Ένας θεωρητικός κανόνας ορίζει πως όταν παίζεις ένα παιχνίδι, από κρυφτό στις πυλωτές των πολυκατοικιών της γειτονιάς σου μέχρι videogames με παρέα ή απομονωμένος απ’ τον υπόλοιπο κόσμο, κλεισμένος σ’ ένα δωμάτιο, παίζεις για να διασκεδάσεις και να περάσεις ευχάριστα την ώρα σου. Ακόμη κι όταν αποφασίζεις να ασχοληθείς με έναν horror τίτλο ή να δεις μια αντίστοιχη ταινία, ο τρόμος ή ο φόβος τον οποίο θα αισθανθείς, είναι αυτός που θα σου προσφέρει ευχαρίστηση μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Υπάρχουν όμως και κάποια παιχνίδια εκεί έξω, που έχουν δημιουργηθεί με αποκλειστικό στόχο να παίξουν με τα νεύρα σου (όχι με τον τρόπο που αυτό συμβαίνει στα thrillers) γνωρίζοντάς σου όρια που δεν ήξερες ότι έχεις, και, σε κάθε περίπτωση, να δοκιμάσουν τις αντοχές σου σε βαθμό που φτάνεις σε νέο ατομικό ρεκόρ συντρίβοντας το προηγούμενο. Στην περίπτωση αυτή είναι πραγματικά απορίας άξιο εάν και κατά πόσο τελικά μπορεί να αντλήσει κάποιος οποιαδήποτε απόλαυση ή να θεωρήσει ότι πέρασε ευχάριστα παίζοντας κάτι τέτοιο.
Μετά από 140-145 μαρτυρικές ώρες στο Dark Souls: Prepare to Die Edition, δε μπορώ να πω ότι κατέληξα σε ασφαλές συμπέρασμα, πέραν του γεγονότος ότι ΝΑΙ, ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΤΟ ΤΕΡΜΑΤΙΣΩ! Είναι η στιγμή -και υπήρξαν αμέτρητες τέτοιες καθ’ όλη τη διάρκειά του- που, ως gamer, αντιλαμβάνεσαι σε όλη της την έκταση την έννοια του σαδομαζοχισμού, βιώνοντάς τον ξανά και ξανά, κάθε δευτερόλεπτο. Γιατί ένα τέτοιο παιχνίδι δε μπορεί να έχει δημιουργηθεί ούτε από φυσιολογικούς developers, ούτε να παίζεται από φυσιολογικούς παίκτες. Αν θεωρήσουμε το σαδομαζοχισμό ως ευρύτερη διαταραχή συμπεριφοράς, τότε είναι σαφές ότι οι πρώτοι χαρακτηρίζονται από τη βαθύτατη ενδόμυχη επιθυμία τους -η οποία εκδηλώνεται μέσα από την ανάπτυξη ενός videogame- να βασανίζουν συνανθρώπους τους, ενώ οι δεύτεροι ενσαρκώνουν τέλεια το υποκείμενο της έκφρασης «βαράτε με, κι ας κλαίω». Μπορεί να πρόκειται απλώς για ένα πείσμα, μια «λόξα»;
Ακόμη και το υποτυπώδες σενάριο μοιάζει να οδηγεί προς την ίδια κατεύθυνση, ότι η υπόθεση ενδιέφερε σχεδόν ελάχιστα μπροστά στο να γίνει το παιχνίδι που ανέπτυξε η From Software το πιο δύσκολο στην κατηγορία του, με μεγάλη διαφορά από το δεύτερο. Η σχεδόν ανυπέρβλητη δυσκολία είναι το κύριο χαρακτηριστικό της σειράς Dark Souls, η οποία μπορεί να απέκτησε τα περισσότερα «γαλόνια» της στα επόμενα μέρη, ωστόσο έδωσε τα διαπιστευτήριά της ήδη από το συγκεκριμένο ντεμπούτο (2011). Ακόμη κι αυτό βεβαίως αποτελεί πνευματικό διάδοχο του Demon’s Souls (2009), ενός PS3 exclusive, από τους ίδιους developers και την Bandai Namco και πάλι ως βασικό publisher.
Το υπόβαθρο της -μάλλον ρηχής- ιστορίας περιγράφει τη δημιουργία του κόσμου στην Αρχαία Εποχή, όταν αυτός ήταν ακόμη άμορφος, περιβαλλόμενος από πυκνή ομίχλη. Αργότερα ήρθε η Φωτιά και μεταξύ άλλων η διαπάλη Φωτός και Σκότους. Από το τελευταίο προήλθαν τα όντα που βρήκαν τις Ψυχές των Αρχόντων (Souls of Lords) κι έγιναν κατά κάποιο τρόπο οι νέοι Άρχοντες του Κόσμου. Αυτοί προκάλεσαν σε πόλεμο τους Δράκους και κατάφεραν να τους κερδίσουν, με συνέπεια να ξεκινήσει η Εποχή της Φωτιάς. Αυτή όμως άρχισε να σιγοσβήνει με τον καιρό, ενώ το Σκοτάδι να αναδύεται, με μια κατάρα να δυναμώνει επιτρέποντας σε ανθρώπους να νεκρανασταίνονται. Όσοι Undeads συλλαμβάνονται, περιορίζονται σ’ ένα Άσυλο στο Βορρά. Ο ήρωας/ηρωίδα του παιχνιδιού βεβαίως εξελίσσεται γρήγορα στον εκλεκτό/εκλεκτή που θα καταφέρει να αποδράσει, μεταφερόμενος στο Lordran, τη χώρα των αρχαίων Αρχόντων. Εκεί ξεκινά κατ’ ουσίαν η πραγματική περιπέτεια, που κυρίως προμηνύεται κόλαση.
Η επιλογή του φύλου και η διαμόρφωση των εξωτερικών στοιχείων του χαρακτήρα δεν επηρεάζει τις επιδόσεις του στη μάχη, ενώ ακόμη και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, παρά τις αμέτρητες επιλογές, δεν έχουν και τόση σημασία. Ως επί το πλείστον, είτε τα κρύβει κάποια περικεφαλαία ή κουκούλα, είτε παίζεις ως Undead (δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά όταν έχεις αποκαταστήσει το Humanity, εκτός από τη στιγμιαία αναπλήρωση ζωής) έχοντας ένα πληγιασμένο τερατώδες πρόσωπο και σώμα. Τη διαφορά κάνει βεβαίως η επιλογή ενός από τα δέκα classes (Warrior, Knight, Wanderer, Thief, Bandit, Hunter, Sorcerer, Pyromancer, Cleric και Deprived) που υπάρχουν και εστιάζουν σε συγκεκριμένα abilities κάθε φορά. Αυτό βεβαίως είναι σχετικό από ένα σημείο κι έπειτα γιατί με τη σταδιακή αναβάθμιση του ήρωα μπορείς να τον κατευθύνεις όπου επιθυμείς. Προσωπικά, επέλεξα γυναικείο χαρακτήρα, την ονόμασα Artemisia και την έκανα Cleric. Για να μπορέσω να τερματίσω το παιχνίδι έφτασα σε level 82.
Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι αρκετά μεγάλος, αλλά όχι τεράστιος. Αν μάλιστα ο βαθμός δυσκολίας ήταν… ανθρώπινος, οι αποστάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλώς μεγάλες. Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει σύγκριση με το μέγεθος των χαρτών συγχρόνων open world action-RPG games. Ουσιαστικά ο κόσμος χωρίζεται σε δύο επίπεδα. Περίπου μέχρι τα μέσα του παιχνιδιού μπορείς να περιπλανηθείς σε οποιοδήποτε σημείο του πρώτου επιθυμείς. Από εκεί και πέρα η εξερεύνηση είναι ελεύθερη, αλλά όλα αυτά είναι σχετικά. Οι περιοχές του Dark Souls δεν είναι προς αναψυχή. Ο κίνδυνος βρίσκεται παντού κι ο θάνατος παραμονεύει κάθε λίγα μόλις μέτρα. Αυτό ακριβώς το γεγονός δίνει συνάμα, εξ αντικειμένου, μια σχεδόν γραμμική ροή στο playthrough.
Κι αυτό διότι οι εχθροί ποικίλουν, και κυρίως η δύναμή τους. Υπάρχουν περιοχές στις οποίες θεωρητικά μπορείς να πας από την πρώτη στιγμή, αλλά στην πράξη είναι αδύνατο, καθώς δεν είσαι αρκετά δυνατός για να τις διαβείς, με συνέπεια να σε σκοτώνει ο πρώτος εχθρός που θα συναντήσεις. Ή ο δεύτερος. Ή ο τρίτος! Όταν βρίσκεσαι σε ένα σημείο στο οποίο διαπιστώνεις ότι δε μπορείς να συνεχίσεις, οτιδήποτε κι αν δοκιμάζεις, τότε ο δρόμος σου πρέπει να σε οδηγήσει αλλού πρώτα και να επιστρέψεις εκεί αργότερα. Τις δύο πρώτες φορές δεν το συνειδητοποίησα και πέρασα ίσως και δέκα ώρες προσπαθώντας… Νόμιζα ότι ήταν πάρα πολλές…
Το παιχνίδι διαθέτει πληθώρα όπλων και στολών, τα οποία πασχίζουν συνήθως εις μάτην να παρατείνουν τελικά το ίδιο το… μαρτύριο πριν από το μοιραίο! Πλην όμως, αναλόγως των abilities του πρωταγωνιστή, ενδείκνυνται και τα αντίστοιχα για εξοπλισμό. Όπως μπορεί να φανταστεί κάποιος, στο σαδιστικό δημιούργημα της From Software συνάντησα το πιο δύσκολο boss fight που έχω αντιμετωπίσει ποτέ σε παιχνίδι, και συγκεκριμένα στην περιοχή Anor Londo. Έχοντας παίξει 50 ώρες μέχρι εκείνο το σημείο, χρειάστηκα άλλες… 30 -αποφεύγοντας να αναζητήσω γενικότερα έστω και ένα summon- για να καταφέρω να βγω νικητής από μια μάχη που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι και η τελική. Και κάπως έτσι πέρασαν τα Χριστούγεννα…
Στο σημείο αυτό δε μπορώ παρά να επισημάνω ένα από τα πλέον αρνητικά στοιχεία του τίτλου: οι αποστάσεις μεταξύ των bonfires, κοινώς των checkpoints, είναι τεράστιες. Και εξίσου τεράστιες είναι μεταξύ αυτών και των σημείων ενδιαφέροντος, ιδίως όταν πρόκειται για boss fights. Στην πρώτη περίπτωση είσαι υποχρεωμένος μετά από θάνατο να καλύψεις πάλι μια πολύ μεγάλη διαδρομή μέσα από θανάσιμους εχθρούς, ενώ στη δεύτερη να περπατάς ξανά και ξανά και ξανά επί 1-1.5 λεπτό αποφεύγοντας απλώς τους εχθρούς που βρίσκονται στο διάβα σου μέχρι να μπεις στην αρένα της μάχης. Είναι απλά τραγικό, απίστευτα ψυχοφθόρο και τρομερά εκνευριστικό. Όταν μάλιστα επίκειται μάχη απέναντι σε boss, αυτή η απόσταση δεν εξυπηρετεί έστω στην αύξηση του βαθμού δυσκολίας, καθώς η αποφυγή των εχθρών είναι σχετικά εύκολη. Είναι αδιανόητο να περπατάς… μια ώρα, για να σε σκοτώσει το boss στα πέντε δευτερόλεπτα… αν είσαι τυχερός.
Περαιτέρω, το παιχνίδι κάποια στιγμή σου βάζει δύσκολα στην εύρεση του σωστού path. Συγκεκριμένα, τότε ξεκλειδώνουν τρεις περιοχές, αλλά δε γίνεται κατανοητό σε πιο σημείο του κόσμου βρίσκονται. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν τις έχεις ανακαλύψει εκ των προτέρων, όπως συνέβη στην περίπτωσή μου για τη μία εξ αυτών, την οποία εν τέλει εντόπισα τυχαία, τότε μπορεί να βρεθείς στο σημείο να γυρίζεις σαν την άδικη κατάρα ψάχνοντας, ασχέτως της προσθήκης του fast travel σ’ εκείνη τη φάση. Το ίδιο ισχύει και σε μια περίπτωση αργότερα, όπου χρειάστηκε να συμβουλευτώ ένα κείμενο στο διαδίκτυο, αναζητώντας εκείνο το hint που θα μου όριζε την περιοχή στην οποία θα έπρεπε να μεταβώ. Οι… μονόλογοι των NPCs που συναντάς στην πορεία είναι επί της ουσίας η μόνη γραπτή «παρουσία» του σεναρίου του παιχνιδιού, αλλά και τότε οι πληροφορίες που δίδονται είναι στοιχειώδεις και τις περισσότερες φορές ανεπαρκείς. Ο τίτλος είναι καλός οπτικοακουστικά, αλλά δεν καταφέρνει να εντυπωσιάσει. Το gameplay είναι ιδιαιτέρως στιβαρό, αν και κάποια bosses αποδεικνύονται πιο «αέρινα» απ’ ό,τι προδιαθέτει ο όγκος τους. Σχεδόν πάντα όμως είναι επιβλητικά προκαλώντας εύλογα ως πρώτη σκέψη και αβίαστο ερώτημα το «πώς θα πέσει, τώρα, αυτό…».
Το Dark Souls: Prepare to Die Edition σήμανε το δυναμικό μπάσιμο της σειράς Souls και στα PC μετά τις κονσόλες. Είναι ένας τίτλος που απευθύνεται αποκλειστικά σε σκληροπυρηνικούς παίκτες, οι οποίοι έχουν άπλετο χρόνο να διαθέσουν και, κυρίως, αστείρευτη υπομονή ώστε να μη βρίσκονται στα πρόθυρα της κατάθλιψης κάθε φορά που θέλουν να προχωρήσουν το παιχνίδι, αλλά διαπιστώνουν απελπισμένα ότι απλά… δεν προχωράει(!), και σε όσους μπορούν να αντέξουν σχεδόν να… βουρκώνουν κάθε φορά που πρέπει να περάσουν από τις ίδιες περιοχές, αντιμετωπίζοντας εχθρούς που έχυσαν δεκάδες φορές αίμα για να τους προσπελάσουν ή αποφεύγοντας άλλους για να βρεθούν απέναντι σε ένα ακόμη θηριώδες θανάσιμο boss. Prepare to Die… όνομα και πράμα. Κατά τα άλλα, δε μιλάμε για σαδομαζοχιστές ένθεν και ένθεν…
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments 9
Πολύ καλό κείμενο. Το παιχνίδι είναι αυτό που λατρεύεις να μισείς!!!
Προσωπικά δεν έχω την υπομονή ούτε τον ελεύθερο χρόνο να ασχοληθώ με Dark Souls. Το ένα ήταν αρκετό! Έχω δει όμως παρά πολλά videos, είδα και όλο το playthrough του Αλέξανδρου! και αυτό που έχω καταλάβει γενικά είναι πως οι περισσότεροι το γουστάρουν γιατί δεν είναι τίτλος που θα σε πάρει απο το χέρι να σε πάει μέχρι το τέλος. Πρέπει να βασιστείς στα skill σου, χωρίς χάρτη, και στην τελική σου λέει αν μπορείς παίξε με.... Συνέχισε το καλο γράψιμο!!!
Λεπτομερές το κείμενό σου, όμως θα διαφωνήσω σε κάποια πράγματα. Πρώτα να τονίσω βέβαια ότι είναι η δική μου καθαρά υποκειμενική άποψη, όπως και η ανάλυση που έκανες στο παιχνίδι βασίζεται στην προσωπική σου εμπειρία. Συμφωνώ απόλυτα ότι το Dark Souls είναι ένα απ' αυτά τα παιχνίδια που τεστάρουν την υπομονή και τα όριά σου, καθώς επίσης ότι δύσκολα κάποιος μπορεί να βρει ευχαρίστηση σ' αυτό, γι' αυτό δεν απευθύνεται σε όλους. Προσωπικά, είχα ξεκινήσει με το Dark Souls 3, χωρίς να είμαι φαν της σειράς από πριν. Το μίσησα. Έλεγα πότε επιτέλους θα τελειώσει να ηρεμήσω και να βρω την υγειά μου. Είχα τρομερά νεύρα, έβριζα αυτούς που σκέφτηκαν να βασανίσουν τον κόσμο φτιάχνοντας ένα τέτοιο παιχνίδι (το πρώτο που είχα παίξει που δεν είχε pause! αν είναι δυνατόν) και θεωρούσα ότι στάνταρ τα άτομα αυτά έχουν ψυχολογικά προβλήματα και μικροί στο σπίτι τους βίωναν έντονη ενδοοικογενειακή βία. Όταν όμως τελείωσε, ένιωσα αυτόματα ένα κενό μέσα μου. Συνειδητοποίησα ότι χωρίς να το ξέρω, παρόλο που ένιωθα μεγάλο μίσος για όλο αυτό που βίωνα αρκετό καιρό παίζοντας, μέσα μου είχε φυτευτεί ένας σπόρος αγάπης και θαυμασμού και μόνο όταν έφτασε το τέλος είδα καθαρά ότι ο σπόρος είχε ανθίσει κι έγινε δέντρο. Άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για το lore του παιχνιδιού, και μόλις διάβασα κάποια βασικά πράγματα τα οποία δε γνώριζα (καθώς όπως ανέφερες, το στόρυ του παιχνιδιού δε σου αποκαλύπτεται, παρά μόνο μέσα από μικρούς κι ελάχιστους διαλόγους-μονολόγους και στις πληροφορίες των αντικειμένων. ουσιαστικά μόνο το πρώτο Dark Souls σε εισαγάγει στην αρχή της ιστορίας των παιχνιδιών, αφού είναι το πρώτο της σειράς), αμέσως μεγάλωσε η αγάπη και ο θαυμασμός μου για την πολύπλευρη, βαθιά και ενδιαφέρουσα ιστορία της σειράς. Οπότε στο πρώτο σημείο που θα διαφωνήσω με το κείμενο, είναι ο χαρακτηρισμός της ιστορίας ως "ρηχής". Μόνο ρηχή δε μπορεί να είναι.
Σίγουρα θα συμφωνήσω πάντως και με το "βαράτε με, κι ας κλαίω" που πολύ σωστά τέθηκε και μ' έκανε να γελάσω. Σ' αυτό το σημείο οφείλω να σημειώσω, ότι έχοντας την εμπειρία του τρίτου παιχνιδιού, καθώς πρόσφατα έπαιξα το πρώτο, ίσως να μη μπορώ να συγκρίνω με πολλή αντικειμενικότητα τη δυσκολία του πρώτου, όπως το ίδιο συμβαίνει με κάποιον που αρχικά ασχολήθηκε π.χ με το πρώτο και ύστερα με το δεύτερο και πάει λέγοντας. Παρόλα αυτά, βάζοντας τα δεδομένα κάτω, έχω να πω ότι δε συγκρίνεται η δυσκολία του τρίτου παιχνιδιού με του πρώτου (για το δεύτερο δεν έχω ακόμα άποψη), όσον αφορά κυρίως τα bosses. Στο πρώτο, πέρα από κάνα 2 που ήταν σχετικά στην αρχή του παιχνιδιού οπότε ακόμα δεν είχα βρει τα "κουμπιά" τους και μ' ένα άλλο που αναφέρεις κι εσύ στην περιοχή Anor Londo, έχω να πω ότι δε συνάντησα καμία δυσκολία. Κάθε άλλο, είχα ξενερώσει σε κάποιο βαθμό με την ευκολία που τα έβγαζα, τα περισσότερα με την πρώτη προσπάθεια, αφού τα "κουμπιά" που έπρεπε να βρεις ήταν σε όλα ή σχεδόν σε όλα ίδια. Ουσιαστικά δηλαδή, το μοτίβο επαναλαμβανόταν. Σίγουρα απαιτούσαν αρκετή υπομονή κάποια απ' αυτά, αλλά αυτό ήταν όλο. Ειδικά αν είχες καλά αναβαθμισμένα όπλα και είχες ανεβάσει τα "σωστά" skills, δεν υπήρχε θέμα. Στο τρίτο όμως, τα πράγματα δεν ήταν καθόλου απλά και απαιτούσαν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια στο να τα καταφέρεις. Και το λέω αυτό, στηριζόμενη επίσης στο γεγονός ότι είχα ξεκινήσει NG+ όντας σε αρκετά μεγάλο level, (οπότε ήδη προϋπήρχε εμπειρία από μεριάς μου) κι όμως κάποια bosses εξακολουθούσαν να μου βγάζουν το λάδι. Λιγότερο μεν, αλλά και πάλι. Με άλλα λόγια, θεωρώ ότι η αναφορά του κειμένου στο βαθμό δυσκολίας θα ταίριαζε γάντι αν αναφερόταν στο τρίτο παιχνίδι της σειράς. Όσον αφορά τους εχθρούς που συναντάς στην περιπλάνησή σου, δε μπορώ να πω ότι είχαν μεγάλη δυσκολία, μόνο απαιτούσαν προσοχή και υπομονή και σ' αυτήν την περίπτωση.
Ένα άλλο σημείο που θέλω να σταθώ, είναι η ροή του παιχνιδιού. Σίγουρα απέχει αρκετά απ' το να χαρακτηριστεί ως "γραμμική". Σου δίνεται η δυνατότητα να ξεκινήσεις απ' όποια αρχική περιοχή θες. Ναι, συμφωνώ ότι σε μία συγκεκριμένη αν επιλέξεις να κάνεις την αρχή σου θα τα βρεις αρκετά σκούρα, καθώς απαιτεί (χωρίς να το ξέρεις βέβαια αν δεν το δοκιμάσεις) απ' τον παίκτη να είναι παραπάνω level για να αντεπεξέλθει σωστά. Πέρα απ' αυτό, οι περιοχές είναι πολλές, κρυφά περάσματα που είτε σε πηγαίνουν σε optional περιοχές είτε ενώνουν δύο ή και παραπάνω είναι κι αυτά πολλά (κάτι το οποίο λάτρεψα στο παιχνίδι, είναι η πανέξυπνη δομή των περιοχών και πώς εκεί που δεν το περιμένεις από τη μία βρίσκεσαι σε μια άλλη την οποία είχες διασχίσει ώρες πριν), optional bosses επίσης είναι μπόλικα, οπότε έχεις το προνόμιο να ορίσεις τη διαδρομή και την εμπειρία σου όπως θες.
Τέλος, σου δίνω δίκιο για τις αποστάσεις ανάμεσα στα bonfires. Είναι όντως μεγάλες τις περισσότερες φορές, αλλά αυτή δεν είναι μια απ' τις ομορφιές του παιχνιδιού? Όπως όλοι θα συμφωνήσουν και είπαμε, απευθύνεται σε συγκεκριμένο gaming κοινό, σ' αυτό που θέλει να πάει αρκετά βήματα παραπέρα την εμπειρία του σ' αυτό το χώρο και θέλει να δοκιμάσει τις αντοχές και δυνατότητές του. Φαντάσου να έβρισκες bonfire κάθε τρεις και λίγο. Ναι μεν θα ένιωθες πιο ασφαλής, κακά τα ψέματα, αλλά δε θα σύναδε με την όλη ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα που θέλει να σου περάσει το παιχνίδι. Για μένα ορισμένες φορές το εκνευριστικό της υπόθεσης ήταν ότι δεν είχες τη δυνατότητα για fast travel, οπότε δεν ήταν και λίγες οι φορές που χρειαζόταν να διανύσω μεγάλο δρόμο για να επιστρέψω σε μια περιοχή που ήθελα, αν δεν είχα ανοίξει κάποιο shortcut από πριν. Αλλά κι αυτό είχε το νόημά του όπως αποκαλύπτεται στην πορεία.
Έχεις πιάσει και αναλύσει όλα τα βασικά στοιχεία του παιχνιδιού και γι' αυτό το κείμενό σου είναι πολύ κατατοπιστικό για όσους θέλουν να ξεκινήσουν τη σειρά. Παρόλα αυτά, ίσως να μη βρεθεί σύμφωνο με κάποιους περίεργους (σαν κι εμένα) που ξεκίνησαν με ανάποδη σειρά τα παιχνίδια, για τους λόγους που προανέφερα. Συνέχισε την καλή δουλειά!
Thanks για τα σχόλια, guys.
Dovahkiin, προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι το διασκέδασα, αλλά μπορώ να πω σίγουρα ότι θα παίξω και τα υπόλοιπα παιχνίδια της σειράς. Από εκεί και πέρα, κρίνοντας το παιχνίδι καθ' αυτό, δε νομίζω ότι μπορεί να μιλήσει κάποιος για πλούσιο ή βαθύ lore. Τα περίπου έξι λεπτά της αφήγησης των δύο εισαγωγικών βίντεο είναι περισσότερα ή στην καλύτερη περίπτωση ίσα, σε σχέση με τη διάρκεια των ομιλιών που θα ακούσει κάποιος σε ολόκληρη τη διάρκεια του παιχνιδιού από τους NPCs. Το τι μπορεί να συμβαίνει στα επόμενα parts της τριλογίας και τι διακλαδώσεις-εξέλιξη μπορεί να προκύπτει είναι άλλη συζήτηση. Αν το πρώτο Dark Souls δεν είχε συνέχεια, η μινιμαλιστική και σχεδόν αδιάφορη υπόθεση θα ήταν -όπως και πιστεύω ότι μπορεί να καταμετρηθεί- ένα από τα πλέον αρνητικά στοιχεία του. Αλλά, όπως γράφω και στο κείμενο, το νόημα του παιχνιδιού είναι φως-φανάρι ότι δε βρισκόταν ποτέ στο σενάριό του.
Χαρακτήρισα το παιχνίδι open world, ακριβώς λόγω της δυνατότητας ελεύθερης περιπλάνησης. Ένα open world προφανώς δε μπορεί να είναι γραμμικό. Αντικειμενικά, όμως, όπως έγραψα και στο blog, αυτό συμβαίνει ως ένα βαθμό. Π.χ. όταν πρωτοφτάνεις στο Firelink Shrine, στο ξεκίνημα του παιχνιδιού, θεωρητικά μπορείς να εξερευνήσεις τις κατακόμβες στα έγκατα της γης ή ακόμη και τα Ruins of New Londo. Στην πράξη όμως είναι αδύνατο, γιατί θα σε φάει το μαύρο σκοτάδι και θα σκοτώνεσαι με ένα φύσημα.
Συμφωνώ απόλυτα για την ποικιλομορφία των περιοχών που σε κάνει να μη βαριέσαι ποτέ. Δε θα πολυδιαφωνήσω σ' αυτό που αναφέρεις για τα bosses, αν και πάλι είναι σε συνάρτηση με το level που βρίσκεσαι, τα abilities στα οποία έχεις δώσει βαρύτητα και βεβαίως το class που έχεις επιλέξει. Εγώ ως cleric π.χ. αποχαιρέτησα εξ αρχής πολλά heavy weapons που μπορούσαν να προκαλέσουν μεγάλο damage. Για μένα η μεγάλη δυσκολία ήταν, όπως ανέφερα, σε κάθε βήμα που έκανα, με κάθε εχθρό να είναι έτοιμος να με καθαρίσει με δυο χτυπήματα, ειδικά στις πρώτες αρκετές ώρες, αλλά και στην πορεία, όσο δυνάμωναν. Bosses με την πρώτη κατάφερα να βγάλω μόνο όταν, στο τελευταίο κομμάτι του παιχνιδιού, επέστρεψα για να καθαρίσω ό,τι είχα εντοπίσει μέχρι τότε.
Δεν ξέρω ποιο από τα Souls games είναι πιο δύσκολο, αλλά πιστεύω ότι ενδεχομένως παίζει ρόλο και το feeling. Όταν ξεκινάς με οποιοδήποτε εξ αυτών, δεν ξέρεις ακριβώς τι σε περιμένει. Αντίθετα, την επόμενη φορά είσαι υποψιασμένος και κάνεις τα κουμάντα σου ανάλογα στην ανάπτυξη των χαρακτηριστικών του πρωταγωνιστή, πέραν των διαφορών που προφανώς υπάρχουν σε κάθε game. Λέω τώρα...
Όσον αφορά τα bonfires, και ναι και όχι. Αφενός αυξάνει η πρόκληση μέχρι ένα χρονικό σημείο (κάνεις και grinding αν θες, που κι αυτό βοηθάει), όσο αναβαθμίζεις το χαρακτήρα σου, αφετέρου είναι σκέτη ταλαιπωρία, γιατί πλέον έχεις δυναμώσει, πολλοί εξ αυτών πέφτουν με μια μπάτσα και απλά πας και πας και πας. Ιδίως, όπως έγραψα, εν όψει boss fights, όπου απλά τους αποφεύγεις και τρέχεις σα χαλβάς για τη μάχη μέσα στα νεύρα επί 1-1.5 λεπτό.
Thanks για το ενδιαφέρον και το σεντόνι!
Σίγουρα το lore του παιχνιδιού σ' αυτή τη σειρά, όπως και στο Bloodborne, δε δίνεται στον παίκτη αν δεν ψαχτεί ο ίδιος μόνος του. Όταν μίλησα για το θαυμασμό μου σχετικά με το lore του παιχνιδιού, αναφέρθηκα πρωτίστως στη μετέπειτα αναζήτησή μου σε πηγές στο ίντερνετ όπου αναλύεται όχι μόνο η κεντρική ιστορία και το ποιος είσαι εσύ και ποιος ο στόχος σου, αλλά και η ιστορία των NPCs που συναντάς στο δρόμο σου καθώς και των bosses. Εξυπακούεται πως μέσα στο παιχνίδι, αν δεν έχεις την υπομονή να παρακολουθήσεις προσεκτικά όλα τα λόγια αυτών που συναντάς και να διαβάσεις τις περιγραφές αντικειμένων, όπλων κλπ, το να καταλαβαίνεις τι γίνεται ακριβώς είναι αδύνατο. Προφανώς είναι και υποκειμενικό το τι θεωρεί ο καθένας "ενδιαφέρον" και "βαθύ". Εμένα προσωπικά με γοήτευσαν σε μεγάλο βαθμό αυτά που έμαθα για τη σειρά αυτή, κι όταν ξεκίνησα το πρώτο παιχνίδι το ξεκίνησα σίγουρα με εντελώς άλλη αίσθηση σε σχέση με το τρίτο που δεν ήξερα τι μου γίνεται. Προτείνω, αφού είπες ότι έχεις σκοπό να συνεχίσεις και με τα υπόλοιπα, να κάνεις ένα μικρό search και είμαι σίγουρη ότι έστω σ' ένα μικρό βαθμό θα δεις με άλλο μάτι τη σειρά και ίσως να αναθεωρήσεις.
Σ' αυτό που λες για τη δυσκολία του παιχνιδιού συναρτήσει των abilites και level, το ανέφερα κι εγώ απλά ξέχασα να το αναπτύξω. Έχεις απόλυτο δίκιο, ότι παίζουν καθοριστικό ρόλο κι αλλιώς βιώνει τη δυσκολία ένας knight κι αλλιώς ένας hunter επί παραδείγματι. Είχα κάνει το λάθος στο τρίτο παιχνίδι, αλλά έμαθα απ' αυτό οπότε πορεύτηκα στο πρώτο δίνοντας βάση στο vitality, strength, και endurance. Οπότε ήρθα και στο άλλο θέμα που είπες, ότι προφανώς όταν κάνεις την αρχή με οποιοδήποτε της σειράς πας ανυποψίαστος και δεν ξέρεις τι σου μέλει να δεις και να πάθεις (κυριολεκτικά), άρα πιστεύω ότι για κάθε νέο παίκτη στο πρώτο του θα τα βρει αρκετά σκούρα.
Απ' όσο θυμάμαι όμως, υπήρχαν αρκετοί εχθροί και bosses που μπορούσε κάποιος να τους βγάλει εύκολα με μαγεία (συμπεριλαμβανομένων των miracles του cleric) παρά με melee. Ειδικά κάποια ενδείκνυνταν για αυτή. Πέρα απ' αυτό πάντως, όπως ανέφερα και πριν υπήρχε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο που άπαξ και το μάθεις, συναντάς λιγότερα προβλήματα. Ένα βασικό πλεονέκτημα, ότι σ' όλα τα bosses (ή μπορεί σχεδόν σ' όλα, πρέπει να τα ανακαλέσω στη μνήμη μου ένα προς ένα για να θυμηθώ) μπορούσες να κάνεις block τις επιθέσεις τους.
Το ζήτημα με τα bonfires και μένα ώρες ώρες μου την έσπαγε, δεν το αρνούμαι. Ειδικά στην Anor Londo σ' ένα συγκεκριμένο σημείο η υπομονή μου σχεδόν εξαντλούταν. Αλλά πιστεύω όπως προείπα ότι κι αυτό είναι βασικό σημείο του παιχνιδιού. Ίσως με κάποια να το παράκαναν βέβαια η αλήθεια είναι.
Χμμ δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό με το σεντόνι -θα ήθελα όμως να μάθω -, αλλά σ' ευχαριστώ κι εγώ για την απάντησή σου!
Εντάξει, για την ώρα προέχει μια απαραίτητη αποτοξίνωση και ενασχόληση με άλλα games, γιατί αν μπω κατευθείαν στο Scholar of the First Sin θα είναι σα να πηγαίνω γυρεύοντας. Δεν αρνούμαι ότι η ιστορία γίνεται σίγουρα πιο ενδιαφέρουσα στην πορεία και, όντως, μέσα από τα αντικείμενα και τα όπλα μαθαίνεις αρκετά πράγματα.
Σεντόνι: τίποτα επιλήψιμο, απλώς η μακροσκελής απάντηση!
Εξυπακούεται πως ύστερα από τέτοιο παιχνίδι επιβάλλεται μια αποτοξίνωση και ενασχόληση με κάτι πολύ πιο χαλαρό, για ευνόητους λόγους.
Όσο για τη μακροσκελή μου απάντηση, να με συγχωρείς, δεν είχα σκοπό εξαρχής να γράψω τόσα πολλά αλλά η γοητεία που μου προκαλεί αυτή η σειρά έβαλε το χεράκι της και μ' έκανε να γράψω πολλά, κάτι το οποίο μου φαίνεται είχα να κάνω από την Έκθεση της 3ης Λυκείου.
Αυτά που έγραψε είναι και οι σκέψεις που έχω και δεν έχω ασχοληθεί με τη σειρά, διαβάζοντας απόψεις άλλων και βλέποντας διάφορα βίντεο του παιχνιδιού. Τα παιχνίδια για μένα πρέπει να σου δίνουν χαρά, να προσφέρουν διασκέδαση. Η δυσκολία είναι μέσα στο παιχνίδι και είναι κάτι που πολλοί αναζητούν. Για αυτό πολλά παιχνίδια έχουν και διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας, είτε από την αρχή, είτε αφού το τερματίσεις για πρώτη φορά, "ανοίγοντας" μετά ένα δυσκολότερο επίπεδο για τους ποιο hardcore παίχτες. Μόνο αν ένα παιχνίδι μου αρέσει πολύ θα δοκιμάσω στον υπέρτατο βαθμό δυσκολίας.
Με το Dark Souls δεν έχω ασχοληθεί λοιπόν για αυτό το λόγο. Δεν βλέπω και δεν νομίζω πως μπορώ να βρω την ευχαρίστηση και διασκέδαση που αναζητώ στα παιχνίδια μέσα σε αυτό. Είναι για μένα ένα παιχνίδι που απευθύνεται μόνο σε όσους αναζητούν κάτι πολύ δύσκολο για να τεστάρουν όχι μόνο τις ικανότητες τους αλλά και την υπομονή και την επιμονή τους. Συμφωνώ στον χαρακτηρισμό "σαδομαζοχισμό", πρέπει να είσαι λίγο μαζόχας για να κάτσεις να ασχοληθείς με αυτόν τον τίτλο, ειδικά κάτι τύποι που το έκαναν χωρίς να τρώνε hit και τέτοια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι καλό παιχνίδι ή ότι δεν πρέπει να αρέσει στους fans του. Πάντως πέρα από την υπέρμετρη δυσκολία εμένα δεν μου αρέσει και το υποτιθέμενο plot.
Το πιθανότερο τελειώνοντας αυτό το παιχνίδι είναι να νιώσεις ανακούφιση που ξέφυγες από την κόλαση. Μήπως αυτός είναι ο σκοπός των devs του ;
Ακόμα και τότε, οι άτιμοι οι devs, παίζουν μαζί σου! Σου λένε "κύριε, υπάρχει και συνέχεια στο Dark Souls II. Πέρνα κι από κει να μας τα πεις"!
Έχοντας ολοκληρώσει και τα 3 Ninja Gaiden Sigma στο Master diffyculty έχω να πω οτι δεν πρόκειτε να ασχοληθώ με τέτοιου είδους παιχνίδια ξανά που να με πληρώνεις.
Δε γουστάρω να κερδίζω όποτε έχει κέφια η A.I. και με αφήνει να κερδίσω.Θέλω να κερδίζω επειδή σκέφτηκα κάποια άλλη στρατηγική απο αυτή που σου υποδικνύει το παιχνίδι.Σε τέτοιες περιπτώσεις και να χάσω ακόμα δε πειράζει,ξέροντας οτι έχασα απο λάθως δικό μου.