cradle [krEidl] ουσ. λίκνο, κν. (μωρουδιακή) "κούνια": lift the baby from the cradle σηκώνω το μωρό από την κούνια # άγκιστρο τηλεφωνικής συσκευής: the receiver was on the cradle το ακουστικό ήταν στο άγκιστρό του # πλαίσιο ή ικρίωμα υποδοχής: boat cradle ναυπηγική κλίνη # κρεμαστή πλατφόρμα, "αιώρα": the window-cleaner nearly fell from the cradle ο καθαριστής υαλοπινάκων παραλίγο να πέσει από την κρεμαστή πλατφόρμα # μτφ. βρεφική ηλικία: from the cradle to the grave από τη γέννηση μέχρι το θάνατο # γενέτειρα, λίκνο: Greece is the cradle of civilization η Ελλάδα είναι το λίκνο του πολιτισμού # ΦΡ. cat's cradle (παιγνίδι με σπάγκο) "το-πριόνι-το-πριόνι" § launching cradle σχάρα καθέλκυσης σκάφους, ναυπηγική κλίνη
cradle-scythe εσχαροφόρο δρέπανο. Δείτε επίσης: scythe
Το δραπάνι είναι το δεύτερο που είναι σύνθετη λέξη.
Και είναι στάνταρ!
όπως λέει και η φράση "from the cradle to the grave"...