Ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της δεκαετίας που προηγήθηκε ήταν η ανάδυση του Kickstarter και άλλων παρόμοιων platforms. Ήταν η μόδα ή, καλύτερα, το αναγκαίο καλό προκειμένου, τουλάχιστον στη gaming βιομηχανία, πολλοί ανεξάρτητοι developers να μπορέσουν να υλοποιήσουν το όραμά τους ζητώντας τη στήριξη του κόσμου. Παρουσιάζοντας ίσως ένα αρχικό πλάνο ή ακόμη και μια πρώτη έκδοση του παιχνιδιού τους, απευθύνονταν όχι απλώς σε fans, αλλά σε gamers οι οποίοι θα συμμερίζονταν αυτό το όραμα και θα ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσό ώστε να το δουν να πραγματοποιείται. Σε έναν ακόμη χώρο στον οποίο, κατά κανόνα, η ελευθερία των δημιουργών περιορίζεται από εξωτερικούς παράγοντες και η πλήρης ανεξαρτησία τους συνεπάγεται συνήθως περιορισμένους πόρους, η ενίσχυση από απλούς ανθρώπους εκεί έξω αποτελεί έναν άμεσο και απροϋπόθετο δίαυλο, η μόνη αξίωση του οποίου είναι να πραγματοποιήσουν οι developers αυτό που υπόσχονται.
Τα παραδείγματα τέτοιων παιχνιδιών είναι πολλά και αρκετά εξ αυτών τρανταχτά, των οποίων η χρηματοδότηση όχι απλώς κατόρθωσε να υπερκαλύψει το ποσό της καμπάνιας που είχε τεθεί ως στόχος προκειμένου να προχωρήσει η ανάπτυξή τους, αλλά ενίοτε συγκέντρωσαν εκατομμύρια δολάρια! Κι αυτό δεν αφορά μόνο indie εταιρίες, αλλά ακόμη και μεγαλύτερες, οι οποίες ενδεχομένως είναι πιο μετριοπαθείς ως προς την εμπορική επιτυχία που θα έχουν στο τέλος τα projects τους και ως εκ τούτου ζητούν εκ των προτέρων οικονομική βοήθεια θέλοντας να περιορίσουν το ρίσκο. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ίσως η πλέον πρόσφατη τόσο χαρακτηριστική αφορά το Shenmue III, το οποίο, έχοντας ως στόχο τα 2 εκ. δολάρια, κατόρθωσε να συγκεντρώσει υπερτριπλάσιο ποσό (6,3 εκ.) το 2015, κυκλοφορώντας εν τέλει το 2019. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε διατεθεί στην αγορά και το Bloodstained: Ritual of the Night, το οποίο σε καμπάνια επίσης εν έτει 2015, αλλά ύψους μισού εκατομμυρίου, είχε συγκεντρώσει 5,5 εκ.!
Τα δύο Pillars of Eternity και το Torment: Tides of Numenera αποτελούν ακόμη τρία παραδείγματα, τα οποία μάλιστα σήμαναν -μεταξύ και άλλων τίτλων- την αναβίωση των κλασικών RPG ενός ολοένα και μακρινότερου παρελθόντος, που όμως εξακολουθούν να αγαπούν πολλοί gamers ανά τον κόσμο, όπως αποδείχθηκε. Σε μια λίστα η οποία είναι πραγματικά τεράστια, δε μπορεί να μη μνημονεύσει κάποιος δύο ακόμη τίτλους. Ο πρώτος είναι το Broken Age της Double Fine Productions του Tim Schafer: σε καμπάνια του 2012 ύψους 400.000 συγκέντρωσε περισσότερα από 3,3 εκ.(!), για να γίνει διαθέσιμο τελικά σε δύο acts το 2014/15. Η δεύτερη περίπτωση αφορά το Yooka-Laylee, πνευματικό διάδοχο του Banjo-Kazooie (1998): η τότε νεοσύστατη Playtonic Games, εν έτει 2015 ζήτησε ένα ελάχιστο ποσό 175.000 δολαρίων, με τους gamers να την ενισχύουν τελικά με 2 εκ.(!) και τον τίτλο να κυκλοφορεί το 2017.
Το 2010 έγιναν διαθέσιμες οι remastered εκδόσεις των δύο πρώτων παιχνιδιών της θρυλικής point & click adventure σειράς Broken Sword. Οι συγκεκριμένες versions με τον ερχομό τους, μεταξύ άλλων, και σε φορητές συσκευές, ήταν απολύτως επιτυχημένες εμπορικά, αναθερμαίνοντας αφενός το ενδιαφέρον των φίλων του franchise, οι οποίοι είχαν να δουν παιχνίδι από το 2006, γνωστοποιώντας αφετέρου τη σειρά σε περισσότερους. Φυσικά αυτό δε μπορούσε ποτέ να είναι αρκετό για τους πρώτους, που αδημονούσαν για μια συνέχεια· ένα πέμπτο μέρος το οποίο έμελλε τελικά να έρθει μετά από επτά και πλέον χρόνια… σπάζοντας το σερί των έξι ετών που είχαν μεσολαβήσει μεταξύ του δεύτερου και τρίτου τίτλου (1997-2003). Πριν από αυτό, ωστόσο, η Revolution, πάγια developer, έχοντας αξιοποιήσει εν πρώτοις μέρος των κερδών των προαναφερθέντων ψηφιακών εκδόσεων, ζήτησε για πρώτη φορά τη βοήθεια του κοινού, προκειμένου να δώσει την κατάλληλη συνέχεια στο όραμά της.
Πιο συγκεκριμένα, η επιτυχία της Director’s Cut του Shadow of the Templars και του remaster του Smoking Mirror, σε συνδυασμό με το publishing αυτών από τους ίδιους τους Βρετανούς και όχι κάποια τρίτη εταιρία, τους επέτρεψε να καρπωθούν το 70% των εσόδων έναντι μόλις του 7%, όπως συνέβαινε στο παρελθόν «δένοντας» τα χέρια τους εν όψει κάθε καινούριου εγχειρήματος. Αυτό συνεπακόλουθα τους έδωσε το δικαίωμα να «τρέξουν» το επόμενο project τους, που δεν ήταν άλλο από το νέο παιχνίδι της σειράς, επενδύοντας μισό εκατομμύριο από τα έσοδα αυτά. Έτσι, λοιπόν, μετά από ένα εξάμηνο ανάπτυξης απευθύνθηκαν πλέον στον κόσμο παρουσιάζοντας την πρόοδό τους και ζητώντας την συμμετοχή του για ένα πληρέστερο τελικό αποτέλεσμα, με υψηλότερα production values πλουσιότερο περιεχόμενο και μεγαλύτερη συνολική διάρκεια, όπως παραδέχτηκε ο Charles Cecil, δημιουργός του franchise και εκ των ιδρυτών της Revolution. Στο πλαίσιο αυτό, το 2012 η εταιρία ξεκίνησε μια καμπάνια στο Kickstarter θέτοντας ως στόχο το ποσό των 400.000 δολαρίων. Η ανταπόκριση των gamers ωστόσο ήταν τέτοια, που τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν ήταν περισσότερα από 770 χιλ., ενώ μαζί με άλλες δωρεές ξεπέρασαν τις 820!
Κάπως έτσι το Broken Sword 5: The Serpent’s Curse έγινε πραγματικότητα, κυκλοφορώντας για πρώτη φορά σε δύο επεισόδια, το πρώτο το Δεκέμβριο 2013 και το δεύτερο τέσσερεις μήνες αργότερα. Ένας τίτλος, ο οποίος επένδυσε πολλά στο ρομαντισμό μιας άλλης εποχής και την αισθητική του παρελθόντος, αποδιδόμενα διά της αξιοποίησης των σύγχρονων δυνατοτήτων. Με άλλα λόγια, το franchise επέστρεψε στις ρίζες του εγκαταλείποντας τα 3D περιβάλλοντα των δύο προηγούμενων τίτλων και υιοθετώντας την 2D νόρμα των δύο πρώτων, τα οποία αγαπήθηκαν τόσο πολύ. Η συγκεκριμένη σε τελευταία ανάλυση ήταν με διαφορά η πλέον επιτυχημένη εμπορικά περίοδος της σειράς, καθώς τα Sleeping Dragon και Angel of Death παρέμειναν χαμηλά σε πωλήσεις, όχι όμως απαραίτητα και σε ποιότητα.
