Στον υψηλότατο ανταγωνισμό της gaming βιομηχανίας υπάρχουν κάποια παιχνίδια που καταφέρνουν όχι απλώς να ξεχωρίσουν, αλλά να διεκδικήσουν δικαίως το απόλυτο respect των gamers. Είναι αυτά που κατορθώνουν να εισάγουν τον παίκτη στον κόσμο τους και να τον κάνουν ένα μ’ αυτόν. Όχι απλώς με την ατμόσφαιρα που δημιουργούν, η οποία μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού στοιχείων, αλλά με τις δυνατότητες που του παρέχουν. Στην περίπτωση αυτή ομιλούμε αποκλειστικά για το gameplay και τίποτε άλλο. Εν προκειμένω, οι τεχνικές κατηγορίες απλώς πλαισιώνουν το συγκεκριμένο τομέα και όσο πληρέστερες είναι, τόσο περισσότερο το τελικό παραγόμενο προμηνύεται κορυφαίο. Πόσα, όμως, είναι τα παιχνίδια που μπορούν να ισχυριστούν ότι προσφέρουν απόλυτη ελευθερία κινήσεων, όπου «απόλυτη», οτιδήποτε μπορεί να κάνει -έστω και σε θεωρητικό επίπεδο- ένας άνθρωπος στην καθημερινότητα;
Αναμφισβήτητα, το πρώτο που έρχεται στο μυαλό είναι κάποιο παιχνίδι που ανήκει στην κατηγορία των open world, ενώ συνηθέστερα αυτό συνοδεύεται από τον προσδιορισμό του ως action-adventure. Πρόκειται για το genre που προσφέρει τίτλους, τα χαρακτηριστικά των οποίων προσιδιάζουν στην ανωτέρω περιγραφή. Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, υπάρχουν αρκετές διαβαθμίσεις, οι οποίες μπορεί να εκκινούν από το setting και το ύφος του εκάστοτε game μέχρι την ερμηνεία της φράσης «μπορείς να κάνεις τα πάντα». Η ίδια απέκτησε διαφορετικό νόημα και περιεχόμενο με κάθε τέτοια αφορμή, κατά κύριο λόγο τα τελευταία 16 χρόνια, και εξακολουθεί να νοηματοδοτείται εκ νέου οποτεδήποτε ένα παιχνίδι προσφέρει κάτι καινούριο ή ανανεώνει κάτι ήδη υπάρχον.
Όταν τον Οκτώβριο 2001 κυκλοφόρησε το Grand Theft Auto III, προκλήθηκε επανάσταση στα videogames και τεράστιες αντιδράσεις σε παγκόσμιο επίπεδο για τη βία του παιχνιδιού και τη φυσικότητα της παρουσίασής της μέσα σε ένα περιβάλλον όπως μια πόλη, εν προκειμένω τη Liberty City, απέναντι ιδίως στους ανυποψίαστους κατοίκους της. Ήταν το παιχνίδι που επαναπροσδιόρισε τον ορισμό των open world με τον ολοζώντανο κόσμο που προσέφερε και τις αμέτρητες δυνατότητες που παρείχε. Ήταν η στιγμή που το franchise εγκατέλειπε οριστικά και αμετάκλητα το top-down ύφος των τίτλων της δεκαετίας του ΄90 και με τη βοήθεια της εξελιγμένης τεχνολογίας περνούσε στο επόμενο επίπεδο.
Από τότε η σειρά αναδείχθηκε σε απόλυτο κυρίαρχο της κατηγορίας της, κερδίζοντας τον προσδιορισμό κάθε τρίτης δημιουργίας με παραπλήσια χαρακτηριστικά ως παιχνίδι «τύπου GTA». Το Grand Theft Auto: Vice City, που κυκλοφόρησε ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, πήγε τα games της Rockstar ένα βήμα παραπέρα, συμπεριλαμβάνοντας μεταξύ άλλων… φωνή στον καινούριο πρωταγωνιστή, Tommy Vercetti, αλλά και μηχανές στους δρόμους, ενώ πολύ μεγάλο «μπαμ» έμελλε να προκαλέσει το εκπληκτικό Grand Theft Auto: San Andreas (Οκτώβριος 2004), που προσέθεσε αμέτρητα νέα στοιχεία και επί σχεδόν μια δεκαετία θεωρούταν κατά γενική ομολογία το καλύτερο GTA, όχι άδικα. Το νωχελικό Grand Theft Auto IV (Απρίλιος 2008) δεν κατάφερε να προσδώσει στο franchise το κάτι παραπάνω, πέραν μιας νέας και αναβαθμισμένης μηχανής γραφικών, ενώ η απουσία χαρακτηριστικών που ανέδειξαν τον προκάτοχό του, προκάλεσαν δικαιολογημένα αρνητικά σχόλια. Περαιτέρω, ο Carl Johnson του San Andreas ήταν αδιαμφισβήτητα πολύ πιο πειστικός στο ρόλο του πρωταγωνιστή για ένα GTA game έναντι του Βαλκάνιου(;) μετανάστη, Nico Bellic, χωρίς να φταίει αυτός.
Όταν λοιπόν το Σεπτέμβριο 2013 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το Grand Theft Auto V, αποκλειστικά για τους τυχερούς κατόχους των δύο μεγάλων κονσολών έβδομης γενιάς, PS3 και Xbox 360, ο πάταγος τον οποίο προκάλεσε ήταν εκκωφαντικός, σηματοδοτώντας την επιστροφή του αδιαμφισβήτητου βασιλιά της κατηγορίας, που έμελλε να συνοδευτεί από πρωτοφανή επίπεδα πωλήσεων. Το 15ο παιχνίδι, συνολικά, της σειράς πέτυχε κάτι που δεν κατάφερε ποτέ, κανένας τίτλος στην ιστορία των videogames: μέσα σε διάστημα 19 μηνών πραγματοποίησε τρία διαφορετικά releases, καθώς ακολούθησαν οι εκδόσεις για PS4 και Xbox One (Νοέμβριος 2014) και για PC (Απρίλιος 2015), και άπασες σάρωσαν. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλο παιχνίδι που θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια κίνηση, τόσο μεγάλου ρίσκου, και να δικαιωθεί εκ του αποτελέσματος με περισσότερα από 70.000.000 αντίτυπα σε όλες τις εκδόσεις! Στην πραγματικότητα, αυτό το ρίσκο για τη Rockstar δεν υπήρξε ποτέ. Όσο πλησίαζαν οι προαναφερθείσες ημερομηνίες, τόσο ο παροξυσμός κορυφωνόταν και οι πωλήσεις εκτοξεύονταν, ενώ μετά και το release στα PC, τα «φρένα» έσπασαν.
Το πρώτο πράγμα που συνειδητοποιεί κάποιος ξεκινώντας να παίζει το GTA V είναι ότι θα πρέπει να ξεχάσει ό,τι θυμόταν από την τελευταία του εμπειρία το 2008. Από τη «βαριά» έναρξη του GTA IV, όπου ο μετανάστης πρωταγωνιστής καταφθάνει με καράβι στην Αμερική για πρώτη φορά στη ζωή του αναζητώντας τον ξάδερφό του, αυτή τη φορά ο τίτλος της Rockstar εκκινεί με ληστεία σε τράπεζα, σε μια εκρηκτική σκηνή δράσης όπου ο παίκτης έχει άμεσα τον έλεγχο. Η συνέχεια είναι ανάλογη, καθώς η ιστορία εξακολουθεί εννιά χρόνια αργότερα και τα πράγματα περιπλέκονται προοδευτικά με άψογα δομημένο τρόπο. Για πρώτη φορά σε τίτλο του franchise υπάρχουν τρεις πρωταγωνιστές αντί ενός, και το αποτέλεσμα είναι καταπληκτικό. Ο λόγος για τους Michael De Santa, Trevor Philips και Franklin Clinton, οι δύο πρώτοι ευρισκόμενοι σε κρίση ηλικίας πλησιάζοντας πλέον τα 50, ενώ ο τελευταίος όντας ένα 25άρης Αφροαμερικανός που κάνει τα πρώτα του βήματα στον ευγενή χώρο του εγκλήματος.
Η υπόθεση είναι εξαιρετική, κατορθώνοντας να ξεχωρίσει εν μέσω του τεραστίου κόσμου του GTA V και των αναρίθμητων δυνατοτήτων και επιλογών που αυτός προσφέρει. Είναι η πρώτη φορά που το ίδιο το σενάριο ενός GTA «διαμορφώνει» και οδηγεί στις αποστολές που έπονται κάθε φορά, και όχι το αντίστροφο, να προσαρμόζεται δηλαδή η ιστορία σε βασικές αποστολές που αρκετές φορές μπορεί να μοιάζουν μεμονωμένες, όπως συνέβαινε κατά κόρον στο παρελθόν. Αυτό αποδεικνύεται σπουδαίο ατού για το τελευταίο παιχνίδι της σειράς μέχρι το επόμενο, καθώς οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον. Διαθέτουν εντελώς διαφορετική προσωπικότητα, ενώ οι ηθοποιοί που τους ενσαρκώνουν κάνουν εκπληκτική δουλειά, ο Ned Luke ως Michael, ο Steven Ogg ως Trevor και ο Shawn Fonteno ως Franklin, την ίδια στιγμή που το voice acting αποδεικνύεται εξαιρετικό στο σύνολό του. Ιδίως οι δύο πρώτοι δίνουν ρεσιτάλ, υποδυόμενοι σπαλιούς γνώριμους και «κολλητούς», οι οποίοι πολλές φορές δείχνουν ότι μαζί δεν κάνουν και χώρια δε μπορούν. Η «χημεία» που υπάρχει μεταξύ τους, κατά βάθος, οδηγεί σε εκρηκτικές καταστάσεις σε όλη τη διάρκεια, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Στο πλαίσιο τούτο τους βοηθά τα μέγιστα το σενάριο του τίτλου, το οποίο συνολικά κυμαίνεται στον απίστευτο αριθμό των 3500 σελίδων!
Ο Michael προσπαθεί να ζήσει μια νέα, φυσιολογική ζωή σε μια μεγαλοαστική περιοχή της πόλης του Los Santos, όπου εκτυλίσσεται το παιχνίδι, παλεύοντας αφενός να διατηρήσει τη συνοχή της οικογένειάς του, αφετέρου να διαχειριστεί τις ανασφάλειες και τα προσωπικά ψυχολογικά του, γνωρίζοντας ενδομύχως ότι θα του είναι πάντοτε πολύ εύκολο να πιέσει τη σκανδάλη και να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου. Ο Trevor είναι ο… παρανοϊκός της υπόθεσης, όντας εξοργισμένος σε μόνιμη βάση, κυριολεκτικά εκτός εαυτού, έτοιμος να τα βάλει ανά πάσα στιγμή με οποιονδήποτε τον κοιτάξει έστω περίεργα, αλλά και μ’ έναν ολόκληρο στρατό! Ο Franklin, αν κι έχει σχεδόν τα μισά χρόνια των άλλων δύο, δείχνει να είναι ο πιο ώριμος και cool τύπος, κρατώντας «χαμηλά τη μπάλα» και προσπαθώντας να βγάλει επιτέλους κάποια χρήματα από αυτές τις «δουλειές». Το χιούμορ είναι αστείρευτο σε κάθε διάλογο, μαύρο αρκετά συχνά, ενώ η λέξη «fuck» και τα… παράγωγά της απαντώνται χιλιάδες φορές!
Στον τομέα του gameplay τα λόγια ωχριούν μπροστά στην ποικιλία που προσφέρει το GTA V. Η φράση «μπορείς να κάνεις τα πάντα», όπως αναφέρθηκε στην αρχή, βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα από κάθε άλλη φορά. Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι μεγαλύτερος και πιο ζωντανός από ποτέ, με πολύ μεγάλη ποικιλομορφία εδάφους, και πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνεις σε σχέση με τον προκάτοχό του, τόσο σε επίπεδο εξερεύνησης όσο και προαιρετικών αποστολών ή challenges, από το να γυρίζεις σ’ ολόκληρη την πόλη πυροβολώντας γλάρους. Τα οχήματα είναι αμέτρητα, από αυτοκίνητα και μηχανές μέχρι πάσης φύσεως φορτηγά και νταλίκες, ελικόπτερα, αεροπλάνα και βαπόρια, έως υποβρύχια! Κάτι αντίστοιχο ισχύει αναλογικά και για τα όπλα, από τα πιο απλά πιστόλια έως ρουκετοβόλα! Το παιχνίδι σου δίνει τη δυνατότητα να πα’ να… κουρευτείς, επιλογή που επιστρέφει μετά το San Andreas, να κάνεις τατουάζ, σεξ, αγώνες αυτοκινήτων, parachuting, να εξερευνήσεις το βυθό της θάλασσας, να αναβαθμίσεις το αυτοκίνητό σου, να αγοράσεις ρούχα, όπλα, όχημα από το διαδίκτυο, να πας σε Bar, σε Strip Club ή στο σινεμά, να παίξεις βελάκια, γκολφ, τένις και να περάσεις εκατοντάδες ώρες κάνοντας αμέτρητα άλλα πράγματα, σε μια λίστα που δεν έχει τέλος!
Πολύ σημαντική είναι τέλος η επιστροφή των skills των πρωταγωνιστών, τα οποία με την κατάλληλη εξάσκηση μπορούν να αναβαθμιστούν και διακρίνονται σε stamina, shooting, strength, stealth, flying, driving και lung capacity. Επιπροσθέτως, καθένας εκ των τριών ηρώων διαθέτει ένα special ability που διαρκεί για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε φορά. Ο Michael μπορεί να μπει σε slow motion όταν πέφτουν πυροβολισμοί, ο Franklin να κάνει το ίδιο όταν οδηγεί και ο Trevor να μπει σε rage mode, κατά τη διάρκεια του οποίου προκαλεί διπλάσιο damage στους εχθρούς και, αντίστροφα, ελαχιστοποιεί το damage που δέχεται. Πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη, για πρώτη φορά στη σειρά, είναι η δυνατότητα που σου προσφέρεται σε συγκεκριμένες αποστολές να επιλέξεις δύο διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης αλλά και συνεργάτες για βοήθεια.
Τα γραφικά και ο ήχος αγγίζουν την τελειότητα, ενώ ως προς το δεύτερο, δε θα πρέπει να παραληφθεί ότι υπάρχουν 18 ραδιοφωνικοί σταθμοί με πλήρες πρόγραμμα, δελτίο ειδήσεων και φυσικά εντελώς διαφορετικό είδος μουσικής σε κάθε περίπτωση. Επιπλέον, προσφέρεται για μία ακόμη φορά η δυνατότητα για διαμόρφωση ενός Self Radio, όπου ακούς τα αγαπημένα σου κομμάτια ενώ οδηγείς. Η διάρκεια της βασικής ιστορίας κυμαίνεται περίπου στις 30 ώρες. Στο δικό μου playthrough, κάνοντας και κάποιες προαιρετικές αποστολές, χρειάστηκα 33 για να φτάσω στα credits σχεδόν 50 λεπτών(!), παίζοντας για δώδεκα ώρες ως Michael, άλλες τόσες ως Trevor και εννιά ως Franklin.
Αν θα μπορούσε κάποιος να εντοπίσει ένα αρνητικό σ’ αυτό το αριστούργημα, και που για πολλούς μπορεί να μην είναι καν τέτοιο, είναι ο πολύ χαμηλός βαθμός δυσκολίας του. Πιστεύω ότι ο συγκεκριμένος τίτλος είναι ξεκάθαρα πιο εύκολος από όλους όσοι έχουν προηγηθεί, καθώς επί της ουσίας δεν υπάρχει ούτε μία αποστολή που να βάζει δύσκολα. Επιπλέον, στη διάρκεια αυτών, τα checkpoints είναι περισσότερα από κάθε άλλη φορά, εκμηδενίζοντας το κόστος οιασδήποτε αποτυχίας. Ακόμη, έχω την αίσθηση ότι το wanted level δεν ανταποκρίνεται στον ίδιο βαθμό δυσκολίας σε σχέση με τον αντίστοιχο του παρελθόντος, και ειδικά στην τριλογία Grand Theft Auto (GTA III, Vice City και San Andreas).
Στην πραγματικότητα, είναι ελάχιστα τα games που μπορούν να διεκδικούν το απόλυτο 10 στη βαθμολογία τους. Η ανυπέρβλητη δημιουργία της Rockstar αποτελεί ένα από αυτά. Κάτι τέτοιες στιγμές αναρωτιέσαι τι μπορεί να φτιάξουν στο μέλλον και πόσο καλύτερο δύναται να γίνει από αυτό. Ίσως ένα campaign αντίστοιχης ποιότητας, αλλά με ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια, γιατί όχι και διπλάσια, στο μέγεθος ενός μεγάλου RPG, να μπορούσε(;) να χορτάσει τους single player fans. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το Grand Theft Auto VI θα αργήσει πολύ να κυκλοφορήσει, από τη στιγμή που το GTA V εξακολουθεί να πουλάει σαν τρελό, σχεδόν δύο χρόνια μετά το τρίτο release και 3.5 ολόκληρα χρόνια μετά την παρθενική κυκλοφορία του! Ο τρόπος με τον οποίο δομήθηκε αυτή τη φορά η ιστορία ήταν αριστοτεχνικός από τους μόνιμους συγγραφείς του franchise, Dan Houser και Rupert Humphries, η παρουσία τριών κεντρικών πρωταγωνιστών απολύτως εύστοχη και η υλοποίηση άψογη σε συνολικό επίπεδο. Αναζητώντας τη μία λέξη που μπορεί να περιγράψει το Grand Theft Auto V, η απάντηση φαντάζει μάλλον απλή: ασυναγώνιστο!
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments