Η Ninja Theory είναι μια βρετανική εταιρία ανάπτυξης της οποίας η παρουσία στη gaming βιομηχανία έχει περάσει από χίλια-μύρια κύματα, καταφέρνοντας ωστόσο να παραμείνει όρθια έστω και μέσα από οριακές καταστάσεις για την ίδια. Ιδρυθείσα με άλλο όνομα (Just Add Monsters) το 2000 και επανιδρυθείσα τέσσερα χρόνια αργότερα όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, έφτασε πολλές φορές στα όρια της χρεοκοπίας και κατ’ επέκταση της διάλυσης, αλλάζοντας ένα σωρό publishers στη διάρκεια των λιγοστών projects που ανέπτυξε (συμπεριλαμβανομένων και όσων ακυρώθηκαν) σε βάθος δύο δεκαετιών. Και μόνο το γεγονός ότι χρειάστηκε να περάσουν 15 χρόνια μέχρι να κάνει μία εμπορική επιτυχία (κι αυτό μετά την κυκλοφορία της Definitive Edition του παιχνιδιού) με το reboot του Devil May Cry (2013, 2015), λέει πολλά για το πόσο έντονα φλέρταρε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας.
Το οξύμωρο του πράγματος είναι ότι όλες οι δουλειές των Βρετανών είχαν εισπράξει από σχετικά καλές έως πολύ καλές κριτικές, αλλά ούτε μία δεν απέδωσε οικονομικά! Το πρώτο, ωστόσο, μαρτυρεί συγχρόνως ότι η Ninja Theory είχε πάντοτε ανθρώπους και κατ’ επέκταση προοπτικές για κάτι πολύ αξιόλογο. Ως εκ τούτου, δε μπορεί να μην παρατηρήσει κάποιος ότι η εταιρία κατόρθωσε να κάνει εμπορικά την υπέρβασή της στην πρώτη φορά που διέθεσε η ίδια στην αγορά, ως publisher πλέον, ένα σημαντικό project της: το Hellblade: Senua's Sacrifice (2017) ήρθε για να ταράξει τα νερά της βιομηχανίας, τόσο για το θέμα που πραγματεύεται όσο για τα πρωτότυπα στοιχεία που εισήγαγε και την εξαιρετική υλοποίηση στο σύνολό της, όλα αυτά από μια ανεξάρτητη ομάδα… 20 ανθρώπων!
Στα… πέτρινα χρόνια, λοιπόν, όταν απλώς δημιουργούσαν αξιόλογα games, τα οποία όμως για τον έναν ή τον άλλο λόγο δεν τύχαιναν ανάλογης ανταπόκρισης, οι developers της Ninja Theory ήρθαν σε συμφωνία με την Bandai Namco Entertainment για την κυκλοφορία του δεύτερου project της μετά την επανίδρυσή της αλλά και γενικότερα, στην εποχή των κονσολών έβδομης γενιάς. Εν έτει 2010 κυκλοφορεί το Enslaved: Odyssey to the West για Xbox 360 και PS3, ενώ ως Premium Edition έμελλε να έρθει επιτέλους στα PC τρία χρόνια αργότερα. Το παιχνίδι εμπνέεται μόνο κατ’ αρχήν από το Journey to the West, μια πασίγνωστη κινεζική νουβέλα του 16ου αιώνα(!), ωστόσο τοποθετείται σ’ ένα εντελώς διαφορετικό, post-apocalyptic πλαίσιο, περίπου 150 χρόνια από σήμερα. Ο κόσμος, όπως τον ξέραμε, δεν υπάρχει πια. Ένας παγκόσμιος πόλεμος μεταξύ ανθρώπων και μηχανών έχει καταστρέψει τα πάντα και πλέον το μόνο που φαίνεται να ευδοκιμεί είναι η χλωρίδα. Όσοι άνθρωποι έχουν απομείνει, εξακολουθούν να απειλούνται θανάσιμα από τα πάσης φύσεως «mechs» που υπάρχουν εκεί έξω.
Το Enslaved μας μεταφέρει σε ένα γνώριμο μετα-αποκαλυπτικό setting, το οποίο ωστόσο επενδύει με πανέμορφο και ολοζώντανο αισθητικά τρόπο, μετατρέποντας αυτομάτως την περιπέτεια σε πολύ ευχάριστη υπόθεση… αν εξαιρέσεις τον κίνδυνο των μηχανών που καραδοκούν σε κάθε περιοχή. Ο κόσμος του παιχνιδιού σε προσκαλεί να τον περπατήσεις, αν και η εξερεύνηση δεν… προβλέπεται, καθώς πρόκειται για έναν τίτλο με αμιγώς γραμμική ροή. Στη χρωματική παλέτα κυριαρχεί το πράσινο και το γαλάζιο, ενώ ακολουθούν όλα εκείνα τα χρώματα που δίνουν ζωή σε έναν πλανήτη στον οποίο ο άνθρωπος έπαψε να είναι η κορωνίδα του οικοσυστήματος, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε παλιά.
Πρωταγωνιστής του Enslaved είναι ένας εντυπωσιακά γυμνασμένος τύπος, ο οποίος όσο θηριώδης είναι, τόσο ευέλικτος αποδεικνύεται! Είναι παροιμιώδης η ικανότητά του να σκαρφαλώνει σχεδόν οπουδήποτε και να ίπταται με ευκολία πάνω από χάσματα καθώς μετακινείται από σωλήνα σε σωλήνα κι από τη μία λαβή τοίχου στην άλλη, κάνοντας ακροβατικά που θα ζήλευαν κορυφαίοι αθλητές γυμναστικής μιας άλλης εποχής. Γενικότερα, οι μηχανισμοί του παιχνιδιού της Ninja Theory θυμίζουν Prince of Persia σε πολύ μεγάλο βαθμό στο επίπεδο αυτό, ακόμη κι αν ο ήρωας δεν περπατά κατά μήκος ενός τοίχου! Εν τούτοις, το όνομά του, τουλάχιστον αυτό με το οποίο τον αποκαλούσαν κάποτε, είναι κατ’ ουσία δηλωτικό των ικανοτήτων του και του τρόπου με τον οποίο ελίσσεται: Monkey!
Το σεναριακό υπόβαθρο αποκαλύπτεται σταδιακά και, παρότι δε θα λέγαμε ότι εντυπωσιάζει, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον. Σ’ αυτό συμβάλλει τα μέγιστα η δομή του παιχνιδιού, που είναι πάρα πολύ καλή. Ο σχεδιασμός των επιπέδων συνδυάζει υπέροχα την καταστροφή του πολιτισμού με την κυριαρχία της φύσης, η οποία επιτέλους ανασαίνει. Το Enslaved ξεκινά με τον Monkey κρατούμενο σε μια κάψουλα ενός αερομεταφερόμενου slave ship, το οποίο οδηγεί ανθρώπους στην Πυραμίδα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, όπου εκεί τους περιμένει μια νέα ζωή, απαλλαγμένη από τους καθημερινούς κινδύνους· τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται η φωνή που ακούγεται από τα μεγάφωνα αυτής της υπερκατασκευής. Όταν όμως μια άλλη κρατούμενη κατορθώνει να απελευθερωθεί προκαλώντας εν συνεχεία υπερθέρμανση στα κεντρικά συστήματα της πρώτης, ο πρωταγωνιστής έχει την ευκαιρία του να δραπετεύσει κι ο ίδιος. Η εγκατάλειψη του αεροσκάφους, ωστόσο, είναι άλλη υπόθεση, και ο Monkey αποδεικνύεται εντελώς μόνος σ’ αυτήν την περίπτωση. Ο τίτλος της Ninja Theory διακρίνεται για ορισμένες πολύ εντυπωσιακές στιγμές, κάποιες εκ των οποίων είναι πραγματικά επικές, με πιο συνηθισμένες εξ αυτών τα… fatalities έναντι των mechs. Η εισαγωγή, πέραν της παρουσίασης βασικών gameplay μηχανισμών, προσφέρει περαιτέρω μια πρώτη γεύση και στο επίπεδο αυτό.
Όταν ο πρωταγωνιστής ανακτά τις αισθήσεις του… σε στέρεο έδαφος πλέον μετά από μια ανώμαλη προσγείωση, συνειδητοποιεί ότι η κοπέλα, η οποία επίσης δραπέτευσε από το slave ship, του έχει τοποθετήσει στο μέτωπο ένα slave headband ειδικά τροποποιημένο έτσι ώστε σε περίπτωση που δεν υπακούει στις εντολές της, πόσο μάλλον αν σκεφτεί να της επιτεθεί, να μπορεί να του προκαλέσει απερίγραπτο πόνο στον εγκέφαλο, ενώ εάν η ίδια σκοτωθεί, ο θάνατος του Monkey να είναι επίσης ακαριαίος. Το όνομα της νεαράς είναι Tripitaka, εν συντομία Trip, και όπως του εξηγεί, το έκανε αυτό γιατί είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσει να εξασφαλίσει τη βοήθειά του προκειμένου να φτάσει ζωντανή στην κοινότητά της, σχεδόν 500 χιλιόμετρα μακριά από το σημείο που βρίσκονται. Μη έχοντας άλλη επιλογή, ο ήρωάς μας θα πρέπει να δημιουργήσει ένα καθαρό μονοπάτι και για τους δύο, ξεκινώντας από μια Νέα Υόρκη η οποία είναι κυριολεκτικά αγνώριστη!
Πέρα από τις φυσικές του ικανότητες, ο Monkey χρησιμοποιεί ένα ραβδί τόσο για τις melee όσο και για τις range επιθέσεις απέναντι στα mechs, εκτοξεύοντας στη δεύτερη περίπτωση είτε plasma είτε ηλεκτρισμό (plasma και stun blast). Το παιχνίδι μάλιστα εισάγει ένα τετραπλό skill tree με αρκετές παραμέτρους, δίνοντας τη δυνατότητα αναβάθμισης τόσο των δύο ειδών επιθέσεων όσο της ασπίδας (shield) και βεβαίως της υγείας (health) του πρωταγωνιστή. Αυτό γίνεται συγκεντρώνοντας φωτεινές σφαίρες οι οποίες υπάρχουν διάσπαρτα σ’ όλα τα επίπεδα και λειτουργούν ως το currency του τίτλου. Περαιτέρω, καθώς ο Monkey υποχρεώθηκε σε μια συμμαχία η οποία εξ ορισμού δε μπορεί παρά να είναι άνιση και άδικη, ο gamer έχει τη δυνατότητα να δίνει συγκεκριμένες εντολές στην Trip, οι οποίες κατά βάση κυμαίνονται στη λογική της κίνησής της στο χώρο ή τη δημιουργία αντιπερισπασμού· στην πρώτη περίπτωση ο Monkey φροντίζει να δημιουργήσει ένα «παράθυρο» για την παρτενέρ του προκειμένου εκείνη να μετακινηθεί με ασφάλεια, ενώ στη δεύτερη της ζητά να αποσπάσει την προσοχή των μηχανών, ώστε ο ίδιος να κινηθεί σε χώρο όπου διαφορετικά τα mechs θα τον σκότωναν.
Το Enslaved συμπεριλαμβάνει και ορισμένους γρίφους, σχετικώς απλούς, οι οποίοι προσθέτουν πόντους στην ποικιλία του δένοντας απολύτως αρμονικά στο πλαίσιο που βρίσκονται τοποθετημένοι. Τα boss fights που υπάρχουν, χαρίζουν τις ιδανικές «πινελιές» που αυξάνουν το ελκυστικό gameplay πακέτο, ακόμη κι αν τα combos του Monkey είναι λίγα στην πραγματικότητα. Για τη διαμόρφωση του σεναρίου προσελήφθη ο Alex Garland, γνωστός από την κινηματογραφική του παρουσία στο σενάριο ταινιών όπως 28 Days Later (2002), Sunshine (2007), Never Let Me Go (2010), Dredd (2012) και Ex Machina (2014), για την οποία μάλιστα ήταν και υποψήφιος για Όσκαρ. Η προσπάθεια του Garland για την καλύτερη δυνατή προσαρμογή του μινιμαλιστικού σεναρίου του παιχνιδιού στην εμπειρία που θα βίωναν οι gamers αφενός, και η επιμονή του να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην εκφραστικότητα της ερμηνείας των ηθοποιών μέσω του motion capture αφετέρου, τον οδήγησε να αναμιχθεί σε σημαντικό βαθμό και στο game design, με αναλόγως θετικά αποτελέσματα. Όλα αυτά σε ένα ιδιαίτερο action-adventure videogame, με ορισμένα platform στοιχεία αλλά και κάμερα η οποία εναλλάσσεται από κλασική third-person σε fixed, κατόπιν επιμονής του Garland για ευρύτερους αφηγηματικούς λόγους.
Και καθώς έγινε λόγος για motion capture, η σκέψη των σινεφίλ -και όχι μόνο- δε μπορεί παρά να πάει στον… Άρχοντα του είδους, που δεν είναι άλλος από τον εμβληματικό Andy Serkis (Lord of the Rings, The Hobbit, Planet of the Apes), ο οποίος αυτονόητα εν προκειμένω εμφανίζεται συγχρόνως και ως voice actor του Monkey, τον οποίο υποδύεται λοιπόν με όλους τους τρόπους! Ο Serkis είχε ήδη συνεργαστεί με τη Ninja Theory στο Heavenly Sword (2007), το προηγούμενο project της, και τώρα επανέρχεται ακόμη πιο δυναμικά, έχοντας επιπλέον, όπως και τρία χρόνια νωρίτερα, το ρόλο του dramatic director. Τη συμπρωταγωνίστριά του, Trip, ενσαρκώνει η άσημη Lindsey Shaw, στην πρώτη και τελευταία της παρουσία μέχρι στιγμής στα videogames, παρότι είναι τουλάχιστον αξιοπρεπής. Το παιχνίδι είναι πραγματικά πολύ όμορφο οπτικά, με καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες και προσοχή στην εκφραστική λεπτομέρεια των προσώπων τους. Τα ηχητικά εφέ, ωστόσο, ιδιαίτερα σε στιγμές μάχης, κατορθώνουν να κλέψουν την παράσταση, σε αντίθεση με το soundtrack, το οποίο, παρότι μόνο κακό δεν είναι κακό, σε γενικές γραμμές περνά μάλλον απαρατήρητο.
Παίζοντας σε hard difficulty level (το ανώτερο) χρειάστηκα περίπου δώδεκα ώρες προκειμένου να δω τα credits ενός παιχνιδιού το οποίο δεν έλαβε ποτέ την αναγνώριση που του άξιζε, στερώντας τόσο από τους developers αυτό που δικαιούνταν αλλά και από τους ίδιους τους gamers μια εξαιρετική, απέριττη και κυρίως πολύ ευχάριστη εμπειρία. Αν πρέπει να σημειωθεί κάτι ως υστερόγραφο για το Enslaved: Odyssey to the West είναι αναμφίβολα ότι την κρίσιμη στιγμή, πέτυχε να αναδείξει σ’ όλο της το μεγαλείο την κλίμακά του, όταν χρειάστηκε να αναμετρηθεί μ’ αυτήν, αναδεικνύοντας τον τίτλο σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, ενώ μια λάθος προσέγγιση θα μπορούσε να τον υπονομεύσει.
Ένα μήνα μετά το release του παιχνιδιού το 2010, διατέθηκε στην αγορά ένα expansion με τίτλο Pigsy's Perfect 10, το οποίο συμπεριλήφθηκε και στην έκδοση για PC το 2013, ως Premium Edition πλέον. Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική ιστορία, η οποία λαμβάνει χώρα σε απροσδιόριστο χρόνο πριν από τα γεγονότα του κυρίως παιχνιδιού και ακολουθεί μια από τις περιπέτειες του Pigsy, του τρίτου χαρακτήρα ο οποίος κάνει κάποια στιγμή την εμφάνισή του στον κυρίως τίτλο. Όποιος ασχοληθεί με το συγκεκριμένο story DLC θα βρεθεί μπροστά σε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη, καθώς θα είναι σα να παίζει ουσιαστικά ένα εντελώς διαφορετικό παιχνίδι. Δεδομένης της σωματοδομής του Pigsy, ο οποίος είναι σα μια τεράστια μπάλα με πόδια, θα ήταν απολύτως αφύσικο να γίνει μια αντιγραφή του gameplay του κυρίως παιχνιδιού. Ως εκ τούτου, το DLC τοποθετεί τον gamer στο γνώριμο post-apocalyptic σκηνικό, αλλά σε εντελώς νέα levels και με ένα gameplay που διαφοροποιείται σε ποσοστό άνω του 90%!
Ουσιαστικά, αυτή τη φορά παίζεις ένα action-stealth videogame, με platform στοιχεία για άλλη μία φορά, ενώ η τακτική διαδραματίζει ακόμη μεγαλύτερο ρόλο καθώς ο πρωταγωνιστής είναι αντικειμενικά ανίκανος να πολεμήσει σώμα με σώμα με τα mechs, πόσο μάλλον να κάνει τα απίθανα ακροβατικά του Monkey. Εν τούτοις, οι αδυναμίες του αυτές αναπληρώνονται από μια σειρά gadgets και ένα rifle το οποίο χρησιμοποιείται και ως sniper, με φονικά αποτελέσματα. Ο Pigsy έχει ένα μηχανισμό στο μάτι, ο οποίος αποκαλείται… trouble vision και λειτουργεί ουσιαστικά όπως οι υπέρυθρες, επιτρέποντάς του να εντοπίζει εύκολα πού βρίσκονται οι εχθροί αλλά και τα σημεία ενδιαφέροντος. Περαιτέρω, αντί να σκαρφαλώνει από πλατφόρμα σε πλατφόρμα όπως ο Monkey, χρησιμοποιεί ένα grappling hook εκτοξεύοντάς το σε συγκεκριμένες λαβές κάθε φορά. Σταδιακά προστίθενται ακόμη τέσσερα gadgets, μια συσκευή αντιπερισπασμού, μια χειροβομβίδα που προκαλεί stun και δύο ειδών νάρκες.
Τα physics του ήρωα είναι τρομερά διασκεδαστικά, όπως τα γνωρίσαμε στο κυρίως παιχνίδι, αλλά τώρα ακόμη περισσότερο γιατί είμαστε εμείς αυτοί που τον ελέγχουμε. Ο τρόπος που τρέχει, μπουσουλάει ή ρολάρει στο έδαφος είναι πραγματικά υπέροχος! Τη φωνή του δανείζει στον Pigsy, όπως και στο main game, ο -μάλλον άσημος- Richard Ridings, ωστόσο τώρα αναδεικνύεται πολύ περισσότερο, σ’ έναν κατά βάση αφηγηματικό μονόλογο, ακόμη και όταν ομιλεί εκτός cutscenes. Βάσει της υπόθεσης, ο πρωταγωνιστής αποφασίζει ότι έχει… βαρεθεί τη ζωή του ευρισκόμενος σε πλήρη απομόνωση στην περιοχή που τον γνωρίσαμε, με μόνη συντροφιά μια… οθόνη με φτερά, που ακούει στο όνομα Truffles και τον ακολουθεί παντού, επικοινωνώντας μαζί του με έναν… ιδιαίτερο τρόπο μέσα από εικόνες-pixels και αντίστοιχους ήχους. Για το λόγο αυτό αποφασίζει να κατασκευάσει έναν φίλο, προκειμένου να έχει παρέα, κι έτσι αρχίζει να αναζητά εκείνα τα υλικά που θα του επιτρέψουν να ολοκληρώσει το σχέδιό του, καθώς, ως εξαίρετος μηχανικός, γνωρίζει ακριβώς ποια είναι τα εξαρτήματα που του λείπουν και πού θα τα βρει.
Το soundtrack υπογράφεται για μία ακόμη φορά από τον Nitin Sawhney, ο οποίος είχε συνεργαστεί με τη Ninja Theory και στο Heavenly Sword. Τώρα, σε αντίθεση με το βασικό παιχνίδι, η μουσική την οποία επενδύεται το DLC αναδεικνύεται σε μέγιστο βαθμό, παντρεύοντας αρμονικά υπέροχους jazz και blues ήχους με μια western αύρα, η οποία δεν υπήρχε την πρώτη φορά. Σ’ αυτό συμβάλλει τα μέγιστα ο συνδυασμός της χαρακτηριστικής μπάσας φωνής του Ridings (ο οποίος στα credits τραγουδάει άκρως ατμοσφαιρικά) με τα μουσικά όργανα, που παίζονται όλα από τον ίδιο τον συνθέτη: ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, μπάντζο, πιάνο και μπάσο. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό!
Καταλήγοντας, η Premium Edition του Enslaved είναι must για κάθε gamer με υποψία καλού γούστου εκεί έξω. Το story DLC, για το οποίο χρειάστηκα κάτι περισσότερο από 3,5 ώρες προκειμένου να το τερματίσω, αποτελεί τον ορισμό του πώς πρέπει να αναπτύσσεται ένα τέτοιο πακέτο, που θα σέβεται ταυτόχρονα τόσο εκείνους που θα το τιμήσουν όσο και τους ίδιους τους developers. Είναι η πλέον τρανταχτή απόδειξη ότι οι άνθρωποι της Ninja Theory είχαν κι άλλες καλές ιδέες, τις οποίες διοχέτευσαν δημιουργικά σε ένα προϊόν το οποίο σχεδόν ουδεμία σχέση είχε με το main game, μη έχοντας να ζηλέψει ωστόσο απολύτως τίποτα από εκείνο.
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments