Στην αυγή της δεκαετίας του ΄90 τα point & click adventures εισέρχονταν πλέον, όπως θα αποδείκνυε η συνέχεια, στην καλύτερη φάση της ιστορίας τους. Η παρακαταθήκη των τίτλων της Sierra ήταν ήδη τεράστια, ενώ η εμφάνιση της Lucasfilm Games -μετέπειτα γνωστής στους περισσότερους gamers ως LucasArts- είχε συνοδευτεί ήδη από τα πρώτα σπουδαία δείγματα γραφής. Σε συνδυασμό και με άλλες εταιρίες ανάπτυξης που αναδύθηκαν στο διάστημα αυτό, τα «παιχνίδια περιπέτειας» -που ως ελληνική απόδοση του αγγλικού, ο όρος «παιχνίδια επίλυσης γρίφων» είναι πολύ πιο ακριβής- είχαν δικαίως την τιμητική τους, χαρίζοντας ορισμένα αριστουργήματα στην κατηγορία τους, τα οποία σήμερα θεωρούνται κλασικά. Οι συστάσεις για τους Αμερικανούς developers πλέον περίττευαν. Ο κατ’ ουσίαν μεγαλύτερος ανταγωνιστής της Sierra -κυρίως σε επίπεδο ποιότητας τίτλων και όχι πωλήσεων, όπου εκεί η δεύτερη εξακολουθούσε να μην έχει αντίπαλο δεδομένης της μακράς παράδοσής της στο χώρο- διήνυε την πλέον παραγωγική περίοδό του, όσον αφορά πάντοτε τα adventures.
Με ντεμπούτο το 1986, η πορεία της Lucasfilm έμελλε να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση και ετήσιες παραγωγές έως και το 1998, εξαιρουμένων των ετών 1994 και 1996, μεταξύ των οποίων μεσολάβησε η κυκλοφορία δύο τίτλων, όπως συνέβη και το 1993. Δίχως να συνυπολογιστούν τα δύο επίσης κλασικά Indiana Jones (1989 και 1992), το πρώτο εκ των οποίων κυκλοφόρησε στο πλαίσιο της ομώνυμης τρίτης ταινίας, The Last Crusade, το 1990 ήταν η χρονιά η οποία σηματοδότησε τη γέννηση του μοναδικού franchise στην ιστορία της εταιρίας. Συγκεκριμένα, εκτός από την κυκλοφορία του Loom, διατέθηκε στην αγορά το εμβληματικό Secret of Monkey Island, το οποίο 30 και πλέον χρόνια μετά εξακολουθεί να θεωρείται ένα από τα καλύτερα adventures όλων των εποχών, για λόγους που έχουν αναλυθεί σε προηγούμενη ευκαιρία, μαζί μάλιστα με το πρώτο sequel του.
Τα Monkey Island διέγραψαν μια πολύ ιδιαίτερη πορεία στο χώρο, μετρώντας συνολικά τέσσερεις τίτλους στο διάστημα 1990-2000 και έναν πέμπτο εν έτει 2009, ο οποίος συνοδεύτηκε κατά τον ίδιο και τον επόμενο χρόνο από δύο υπέροχα remakes των πρώτων games της σειράς. Σημείο αναφοράς σ’ αυτή τη διαδρομή, οι πολλές αλλαγές βασικών συντελεστών από παιχνίδι σε παιχνίδι, μετά από εκείνα που κυκλοφόρησαν το 1990 και 1991 αντίστοιχα, έως την ανάπτυξη του τελευταίου game από άλλη εταιρία πλέον, την Telltale Games, έστω με τις ευλογίες της LucasArts και μάλιστα κάποιους από τους δημιουργούς του παρελθόντος. Σε κάθε περίπτωση, ουδείς αμφισβητεί σήμερα ότι τα πρώτα χρόνια του franchise ήταν αν μη τι άλλο τα πιο «ρομαντικά» και κατά γενική ομολογία τα καλύτερα από άποψη χρονικής συγκυρίας και ποιότητας αποτελέσματος.
Όσοι δοκίμασαν την εμπειρία εκείνων των τίτλων, θυμούνται ενδεχομένως πόσο ανέμελοι αισθητικά και χαλαροί από άποψη ύφους και γενικότερης αύρας ήταν αυτοί. Μόνο όμως σε ένα τέτοιο επίπεδο, διότι, όσον αφορά τη δυσκολία τους, ακολουθούσαν πιστά τη σκληροπυρηνική προσέγγιση αντίστοιχων adventures της εποχής, με γρίφους οι οποίοι ήταν ο ορισμός της «σπαζοκεφαλιάς» και ενίοτε είχαν ως συνέπεια τη στατικότητα του gamer σε κάποιο σημείο του παιχνιδιού, αδυνατώντας να βρει λύση. Σε χρόνια στα οποία το internet ήταν επί της ουσίας ανύπαρκτο και αδιανόητη κάθε έννοια ενός hint system που θα διευκολύνει την κατάσταση, πολλά games του συγκεκριμένου genre υπόσχονταν να «κάψουν» το μυαλό του παίκτη και να «τεντώσουν» επικίνδυνα τα νεύρα του.
Εν έτει 1990, μόλις ένα μήνα μετά την περάτωση του development για το Secret of Monkey Island κι ενώ αυτό βρισκόταν ακόμη σε στάδιο παραγωγής, τα «μυαλά» του εγχειρήματος επανήλθαν ξεκινώντας την ανάπτυξη του επόμενου μέρους της ιστορίας του περιώνυμου Guybrush Threepwood, του ήρωα περί το πιο γραφικό ονοματεπώνυμο ever στην ατελείωτη σχετική λίστα. Αγνοώντας την εμπορική επιτυχία ή όχι που θα είχε το πρώτο παιχνίδι, το διάδοχο project της LucasArts τέθηκε άμεσα σε εφαρμογή, με τον μόνο διακριτικό τίτλο που θα επέτρεπε μια ανάλογη συνέχεια: Monkey Island 2: LeChuck's Revenge! Ένα game το οποίο κυκλοφόρησε τελικά 14 μήνες μετά τη… 16χρωμη πρώτη έκδοση του προκατόχου του και ένα χρόνο μετά τη version των 256 colors. Το sequel έγινε διαθέσιμο στα κυριότερα συστήματα της εποχής, όχι όμως σε Atari ST και Commodore CDTV όπως το original.
Στο σημείο αυτό αξίζει να διευκρινιστεί ότι τα Monkey Island, και ιδιαίτερα τα δύο πρώτα που «έχτισαν» σε βάθος χρόνου και το όνομα της σειράς, δεν υπήρξαν ποτέ οι τεράστιες εμπορικές επιτυχίες, έστω για τα δεδομένα της τότε εποχής. Για την ακρίβεια, συνέβη μάλλον το αντίθετο. Ο δημιουργός τους, Ron Gilbert, έχει παραδεχτεί στο παρελθόν ότι ο «θρύλος» γύρω από αυτά άρχισε να δημιουργείται μόλις 5-10 χρόνια μετά από εκείνες τις κυκλοφορίες. Με άλλα λόγια, όταν το franchise επανήλθε με το τρίτο και τέταρτο μέρος το 1997 και 2000, αντίστοιχα, αλλά με νέους συντελεστές ως επί το πλείστον. Ο ίδιος ο Gilbert (creator, co-designer, co-programmer και co-writer) είχε αποχωρήσει από τη LucasArts αμέσως μετά το LeChuck's Revenge, ενώ δύο χρόνια αργότερα τον ακολούθησε στη νεοσυσταθείσα εταιρία του και ο δεύτερος της βασικής τριπλέτας, Dave Grossman, αφήνοντας πίσω τον Tim Schafer. Μάλιστα, ούτε αυτός συμμετείχε στα επόμενα δύο Monkey Island, έχοντας επιφορτιστεί με άλλα καθήκοντα.
Παρά τις διθυραμβικές κριτικές που απέσπασαν δικαίως τα Secret of Monkey Island και LeChuck's Revenge, κάθε σύγκριση σε εμπορικό επίπεδο με τις παραδοσιακές μεγάλες σειρές της Sierra αποδείχθηκε εκτός πραγματικότητας. Τη στιγμή που τα παιχνίδια της τελευταίας πουλούσαν από ορισμένες έως αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα το καθένα, το πρώτο Monkey Island υπερέβη απλώς τα 100.000, γνωρίζοντας μεγαλύτερη επιτυχία όταν έφτασε και στην Ευρώπη, ενώ το δεύτερο ατυχώς… πάτωσε, με μόλις 25.000, θέτοντας αναπόφευκτα «στον πάγο» τη συνέχιση του franchise, πόσο μάλλον μετά τις ανακατατάξεις που ακολούθησαν. Ακριβώς αυτή η αποτυχία ωστόσο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι σήμερα θεωρούνται από τα κορυφαία του genre, πιστοποιούν την αντικειμενικά υψηλή ποιότητά τους.
Η αδιαμφισβήτητη αξία τους ήταν εκείνη που ώθησε τη LucasArts να ασχοληθεί ξανά με τα συγκεκριμένα games, αναπτύσσοντας ισάριθμα πανέμορφα remakes στο μεταίχμιο των δύο προηγούμενων δεκαετιών, με τη Special Edition του Secret of Monkey Island να διατίθεται τον Ιούλιο 2009, μόλις μία εβδομάδα μετά το πρώτο επεισόδιο του πέμπτου και τελευταίου μέρους της σειράς μέχρι σήμερα, αυτή τη φορά από την Telltale. Ένα χρόνο αργότερα ακολούθησε το remake του LeChuck's Revenge, πιστό στο χρονικό διάστημα που είχε μεσολαβήσει μέχρι να διαδεχθεί τον original τίτλο στις αρχές των ΄90s. Ένα remake το οποίο διατήρησε την αισθητική του προηγούμενου, επαναφέροντας μια σειρά κοινών χαρακτηριστικών αλλά και παρουσιάζοντας ορισμένες προσθήκες, με σπουδαιότερη το σχολιασμό περιοχών και γρίφων του Monkey Island 2 από την… αγία τριάδα των developers των πρώτων δύο παιχνιδιών. Gilbert, Grossman και Schafer επανενώθηκαν για τις συγκεκριμένες ανάγκες του εγχειρήματος, προσδίδοντας έναν ιδανικό τόνο σ’ αυτό με την περιγραφή περιστατικών, στιγμιοτύπων αλλά και του σκεπτικού τους σε διάφορα σημεία του παιχνιδιού. Η ενεργοποίηση αυτών των σχολίων, ωστόσο, ενέχει τον κίνδυνο spoilers που αφορούν την επίλυση γρίφων, συνεπώς ενδείκνυνται κυρίως σε ένα δεύτερο playthrough, τουλάχιστον για όσους θέλουν να αποφύγουν την πρόωρη αποκάλυψη… μυστικών.
Από εκεί και πέρα, αυτό που δύσκολα μπορεί να αρνηθεί κάποιος είναι ότι με την ανάπτυξη του LeChuck's Revenge οι τρεις προαναφερθέντες developers… το τερμάτισαν. Το απίθανο, κυριολεκτικά, concept του πρώτου παιχνιδιού, με τις διαδοχικές κωμικές καταστάσεις και τους διαλόγους με το αστείρευτο χιούμορ, ενίοτε αρκετά καυστικό, αλλά πάντα υπέροχο, επανήλθε αυτούσιο και εξίσου αρμονικά σε κάθε περίπτωση. Ίσως η πιο δραστική εξέλιξη, ωστόσο, μέσα σ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο τίτλων, αφορούσε το βαθμό δυσκολίας των γρίφων. Και στο Secret of Monkey Island πολλοί εξ αυτών υπόσχονταν να δοκιμάσουν την υπομονή των gamers. Πλην όμως, τώρα οι δημιουργοί ξεπέρασαν εκ των πραγμάτων τον εαυτό τους! Μάλιστα στην έκδοση του 1991 υπήρχαν δύο επίπεδα δυσκολίας, εκ των οποίων στη σύγχρονη εποχή επιβίωσε το υψηλότερο μεν, με την προσθήκη του hint system δε, το οποίο μπορεί να βοηθήσει… τουλάχιστον αν κάποιος φτάσει κοντά στο εγκεφαλικό!
Το σουρεαλιστικό στοιχείο επιστρέφει ακόμη εντονότερο, κάτι που κάθε άλλο παρά αμελητέο είναι για όσους έπαιξαν το πρώτο παιχνίδι, με κάποιους εκ των γρίφων να αγγίζουν τα όρια της παράνοιας. Βεβαίως, πολλές φορές τα όρια της τελευταίας με εκείνα της ιδιοφυίας δεν είναι τόσο ευδιάκριτα, και κάτι τέτοιο φαίνεται πως ισχύει στην περίπτωση αυτή! Τα inside jokes είναι αμέτρητα, ο σαρκασμός προς τρίτους -από τους ίδιους τους gamers έως τη Sierra, φυσικά!- αλλά και ο αυτοσαρκασμός για… αυτά που έχουν φτιάξει οι ίδιοι(!) δε σταματά πουθενά· γενικώς, οτιδήποτε φαντάζει εξωφρενικό στον παίκτη, οι developers το ξέρουν πολύ καλά και όχι απλώς το παραδέχονται, αλλά φροντίζουν να το αναδεικνύουν με κάθε τρόπο! Στον τομέα των γρίφων, αν υπάρχει κάτι που κάνει ακόμη πιο δύσκολα τα πράγματα είναι ότι ο Guybrush μπορεί να βρεθεί στην πορεία με έναν αρκετά μεγάλο αριθμό αντικειμένων στο inventory, ορισμένα εκ των οποίων δεν έχουν ουσιαστική χρησιμότητα ποτέ, παρά μόνο στο βαθμό που μπερδεύουν τον παίκτη. Και είναι κάτι παραπάνω από εμφανές ότι αυτό δε συμβαίνει τυχαία!
Τα γεγονότα του Monkey Island 2 λαμβάνουν χώρα αρκετούς μήνες μετά από εκείνα του προκατόχου του. Ο Guybrush φαντάζει αποφασισμένος να διηγηθεί τα κατορθώματά του σε όποιον άνθρωπο της Καραϊβικής δηλώνει πειρατής, και όχι μόνο, ενώ ταυτόχρονα έχει θέσει σε εφαρμογή το επόμενο σπουδαίο σχέδιό του: να βρει το μεγαλύτερο θησαυρό που έχει υπάρξει, «ένα θησαυρό τόσο πολύτιμο και τόσο καλά κρυμμένο, που στοιχειώνει τα όνειρα κάθε πειρατή των θαλασσών», σύμφωνα με τα ακριβή λεγόμενά του! Γι’ αυτό και η αναζήτησή του ξεκινά από το Scabb Island, ακόμη ένα fictional νησί της συγκεκριμένης περιοχής του Ατλαντικού που παρουσιάζεται στο franchise. Άμεσα, ωστόσο, πληροφορείται ότι τέτοιος θησαυρός δεν υπάρχει σ’ αυτό και καλύτερα να αναζητήσει την τύχη του αλλού. Εν τούτοις, για να συμβεί κάτι τέτοιο, ο ήρωάς μας καλείται να βρει τρόπο να ναυλώσει το καράβι που θα τον μεταφέρει. Και πριν από αυτό ακόμη, θα πρέπει να επιτύχει την άρση το εμπάργκο ως προς τον απόπλου, το οποίο έχει επιβάλλει ο Largo LaGrande: ένας κοντοπίθαρος πειρατής, που υπήρξε κάποτε το «δεξί χέρι» του θρυλικού LeChuck και πλέον τρομοκρατεί τους πάντες στο Scabb Island. Στη μεγαλύτερη διάρκεια του παιχνιδιού η δράση εκτυλίσσεται σε τρία νησιά, ενώ, όπως μαρτυρεί ο τίτλος του, ο LeChuck αποδεικνύεται σύντομα… πολύ σκληρός για να πεθάνει, ακόμη κι αν την πρώτη φορά ήταν ήδη… φάντασμα!
Ως προς το gameplay, το user interface παρουσιάζει μικρές διαφοροποιήσεις σε σχέση με το πρώτο remake, σε μια προσπάθεια απλοποίησης των μηχανισμών του. Για μία ακόμη φορά, ωστόσο, προσφέρεται στον gamer η δυνατότητα μετάβασης ανά πάσα στιγμή από τη σύγχρονη στην κλασική έκδοση του 1991, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε εικόνα και ήχο προ εικοσαετίας, όπου τότε, μεταξύ άλλων, απουσίαζαν τα voice overs. Η Special Edition του LeChuck's Revenge είναι πανέμορφη οπτικά, με υπέροχη χρωματική παλέτα όπως και του Secret of Monkey Island, αν και θα έλεγα ότι η τελευταία με «τράβηξε» λίγο περισσότερο, όντας σχεδόν μαγική με ένα δικό της, ιδιαίτερο τρόπο.
Όσον αφορά τους voice actors, επιστρέφει αυτούσιο το cast των κεντρικών χαρακτήρων όχι μόνο των δύο remakes, αλλά και ολόκληρου του franchise, καθώς οι συγκεκριμένοι είχαν ήδη προϋπηρεσία στο τρίτο, τέταρτο και πέμπτο παιχνίδι πριν επανέλθουν προσθέτοντας φωνές πλέον και στα δύο πρώτα. Περαιτέρω, οι νέες προσθήκες κυμαίνονται σε αναλόγως υψηλό επίπεδο, όντας πραγματική απόλαυση να τους ακούς καθώς ζωογονούν τις καρικατούρες των χαρακτήρων τους επί της οθόνης! Στο ρόλο του Guybrush Threepwood για μία ακόμη φορά ο εν πολλοίς άσημος, αλλά πάντα απολαυστικός Dominic Armato, ο οποίος φαντάζει ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, ενώ κλασική παραμένει και η συμμετοχή του Earl Boen ως ο πειρατής LeChuck!
Το εξαιρετικό -και πάλι- soundtrack, που διατηρεί παραλλαγές του γνωστού θέματος του παρθενικού Monkey Island, υπογράφει ξανά ο Michael Land, τώρα σε συνεργασία με τους Peter McConnell και Clint Bajakian. Οι δύο πρώτοι, μάλιστα, εισήγαγαν για πρώτη φορά εν έτει 1991 το iMuse, ένα σύστημα βάσει του οποίου η μουσική προσαρμοζόταν αυτόματα αναλόγως του σημείου στο οποίο βρισκόταν κάθε φορά ο πρωταγωνιστής, με σχεδόν κάθε χώρο του παιχνιδιού να έχει τη δική του χαρακτηριστική μουσική υπόκρουση. Στην έκδοση της… τρέχουσας χιλιετίας η ηχογράφηση έγινε από την αρχή, με μουσικούς και όργανα όπως τρομπέτα, σαξόφωνο, τρομπόνι, κλαρινέτο, φλάουτο, κιθάρα και βιολί, να διαμορφώνουν ένα άκρως ατμοσφαιρικό «καραϊβικό» ηχητικό αποτέλεσμα, έναντι του MIDI ήχου μιας άλλης εποχής.
Η διάρκεια ενός adventure της δεκαετίας του ΄80 και του ΄90 ήταν πάντοτε πολύ δύσκολο να υπολογιστεί σε πραγματικό χρόνο όσον αφορά το πρώτο playthrough. Ο υψηλότατος βαθμός πρόκλησης πολλών εξ αυτών, δεδομένης και της ουσιαστικής απουσίας του internet, οδηγούσε αρκετούς να… παιδεύονται για εβδομάδες, αν όχι για μήνες, μέχρι να τερματίσουν ένα παιχνίδι. Σήμερα, με το διαδίκτυο αλλά και τα πάσης φύσεως hint systems που συμπεριλαμβάνουν αρκετοί σύγχρονοι τίτλοι της κατηγορίας, έστω κι αν πρόκειται για remasters ή remakes όπως αυτά των δύο πρώτων Monkey Island, ο καθένας μπορεί να βγει από μια δύσκολη θέση από τη μια στιγμή στην άλλη.
Είναι αλήθεια ότι, κατά γενική ομολογία τουλάχιστον, όποιος αποφασίζει να ασχοληθεί με ένα κλασικό point & click adventure γνωρίζει κι έχει αποδεχτεί εκ των προτέρων ότι κατά κανόνα θα ζοριστεί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Βεβαίως, ακόμη και στην περίπτωση αυτή, προκύπτει ένα ζήτημα που αφορά την αναλογία πρόκλησης και απόλαυσης ενός videogame. Προσωπικά, μετά από ένα τριήμερο άκαρπων προσπαθειών, κατέφυγα σε δύο hints ενώ βρισκόμουν στο 65% της ιστορίας, έχοντας «στεγνώσει» από ιδέες κι ενώ όλοι οι προηγούμενοι γρίφοι με είχαν ήδη «τεντώσει» υπερβολικά. Το γεγονός, ωστόσο, ότι από εκείνο το σημείο μέχρι τη στιγμή που έφτασα στον τελευταίο γρίφο του παιχνιδιού δεν πέρασαν περισσότερες από 2,5 ώρες, καταδεικνύει πόσο εξωφρενικός ήταν, τουλάχιστον για τον υπογράφοντα, ο σχετικός γρίφος στα 2/3 του παιχνιδιού, αλλά συγχρόνως και τα πιο «βατά» τελευταία σκέλη του. Ακόμη κι έτσι, όμως, χρειάστηκα πάνω από… 40 ώρες μέχρι να δω τα credits, ενώ στο Steam υπάρχει achievement για τερματισμό σε κάτω από… τρεις!
Το remake που ήρθε με τη Special Edition του Monkey Island 2: LeChuck’s Revenge αναβίωσε με τον καλύτερο τρόπο το πρώτο sequel της σειράς, όπως είχε κάνει και το αντίστοιχο για τον original τίτλο ένα χρόνο νωρίτερα. Το χιούμορ και ο ατελείωτος χαβαλές επανήλθε δριμύτερος, υπερβαίνοντας τα όρια του προκατόχου του σε επίπεδα που μέχρι σήμερα παραμένουν σχεδόν άγνωστα στην ευρύτερη βιομηχανία. Παρά την εμπορική αποτυχία του στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η οποία πάγωσε το franchise για τα αμέσως επόμενα χρόνια, η αναδημιουργία του εν έτει 2010 επανέφερε στο προσκήνιο ένα από τα καλύτερα και σίγουρα από τα πιο σουρεαλιστικά adventures όλων των εποχών!
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments