Monkey Island. Ένα όνομα, μια ιστορία. Από τις πλέον αναγνωρίσιμες adventure σειρές στα videogames, σημείο αναφοράς στην κατηγορία, με μια από τις μεγαλύτερες παραδόσεις στο genre. Παράλληλα, όμως, παιχνίδια τα οποία, ακόμη και στα καλύτερά τους, δεν ξέφυγαν από τη μοίρα όλων των τίτλων περιπέτειας, να απευθύνονται δηλαδή σε συγκεκριμένο κοινό απέχοντας παρασάγγας από αυτό που χαρακτηρίζεται ως mainstream. Κάποτε, σε εποχές αλλιώτικες, η σχετική απόσταση ήταν πολύ μικρότερη, γι’ αυτό και τα adventures είχαν σημαίνουσα παρουσία στο χώρο, ιδιαίτερα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Κι αν τούτο άλλαξε, προϊόντος του χρόνου, η συμβολή των Monkey Island της LucasArts στο συγκεκριμένο είδος παιχνιδιών δεν ξεχάστηκε, τουλάχιστον από τους λίγο μεγαλύτερους. Ακόμη όμως και οι νεαρότεροι gamers, στο βαθμό που θα μπορούσε να τους ενδιαφέρουν πλέον τέτοιοι τίτλοι, είχαν τη δυνατότητα να μάθουν περισσότερα για το franchise μέσα από την αναβίωση των δύο πρώτων παιχνιδιών του (1990 και 1991), με τα remakes του 2009 και 2010· ακόμη περισσότερο, με την επιστροφή της σειράς δι’ ενός πέμπτου μέρους εν έτει 2009, εννιά χρόνια μετά τον προκάτοχό του!
Τρόποι προσέγγισης της διαδρομής των Monkey Island υπάρχουν πολλοί. Πλην όμως, έστω κι αν κάποιος ακολουθήσει την πιο «ψυχρή», δε μπορεί να μην παρατηρήσει ότι παρά την εμπορική αποτυχία -μετριότητα, στην καλύτερη περίπτωση- των περισσοτέρων παιχνιδιών, με εξαίρεση το τρίτο μέρος, The Curse of Monkey Island (1997), το franchise άντεξε στο χρόνο· κι αυτό μόνο τυχαίο δεν είναι, καθώς είχε πράγματα που το έκαναν να ξεχωρίσει από την πρώτη στιγμή, απολαμβάνοντας εξαιρετικές κριτικές και αποκτώντας ένα αφοσιωμένο κοινό, το οποίο δεν έπαψε το ακολουθεί. Οι αριθμοί, ωστόσο, στο τέλος είναι πάντοτε αμείλικτοι, κι έτσι μετά από τέσσερεις τίτλους σε διάστημα δέκα ετών (1990-2000) η σειρά μπήκε στον «πάγο», καθιστώντας το μέλλον της αβέβαιο. Άλλωστε ο τέταρτος, το Escape from Monkey Island, ήταν γενικότερα το τελευταίο adventure της LucasArts, η οποία επί της ουσίας κατέβασε ρολά σε ό,τι αφορά τα adventures, μετά από 15 χρόνια παρουσίας και ισάριθμα games. Στελέχη της εταιρίας, μάλιστα, κατόπιν ακυρωθέντων projects της στη διάρκεια των ‘00s, τα οποία θα αποτελούσαν sequels παλαιότερων τίτλων της, αποχώρησαν ιδρύοντας την Telltale Games. Αυτή επρόκειτο τελικά να αναλάβει την ανάπτυξη του επόμενου Monkey Island!
Η μετακίνηση έμψυχου δυναμικού μεταξύ των δύο εταιριών αποτελούσε ίσως το καλύτερο εχέγγυο για τη συνέχιση, με κάποιον τρόπο, του αγαπημένου franchise, παρότι βεβαίως τα δικαιώματα εξακολουθούσαν να ανήκουν στη LucasArts. Συν αυτοίς, η gaming βιομηχανία περνούσε πλέον σε μια νέα φάση, με την ψηφιακή διανομή παιχνιδιών να ανθίζει σιγά-σιγά στα τέλη της δεκαετίας του ’00, περιορίζοντας το οικονομικό ρίσκο των εταιριών και προσφέροντας νέες δυνατότητες στους developers αλλά και προοπτικές πολύ μεγαλύτερων κερδών γι’ αυτούς, εν αντιθέσει προς ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, όταν οι εταιρίες διανομής έπαιρναν το συντριπτικά μεγαλύτερο κομμάτι της «πίτας». Αυτό άλλωστε ήταν κάτι που λίγα χρόνια αργότερα θα παραδεχόταν και ο Charles Cecil, εκ των ιδρυτών της βρετανικής Revolution και creator των Broken Sword, με αφορμή την ψηφιακή κυκλοφορία και διανομή του πέμπτου παιχνιδιού της σειράς κατά τη σεζόν 2013/14.
Πραγματοποιώντας μια μικρή αναδρομή στο παρελθόν, μπορεί να διαπιστώσει κάποιος ότι ίσως η σημαντικότερη αιτία που πυροδότησε την επιστροφή των Monkey Island με περισσότερους από έναν τρόπους στη διετία 2009-10, ήταν η τοποθέτηση του Darrell Rodriguez ως CEO της LucasArts. Στο διάστημα που παρέμεινε εκεί, δρομολογήθηκε η δημιουργία των remakes του πρώτου και δεύτερου τίτλου της σειράς, ενώ συγχρόνως χορηγήθηκε άδεια στην Telltale για την ανάπτυξη ενός πέμπτου παιχνιδιού· μια άδεια την οποία η τελευταία αδυνατούσε να εξασφαλίσει έως εκείνη τη στιγμή. Το «πράσινο φως», ωστόσο, δε θα μπορούσε να είναι η μοναδική προϋπόθεση για τη συνέχιση του franchise. Το νέο κεφάλαιο της ιστορίας όφειλε εκ προοιμίου να διατηρήσει την ατμόσφαιρα των προηγούμενων, έτσι ώστε οι πιστοί φίλοι των Monkey Island να αναγνωρίσουν σ’ αυτό το σύμπαν που αγάπησαν. Και τι καλύτερο για να συμβεί κάτι τέτοιο, από τη συμμετοχή στο νέο project ανθρώπων που είχαν προϋπηρεσία στην ευρύτερη περιοχή της… Καραϊβικής!
Το Tales of Monkey Island κυκλοφόρησε για πρώτη φορά σε πέντε επεισόδια, κατά την πάγια τακτική της Telltale, στο διάστημα Ιούλιος-Δεκέμβριος 2009, με την ειδοποιό διαφορά ότι το συγκεκριμένο ήταν το πρώτο παιχνίδι των Αμερικανών, του οποίου η ιστορία ήταν ενιαία και όχι ανεξάρτητη από επεισόδιο σε επεισόδιο. Φυσικά, στην προκειμένη περίπτωση δε θα μπορούσε να συμβεί και διαφορετικά. Για την υλοποίηση του όλου εγχειρήματος είναι αξιοσημείωτο ότι επανένωσαν τις δυνάμεις τους αρκετοί συντελεστές των προηγούμενων Monkey Island, μεταξύ των οποίων ο Mike Stemmle, project leader -και όχι μόνο- του Escape from Monkey Island, και τώρα co-director, co-writer και co-designer. Επίσης ο Dave Grossman, νυν director of design, επέστρεφε στη σειρά για πρώτη φορά μετά τα δύο πρώτα games, όντας ένα από τα τρία βασικά στελέχη στην ανάπτυξη εκείνων μαζί με τον creator, Ron Gilbert, και τον Tim Schafer. Οι δύο τελευταίοι, ανήκοντας πλέον σε άλλες εταιρίες, δε μπορούσαν να έχουν ενεργό ρόλο στο project, ωστόσο ο πρώτος συμμετείχε σε σειρά συζητήσεων με τους developers της Telltale, δίνοντας ιδέες και κατευθύνσεις, τόσο ώστε στα credits των επεισοδίων να αναφέρεται ως… Visiting Professor of Monkeyology! Τέλος, έχοντας μικρότερους ρόλους στο Curse of Monkey Island, πλέον επανέρχονται στη σειρά οι Dave Bogan (Director of Art και Lead Animator), Derek Sakai (Art Direction) και Randy Tudor (Lead Programmer).
Σκοπός όλης αυτής της παράθεσης ονομάτων είναι να καταδειχθεί ότι το πέμπτο Monkey Island, το οποίο αναπτύχθηκε από την Telltale υπό την επίβλεψη της LucasArts, αποτελεί πιστή συνέχεια του franchise. Αυτή, σε τελευταία ανάλυση, εγγυώνται όλοι όσοι συμμετείχαν και σε προηγούμενα games του. Συνέχεια η οποία, για να είναι τέτοια, δε συνεπάγεται αυτομάτως ότι πρέπει να αυτοπεριοριστεί σε νόρμες του παρελθόντος. Άλλωστε το gameplay ενός παιχνιδιού αποτελεί ένα κομμάτι του και όχι το ίδιο το παιχνίδι. Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με τη διαχρονική προσέγγιση της Telltale στα adventures, η οποία, όπως αποκαλύπτει το όνομά της, είναι να διηγείται ιστορίες, η επένδυση στο κομμάτι της αφήγησης έχει ως αποτέλεσμα το πλουσιότερο Monkey Island από πλευράς περιεχομένου· και τούτο μάλιστα όχι σε βάρος των γρίφων. Στο ίδιο μήκος κύματος επρόκειτο να κινηθεί τον αμέσως επόμενο χρόνο και το εξαιρετικά… πειστικό Back to the Future: The Game (2010/11). Τα επόμενα χρόνια, ωστόσο, η συγκεκριμένη προσέγγιση της Telltale επρόκειτο να αλλάξει. Οι Αμερικανοί developers επί της ουσίας εξαφάνισαν τους γρίφους των adventures, επικεντρώνοντας αποκλειστικά στην αφήγηση, προωθώντας τα quick time events και δίνοντας κατά βάση βαρύτητα στην επιλογή των απαντήσεων από τον gamer σε πραγματικό χρόνο κατά τη διάρκεια των διαλόγων· χαρακτηριστικά, τα οποία έγιναν κανόνας μετά τη σπουδαία εμπορική επιτυχία του παρθενικού The Walking Dead (2012).
Σε μια εποχή κατά την οποία η Telltale διαμόρφωνε νέα δεδομένα στα adventures, ακόμη και μέσα από την επεισοδιακή κυκλοφορία τους, έχω την αίσθηση ότι οι προαναφερθέντες δύο πρώτοι τίτλοι λειτούργησαν ως η χρυσή τομή μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Αφενός, διότι ανέπτυξαν προϊόντα πολύ πιο «ζωντανά» λόγω της ιστορίας τους, σε αντίθεση, επί παραδείγματι, με τα πρώτα Monkey Island, που μπορεί για την εποχή τους να ήταν έως και πρωτοποριακά σε κάποια επίπεδα, αλλά πλέον δύσκολα θα μπορούσαν να σταθούν με την ίδια φόρμουλα. Αυτή περιελάμβανε κυρίως gameplay, γρίφους συχνά σε σημείο εξάντλησης λόγω της δυσκολίας τους, κι από εκεί και πέρα μια ιστορία της οποίας η δυναμική και η εξέλιξη διαδραματιζόταν κατά κύριο λόγο στο υπόβαθρο του παιχνιδιού, δίχως πάλι αυτό να εμποδίζει σε κάτι τους απίθανους διαλόγους που απολαύσαμε στα τέσσερα πρώτα games. Αφετέρου, ωστόσο, ο συγκεκριμένος προσανατολισμός δεν εξάλειψε το ανταγωνιστικό στοιχείο της επίλυσης γρίφων, όπως συνέβη αργότερα, έστω κι αν αυτό πλέον συνοδευόταν από την προαιρετική αξιοποίηση ενός hint system.
Έτσι, λοιπόν, καθώς ήδη σημειώθηκε, το Tales of Monkey Island αποδεικνύεται το πιο αφηγηματικό παιχνίδι της σειράς, παρουσιάζοντας μια ιδιαίτερα πλούσια ιστορία, η οποία, στα πρότυπα του παρελθόντος, δε διστάζει να ανοίξει σε περισσότερα επίπεδα και περιοχές από κάθε άλλη φορά, παρουσιάζοντας επιπλέον μεγαλύτερη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, αρχής γενομένης από όλους εκείνους που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε στο παρελθόν. Η γνώριμη εικόνα της ευρύτερης Καραϊβικής ξεδιπλώνεται και πάλι επί της οθόνης, τώρα με απεικόνιση καλύτερη από ποτέ, ενίοτε πρωτοφανή στιγμιότυπα και σκηνικά, αμιγώς τρισδιάστατα γραφικά και μια περιπέτεια η οποία διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι τέλους. Πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος από τον απολαυστικό ξερακιανό ξανθοτρίχη με το χαρακτηριστικό γενάκι και τη γραφική αλογοουρά, τον ένα και μοναδικό Guybrush Threepwood… Mighty Pirate(!), ο οποίος επιστρέφει σε νέες περιπέτειες!
Η ιστορία ξεκινά με τον archenemy του Guybrush, τον θρυλικό πειρατή LeChuck -σε… zombie edition για δεύτερη φορά στο franchise μετά το δεύτερο παιχνίδι, να έχει αιχμαλωτίσει στο καράβι του την Elaine Marley-Threepwood, σύζυγο του ήρωά μας, έχοντας ξεκινήσει ένα τελετουργικό που θα του επιτρέψει να αποκτήσει απεριόριστες δυνάμεις. Σχεδόν την ύστατη ώρα εμφανίζεται ο Guybrush με το δικό του καράβι, ο οποίος, προκειμένου να σκοτώσει τον εχθρό του… για πολλοστή φορά, καλείται να ενισχύσει το σπαθί του με voodoo ιδιότητες. Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται κατά τον επιθυμητό τρόπο: όταν ο Guybrush επιτίθεται στον LeChuck, ο τελευταίος αποκτά για πρώτη φορά στη σειρά ανθρώπινη μορφή, ενώ το χέρι του πρώτου φαίνεται πως έχει απορροφήσει όλη την… πτωματική πραγματικότητα του μεγαλύτερου πονοκεφάλου του τα τελευταία σχεδόν 20 χρόνια! Ακόμη χειρότερα, το χέρι του δείχνει να αρνείται να υπακούσει στις εντολές του. Έχοντας πολλά βαρέλια μπαρούτι επάνω στο κατάστρωμα, σύντομα το καράβι θα πάρει φωτιά και οι επιβάτες του θα εκτοξευθούν προς πάσα κατεύθυνση. Όταν ο Guybrush θα ξεβραστεί στη στεριά του Flotsam Island, δε θα αργήσει να αντιληφθεί ότι όποια κατάρα συνόδευε τον LeChuck, έχει περάσει με κάποιον τρόπο στον ίδιο, συγκεκριμένα στο χέρι του· κι ακόμη χειρότερα, ο κόσμος γύρω του δεν μένει ανεπηρέαστος…
Σε αδρές γραμμές αυτή είναι η περίληψη μόλις του προλόγου του πρώτου εκ των πέντε επεισοδίων στα οποία χωρίζεται το Tales of Monkey Island. Ασφαλώς, η ιστορία διανθίζεται σταθερά αποκαλύπτοντας προοδευτικά το αξιοσημείωτο βάθος της. Πλην όμως, περισσότερα επί της ουσίας εμπίπτουν στην κατηγορία των spoilers. Αυτό που μπορεί με ασφάλεια να ειπωθεί, ωστόσο, είναι ότι κάθε χαρακτήρας έχει κάποιο ρόλο να επιτελέσει και μόνος απαρατήρητος ή αδιάφορος δεν περνά -ακόμη και οι πλέον δευτερεύοντες NPCs, ενώ τα κύρια ερωτήματα που εκ των πραγμάτων τίθενται εξ αρχής δε μπορεί παρά να αφορούν το πού βρίσκεται η Elaine, αν είναι νεκρή ή ζωντανή, πού έχει καταλήξει ο LeChuck -ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια έχει αποδειχθεί πολύ σκληρός για να πεθάνει… εντελώς- και φυσικά πώς συνέβη η ανθρώπινη μεταμόρφωσή του. Και κυρίως, γιατί συνέβη και τι μπορεί να σημαίνει αυτή η… ζομποποίηση ή vooodooποίηση του αριστερού χεριού του Guybrush! Όλα αυτά, ενώ τίποτα δε δείχνει ότι οι απαντήσεις θα δοθούν σύντομα. Σεναριακά αλλά και ως προς την απόδοση της υπόθεσης επί της οθόνης, υπάρχουν σημεία στα οποία το παιχνίδι αιφνιδιάζει πολύ ευχάριστα, αν δεν εντυπωσιάζει, αποδεικνύοντας ότι είναι ικανό να κινηθεί σε μια σαφώς μεγαλύτερη κλίμακα σε σχέση με το παρελθόν. Αυτό συνιστά από μόνο του μια ανατροπή και σίγουρα δεν είναι η μόνη.
Σε σχέση με το παρελθόν, πέραν των απολύτως λογικών αναβαθμίσεων ιδίως στον οπτικό τομέα αλλά και της πολύ πιο κινηματογραφικής απεικόνισης σε πολλά σημεία, ίσως η πιο ουσιαστική αλλαγή αφορά την κατηγορία των γρίφων. Όπως σημειώθηκε, το challenging στοιχείο διατηρείται σαφέστατα, ειδικά σε σχέση με τη μετέπειτα κατεύθυνση της Telltale, εν τούτοις ακόμη κι αυτό ελάχιστα μπορεί να συγκριθεί προς όσα γνώριζαν οι fans της σειράς. Η δυσκολία των puzzles έχει μειωθεί κατακόρυφα σε σχέση με το παρελθόν, καθώς, ακόμη και με απενεργοποιημένα τα hints, οι ίδιοι οι χαρακτήρες δίνουν έμμεσες -ή και όχι τόσο- συμβουλές επί της ουσίας στον ίδιο τον παίκτη, προκειμένου να προχωρήσει. Τα αντικείμενα αλληλεπίδρασης είναι σαφώς λιγότερα και σίγουρα πολύ πιο ξεκάθαρα. Προσωπικά, μόνο σε μία περίπτωση «αρνούμουν» να δω ένα object που βρισκόταν μπροστά στα μάτια μου, με αποτέλεσμα να παιδευτώ άσκοπα για τρεις-τέσσερεις ώρες, ολοκληρώνοντας τελικά το παιχνίδι σε περίπου 28-29. Διάρκεια διόλου ευκαταφρόνητη, η οποία σε συνδυασμό με τη μέτρια προς υψηλή -σε κάποια σημεία- πρόκληση, μαρτυρεί το ικανό περιεχόμενο του τίτλου.
Από εκεί και πέρα, παρουσιάζει ενδιαφέρον από μια άποψη η απάντηση γρίφων γνώριμων από τα προηγούμενα Monkey Island, έστω κι αν είναι ίδιας λογικής. Ίσως το στοιχείο της επανάληψης υπερκαλύπτεται στο σημείο αυτό από εκείνο της νοσταλγίας. Οι φίλοι του franchise συνάντησαν ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν λαβυρίνθους αλλά και διάφορα mini games-αινίγματα, η επίλυση των οποίων ωστόσο ήταν απαραίτητη για την πρόοδο του παιχνιδιού. Αποκορύφωμα όλων, ασφαλώς, το κλασικό Insult Sword Fighting, γνώριμο και τούτο ήδη από το μακρινό 1990! Αρκετοί γρίφοι εξ αυτών, έστω και παραλλαγμένοι, επιστρέφουν ξανά, προφανώς γιατί αγαπήθηκαν ανάλογα, ενώ ορισμένοι νέοι κάνουν την εμφάνισή τους, κατορθώνοντας κάποιες φορές να κλέψουν την παράσταση! Ο χειρισμός γίνεται κατά προτίμηση με συνδυασμό πληκτρολογίου (για την κίνηση) και ποντικιού (για την αλληλεπίδραση), ενώ η χρήση του inventory αποτελεί πιο απλή διαδικασία από ποτέ.
Οπτικά, η δημιουργία της Telltale είναι αδιαμφισβήτητα η πιο εντυπωσιακή της σειράς. Τα facial expressions των χαρακτήρων είναι εξαιρετικά και εμφανής η δουλειά που έχει γίνει στο συγκεκριμένο τομέα, αν και το lip sync είχε ομολογουμένως περιθώρια βελτίωσης. Η χρωματική παλέτα παρουσιάζει συνολικά μεγαλύτερο εύρος από κάθε προηγούμενη φορά, ενώ στο art direction υπήρξε συνεργασία μεταξύ των συγκεκριμένων developers και της LucasArts, προκειμένου η αισθητική του παιχνιδιού των πρώτων να συμπίπτει με εκείνη του remake του Secret of Monkey Island της δεύτερης. Άλλωστε οι συγκρίσεις θα ήταν αναπόφευκτες, δεδομένης της κυκλοφορίας του remake μόλις μία εβδομάδα μετά το πρώτο επεισόδιο του πέμπτου τίτλου, ο οποίος αισθητικά είναι πανέμορφος στο σύνολό του.
Ανατρέχοντας εν συντομία στην παρουσία των Monkey Island σε ορίζοντα δύο δεκαετιών και με απολογισμό πέντε παιχνιδιών, εκτιμώ πως είναι αρκετά ασφαλές να ισχυριστεί κάποιος ότι το Tales of Monkey Island αποδεικνύεται τελικά κατά ένα τόνο πιο «σκοτεινό», οπωσδήποτε πιο σοβαρό και βαθύ, από όλα τα προηγούμενα. Αυτό δε σημαίνει ότι το χιούμορ δεν υπάρχει, και μάλιστα άφθονο, αλλά οι υπερβολικές καταστάσεις του παρελθόντος θα λειτουργούσαν εν προκειμένω εις βάρος της αφήγησης από ένα σημείο και έπειτα. Στο πλαίσιο αυτό, ο ιδανικός για το ρόλο του Guybrush Threepwood, Dominic Armato, δίνει την πιο ώριμη απόδοση του χαρακτήρα του θέλοντας να αναδείξει τα χρόνια εμπειρίας που έχουν περάσει από τον πρωταγωνιστή, εν αντιθέσει προς την απολύτως ανάλαφρη ερμηνεία την οποία κάνει παράλληλα χρονικά για το remake του πρώτου παιχνιδιού. Η Alexandra Boyd επιστρέφει ως Elaine για πρώτη φορά μετά το Curse of Monkey Island, παράλληλα και για το προαναφερθέν remake, κάνοντας εξαιρετική δουλειά και πάλι, ενώ, έστω και μερικώς, ο Earl Boen αναλαμβάνει ξανά δράση στο ρόλο του ενός και μοναδικού LeChuck.
Τέλος, την ατμοσφαιρική μουσική του παιχνιδιού υπογράφει εκ νέου ο Michael Land, ο οποίος είναι ένας από τους ελάχιστους συντελεστές, αν όχι ο μόνος μαζί με τους voice actors Armato και Boen, οι οποίοι συμμετέχουν και στα πέντε projects της σειράς. Το αποτέλεσμα παραμένει εξαιρετικό και στην περίπτωση αυτή, με μουσικά θέματα και ήχους αγαπημένους για τους φίλους του franchise, απευθείας από τις… εκτάσεις της Καραϊβικής, οι οποίοι πλησιάζουν συνολικά εκείνους του τρίτου Monkey Island, ακόμη κι αν αυτή τη φορά δεν είναι εξίσου σύνθετοι. Το Tales of Monkey Island απετέλεσε το πέμπτο και τελευταίο μέρος, μέχρι σήμερα, μιας υπέροχης όσο και ιστορικής gaming διαδρομής. Φέτος συμπληρώνονται δυστυχώς δώδεκα ολόκληρα χρόνια από την κυκλοφορία του και τίποτα δε δείχνει ότι θα υπάρξει συνέχεια. Πλην όμως, κάθε fan των περιπετειών του Guybrush Threepwood μπορεί να ονειρεύεται τη στιγμή που, όταν ευδοκιμήσουν οι συνθήκες, ο πρωταγωνιστής με το γελοιότερο όνομα όλων των εποχών θα συστηθεί και πάλι ως… Mighty Pirate, προτείνοντας ξανά το σπαθί του εναντίον όποιου τον αμφισβητήσει! Το Tales of Monkey Island του έδωσε αυτό το δικαίωμα!
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments