Ζώντας σε μια εποχή που τα πάντα μετριούνται σε χρήματα (αλήθεια, υπήρξε ποτέ περίοδος στην παγκόσμια ιστορία που να μη συμβαίνει αυτό;) και στόχος είναι το κέρδος, ακόμη κι αν το κόστος αφορά περισσότερο την αξιοπιστία κάποιου στο εξής, παρά αυτό της παραγωγής ενός προϊόντος, στην αδυσώπητη αγορά της gaming βιομηχανίας εξακολουθούμε να βλέπουμε εκατοντάδες τίτλους ετησίως. Ο καθένας διεκδικεί το δικό του μερίδιο της πίτας, όμως αναλογικά είναι ελάχιστοι αυτοί που καταφέρνουν να ξεχωρίσουν. Υπάρχουν περιπτώσεις που ορισμένα εξαιρετικά games εκεί έξω δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να προωθηθούν όπως πρέπει, με αποτέλεσμα να μένουν στην αφάνεια. Την ίδια στιγμή, κάποια άλλα που μπορεί να είναι μέτρια ή σχετικά καλά, έχοντας το «μαξιλαράκι» του ονόματος που φέρουν, ακούγονται, πωλούν και τελικά μπορεί να αφήνουν παραπονεμένους τους gamers ή ακόμη και να απογοητεύουν.
Έχω την πεποίθηση ότι τα παιχνίδια που αναπτύσσονται στις μεγάλες κονσόλες και τα PC είναι εν πολλοίς εύλογο να ακολουθούν το δρόμο μεταφοράς τους στις portable συσκευές, με τις ανάλογες «περικοπές» προφανώς ή την εκ του μηδενός ανάπτυξη του ίδιου τίτλου γι’ αυτές, ούτως ώστε να καλύψουν κι εκείνο το κοινό. Όταν αυτό συμβαίνει με αντίστροφη φορά και βλέπουμε games που από τις φορητές κονσόλες έρχονται στα -τηρουμένων των αναλογών- τεχνολογικά μεγαθήρια των PS4 και Xbox One, πόσο μάλλον στους υπολογιστές, εκεί δημιουργούνται -αν μη τι άλλο- δικαιολογημένα προβληματισμοί. Η επιμονή για ένα release οπωσδήποτε στα προαναφερθέντα, χωρίς μάλιστα να διατίθεται σε retail έκδοση (κι όταν συμβαίνει αυτό, να γίνεται αρκετό καιρό αργότερα), τη στιγμή που το παιχνίδι έχει αναπτυχθεί για φορητή κονσόλα, είναι ο ορισμός της αρπαχτής και αποσκοπεί στον προσπορισμό κέρδους, με πρόφαση ένα σχετικό ρετουσάρισμα στα γραφικά ή την προσθήκη ορισμένων επιπλέον στοιχείων συγκριτικά με τη βασική έκδοση.
Μολονότι σε γενικές γραμμές αποφεύγω να παίζω τέτοια games, έχουν υπάρξει και ορισμένες εξαιρέσεις. Η πρώτη ήταν με το Assassin’s Creed: Liberation HD, το οποίο 14 μήνες μετά την κυκλοφορία του στο PS Vita, διατέθηκε τόσο στις κονσόλες έβδομης γενιάς όσο και στα PC. Για το παιχνίδι αυτό έχει εκθέσει εκτενώς τις απόψεις μου στο παρελθόν όταν, ακολουθώντας ολόκληρη τη σειρά, το δοκίμασα μετά το Black Flag… Αυτή τη φορά θέλοντας να ολοκληρώσω προς το παρόν το… σαφάρι μου στη σειρά Batman: Arkham, αποφάσισα να ασχοληθώ με ένα παιχνίδι το οποίο επίσης αναπτύχθηκε πρωτίστως για PS Vita και Nintendo 3DS. Ο λόγος για το Batman: Arkham Origins Blackgate, το οποίο διατέθηκε στην αγορά στις 25 Οκτωβρίου 2013, ανήμερα της κυκλοφορίας του κανονικού Arkham Origins σε PS3, Xbox 360 και PC. Αυτό και μόνο αρκεί για να επιβεβαιώσει ότι το Blackgate αναπτύχθηκε αποκλειστικά για τις προαναφερθείσες συσκευές, ακριβώς για να καλύψει το κενό που υπήρχε.
Όταν τον Απρίλιο του επομένου έτους μεταφέρθηκε κι αυτό σε όλες τις υπόλοιπες πλατφόρμες, σχεδόν σαν ένα… πρωταπριλιάτικο αστείο (1η Απριλίου στη βόρεια Αμερική), κατέστη σαφές ότι το σχέδιο ήταν «ό,τι αρπάξουμε κι από εκεί», ακόμη κι αν το αποτέλεσμα δε θα μπορούσε παρά να υστερεί μοιραία σε ποιότητα· πόσο μάλλον από τη στιγμή που οι βαθμολογίες της πρωτότυπης έκδοσης κυμαίνονταν λίγο πάνω από 6/10 για το PS Vita και λίγο κάτω από 7/10 για το 3DS. Την ανάπτυξη του τίτλου ανέλαβε η Armature Studio, με ελάχιστη εμπειρία σαν όνομα εταιρίας κι αυτή αποκλειστικά σε games για το PS Vita, αλλά έχοντας στο «τιμόνι» τον game director της τρομερά επιτυχημένης τριλογίας Metroid Prime, Mark Pacini, καθώς και άλλα αντίστοιχα στελέχη στο δυναμικό της. Πιο συγκεκριμένα, μέχρι εκείνο το σημείο η Armature είχε επιμεληθεί τα Metal Gear Solid HD Collection (2012) και Injustice: Gods Among Us (2013). Φέτος έκανε το βήμα παραπάνω συμμετέχοντας στην ανάπτυξη του ReCore για PC και Xbox One.
Το Blackgate είναι ένα γνήσιο 2.5D action-adventure με Metroidvania λογική και υλοποίηση -και πώς θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά! Οι developers έχουν καταφέρει να μεταφέρουν με επιτυχία σε γενικές γραμμές όλους τους βασικούς μηχανισμούς του gameplay που γνωρίζουμε από τα παιχνίδια που αποτελούν τον κανόνα του franchise, με τα περισσότερα gadgets του Batman να κάνουν και πάλι την εμφάνισή τους, είτε από το ξεκίνημα είτε στην πορεία. Ο χειρισμός παραμένει αυτούσιος και κατ’ επέκταση αρκετά εύκολος, υπό την προϋπόθεση ότι παίζεις με gamepad. Όντας το μόνο Batman: Arkham που κυκλοφόρησε σε PS Vita και 3DS, είμαι σίγουρος ότι οι κάτοχοι αποκλειστικά κάποιας εκ των δύο κονσολών θα το εκτίμησαν δεόντως, παρά τις μέτριες κριτικές. Στον αντίποδα, η μεταφορά του τίτλου δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο σε σχέση με όσα έχουν απολαύσει οι gamers στα Arkham Asylum, City και Origins. Αντίθετα, είναι μια «βουτιά» στην ποιότητα με συνέπεια, όσοι έχουν παίξει αυτά, να μην έχουν ουσιαστικό λόγο να ασχοληθούν με το συγκεκριμένο.
Παρότι προφανώς κανείς δεν υποχρεώνει κανέναν να αγοράσει ένα προϊόν, είμαι αντίθετος στη λογική της απληστίας που υποκρύπτει μια τέτοια κίνηση και κάθε αντίστοιχη. Μπορώ να πω μάλιστα ότι το Blackgate μου άρεσε λίγο περισσότερο απ’ ό,τι μαρτυρούν οι βαθμολογίες που εισέπραξε, όπως αναφέρθηκαν προηγουμένως, και σαφώς περισσότερο από το μόλις 46% των θετικών κριτικών που… απολαμβάνει στο Steam. Εντούτοις, τα σημάδια… του port κάνουν ιδιαίτερα αισθητή την εμφάνισή τους με αρκετά textures χαμηλής ποιότητας που αδικούν την καλή δουλειά που έχει γίνει σε άλλα σημεία. Τα cutscenes είναι animated, κάτι που έχουμε συναντήσει και σε άλλα παρόμοια games στο παρελθόν και αποτελούν σίγουρα μια ενδιαφέρουσα πρόταση. Στον ήχο η μουσική μοιάζει να έχει μεταφερθεί αυτούσια από τα μεγάλα games της σειράς, ωστόσο κάποια εφέ, ειδικά σε στιγμές μάχης, ακούγονται υπερβολικά «μπουκωμένα». Αντίθετα, στο voice acting η δουλειά που έχει γίνει είναι για μία ακόμη φορά εξαιρετική, τουλάχιστον στο βαθμό που βοηθά το σενάριο, καθώς το cast έχει παραμείνει ίδιο κι απαράλλαχτο με αυτό του βασικού Arkham Origins. Έτσι ο Roger Craig Smith αναλαμβάνει και πάλι το ρόλο του Batman, ο Troy Baker αυτόν του Joker και ο Nolan North εκείνον του Penguin.
Τα γεγονότα του παιχνιδιού διαδραματίζονται περίπου τρεις μήνες μετά από εκείνα του Arkham Origins. Εν πρώτοις ο Batman γνωρίζει για πρώτη φορά και υπό… ιδιαίτερες συνθήκες την Catwoman, την ώρα που αυτή κλέβει από ένα κτίριο. Μετά από καταδίωξη τη συλλαμβάνει και την παραδίδει στην Αστυνομία. Δύο εβδομάδες αργότερα πληροφορείται από τον Αρχηγό της Αστυνομίας της Gotham City, James Gordon, ότι λίγες ώρες νωρίτερα έγινε μια έκρηξη στη φυλακή Blackgate, πιθανώς σε μια απόπειρα απόδρασης με ανεπιτυχή κατάληξη. Παρά ταύτα, οι κρατούμενοι φαίνεται ότι έχουν αποκτήσει τον έλεγχο αιχμαλωτίζοντας το προσωπικό. Η ώρα του Batman έχει έρθει. Μεταβαίνοντας στο… σωφρονιστήριο ενημερώνεται από την τρόφιμη, πλέον, Catwoman ότι η φυλακή έχει χωριστεί σε τρεις περιοχές κυριαρχίας από ισαρίθμους εγκληματίες τους οποίους έστειλε ο ίδιος ο Σκοτεινός Ιππότης εκεί. Πρόκειται για τους Penguin, Black Mask και Joker. Πρωταρχικός στόχος όμως του Batman δε μπορεί να είναι άλλος από τη διάσωση των ομήρων φυλάκων. Η ιστορία σε γενικές γραμμές είναι καλή και παρουσιάζει ένα σχετικό ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο κάτι ιδιαίτερο.
Ο τίτλος της Armature προσφέρει ελευθερία κινήσεων στους χώρους της φυλακής, στο βαθμό που ο Batman έχει συγκεντρώσει τους απαραίτητους κωδικούς για να περνά από συγκεκριμένες εισόδους και να συνεχίζει. Επιπλέον, παρέχεται η δυνατότητα αντιμετώπισης των τριών μεγάλων εχθρών του Ανθρώπου-Νυχτερίδα με όποια σειρά θέλει, αλλάζοντας και το τέλος του παιχνιδιού, κάτι πολύ ενδιαφέρον. Τα boss fights είναι σχετικά εύκολα στο σύνολό τους, καθώς είναι συγκεκριμένα αυτά που πρέπει να κάνεις για να τα νικήσεις, κι απλώς πρέπει να εντοπίσεις τις σωστές ενέργειες. Προσωπικά μόνο στο τέλος δυσκολεύτηκα, γιατί ο χρόνος στον οποίο καλείσαι να κάνεις συγκεκριμένες κινήσεις είναι ελάχιστος.
Παίζοντας σε hard difficulty level και ολοκληρώνοντας το 73% χρειάστηκα περίπου 12 ώρες προκειμένου να δω τα credits, διάρκεια η οποία θα μπορούσε να είναι και κατά ένα δίωρο μικρότερη αν δε χανόμουν ανά διαστήματα στον ομολογουμένως πολύ μεγάλο χάρτη του παιχνιδιού, που περιλαμβάνει αμέτρητα επίπεδα, παρακάμψεις και κρυφές διαβάσεις. Για την ακρίβεια, όσο βοηθητικό αποδεικνύεται το map, άλλο τόσο μπερδεύει τελικά. Επιπροσθέτως, ένα από τα πλέον αρνητικά στοιχεία του παιχνιδιού είναι το backtracking που απαιτείται, το οποίο από ένα σημείο κι έπειτα ξεφεύγει τρομερά και ενοχλητικά πολύ, ενώ μεγάλη σημασία έχει επίσης η συνεχής ενεργοποίηση του γνωστού detective mode για τον εντοπισμό κρυφών περασμάτων και αντικειμένων προς αλληλεπίδραση.
Καταλήγοντας, το Batman: Arkham Origins Blackgate είναι ενδεχομένως μια αξιόλογη -και σε κάθε περίπτωση η μοναδική Batman: Arkham- επιλογή για τις φορητές κονσόλες για τις οποίες και σχεδιάστηκε. Όλοι οι υπόλοιποι δεν έχουν να κερδίσουν κάτι σημαντικό από την ενασχόλησή τους μαζί του. Άλλωστε στα PC και τις μεγάλες κονσόλες της προηγούμενης και αυτής της γενιάς, εξαιρώντας δε το mixed martial arts σύστημα μάχης του Σκοτεινού Ιππότη, κυκλοφορούν παρόμοια και πολύ καλύτερα παιχνίδια στη συγκεκριμένη κατηγορία. Δε μπορώ παρά να μνημονεύσω το Shadow Complex: Remastered, το οποίο όσον αφορά το περιβάλλον του βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στο ύφος του Blackgate, το εξαιρετικό Mark of the Ninja, που είναι ακόμη πιο σκοτεινό και stealth, αλλά και το Apotheon, που διαφέρει αισθητικά, αλλά είναι πραγματικά υπέροχο.
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments 1
Αρκετά ενδιαφέρον το blog σου Professor.Μπράβο.