By Professor_Severus_Snape on Tuesday, 22 August 2017
Category: GameWorld

You’re my driver… Undercover

Την τελευταία τετραετία παρατηρείται μια διαφορετική πολιτική στην προώθηση της σειράς Need for Speed από την Electronic Arts. Η παράδοση που ήθελε τον κολοσσιαίο publisher να διαθέτει στην αγορά τουλάχιστον έναν τίτλο του franchise ετησίως, και η οποία κρατούσε ανελλιπώς από το 1997 -με εξαίρεση το 2001, έσπασε μετά την κυκλοφορία του Rivals (2013). Οι λόγοι που οδήγησαν σε μια τέτοια απόφαση ποικίλουν προφανώς, και ενδεχομένως η αναβάθμιση του προϊόντος σε συνδυασμό με την αποφυγή περαιτέρω κορεσμού του gaming κοινού να απετέλεσαν δύο εξ αυτών. Οι απόψεις επίσης ποικίλουν αναφορικά με την ποιότητα των τίτλων που έχει παρουσιάσει η σειρά στο σύνολό της, ωστόσο, λίγο-πολύ, όλοι συμφωνούν ότι πρόκειται για το βασιλιά του είδους.

Στην πράξη αποδείχθηκε ότι περί τα μέσα της περασμένης δεκαετίας τα Need for Speed έθεσαν πολύ ψηλά τον πήχυ, ακόμη για τα ίδια τα επόμενα μέρη του franchise. Μετά το κορυφαίο Most Wanted (2005) άρχισε μια πτωτική πορεία με μεταπτώσεις μεν, αλλά σε σταθερά χαμηλότερο επίπεδο. Το Carbon, το οποίο κυκλοφόρησε αμέσως μετά, θεωρώ ότι ήταν μια τουλάχιστον μέτρια αντιγραφή των δύο Underground, ενώ το Prostreet φάνηκε να αναζητά την πραγματική του ταυτότητα, με αμφιλεγόμενα -αν μη τι άλλο- αποτελέσματα. Μετά το πολύ δυναμικό μπάσιμο στο νέο αιώνα, η σειρά έδειχνε να χωλαίνει, ακόμη κι αν οι fans πάντοτε ακολουθούσαν, ενώ για τους PC gamers τα Need for Speed ανέκαθεν «ήσαν μια κάποια λύσις».

Το 2008 η κυκλοφορία του Undercover επιχείρησε μια στροφή σε σεναριακό επίπεδο, θέτοντας τον παίκτη σε ρόλο Μυστικού Αστυνομικού που προσπαθεί να συμβάλει -ακολουθώντας τις υποδείξεις των ανωτέρων του- στην εξάρθρωση ενός δικτύου βαρόνων του εγκλήματος, το οποίο εκτείνεται σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Ο τίτλος αυτός σηματοδότησε και την επιστροφή στη δυνατότητα free roam περιήγησης εντός μίας ακόμη εικονικής πόλης, ονόματι Tri-City Bay, η οποία εκτείνεται σε τέσσερις διαφορετικές περιοχές, που ενώνονται με περιφερειακούς δρόμους. Κατ’ επέκταση πρόκειται για ένα σχετικά μεγάλο χάρτη, αν και στη διάρκεια του παιχνιδιού πολλές από τις κούρσες περιλαμβάνουν σημαντικά τμήματα των ίδιων διαδρομών προσδίδοντας έτσι μερικώς επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα.

Ο πρωταγωνιστής, λοιπόν, προσπαθεί βαθμιαία να εισχωρήσει στο προαναφερθέν κύκλωμα αποσπώντας φυσικά την προσοχή των πιο μικρών «ψαριών» μέσα από νίκες σε διάφορα events και αφετέρου την εμπιστοσύνη των μεγαλύτερων. Μια σειρά από race modes είναι για μία ακόμη φορά διαθέσιμα, ξεκινώντας από τα κλασικά Circuit και Sprint και συνεχίζοντας στις επίσης κλασικές καταδιώξεις από την Αστυνομία, στη διάρκεια των οποίων πρέπει είτε να καταστρέψεις συγκεκριμένο αριθμό περιπολικών (Cop Takeout) είτε να προξενήσεις ζημιές συγκεκριμένου χρηματικού ύψους στην Πολιτεία (Cost to State) και εξάπαντος να κατορθώσεις να ξεφύγεις (Escape). Υπάρχουν ακόμη οι… car to car μονομαχίες σε αυτοκινητόδρομους όπου καλείσαι να προπορευτείς σε απόσταση τουλάχιστον 300 μέτρων (Highway Battle) ή αναμετρήσεις στις οποίες πρέπει να παραμείνεις σε θέση οδηγού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (Outrun). Τέλος, υπάρχουν και τα Jobs, που αποτελούν τις βασικές Career Missions και οι οποίες ξεκλειδώνουν σταδιακά.

Όπως καταλαβαίνει ο καθένας, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα πρωτότυπο σε όλα τα παραπάνω, συνεπώς το μόνο που μπορεί να κάνει ένα τέτοιο παιχνίδι να ξεχωρίσει είναι ο τρόπος υλοποίησης των προαναφερθέντων και η διασκέδαση που μπορεί να προσφέρει καθ’ αυτό. Ένα στοιχείο το οποίο μ’ αρέσει να συναντώ σε τέτοιου είδους racing είναι το αναγκαίο customization των οχημάτων κατ’ αρχήν, μέχρι την τελική αντικατάστασή τους μ’ ένα αυτοκίνητο μεγαλύτερου tier. Αυτό υπάρχει στο Undercover και παίζει καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση σε κούρσες αυξημένων απαιτήσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις διαπίστωσα ότι ήταν αδύνατο να τα καταφέρω καθώς ακόμη και σε σχεδόν αψεγάδιαστες προσπάθειες ήταν εμφανές ότι υστερώ σε ταχύτητα. Για την ιστορία, τα αυτοκίνητα που επέλεξα στο playthrough ήταν κατά σειρά (Tier 4-1) τα Lotus Elise 111R, Audi TT 3.2 quattro, Porsche 911 GT2 και Bugatti Veyron 16.4. Η δε αίσθηση της ταχύτητας αποδεικνύεται από τα πιο δυνατά χαρακτηριστικά του τίτλου δικαιολογώντας απόλυτα τη ονομασία του franchise, ενώ ο χειρισμός -που διαφέρει από όχημα σε όχημα- κινείται ασφαλώς σε αμιγώς arcade επίπεδα.

Αφιερώνοντας στο παιχνίδι 18-19 ώρες μέχρι να φτάσω τελικά στον τερματισμό, δε μπορώ να πω ούτε ότι βαρέθηκα ούτε ότι ενθουσιάστηκα. Θα το χαρακτήριζα μάλλον ως ένα παιχνίδι της σειράς και τίποτα περισσότερο. Εν τούτοις αξίζει να σημειωθεί ότι οι developers της EA Black Box θέλησαν να δώσουν το κάτι παραπάνω από πλευράς του -ούτως ή άλλως τυποποιημένου- σεναρίου επιστρατεύοντας γνωστά ονόματα στους ρόλους των ηθοποιών, όπως η Maggie Q (Nikita, Die Hard 4), η τραγουδίστρια Christina Milian και ο John Doman (The Wire). Η πρώτη είναι αυτή που καταφέρνει να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της συνοδεύοντας τον πρωταγωνιστή σε ρόλο συμβούλου από την πρώτη στιγμή. Ωστόσο, η έλλειψη καινούριων ιδεών και η παντελής απουσίας πρωτοτυπίας στο gameplay καταδίκασαν μοιραία το Need for Speed: Undercover σε μετριότατες κριτικές. Η ανάγκη για ριζικές αλλαγές φάνταζε εκείνη τη στιγμή πιο απαραίτητη από ποτέ, με την EA να στρέφεται για το λόγο αυτό στην τότε «νεοφώτιστη» Slightly Mad Studios για το επόμενο βήμα της…

Leave Comments