- Reviews
- Shadow of the Beast (PS4)
Shadow of the Beast (PS4)
HotΗ ιστορία του Aarbron ξαναγράφεται με σεβασμό.
Η ιστορία του Aarbron ξαναγράφεται με σεβασμό.
Εισάγεις την δισκέτα στο floppy drive. Ακούς τον μαγικό ήχο “τικ, τικ, τικ”. 3-4 λεπτά loading για να ξεκινήσεις να παίζεις. Μέχρι να φορτώσει το loading screen διαβάζεις στην περιγραφή το μέρος όπου βρίσκεσαι. Ανατριχιάζεις από το artwork. Και τότε το loading screen φορτώνει και μένεις άναυδος. Είσαι ένα τέρας μωβ χρώματος σε έναν ασύλληπτα σμιλευμένο κόσμο. Δεν πρέπει να προχωρήσεις στα δεξιά όπως στα υπόλοιπα Platform αλλά να γυρίσεις προς τα αριστερά γιατί στο σφύριξαν οι φίλοι σου. Τα τοπία πίσω σου μοιάζουν να κινούνται. Parallax scrolling. “Τι γραφικάρες είναι αυτές Θεέ μου;” αναφωνείς κοιτώντας την Amiga 500 σου.
Αυτή ήταν η πραγματικότητα το 1989 και κατ’ επέκταση στην Ελλάδα κάπου στο 1990, όταν άρχισε να διαδίδεται η Amiga 500. Τότε ήταν που την απέκτησα και εγώ, παίζοντας το θρυλικό Shadow of the Beast. Ένα από τα πιο δύσκολα games όλων των εποχών το οποίο μετά από πολύ κόπο τερμάτισα. Κατέληξα να γίνω fan της Reflections και της Psygnosis περιμένοντας τις επόμενες συνέχειες. Αγόρασα τα τρία Shadow of the Beast στα παλιά τους τότε κουτιά, με τις δισκέτες, ενώ ακόμα ψάχνω εκείνο το συλλεκτικό Shadow of the Beast 2 t-shirt (όποιος το έχει ειλικρινά το αγοράζω όσο-όσο) σε μια εποχή όπου οι Collector’s Editions ήταν σχεδόν ανύπαρκτες.
Το πρώτο Shadow of the Beast άφησε εποχή ως ένα από τα καλύτερα games της δεκαετίας του ’80, κυρίως γιατί με τα γραφικά και τον ήχο του, σε μία 2D εποχή, μπορούσε να σε κάνει να ανατριχιάσεις. Γιατί το soundtrack του και η ατμόσφαιρά του, με τους εχθρούς και τις παγίδες να εμφανίζονται ξαφνικά και να σου κόβουν την ανάσα, δεν μπορεί να αντικατασταθεί με τίποτα. Ένα Platform/Horror/Adventure, που χάραξε την δικιά του ιστορία σε μια εποχή όπου η μείξη των genres ήταν ευλογία γιατί λίγοι το τολμούσαν (βλέπε Sid Meier’s Pirates δύο χρόνια πριν που ανακάτευε Strategy/Adventure/Fighting/Simulation και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο).
Η επιστροφή του Aarbron
Χρειάστηκε να περάσουν 27 ολόκληρα χρόνια για να επανακυκλοφορήσει το θρυλικό Shadow of the Beast, το οποίο λανσάρεται ως PS4 exclusive. Η πάλαι ποτέ Reflections έγινε Ubisoft Reflections (γνωστή για το Driver) και η Psygnosis εξαγοράστηκε από την Sony Liverpool. Έχοντας τα δικαιώματα του ονόματος, η ιαπωνική εταιρεία αποφάσισε ορθά, έστω και μετά από δεκαετίες, να επαναφέρει το αγαπητό αυτό Platform στο PS4. Εταιρεία ανάπτυξης η Heavy Spectrum Labs, η οποία σεβάστηκε την παράδοση και προσπάθησε να εξελίξει το σενάριο όπως έπρεπε.
Βρισκόμαστε στην εικονική χώρα Karamoon, όπου οι humans αποτελούν μειοψηφία. Πρωταγωνιστής είναι ο Aarbron, ο οποίος μπορεί στην όψη να μοιάζει με τέρας αλλά μέσα του κρύβει έναν άνθρωπο. Όταν ήταν ακόμη μωρό, ο κακός δαίμονας Maletoth έστειλε τους δαίμονές του να τον απαγάγουν. Σε μία απόπειρα γενοκτονίας της ανθρωπότητας, οι δαίμονες χρησιμοποίησαν αυτή την τακτική για να γίνουν υπεράριθμοι και να στρατολογήσουν ανθρώπους μεταλάσσοντάς τους σε δαιμονικά τέρατα και ελέγχοντάς τα διαρκώς ως σκλάβους στις μάχες. Εν μέρει τα κατάφεραν. Μία ημέρα όμως, ενώ ο Aarbron βρισκόταν σε μάχη σκοτώνοντας ανθρώπους, βλέπει έναν συγκεκριμένο να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια του. Σαστίζει. Ξαφνικά η ανάμνηση περνάει από μπροστά του. Ο άνθρωπος αυτός που μόλις πέθανε ήταν ο πατέρας του! Μετά την ανάμνηση ο Aarbron θυμάται την ανθρώπινη φύση του. Επαναστατεί και αρχίζει να στρέφεται ενάντια στους δαίμονες που τον έλεγχαν. Το ταξίδι της εκδίκησης ξεκινά.
Στο σημείο αυτό που λαμβάνει χώρα στο πρώτο level του παιχνιδιού διεξάγεται ένα από τα πιο συγκινητικά cutscenes που έχουμε δει ποτέ σε remake. Η παρουσίαση της Heavy Spectrum προσθέτει ορισμένες ενδιαφέρουσες πινελιές στο ήδη υπάρχον σενάριο, καθώς ο λόγος που ο Aarbron επαναστάτησε υπήρχε μόνο σε γραπτά και όχι σε βίντεο. Η συγκεκριμένη αλληλουχία γεγονότων όμως, που αιτιολογεί τον λόγο που άρχισε να στρέφεται ενάντια στους δαίμονες, που σε συνδυασμό με το rage, είναι υποδειγματική.
“The shadows are growing longer”
Στο Shadow of the Beast το αίμα ρέει άφθονο, καθώς το gameplay ακολουθεί την λογική ενός 2D gameplay, πλέον με 3D γραφικά. Η κάμερα κάνει zoom in-zoom out ανάλογα με το σημείο μάχης, σε αντίθεση με την original έκδοση που διατηρούνταν σε ένα σημείο. Τα χτυπήματά σας είναι είτε light για να ζαλίσουν τους εχθρούς σας, είτε heavy, όπου με 2-3 hits έχουν πέσει ξεροί. Υπάρχει επίσης λαβή και μπλοκάρισμα. Όλα αυτά όσον αφορά στις βασικές κινήσεις.
Το σύστημα μάχης μπορεί να χαρακτηρίζεται στην αρχή από button mashing του τετραγώνου, αλλά στην πορεία η πρόκληση ανεβαίνει. Βασική διαφορά της πρωτότυπης έκδοσης με αυτή του remake είναι ότι στο PS4 υπάρχουν τα sequence μάχης, τα οποία σας απαγορεύουν την ελευθερία κινήσεων. Κατά την διάρκειά τους, ανοίγουν δύο portals αριστερά και δεξιά, μέσα από τα οποία περνάνε εχθροί. Δεν μπορείτε να προχωρήσετε πέρα από τα portals και θα πρέπει να σκοτώσετε έναν συγκεκριμένο αριθμό εχθρών (συνήθως δεκάδων) προσπαθώντας να μην “εγκλωβιστείτε” στη μέση και βρεθείτε να χτυπάτε κάποιον και να σας επιτίθεται κάποιος άλλος στην πλάτη.
Ως εκ τούτου στην πορεία θα χρειαστεί να αξιοποιήσετε κινήσεις όπως το evade (με το Χ) βάση του οποίου αποφεύγετε χτύπημα εχθρού και βγαίνετε στην πλάτη του ή αντίστοιχα το barrel roll με το δεξί analog stick. Το A.I. εξελίσσεται με την πρόοδο των levels, καθώς ενώ αρχικά οι κινήσεις σας γίνονται μηχανικά βάση της δυναμικής εχθρών, στην πορεία εμφανίζονται πιο δύσκολοι εχθροί που θα βγαίνουν μέσα από το έδαφος, θα υψώνουν ασπίδα για άμυνα, διάφορα άλλα όπλα που απαιτούν αρχικά block ή θα κάνουν evade τα δικά σας χτυπήματα βγαίνοντας στην πλάτη σας. Κάπως έτσι το διαδικαστικό σύστημα μάχης αποκτά πρόκληση, άρα και νόημα. Μετά από κάθε sequence μάχης σας δίνεται και μία αξιολόγηση (Gold, Silver ή Bronze) ανάλογα με τις επιδόσεις σας.
Για να αναπληρώσετε health θα πρέπει να αποκτήσετε τα γνωστά φλασκιά που υπάρχουν στο δρόμο σας ή (ένα ακόμη νέο στοιχείο) να…κατασπαράξετε τους εχθρούς σας, κάτι που σας δίνει +1 hit point. Αν παίζετε στο Normal επίπεδο δυσκολίας τότε ξεκινάτε με 10 hit points και resurrections όπου χρειαστεί. Αν παίζετε στο Hard τότε έχετε μόλις 5 hit points, με κάθε χτύπημα καταλήγετε με -2 hit points, ενώ διαθέτετε μετρημένα resurrections τα οποία αποκτάτε στην πορεία. Αν χάσετε επαναλαμβάνετε το level. Κοινώς, με αυτή την δυσκολία, το Hard mode του νέου Shadow of the Beast είναι πρόκληση αντάξια της original έκδοσης.
Μία low budget προσπάθεια που αποτελεί απλά φόρο τιμής στο original αριστούργημα χωρίς να επενδύει σε βάθος.
"You emerge from the darkness into sunlight again."
Σημαντική προσθήκη στο gameplay είναι το Rage. Όταν σκοτώνετε εχθρούς ανεβάζετε το Blood meter σας. Μόλις γεμίσουν οι τρεις μπάρες τότε πατώντας L1+R1 μπορείτε να ενεργοποιήσετε το Rage που σας επιτρέπει να σκοτώσετε εχθρούς με ένα hit αλλάζοντας διαρκώς κατεύθυνση και πατώντας αριστερά και τετράγωνο ή δεξιά και τετράγωνο. Το θέμα είναι ότι το timing σας πρέπει να είναι άριστο καθώς αν πατήσετε το κουμπί με μισό δευτερόλεπτο διαφορά από την στιγμή που πρέπει τότε το Rage χάνεται.
Η χώρα του Karamoon ξεδιπλώνεται μέσω ενός map, στο οποίο μπορείτε να διακρίνετε όλα τα levels. Ολοκληρώνοντας κάθε level, στην οθόνη του map σας δίνεται η ευχέρεια να κάνετε upgrade τα abilities του Aarbron χρησιμοποιώντας το score σας. Μπορείτε να προσθέσετε επιπλέον health, ταχύτερη αναπλήρωση του Blood meter, απόκτηση περισσότερων πόντων ή να ξεκλειδώσετε επιπλέον κινήσεις. Δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία ως προς τα abilities που θα ξεκλειδώσετε, αλλά η δυνατότητα αυτή προσθέτει ένα βάθος στο gameplay. Ανάμεσα στα unlockables συγκαταλέγεται και η έκδοση της Amiga, την οποία μπορείτε να παίξετε στο PS4 σας. Βέβαια το port είναι κακό, καθώς τρώει ένα μικρό σημείο από το πάνω μέρος, έχει input lag και δύο κάθετες κόκκινες γραμμές αριστερά και δεξιά. Όλα αυτά μικρή σημασία έχουν αφού οποιοσδήποτε ήθελε εδώ και πολλά χρόνια, απλά έπαιζε το Shadow of the Beast είτε σε μια Amiga, είτε στο PC του με WinUAE emulator, κατεβάζοντάς το εντελώς free.
Πέραν των μηχανισμών της μάχης που αναπτύχθηκαν με σύγχρονα πρότυπα, μία πολύ σημαντική διαφοροποίηση του remake έχει να κάνει με μία σειρά κινήσεων του Aarbron όταν βρίσκεται εκτός μάχης. Καταρχήν η κίνηση του άλματος δεν είναι πάντοτε επιτυχής και ακριβής όταν πατάτε το X, ενώ ο ήρωας "πατινάρει" 1-2 μέτρα μέχρι να αλλάξει αυτόματα κατεύθυνση. Ευτυχώς δεν χρειάζεται τόση ακρίβεια όση στην αρχική έκδοση, συνεπώς τα μικρά αυτά θέματα δεν επηρεάζουν τόσο πολύ το gameplay. Στοιχείο-κλειδί ωστόσο είναι το σκαρφάλωμα. Πηδώντας θα πρέπει αμέσως μετά να κρατήσετε πατημένο το Χ για να γαντζωθείτε με τις δαγκάνες σας σε οποιοδήποτε τοίχο και είτε να σκαρφαλώσετε, είτε να τον κατεβείτε. Γενικά τα χέρια-δαγκάνες παρουσιάζονται για πρώτη φορά αφού του το 1989 όλοι μας είχαμε μάθει τις γροθιές, το σκύψιμο (που δεν υφίσταται πλέον) και την ιπτάμενη κλωτσιά. Τότε χρησιμοποιούνταν οι σκάλες κάτι που καθυστερούσε το gameplay. Πλέον, ο Aarbron μπορεί να πηδήξει από την μία επιφάνεια από την άλλη και μετά από άλμα να πιαστεί σε άκρες επιφανειών για να τις ανέβει ή να τις κατέβει.
Οι console μηχανισμοί είναι διάχυτοι καθώς πέραν του dodge με το δεξί analog, όταν ο Aarbron θα χρειαστεί να ελέγξει το γνώριμο laser όπλο που γνωρίσαμε στην αρχική έκδοση τότε για να το χρησιμοποιήσετε θα στοχεύετε με το L2 και θα πυροβολείτε με το R2. Τα δε puzzles που υπάρχουν στο παιχνίδι μπορεί να είναι ελάχιστα αλλά ορισμένα εξ αυτών θα σας ταλαιπωρήσουν για κάμποση ώρα. Γενικά το trial and error στο παιχνίδι είναι κάτι ενοχλητικό για όσους δεν έχουν εξοικειωθεί με την συγκεκριμένη λογική.
Αφότου ολοκληρώσετε ένα level σας εμφανίζεται το ποσοστό % ολοκλήρωσης με βάση το πόσο καλά ψάξατε τα μυστικά του. Έχετε πάντοτε την δυνατότητα να επιστρέψετε πίσω και να τα ολοκληρώσετε στο 100% βρίσκοντας όλα τα bonus items. Εκεί έγκειται και το replayability του Shadow of the Beast, το οποίο διαρκεί μόλις περί τις 3-4 ώρες στο πρώτο playthrough. Δικαιολογείται ωστόσο από το χαμηλό του κόστος, μόλις 15 ευρώ στο PSN.
"The air is thick with moisture"
Το Shadow of the Beast στο PS4 τρέχει σε 900p ανάλυση με 60 frames το δευτερόλεπτο. Με απόλυτο σεβασμό στην κληρονομιά του Shadow of the Beast, το remake επαναφέρει όλα τα γνώριμα περιβάλλοντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Οι τοποθεσίες που γνωρίζατε δηλώνουν παρόν, με ορισμένες προσθήκες. Στους εχθρούς για παράδειγμα ο σχεδιασμός είναι τελείως διαφορετικός, ενώ έχουν προστεθεί επιπλέον boss fights. Κάθε boss fight απαιτεί συγκεκριμένη αλληλουχία κινήσεων και τακτική για να εξοντωθεί κι αυτό αποτελεί άλλο ένα δυνατό σημείο του παιχνιδιού. Στις παγίδες υπάρχει μεγάλη ομοιότητα και πολλοί από εσάς θα αναγνωρίσετε εξογκώματα να βγαίνουν από το έδαφος ή ακόμη και φλόγες από αγάλματα ή από… εξατμίσεις, στοιχεία που προσδίδουν ένα sci-fi στοιχείο. Εδώ έρχονται να προστεθούν ως “πινελιές” κι ορισμένα οχήματα στον στρατό του Maletoth που δεν είχαμε δει στην παλιά έκδοση. Γενικά τα cutscenes αντικαθιστούν πλήρως τα πάλαι ποτέ κείμενα στην Amiga.
Η μηχανή γραφικών αφήνει ικανοποιητικές εντυπώσεις για indie game. Χωρίς να χρησιμοποιούνται πολλά textures, το περιβάλλον του Shadow of the Beast αποδίδεται όμορφα, με εξαίρεση τα σημεία που περιέχουν βλάστηση και τα εφέ αίματος, που θα μπορούσαν να είναι πιο προσεγμένα. Ο σχεδιασμός του Aarbron τελικά ευτυχώς κατέληξε στο μωβ χρώμα και όχι στο μαύρο που είχαμε δει στην original έκδοση. Παρουσιάζει ακόμη διαφορές στο πρόσωπο σε σχέση με τον παλιό χαρακτήρα, αλλά τηρουμένων των 3D αναλογιών, τα animations του, οι κινήσεις του και γενικά οι αντιδράσεις τους βγάζουν ένα καλό σύνολο. Στους εχθρούς και ιδιαίτερα στα bosses υπάρχει επίσης προσεγμένος σχεδιασμός και animation, ενώ χαρακτηρίζονται από μεγάλη ποικιλία, όπως άλλωστε και η έκδοση του ‘89.
Στον ηχητικό τομέα, ο Ian Livingstone δεν καταφέρνει να πιάσει την απόδοση του David Whittaker που στην πρώτη έκδοση έδωσε ρέστα. Όσα remixes original κομματιών χρησιμοποιήθηκαν αφήνουν πολύ καλές εντυπώσεις. Ωστόσο, τα νέα κομμάτια όμως είναι πολύ υποτονικά, με την μουσική να παίζει τον ρόλο κομπάρσου. Στο voice acting, οι developers μας αφήνουν με ορισμένα ηχητικά εφέ και μουγκρητά, καθώς έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο τεράτων άρα η όποια ομιλία θα ήταν περιττή. Στα ελάχιστα σημεία όμως που εμφανίζονται humans έπρεπε να υπάρχει κάποιο σπικάζ.
"You emerge from the darkness into sunlight again."
Ως project, το Shadow of the Beast του PS4 φέρει περισσότερο βαρύ το όνομα πάνω του παρά το αποτέλεσμα. Για το budget που ξόδεψε η Sony κατάφερε να λάβει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Σε καμία περίπτωση δεν περιμέναμε τίτλο πρώτης γραμμής απ’ τη στιγμή που κυκλοφορούσε μόνο ως downloadable παιχνίδι με τόσο χαμηλό κόστος. Θα θέλαμε όμως το κάτι παραπάνω όσον αφορά στην διάρκεια και το τεχνικό κομμάτι, που ακόμα και με αυτά τα δεδομένα θα μπορούσε να προσεχθεί περισσότερο. Εν κατακλείδι, το Shadow of the Beast έχει ένα ενδιαφέρον σύστημα μάχης και μια επική ατμόσφαιρα που εκ πρώτης όψεως αφήνουν θετικές εντυπώσεις. Κατά τα άλλα, πρόκειται για μία σύντομη περιπέτεια, την οποία δεν θα εκτιμήσουν όσοι δεν μεγάλωσαν με το έπος της Reflections. 27 χρόνια μετά, το Shadow of the Beast θεωρείται για τα σημερινά δεδομένα απλά ένα συμπαθητικό Action Platform Brawler.
Θετικά:
- Ξεδιπλώνει το σενάριο μένοντας πιστό στις παραδόσεις του
- Ενδιαφέρον σύστημα ανάπτυξης μέσω των upgrades
- Επικά boss fights
- Ατμοσφαιρικό καθ’ όλη την διάρκειά του
- Προσιτή τιμή
Αρνητικά:
- Μικρή διάρκεια
- Ανούσια minigames
- Υποτονικό soundtrack με ελάχιστα remixes του (ανώτερου) original
Βαθμολογία
Γραφικά: 7.5
Ήχος: 7
Gameplay: 7.5
Αντοχή: 6
Γενικά: 7
Στη…σκιά του original, δίνει μία απαραίτητη “τζούρα” στους οπαδούς της σειράς, εν μέσω αξιόλογης indie προσπάθειας.
Μάνος Γρυπάρης
Comments
Τελικά η αυθεντική έκδοση υπαρχει μέσα στο παιχνίδι;
atSoft.
Αν και δεν μου φαίνεται καλό όσο το πρωτότυπο θα το δοκιμάσω
Ναι υπάρχει κανονικά η Amiga version. Βέβαια το port είναι κακό καθώς έχει input lag. Την ξεκλειδώνεις από τα unlockables ξοδεύοντας τους πόντους που κερδίζεις. Είναι σχετικά φθηνό.