Ο τελευταίος τίτλος Broken Sword μέχρι σήμερα έγινε ευρέως αποδεκτός, τουλάχιστον από το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Με έντονες «πινελιές» νοσταλγίας και τη γνωστή αγαπημένη συνταγή της σειράς, η οποία περιλαμβάνει δύο αφανείς ήρωες της καθημερινότητας, μια πολύ «βαθιά» ιστορία και εν προκειμένω ένα υπέροχο εικαστικό αποτέλεσμα, το οποίο καθιστά το παιχνίδι αδιαμφισβήτητα πιο όμορφο από κάθε προηγούμενο. Σπανίως ξεκινώ μια σχετική αναφορά από τον οπτικό τομέα ενός videogame, αλλά το Serpent’s Curse καταφέρνει από τις πρώτες του εικόνες να κάνει τη διαφορά, παρουσιάζοντας έναν πραγματικά πανέμορφο κόσμο, με εντονότατα, ολοζώντανα χρώματα, πιο λεπτομερή και «φορτωμένο» με αντικείμενα από κάθε άλλη φορά, ο οποίος μαρτυρά την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο immersion του παιχνιδιού για τα δεδομένα ενός 2D.
Και καθώς περί «νοσταλγίας» ο λόγος, η σειρά δε θα μπορούσε παρά να επιστρέψει στη βάση της, που δεν είναι άλλη από την Πόλη του Φωτός, εκεί που ξεκίνησαν όλα, το Παρίσι. Μαζί, βεβαίως, επανέρχονται για μία ακόμη φορά ο γνωστός Αμερικανός George Stobbart και η Γαλλίδα δημοσιογράφος Nicole Collard, με τον πρώτο να αποτελεί τον πάγιο πρωταγωνιστή του franchise και τη δεύτερη να είναι playable character και στα πέντε παιχνίδια, αν συνυπολογίσουμε τη Director’s Cut του πρώτου. Περαιτέρω, από την άποψη των ανθρώπων που εργάστηκαν για την ολοκλήρωση του παιχνιδιού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το βασικό team της Revolution έχει παραμείνει ως είχε ήδη από το πρώτο Broken Sword, 17 χρόνια νωρίτερα! Πέραν του Charles Cecil, director, designer και συμμέτοχου στο story concept, συναντούμε γνωστά ονόματα από όλη τη σειρά, μεταξύ των οποίων ο Neil Richards ως Script Writer, οι Steve Ince και Tony Warriner ως designers και μέλη του Script Team, και άλλοι.
Μπορεί να πέρασαν επτά χρόνια από την κυκλοφορία του Angel of Death μέχρι να υπάρξει συνέχεια, παρά ταύτα, και εφόσον τα βασικά στελέχη παρέμειναν τα ίδια, αν ένα πράγμα διατηρήθηκε διαχρονικά απαράλλακτο στο franchise είναι η ικανότητα των πρώτων να διηγούνται με υποδειγματικό τρόπο τις περιπέτειές τους. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, όπως και τώρα, αυτές αφορμώνται από την ιστορία, αναμειγνύοντας το μυθικό στοιχείο εντός αυτών για να παράγουν τελικά ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα. Έχει ενδιαφέρον, διότι παρότι τα Broken Sword απευθύνονται σε ένα κοινό που μπορεί να χαρακτηριστεί λίγο πιο «ψαγμένο», υπό την έννοια της ενασχόλησής του με ένα genre που βρίσκεται πλέον στο περιθώριο, εν τούτοις ακόμη και αυτοί οι gamers είναι προτιμότερο να έχουν μία στοιχειώδη γνώση των ιστορικών γεγονότων, κειμηλίων και άλλων μνημείων που αξιοποιούν τα παιχνίδια της σειράς. Αυτό μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει κυρίως και κατεξοχήν στον πρώτο και τον τέταρτο τίτλο, περί των οποίων ωστόσο έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενες ευκαιρίες.
Στο Serpent’s Curse η ιστορία ξεκινά, όπως συμβαίνει παραδοσιακά στη σειρά, με ένα εισαγωγικό βίντεο σε παρελθόντα χρόνο, αλλά αυτή φορά μόλις μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Εν έτει 1937, στρατιώτες εισβάλλουν σε ένα κάστρο της Καταλονίας, όπου ζει μια τριμελής οικογένεια και ο υπηρέτης με το γιο του. Παρότι τα γυναικόπαιδα κατορθώνουν, όπως όλα δείχνουν, να επιζήσουν, οι άντρες σκοτώνονται. Καθώς η εισβολή έχει πλέον ολοκληρωθεί, την εμφάνισή του κάνει κάποιος κοστουμαρισμένος, ο οποίος, κατά τα φαινόμενα, ενδιαφέρεται μόνο για έναν πίνακα ζωγραφικής με την επωνυμία «La Maledicció». Ο ίδιος πίνακας εκτίθεται σήμερα σε μια γκαλερί τέχνης στο Παρίσι κι εκεί συναντώνται τυχαία ο George και η Nico μετά από αρκετό καιρό, ο πρώτος ως -νομικός, βάσει προϊστορίας- εκπρόσωπος της ασφαλιστικής εταιρίας που εγγυάται για την έκθεση και η δεύτερη ασφαλώς ως δημοσιογράφος.
Σύντομα, τα πράγματα παίρνουν πολύ άσχημη τροπή, όταν άγνωστος εισβάλλει στο χώρο φορώντας κράνος, κλέβει τον ανωτέρω πίνακα και σκοτώνει τον ιδιοκτήτη της γκαλερί. Η σκιώδης πλευρά της Πόλης του Φωτός δείχνει και πάλι το αδυσώπητο πρόσωπό της στον George, όπως ακριβώς τη γνώρισε την πρώτη φορά. Θέλοντας και μη, βρίσκεται τώρα και πάλι μπλεγμένος μαζί με τη Nico σε ακόμη μία σκοτεινή υπόθεση, η οποία, όπως ήδη διαφαίνεται, είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή ληστεία, έστω και μετά φόνου: το έκθεμα στο οποίο στόχευσε απευθείας ο δράστης ήταν από τα πλέον χαμηλής αξίας στη γκαλερί. Το σενάριο του παιχνιδιού είναι για μία ακόμη φορά εξαιρετικό, το αδιαμφισβήτητο «δυνατό χαρτί» ολόκληρου του franchise, παρουσιαζόμενο τώρα μέσα από υπέροχα γραφικά που κάνουν το Παρίσι, κατ’ αρχήν, να φαντάζει πιο όμορφο από ποτέ!
Η πλοκή εκτυλίσσεται προοδευτικά πηγαίνοντας όλο και πιο βαθιά, με τρόπο που εξ αρχής δε μπορούν να ειπωθούν πολλά, για να μην την προδώσουν. Το βέβαιο είναι ότι το concept διεκδικεί επάξια την πρωτιά στη σκέψη του γράφοντος, τουλάχιστον μεταξύ του πρώτου και τέταρτου τίτλου. Στις περιπτώσεις αυτές, τη διαφορά κάνει εν πολλοίς το ιστορικό υπόβαθρο του καθενός, το οποίο επιβραβεύει τον gamer που έχει έστω μια στοιχειώδη, πολύ γενική γνώση σημείων και γεγονότων ιδίως της ευρωπαϊκής ιστορίας, δίχως όμως να αποθαρρύνει εκείνον που έχει παντελή άγνοια, καθώς του παρουσιάζει όλα όσα χρειάζεται να ξέρει. Πέραν αυτών, το θρησκευτικό στοιχείο κάνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σταθερά την εμφάνισή του σε όλο το franchise, κι αυτή η φορά δεν αποτελεί εξαίρεση.
Στα πλαίσια των… αναπολήσεων του παρελθόντος, αλλά και όπως συνέβη κατά κανόνα στα προηγούμενα παιχνίδια, γνώριμοι χαρακτήρες που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα, επιστρέφουν για μία ακόμη φορά στον κόσμο του Broken Sword, ενώ παρουσιάζονται νέοι, εξίσου ενδιαφέροντες. Με τους πρώτους επανέρχεται και ο Barrington Pheloung, μετά τα Shadow of the Templars και Smoking Mirror, υπογράφοντας ίσως το καλύτερο soundtrack της σειράς, πιο ατμοσφαιρικό και κατάλληλο από κάθε άλλη φορά. Δυστυχώς ο Αυστραλός συνθέτης έμελλε να αποβιώσει το 2019 σε ηλικία μόλις 65 ετών. Σε αντιστοίχως υψηλά επίπεδα κινείται και το voice acting, που προσφέρει απλόχερα ισχυρές δόσεις του γνωστού χιούμορ των Βρετανών συγγραφέων, μέσα από προσεγμένες ερμηνείες που κατά κανόνα δίνουν έμφαση στην… πρέπουσα αγγλική προφορά των χαρακτήρων, αναλόγως της χώρας προέλευσής τους.
Για πέμπτη φορά επανακάμπτει στο ρόλο του George ο… ιδανικός Rolf Saxon, ενώ το ακριβώς αντίθετο ισχύει για τη Nico, την οποία αυτή τη φορά υποδύεται η -μάλλον άσημη- Emma Tate, η πέμπτη κατά σειρά ηθοποιός(!), ανταποκρινόμενη πάρα πολύ καλά, αν και ίσως θα μπορούσε να έχει περισσότερες γραμμές. Από εκεί και πέρα, μια ειδοποιός διαφορά του Serpent’s Curse είναι ότι έχει εκλείψει το ενδεχόμενο θανάτου των πρωταγωνιστών σε περίπτωση λανθασμένης επιλογής-κίνησης, ένα στοιχείο το οποίο χαρακτήριζε πάγια το franchise. Το παιχνίδι συνοδεύεται από ένα προαιρετικό hint system, εισαχθέν για πρώτη φορά στα remasters των δύο πρώτων, σε μια προσπάθεια να γίνει πιο προσιτό στους… ανυπόμονους gamers.
Ο βαθμός δυσκολίας δεν είναι ακριβώς ομοιόμορφος. Σε γενικές γραμμές ο τίτλος είναι αρκετά βατός για τα δεδομένα ενός adventure. Στο δεύτερο μισό, ωστόσο, τα πράγματα ζορίζουν σαφώς περισσότερο σε δύο-τρεις περιπτώσεις, ενώ υπάρχει μία συγκεκριμένα που υπόσχεται να… ανατινάξει το μυαλό του gamer που δε θα καταφύγει στην εύκολη λύση της βοήθειας. Μέχρι εκείνο το σημείο είχα παίξει 14 ώρες, ενώ… καταστράφηκα άλλες τόσες αναζητώντας την απάντηση στο γρίφο, χρησιμοποιώντας τελικά τα hints για να διαπιστώσω ότι βρισκόμουν μία -αλλά αρκετή- λέξη μακριά απ’ την επίλυση, και φτάνοντας εν τέλει στο φινάλε λίγο αργότερα, μετά από περίπου 17 ώρες «καθαρού» gameplay, συμπεριλαμβανομένων των λογικών κολλημάτων της πρώτης προσπάθειας.
Το Broken Sword 5: The Serpent’s Curse ήταν ο ιδανικός διάδοχος μετά από πολλά χρόνια αναμονής, δικαιώνοντας τους φίλους της σειράς που αδημονούσαν για μια νέα περιπέτεια, πολλώ δε μάλλον αφ’ ης στιγμής αυτή χαρακτηρίστηκε από μια απροκάλυπτη αύρα του παρελθόντος. Η μικρή, αλλά διαχρονικά ανεξάρτητη βρετανική Revolution, η οποία μετά το 2000 αφιερώθηκε αποκλειστικά στο συγκεκριμένο franchise, μόλις το καλοκαίρι 2020 κυκλοφόρησε το επόμενο project της, το Beyond a Steel Sky, ένα sequel στο κλασικό Beneath a Steel Sky του 1994! Επτά χρόνια μετά το τελευταίο Broken Sword, ίσως πλέον να πλησιάζει και πάλι η ώρα που ο George θα πρέπει να «ακονίσει» τα λατινικά του και η Nico να επιστρατεύσει το δημοσιογραφικό δαιμόνιο και την ακαταμάχητη γαλλική φινέτσα της!
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments