Το GameWorld.gr αναζητά Forum Moderators (21 May 2018)

Το GameWorld.gr επιθυμεί να προσλάβει Forum Moderators.

Το λεξικό του φαντάρου

More
22 Sep 2008 11:38 #47328 by CTT
Βρήκα αυτό το υπέροχο λεξικό ιδιαίτερα χρήσιμο για όσους πρόκειται να πάνε φαντάροι αλλά και για όσους θέλουν να θυμούνται παλιές καλές εποχές αγγαρείας!! :mrgreen:

«Αρούρια, κράνος εξάρτηση και όπλο επ’ ώμου! Θα σας λιώσω στο ΣοΒε! Θα σας πάω πίπ@ κ#λο, εμπλοκή! Γιωτάδες!» Και αν δεν καταλάβατε τι λέω, διαβάστε τώρα το ερμηνευτικό λεξικό – εγχειρίδιο επιβίωσης του σύγχρονου οπλίτη!

1. Αρούρι: το, ουσ. Ο νεοσύλλεκτος οπλίτης. Συνώνυμα: Ποντικαράς, ποντίκι, νιούφρης, νούφαρο.

2. Σειρά: η, ουσ. Ο οπλίτης που είναι στην ίδια σειρά κατάταξης με κάποιον άλλο. Φρ. «Ρε σειρά, θα κάτσεις θαλαμοφύλακας να πάω να χ$σ@».

3. Παππούς: ο, ουσ. Ο οπλίτης παλιάς ΕΣΣΟ. Συνώνυμα: Παλιοσειρά, Πάλιουρας, Παλαίουρας.

4. Καψώνι: το, ους. Μέθοδος σωματικής εκγύμνασης και πειθάρχησης του στρατεύματος. Εφαρμόζεται κυρίως από τις παλιοσειρές στα ποντίκια. Ενίοτε και σε ολόκληρο το στρατόπεδο από το Διοικητή όταν διαπιστώσει χαμηλό βαθμό ετοιμότητας και πειθαρχίας.

5. Καψωνόμουτρο: το, επιθ. Αυτός που αρέσκεται στο να καψωνάρει! Ο φόβος και τρόμος του οπλίτη.

6. Σο Βε: το, ους. Σωματική βελτίωση, εκγύμναση. Μτφ. Το καψώνι. Φρ. «Ρε νέος τράβα στα μαγειρεία μην έχει Σοβε μεσημεριάτικα!»

7. Κιβώτιο: το, επιθ. Ο γυμνασμένος.

8. Πε και παι: Πέσε και παίρνε! Στρατιωτικό καψώνι. Φρ. «Νέος! Πε και παι! Θα σε κάνω κιβώτιο τώρα.»

9. Φίδι: το, ουσ! Είδος στρατιωτικού ερπετού. Φρ. «Που είναι το φίδι; Πάλι στο διμοιρητάδικο, κρύβεται;»

10. Πετάω χαρταετό: ρ. Κρύβομαι, λουφάζω, αποφεύγω υπηρεσία ή αναλαμβάνω ελαφριές υπηρεσίες μόνο! Συνώνυμα: Φιδιάζω.

11. Χώνω: ρ. Αναθέτω στρατιωτική υπηρεσία. Κοιν. Αποφεύγω την υπηρεσία και την αναθέτω σε νεότερο οπλίτη!

12. Χώστης : ο, επιθ. Ο αναθέτων στρατιωτική υπηρεσία. Συνώνυμα: Φίδι.

13. Χοσέ Κουέρβο: η, ουσ. Το χώσιμο, η ανάθεση καθηκόντων. Αντώνυμα: Λούφα!

14. Με πάει γ@μι#ντ@ς: Φρ. Έχω πολλές υπηρεσίες. Παρεμφερείς εκφράσεις: «Με πάει πίπ@ κ#λο εμπλοκή».

15. Με πάει μία μία: Φρ. Έχω εναλλάξ εξόδους και υπηρεσίες.

16. Με πήγε σπρέι: Φρ. Με έπιασε κόψιμο.

17. Γιωτάς: ο, ουσ. Ο ελλιπής σε σωματικά προσόντα στρατευμένος. Μτφ. Το φίδι. Συνώνυμα: Κηδεία.

18. Λελέ και τρελελέ: Φρ. Απολύομαι και τρελαίνομαι! Συνηθίζεται από οπλίτες στους τελευταίους μήνες 5 μήνες θητείας.

19. Προβλέπεται: ρ. Οτιδήποτε είναι άγραφος κανόνας! Φρ. «Νέος ΚΨΜ μεσημεριάτικα; Δεν προβλέπεται για την ΕΣΣΟ σου».

20. Δεν προλαβαίνω απολύομαι: Φρ. Άρνηση υπηρεσίας από «παλιό» οπλίτη. Π.χ. «Τι λε ρε ΔΕΑ που θα πάω γόπινγκ; Δεν προλαβαίνω! Απολύομαι!»

21. Απολελέ και τρελελέ: Φρ. Απολύομαι και τρελαίνομαι, γραμματικώς πιο ορθό αλλά λιγότερο δόκιμο.

22. Τυρόπιτα: το ουσ. Δίκοχο, στρατιωτικό κάλυμμα κεφαλής.

23. Τυρουρύρου: το, ους. Δίκοχο! Μεταφορικά ο νέος. Σημ. Διατηρεί την αρχ. ορθογραφία του «τύρου». Φρ. «Τι περιμένεις από το νέο ρε σειρά! Είναι τύρουρύρου.»

24. Τσαπρ: επιφών. Εκφράζει προσταγή. Χρησιμοποιείται και ως στρατιωτικό παράγγελμα αντί του «Τους ζυγούς λύσατε!». Π.χ «Λόχος! Τσαπρ-Αρμ!» Αντίθετη έκφραση: « Έλα να-Αρμ!»


(πηγή: men24.gr)

:armata team:

Please Log in or Create an account to join the conversation.

More
22 Sep 2008 15:40 #47336 by Μάνος Γρυπάρης
Χαχαχα, τι μας θύμισες τώρα. Για να προσθέσουμε μερικά ακόμη βασικά.

25. Ψαράς: (ο, επιθ) Ο φαντάρος που μόλις έχει καταταγεί ή ο νεότερος μιας μονάδας. π.χ. "Που είσαι ρε ψαρά? Θα πήξεις"

26. Βίσμα: (το, επίθ) Μέσο με το οποίο ένας στρατιώτης βολεύεται σε καλό στρατόπεδο ή καλή θέση μέσα σε αυτό. π.χ. "Ρε τον κερατά, είχε τέτοιο βίσμα που πήρε κατ' εξαίρεση μετάθεση κι έκανε θητεία 12 μήνες στην Αθήνα"

27. Μπιφτέκι: (το, ουσ) Η κατάσταση στην οποία υπάρχει πρόβλημα στις υπηρεσίες και οι έξοδοι είναι λίγοι. π.χ. "Στην παραμεθώριο φάγαμε τρελό μπιφτέκι. Μας πήγε 20 μέσα - 1 έξω"

[img
[img
[img


"Δεν με νοιάζει τι λες, αρκεί να λες σωστά το όνομά μου".
(George M. Cohan)

Please Log in or Create an account to join the conversation.

More
22 Sep 2008 16:14 #47340 by CTT

Manos\ wrote: 26. Βίσμα: (το, επίθ) Μέσο με το οποίο ένας στρατιώτης βολεύεται σε καλό στρατόπεδο ή καλή θέση μέσα σε αυτό. π.χ. "Ρε τον κερατά, είχε τέτοιο βίσμα που πήρε κατ' εξαίρεση μετάθεση κι έκανε θητεία 12 μήνες στην Αθήνα"


Υπάρχει και μεγαλύτερο βίσμα απ'το κανονικό που σε τέτοια περίπτωση αποκαλείται "πολύμπριζο"!!! :mrgreen:

Please Log in or Create an account to join the conversation.