του Lord of the Rings: War in the North (Νοέμβριος 2011), ενός τουλάχιστον αξιόλογου -εξάπαντος ατμοσφαιρικού- action-RPG, εξαιρετικού όσον αφορά την προσοχή στη λεπτομέρεια, την πιστότητα και την εμβάθυνση στον κόσμο του Tolkien, όχι μόνο αναφορικά με τα Lord of the Rings και Hobbit βιβλία αλλά και το ίδιο το Σιλμαρίλλιον! Τα γεγονότα αυτού του παιχνιδιού εκτυλίσσονται κατά βάση σε βορειότερες περιοχές της Μέσης-Γης, όπως υπαινίσσεται κι ο τίτλος του, περιγράφοντας τις περιπέτειες ενός Ανθρώπου, ενός Νάνου και μιας Ξωτικιάς.
Μετά την κυκλοφορία του εν λόγω τίτλου η Snowblind απορροφήθηκε από τη Monolith Productions προκειμένου οι developers της να εργαστούν στην ανάπτυξη του Middle-earth: Shadow of Mordor, το οποίο κυκλοφόρησε το 2014. Άλλωστε αμφότερες οι εταιρίες ήταν θυγατρικές της Warner Bros, η πρώτη από το 2009 ενώ η δεύτερη ήδη από το 2004. Η Warner είχε εμπιστευθεί ξανά τη Monolith για τη δημιουργία ενός Middle-earth παιχνιδιού και συγκεκριμένα ενός MOBA υπό τον τίτλο Guardians of Middle-earth, το οποίο εισέπραξε πολύ καλύτερες κριτικές όταν κυκλοφόρησε σε PlayStation 3 και Xbox 360 (Δεκέμβριος 2012), παρά όταν ακολούθησε η PC έκδοση (Αύγουστος 2013). Τέλος, το 2017 κυκλοφόρησε το sequel του Shadow of Mordor, το Middle-earth: Shadow of War, το οποίο είναι και το τελευταίο παιχνίδι μέχρι σήμερα που διαδραματίζεται στη Μέση-Γη. Οι δυο αυτοί τίτλοι της Monolith είναι ουσιαστικά και οι μόνοι AAA που έχουν κυκλοφορήσει βασισμένοι στο σύμπαν του Tolkien, με εξαίρεση ίσως τα Two Towers και Return of the King, ασφαλώς με βάση τα δεδομένα εκείνης της εποχής.
Πλην όμως, εκτός των παιχνιδιών που εν συντομία αναφέρθηκαν σ’ αυτή τη μικρή αναδρομή, υπάρχουν ακόμη δύο τα οποία ανήκουν κατά κάποιο τρόπο σε μια ξεχωριστή κατηγορία, συνδέοντας άμεσα τον κολοσσό της Warner Bros και με τις δύο λίστες καθώς είναι η publisher σε αμφότερες. Πρόκειται για δύο Lego games, τα οποία κυκλοφόρησαν το Νοέμβριο 2012 και Απρίλιο 2014, το πρώτο με θέμα τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και το δεύτερο με άξονα το Χόμπιτ, ακολουθώντας πιστά το σενάριο των ομώνυμων ταινιών του Jackson. Το Lego The Lord of the Rings βγήκε ένα μήνα πριν από την κυκλοφορία της πρώτης ταινίας Χόμπιτ στο σινεμά, ενώ το Lego The Hobbit διατέθηκε στην αγορά οκτώ μήνες πριν από το κινηματογραφικό φινάλε της τριλογίας.
Το concept αυτού του είδους των παιχνιδιών είναι λίγο-πολύ γνωστό. Άλλωστε το franchise της σειράς Lego κρατάει εδώ και 15 χρόνια όσον αφορά τη συστηματική ανάπτυξη τίτλων με βάση διάφορες κινηματογραφικές επιτυχίες. Η αρχή έγινε τη διετία 2005-2006 με την κυκλοφορία δύο Star Wars games, τα Lego Star Wars: The Video Game και Lego Star Wars II: The Original Trilogy. Κυρίαρχη εταιρία developers από την πρώτη στιγμή και μέχρι σήμερα είναι η Traveller’s Tales, η οποία εν έτει 2007 εξαγοράστηκε από τη Warner Bros. Αυτή με τη σειρά της υπήρξε ο publisher 18 εκ των 22 Lego games που αναπτύχθηκαν έκτοτε με βάση κάποια ταινία ή χαρακτήρες από γνωστά films με τους οποίους δημιούργησαν αυτοτελείς ιστορίες.
Αν, πάντως, με το Lego The Lord of the Rings οι εμπλεκόμενοι θέλησαν να εκμεταλλευθούν το hype που υπήρχε ενόψει της πρώτης ταινίας Χόμπιτ, η ανάπτυξη και κυκλοφορία του Lego The Hobbit το 2014 δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς το όλο project επέδειξε βιασύνη. Η βεβιασμένη κυκλοφορία του τόσο καιρό πριν από την προβολή της τελευταίας ταινίας του Peter Jackson στο σύμπαν του Tolkien, οδήγησε σε ένα παιχνίδι που πραγματεύεται αποκλειστικά και μόνο όσα διαδραματίζονται στα δύο πρώτα films, αγνοώντας το τρίτο και τελευταίο σκέλος της ιστορίας. Και παρότι είχε κυκλοφορήσει η φήμη ενός DLC που θα συμπεριλάμβανε και τα γεγονότα του Battle of the Five Armies, κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ. Πριν από τέσσερις περίπου μήνες το Humble Bundle διέθεσε δωρεάν και μαζικά τα δύο αυτά Lego games, σημαίνοντας και το κύκνειο άσμα τους όσον αφορά την παρουσία τους όχι μόνο στο Steam, αλλά και στα online stores των PlayStation και Xbox από 1/1/2019.
Όντας φανατικός του τεράστιου όσο και υπέροχου κόσμου που δημιούργησε ο Tolkien, δε θα μπορούσα παρά να αδράξω την ευκαιρία και να τα προσθέσω στη συλλογή μου, παρότι είναι αλήθεια ότι σε διαφορετική περίπτωση δε θα αποφάσιζα να ασχοληθώ. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τα Lego Harry Potter games, εάν και εφόσον διατεθούν κάποια στιγμή δωρεάν ή τύχει να πέσουν στο δρόμο μου αλλιώς. Άλλωστε τα Lego games απευθύνονται κατά βάση σε παιδιά του δημοτικού (συνήθως βαφτίζουμε την κατηγορία ως «οικογένειες»), σε casual gamers ή σε όσους ψάχνουν να περάσουν κάποιες ώρες με ένα videogame σε εντελώς χαλαρούς ρυθμούς. Υπαγόμενος στην τελευταία κατηγορία αποφάσισα να ασχοληθώ πρώτα με το Hobbit, παίζοντας την περισσότερη ώρα σε co-op. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων το χαρακτήρα των Lego τίτλων δε μπορούσα φυσικά να έχω απαιτήσεις και η μόνη μου περιέργεια ήταν ο τρόπος με τον οποίο γινόταν η παρουσίαση της γνωστής υπόθεσης. Βεβαίως, επειδή είναι το πρώτο Lego παιχνίδι το οποίο έπαιξα, δεν είχα τη δυνατότητα κάποιου μέτρου σύγκρισης, συνεπώς αδυνατώ να πω εκ προσωπικής εμπειρίας ότι το Hobbit είναι καλύτερο ή χειρότερο από άλλα αντίστοιχα.
Ανεξαρτήτως αυτών, το γεγονός ότι η ιστορία σταματά στο cliffhanger της δεύτερης ταινίας είναι ασφαλώς αρνητικό, ίσως το πλέον επιλήψιμο χαρακτηριστικό για ένα παιχνίδι το οποίο επί της ουσίας χρησιμοποιεί τους ίδιους μηχανισμούς στο gameplay που υπάρχουν σε ολόκληρο το franchise των Lego. Χωρίς να έχω εικόνα του τι συνέβαινε σε άλλες περιπτώσεις, εν προκειμένω η δυνατότητα χρησιμοποίησης των 14 χαρακτήρων της ομάδας της οποίας ηγείται ο Thorin Oakenshield, των δώδεκα νάνων, του Bilbo Baggins και του Gandalf, ορισμένες φορές λειτουργεί ως boomerang καθώς δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτοι στο user interface, προκειμένου να ξέρει ο παίκτης ποιον χαρακτήρα πρέπει να επιλέξει, ούτως ώστε να χρησιμοποιήσει το κατάλληλο εργαλείο/όπλο για την ενέργεια η οποία απαιτείται· είτε αυτή είναι η συντριβή ενός βράχου ή επίπλου, η στόχευση με σφεντόνα ή τόξο σε συγκεκριμένο σημείο, η αιώρηση από κάποιον κρίκο με τη χρήση αλυσίδας κ.ο.κ..
Κάθε χαρακτήρας μπορεί να διαχειριστεί περισσότερα από ένα όπλα ή εργαλεία, ενώ καινούριοι ξεκλειδώνονται και γίνονται διαθέσιμοι στην πορεία. Εννοείται πως ο βαθμός πρόκλησης είναι ανύπαρκτος, καθώς ο θάνατος συνεπάγεται την απώλεια ελάχιστων coins, τα οποία συγκεντρώνονται σωρηδόν σε κάθε επίπεδο, και revive στο ίδιο ακριβώς σημείο. Το σύστημα μάχης εξαντλείται στο πάτημα δύο κουμπιών για light και heavy attack, ενώ το μοτίβο σε κάθε main quest είναι παρόμοιο και συνήθως, έχοντας φτάσει σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, εξαντλείται στο σπάσιμο συγκεκριμένων αντικειμένων -ενός σε γενικές γραμμές πλήρως καταστρέψιμου περιβάλλοντος, προκειμένου στη συνέχεια μέσα από έναν απλοϊκό building μηχανισμό να κατασκευαστεί το εξάρτημα που απαιτείται για να φτάσεις στο άμεσο σημείο ενδιαφέροντος. Άλλωστε οι όποιοι γρίφοι είναι παιδικοί, όπως και όλο το ύφος του παιχνιδιού.
Σίγουρα, με παρέα το Hobbit είναι πιο διασκεδαστικό, όπως το σύνολο των Lego games, μολονότι ακόμη κι αυτή η διασκέδαση μετριάζεται από το πολύ ρηχό gameplay του. Από εκεί και πέρα, αν ο τίτλος διακρίνεται για κάτι, αυτό είναι σίγουρα το χιούμορ του, ιδίως στα cutscenes, όπου και μόνο οι τούβλινες καρικατούρες των χαρακτήρων είναι ικανές να προκαλέσουν γέλιο, πόσο μάλλον σε συνδυασμό με τις βαριές ή βαθιές φωνές ηρώων όπως οι Thorin (Richard Armitage) και Gandalf (Sir Ian McKellen). Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι το Lego franchise συνεπάγεται αυτούσιους διαλόγους (ή έστω μια limited edition αυτών) από τις εκάστοτε ταινίες, με τις φωνές των πραγματικών ηθοποιών από το σχετικό κινηματογραφικό αρχείο, αν και στο Hobbit υπήρχαν μικρές ατάκες οι οποίες φαίνονταν να έχουν ηχογραφηθεί ξεχωριστά.
Όπως και να ‘χει, το voice acting είναι απλώς τέλειο και τίποτα λιγότερο. Όταν δε τα τεκταινόμενα επί της οθόνης συνοδεύονται κι από το original soundtrack των ταινιών με τη σφραγίδα του Howard Shore, τότε αναμφίβολα δεν υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορεί να αξιώσει κάποιος στη συγκεκριμένη κατηγορία. Η επιπρόσθετη μουσική, όπου αυτή απαιτήθηκε, φέρει την υπογραφή των Rob Westwood και Ian Livingstone (με τον τελευταίο να έχει προϋπηρεσία σε αρκετά videogames), παραμένοντας πιστή στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πρωτότυπης. Ως «κερασάκι στην τούρτα» εμφανίζεται ο επιβλητικός Sir Christopher Lee (ο αγαπημένος… Saruman) σε ρόλο αφηγητή μεταξύ των επιπέδων του παιχνιδιού, ενώ για να κλείσει το κεφάλαιο… «χιούμορ» επιβάλλεται να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στις διάφορες κωμικές πινελιές οι οποίες έχουν προστεθεί στις ενδιάμεσες κινηματογραφικές -με εικόνα Lego- σκηνές, δίνοντας έναν πολύ πιο ανάλαφρο τόνο σε όσα διαδραματίζονται. Ενδεικτικό παράδειγμα, όταν ο Azog the Defiler διατάζει να δοθεί σήμα ότι προσφέρεται αμοιβή για τα κεφάλια των νάνων και ο ακόλουθός του εμφανίζει ένα τηλέφωνο από το πουθενά!
Όσον αφορά τα γραφικά, διατηρούν το παραδοσιακό ύφος των Lego τίτλων, με ευχάριστα χρώματα αν μη τι άλλο, αναπαριστώντας με ιδιαίτερη ακρίβεια χαρακτηριστικές τοποθεσίες των ταινιών. Οι δε γκριμάτσες των πρωταγωνιστών είναι αρκετά αστείες από μόνες τους! Η διάρκεια του παιχνιδιού κυμαίνεται, καθώς υπάρχουν ουκ ολίγα side quests με τα οποία μπορεί να ασχοληθεί κάποιος, κι επιπλέον χαρακτήρες, όπλα και εργαλεία για να ξεκλειδώσει, επιστρέφοντας οποιαδήποτε στιγμή προκειμένου να εξερευνήσει τα επίπεδα από τα οποία έχει ήδη περάσει. Προσωπικά, για να είμαι ειλικρινής, τίποτα απ’ όλα αυτά δε θα μπορούσε να με τραβήξει σε ένα τέτοιο game, όχι γιατί είναι κακό, αλλά διότι απευθύνεται σε άλλο κοινό. Αντίθετα, ένα «κανονικό» Hobbit, ενδεχομένως με action-RPG χαρακτηριστικά και ρεαλιστική απεικόνιση, το οποίο και λείπει από τη gaming βιομηχανία, είναι βέβαιο ότι θα με απορροφούσε απόλυτα. Τερμάτισα το Lego The Hobbit σε περίπου εννιά ώρες, καθώς δεν ασχολήθηκα με τις προαιρετικές αποστολές, ολοκληρώνοντας μόλις το 23,8% του παιχνιδιού. Εν τούτοις, η διαχρονική επιτυχία του Lego franchise, που έχει πουλήσει περισσότερα από 100 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως(!), εγγυάται τη συνέχιση κυκλοφορίας αντίστοιχων τίτλων βασισμένων στις πλέον δημοφιλείς εμπορικά ταινίες. Και απολύτως δικαιολογημένα.
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments