Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του παρθενικού Splinter Cell το 2002/03, η Ubisoft μπορούσε πλέον να είναι βέβαιη ότι έχει ανακαλύψει ακόμη ένα «χρυσορυχείο», το οποίο θα μπορούσε επαρκώς να τροφοδοτήσει τα επόμενα πλάνα της αλλά και την ανάπτυξη διαδοχικών sequels στο συγκεκριμένο franchise, σε συνάρτηση με τη μεγάλη επιτυχία που σημείωναν ή επρόκειτο να σημειώσουν άμεσα μια σειρά άλλων παιχνιδιών της που κυκλοφορούσαν εκείνο το χρονικό διάστημα. Τα Splinter Cell χαρακτηρίστηκαν δικαίως ως ένας από τους βασικούς πυλώνες των Third-person stealth games και έμελλε να κρατήσουν συντροφιά στους gamers επί μία δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας κυκλοφόρησαν συνολικά έξι τίτλοι για PC και τις μεγάλες κονσόλες.
Πρωταγωνιστής αυτών σε μόνιμη βάση, ο Sam Fisher, μυστικός πράκτορας ενός υποτμήματος της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (National Security Agency) των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής υπό την επωνυμία «Third Echelon», την ύπαρξη του οποίου αρνούνται οι ελάχιστοι που τη γνωρίζουν. Κυρίαρχο… πεδίο δράσης, η απόκτηση απόρρητων πληροφοριών με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας σε άκρως επικίνδυνες περιοχές, την οποία τεχνολογία ωστόσο αξιοποιούν ως ένα βαθμό και οι εκάστοτε στόχοι. Το Pandora Tomorrow ήταν το πρώτο sequel της σειράς, το οποίο μάλιστα ακολούθησε μόλις ένα χρόνο μετά τον προκάτοχό του, κάτι που οφειλόταν εν μέρει στο γεγονός ότι βασικοί developers ήταν τα παραρτήματα της Ubisoft στο Μιλάνο και τη Σανγκάη, έναντι του αντίστοιχου στο Μόντρεαλ το οποίο είχε ασχοληθεί με τον original τίτλο, ενώ ήδη ανέπτυσσε το τρίτο μέρος του franchise που θα κυκλοφορούσε την επόμενη χρονιά (2005) υπό τον διακριτικό τίτλο «Chaos Theory».
Ακούγοντας σήμερα το όνομα «Πανδώρα» σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, η σκέψη επιστρέφει στην αρχαία ελληνική μυθολογία από την οποία και προέρχεται. Σύμφωνα με το μύθο, ο οποίος ήδη από εκείνους τους αιώνες είχε γνωρίσει κάποιες παραλλαγές διά γραφής Αισώπου και Αισχύλου μετά τις περιγραφές του Ησιόδου στα έργα του, η Πανδώρα ήταν η γυναίκα που «παραγγέλθηκε» από το Δία στον Ήφαιστο, ο οποίος με τη σειρά του και τη δημιούργησε. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο Πατέρας των θεών και των ανθρώπων θέλησε να εκδικηθεί τους τελευταίους διότι ο Προμηθέας είχε κλέψει τη φωτιά από τους πρώτους. Η Πανδώρα έγινε λοιπόν η πρώτη γυναίκα του κόσμου, στην οποία κάθε θεός προσέφερε κι από ένα χάρισμα-δώρο και γι’ αυτό ονομάστηκε έτσι. Με τη σειρά της παραχωρήθηκε στους ανθρώπους και συγκεκριμένα στον Επιμηθέα, αδελφό του Προμηθέα, παρά τις προειδοποιήσεις του τελευταίου να μη δεχτεί δώρο από τους θεούς. Και πράγματι, ήταν η Πανδώρα εκείνη που άνοιξε το μεγάλο πώμα του πιθαριού -το οποίο αργότερα χάθηκε στην ξένη μετάφραση και επανεισήχθη στην Ελλάδα ως «κουτί»- απελευθερώνοντας είτε εκούσια είτε ακούσια όλα τα δεινά του κόσμου που βρίσκονταν μέσα σ’ αυτό.
«Pandora Tomorrow», είναι οι δύο πρώτες λέξεις που ακούγονται στο ομώνυμο Splinter Cell, ήδη στο εισαγωγικό βίντεο του παιχνιδιού. Προσωπικά, όταν ακούω την πρώτη στα πλαίσια μιας ταινίας ή ενός videogame, και έχοντας συνδεδεμένο το όνομα με τις πάσης φύσεως «συμφορές», ο νους μου πηγαίνει κατευθείαν σε μια βιολογικού τύπου απειλή, η οποία μπορεί να αφανίσει μια χώρα ή και ολόκληρη τη Γη. Ίσως έχω επηρεαστεί κι από το «Mission Impossible 2» (2000), όπου ο Tom Cruise ως Ethan Hunt έπρεπε να αναχαιτίσει ένα βιολογικό όπλο υπό την κωδική ονομασία «Chimera», ήτοι «Χίμαιρα», τέρας και πάλι της αρχαιοελληνικής μυθολογίας (τίποτα δεν είναι τυχαίο). Και όπως αποδεικνύεται, η υπόθεση του δεύτερου Splinter Cell, δεν απέχει και τόσο πολύ.
Το σενάριο λαμβάνει χώρα το 2006, δηλαδή δύο χρόνια μετά την κυκλοφορία του παιχνιδιού, και εκτυλίσσεται σε διαφορετικές χώρες, όπως ο προκάτοχός του. Η ιστορία ξεκινά στην αμερικανική πρεσβεία του Ανατολικού Τιμόρ, το οποίο βρίσκεται μεταξύ Ινδονησίας και Αυστραλίας, και στο οποίο οι Η.Π.Α. έχουν εδραιώσει τη στρατιωτική τους παρουσία προκειμένου να εκπαιδεύσουν τον τοπικό στρατό, καθώς η νησιωτική αυτή χώρα ανεξαρτητοποιήθηκε μόλις το 2002. Η εν λόγω εκπαίδευση στοχεύει στην αντιμετώπιση των διαφόρων αντάρτικων ινδονησιακών πολιτοφυλακών, με σημαντικότερη εξ αυτών την Darah Dan Doa της οποίας ηγείται ο Suhadi Sadono. Ο συγκεκριμένος είχε εκπαιδευτεί στο παρελθόν από τη CIA για την καταπολέμηση των κομμουνιστικών επιρροών στην περιοχή, αλλά στη συνέχεια απογοητεύτηκε από τις εξουσιαστικές τάσεις της υπερδύναμης αυτής στη χώρα.
Η πρεσβεία των Αμερικανών δέχεται επίθεση από τις δυνάμεις του Sadono και η αποστολή του Sam Fisher είναι σαφής: να διεισδύσει σ’ αυτήν και να συλλέξει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την παραστρατιωτική οργάνωση, συναντώντας ταυτόχρονα έναν παλιό φίλο και σύντροφό του, ονόματι Douglas Shetland, ο οποίος έχει πιαστεί αιχμάλωτος κατά την επίθεση και για την ώρα παραμένει ζωντανός. Η πλοκή έχει αναμφίβολα μια ομαλή και αρκετά ενδιαφέρουσα ροή, ενώ περισσότερα στοιχεία και κυρίως η… οπτική του εχθρού αποκαλύπτεται μέσα από το υλικό που συγκεντρώνει ο πρωταγωνιστής από τα σώματα των εξουδετερωμένων αντιπάλων του. Θα έλεγα μάλιστα ότι η ιστορία παραμένει πιο πιστή από αυτήν του πρώτου παιχνιδιού στη λογική της αντικατασκοπείας όπου ο μυστικός πράκτορας καλείται να παραμείνει πραγματικά στις σκιές μέχρι τέλους, σε αντίθεση με την πιο «εκρηκτική» κατάληξη του πρώτου μέρους.
Το «Pandora Tomorrow» επέφερε ορισμένες μικρές προσθήκες στο gameplay, όπως η δυνατότητα του ήρωα να σφυρίξει, προκειμένου να παρασύρει τους εχθρούς του προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση ώστε να τους θέσει νοκ άουτ ή να τους αποφύγει ευκολότερα. Ο Fisher μπορεί πλέον, όταν ισορροπεί στον αέρα μεταξύ δύο τοίχων, να ρίξει το βάρος του στο ένα ή το άλλο πόδι προκειμένου να σκαρφαλώσει κάπου ακόμη ψηλότερα, ενώ έχει επίσης τη δυνατότητα να κρέμεται με τα πόδια από έναν οριζόντιο σωλήνα προκειμένου να πυροβολήσει. Επιπλέον, έχουν προστεθεί ορισμένα gadgets, όπως κυάλια, χειροβομβίδες κρότου-λάμψης και όχι μόνο, προκειμένου να διευκολύνουν τη ζωή του πρωταγωνιστή.
Αυτό που έχει παραμείνει το ίδιο πραγματικά τραγικό είναι το σύστημα στόχευσης, το οποίο σε κάνει να αστοχείς ακόμη κι αν ο εχθρός βρίσκεται στα δύο μέτρα, με αποτέλεσμα να έχω σκοτωθεί αμέτρητες φορές λόγω αυτού του γεγονότος. Μπορεί η «τελεία» επί της οθόνης να βρίσκεται ακριβώς στο «Δόξα Πατρί» του εχθρού, αλλά η σφαίρα να φύγει ένα μέτρο μακριά, δίνοντάς του την ευκαιρία να σε «καθαρίσει» έχοντας χάσει τη δική σου. Το στοιχείο αυτό μπορεί να γίνει πολύ πιο εκνευριστικό όταν σημαδεύεις το σώμα του αντιπάλου και βλέπεις πάλι τις σφαίρες να πηγαίνουν οπουδήποτε αλλού εκτός από πάνω του.
Ο Michael Ironside επιστρέφει για δεύτερη φορά δανείζοντας τη φωνή του στον Sam Fisher, ενώ ο Dennis Haysbert είναι για πρώτη και τελευταία φορά ο voice actor του Irving Lambert, άμεσου προϊσταμένου και καθοδηγητή του Fisher μέσω ενδοσυνεννόησης. Το Tom Clancy's Splinter Cell: Pandora Tomorrow είναι σαφώς μικρότερο του προκατόχου του. Παίζοντας σε hard difficulty level χρειάστηκα περίπου 14 ώρες προκειμένου να φτάσω στον τερματισμό, επιστρατεύοντας για μία ακόμη φορά τα Quicksaves, αλλά χωρίς υπερβολές, ως αντιστάθμισμα στην απουσία checkpoints. Ο τίτλος της Ubisoft είχε πλέον ανοίξει για τα καλά την όρεξη των fans της σειράς, οι οποίοι τώρα αδημονούσαν για τη συνέχεια…
When you subscribe to the blog, we will send you an e-mail when there are new updates on the site so you wouldn't miss them.
Comments