Στο πέρασμα των τελευταίων δεκαετιών έχουμε δει πάρα πολλά παιχνίδια να σημειώνουν αξιοσημείωτη έως τεράστια επιτυχία. Αυτό συμβαίνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στις περιπτώσεις κατά τις οποίες συγκεκριμένα games γίνονται «μόδα» και σαρώνουν τα πάντα στο πέρασμά τους σε πωλήσεις και τον εθισμό που προκαλούν σε πλατύτατες μάζες παικτών ανά τον κόσμο. Τυχαία, αλλά ενδεικτικά, παραδείγματα αποτελούν τα Counter Strike, World of Warcraft, DotA, Grand Theft Auto και βεβαίως το League of Legends. Δε σκοπεύω να υπεισέλθω στα ποιοτικά ή μη χαρακτηριστικά που μετατρέπουν ένα παιχνίδι σε παγκόσμιο… φαινόμενο. Αυτή τη φορά θα αναφερθώ στο πέμπτο Assassin’s Creed το οποίο κυκλοφόρησε στα τέλη του 2012 στα PC και τις «μεγάλες» κονσόλες, της Sony και της Microsoft. Μία ακόμη μόδα, η «μπογιά» της οποίας καλά κρατεί επί οκτώ συναπτά έτη.
Το Assassin’s Creed III εμφανίστηκε για να δώσει συνέχεια στη γνωστή ιστορία με επίκεντρο τον σύγχρονό μας, Desmond Miles, ο οποίος αναβιώνοντας τις αναμνήσεις των Assassins προγόνων του ψάχνει να βρει απαντήσεις σε μυστηριώδη ζητήματα που, όπως έχει ανακαλύψει έως τώρα, υπερβαίνουν το Τάγμα του και αυτό των Templars αποκαλύπτοντας κάτι ακόμη μεγαλύτερο. Έχοντας παίξει τη σειρά της Ubisoft μέχρι αυτό το σημείο, θεωρώ ότι πρόκειται για ένα παιχνίδι-σταθμό, από αρκετές απόψεις. Είναι το παιχνίδι που απαγκιστρώνεται για πρώτη φορά από το δίπολο Altair – Ezio, όπως αυτό παρουσιάστηκε στα πρώτα τέσσερα παιχνίδια, με την τριλογία του Ιταλού Ασασίνου (Assassin’s Creed II, Brotherhood, Revelations) να συμπληρώνεται καθ’ αυτόν τον τρόπο αλλά ταυτόχρονα να δίνει και απαντήσεις όσον αφορά τα πεπραγμένα του προγόνου του.
Είναι το παιχνίδι που, ξεφεύγοντας από τον 14ο – 15ο αιώνα των προκατόχων του, χάνει ίσως και το «ρομαντικό» στοιχείο μιας παλαιότερης εποχής, όπου σπαθιά και τόξα είχαν σχεδόν τον αποκλειστικό λόγο στη «διευθέτηση» διαφορών. Είναι το παιχνίδι που κάνει μια στροφή 180 μοιρών και μεταφέρει την ιστορία στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στην εποχή των αποικιών στην Αμερική, συμπεριλαμβάνοντας και την Αμερικανική Επανάσταση, καθώς εκτυλίσσεται σε βάθος τριακονταετίας, από το 1754 έως το 1783. Είναι το παιχνίδι που ουσιαστικά για πρώτη φορά ξεφεύγει από τη στενή λογική των αποστολών σχεδόν αποκλειστικά εντός πόλεων, με αρκετές εξ αυτών να λαμβάνουν χώρα στην ύπαιθρο, αλλά και τη λογική που θέλει σε κάθε μία εξ αυτών να υπάρχει ένας συγκεκριμένος στόχος προς δολοφονία. Είναι το παιχνίδι στο οποίο όσοι αισθάνονται κορεσμένοι από τη σειρά μπορούν να πουν «εντάξει, κουράστηκα» και να μην ακολουθήσουν μετά τις προηγούμενες εμπειρίες τους. Είναι όμως και το παιχνίδι που μπορεί να εγγυηθεί και να προσφέρει νέες συγκινήσεις και ενδιαφέρον με το ανατρεπτικό του ύφος, δεδομένης και της εγνωσμένης ποιότητας του franchise, τόσο σεναριακά όσο και στον τομέα του gameplay.
Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία -και χωρίς να κάνω κάποιο spoiler που θα «ξενερώσει» τους μη γνωρίζοντες- καθώς η ιστορία προχωρά, δίνεται η δυνατότητα στον gamer να αντιληφθεί ακόμη καλύτερα και πιο συγκεκριμένα τα πραγματικά στοιχεία που διαφοροποιούν τους Assassins από τους Templars, με την εκ βάθρων διαφορετική φιλοσοφία τους για τον κόσμο και την ανθρωπότητα, μολονότι το παιχνίδι έχει συγκριτικά τη μικρότερη σύνδεση από κάθε άλλο με τις δύο αυτές φατρίες. Για πρώτη φορά υπάρχουν δύο πρωταγωνιστές, κι αυτή είναι μια αξιοσημείωτη αλλαγή καθώς στο παρελθόν είχαμε μόνο… σπαράγματα αποστολών με πρωταγωνιστές τους Altair και Desmond εντός της τριλογίας του Ezio. Αντιθέτως, αυτή τη φορά το παιχνίδι ξεκινά με τον Haytham Kenway ο οποίος ταξιδεύει μέσω του Ατλαντικού από την Αγγλία προς την Αμερική θέλοντας να ανακαλύψει την πύλη που ανοίγει ένα μενταγιόν με ιερογλυφικά σχέδια, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του με τον… γνωστό τρόπο.
Αργότερα ο gamer αναλαμβάνει -από την παιδική ηλικία μέχρι την πλήρη ενηλικίωσή του- τον έλεγχο του Ratonhnhaké:ton, ή απλά Connor, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον γιο του Kenway, με ινδιάνικο αίμα να ρέει στις φλέβες του. Αυτός είναι και ο βασικότερος πρωταγωνιστής. Οι ανατροπές είναι πολλές, αλλά θα αποφύγω συνειδητά να επεκταθώ περισσότερο στο σενάριο πέραν της αναφοράς στην παρουσία -για μία ακόμη φορά σε παιχνίδι της σειράς- ουκ ολίγων ιστορικών προσώπων της Αμερικανικής Επανάστασης και όχι μόνο, όπως του Benjamin Franklin, του George Washington και πολλών ακόμη οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαίνοντα ρόλο στα γεγονότα του πολέμου. Έναν πόλεμο τον οποίο το Assassin’s Creed III δίνει τη δυνατότητα να ζήσουμε εκ των έσω λαμβάνοντας μέρος σε ιστορικές, πολύ μεγάλες μάχες που δόθηκαν, πάντοτε φυσικά στα πλαίσια του ειδικού ρόλου του πρωταγωνιστή. Βεβαίως, σε όλα αυτά ο Desmond δεν είναι απλός παρατηρητής, τουναντίον, για μία ακόμη φορά καλείται να δώσει τη δική του μάχη στο σήμερα απέναντι -κυριολεκτικά- σε… θεούς και Templars.
Από εκεί και πέρα, θέλω να σταθώ στην έκταση του κόσμου του παιχνιδιού, η οποία για πρώτη φορά μπορεί να χαρακτηριστεί πλέον «αχανής», καθώς απαιτούνται πάρα πολλές ώρες για να εξερευνηθούν οι τεράστιες περιοχές. Από τη Βοστώνη και τη Νέα Υόρκη έως τις παραμεθόριες και την ύπαιθρο, οι εκτάσεις του Νέου Κόσμου ανοίγονται σε όλο τους το μεγαλείο αποτελούμενες από υπέροχα τοπία με πολύ έντονα χρώματα, κάθε είδους μορφολογία εδάφους και κλιματική συνθήκη. Κοινώς, ποτάμια, λίμνες, θάλασσες, κάμποι, βουνά, λαγκάδια, δάση, με χιόνι, βροχή ή έναν λαμπερό ήλιο, όλα προσεκτικά τοποθετημένα -και κάθε άλλο παρά ατάκτως ερριμμένα- συναποτελούν έναν πανέμορφο κόσμο, με γραφικά καλύτερα από κάθε άλλη φορά.
Ως προς το gameplay, θα μπορούσε κάποιος λίγο βιαστικά να πει ότι παρέμεινε το ίδιο, ωστόσο δε θα συμφωνήσω. Ο χειρισμός έχει απλουστευθεί και το button του high profile δεν έχει τόσο καθοριστικό ρόλο (μέχρι πρότινος σχεδόν για κάθε ενέργεια (τρέξιμο, επίθεση, άμυνα κ.λπ.) απαιτούνταν δύο κουμπιά). Πλέον ο Connor μπορεί να σκαρφαλώνει σε δέντρα και να πηγαίνει από κλαδί σε κλαδί, μπορεί να κυνηγήσει και να πουλήσει το κρέας και το δέρμα για να αγοράσει στη συνέχεια όπλα ή άλλα αντικείμενα, ενώ έχουν αυξηθεί οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να σκοτώσει τους εχθρούς του, είτε με το tomahawk, με τσεκούρι, την πιστόλα του ή ένα τουφέκι (εννοούνται η hidden blade και το σπαθί), και φυσικά με ένα σωρό άλλους τρόπους και… μεθόδους. Το splatter στοιχείο είναι εντονότατο πλέον, καθώς ο τρόπος με τον οποίο εκτοξεύεται το αίμα είναι πολύ εντυπωσιακός, οι θανατηφόρες λαβές έχουν βελτιωθεί και εμπλουτιστεί και, γενικότερα, η βία είναι πιο έντονη από ποτέ. Αξίζει να σημειωθεί επίσης η πολύ σημαντική βελτίωση στα physics των χαρακτήρων και ιδίως του πρωταγωνιστή, είτε αυτή αφορά το τρέξιμο (όπου σε ένα ανεπαίσθητο ζιγκ ζαγκ θα «σπάσει» σχεδόν μόνο το γόνατο και δε θα στρίψει ολόκληρο το σώμα), το γλίστρημα σε μια κατηφόρα ή οποιαδήποτε άλλη στάση του σώματος.
Από διαθέσιμα side quests άλλο τίποτα, με νέες δυνατότητες crafting αντικειμένων και άλλα πολλά καλούδια που μπορεί να ανακαλύψει ο καθένας, ενώ άφησα το πιο εντυπωσιακό στοιχείο, κατά την ταπεινή μου άποψη, για το τέλος. Η προσθήκη των ναυμαχιών είναι πραγματικά κάτι ανεπανάληπτο. Η αίσθηση του να κυβερνάς μια φρεγάτα και να πρέπει να την κουμαντάρεις αποφεύγοντας σκοπέλους με κόντρα άνεμο και, κυρίως, η αναμέτρηση με πολλαπλάσια εχθρικά καράβια τα οποία καλείσαι να βυθίσεις με την ακρίβεια που σου προσφέρουν τα κανόνια σου, είναι το κάτι άλλο. Εκπληκτικός στο σημείο αυτό και ο ήχος από το καράβι που τρίζει καθώς σκίζει τα κύματα ή κάνει μια δύσκολη μανούβρα, και φυσικά από τις εκρήξεις των κανονιών που σε μετατρέπουν προσωρινά σε κυβερνήτη του «Black Pearl» ως άλλον Jack Sparrow! Ο έλεγχος του πλοίου δε θα μπορούσε να είναι πιο απλός, καθώς τα πάντα εξαρτώνται από το πόσο λύνεις τα πανιά, αν τα έχεις τελείως μαζεμένα, κατά το ήμισυ ή τελείως ανοιχτά. Κι όλα αυτά γίνονται με δύο κουμπιά, το Α και το Β ή το Χ και το Ο, αντίστοιχα, ενώ εξίσου απλή είναι και η χρήση των κανονιών.
Κλείνοντας, κι ενώ θα μπορούσα να συνεχίσω το παραλήρημα (οριακά βελτιωμένο το AI, ιδίως όταν έχεις να αντιμετωπίσεις πολλούς εχθρούς ταυτόχρονα και δέχεσαι επίθεση από πολλές μεριές, εξαιρετικά τα κινηματογραφικά cutscenes – O.K., σταματώ), θα έλεγα ότι η ιστορία του παιχνιδιού μπορεί κάποιους να καλύψει και άλλους όχι τόσο, ιδίως σε κομβικά σημεία της στο τότε και το σήμερα. Δεν υπάρχει σταθερό κριτήριο σε κάτι τέτοιο. Ανεξαρτήτως αυτού, οι αλλαγές και οι προσθήκες στο gameplay, το καινούριο concept, ο Νέος Κόσμος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και ο γενικότερος άνεμος ανανέωσης, που εμπεριέχει και μια δόση ρίσκου στον βασικό παράγοντα της συνολικής εμπειρίας της σειράς έως το σημείο αυτό, δύσκολα μπορούν να αφήσουν ασυγκίνητο όποιον θελήσει να δώσει μια ευκαιρία στο Assassin’s Creed III. Πιστεύω ότι η Ubisoft κέρδισε το «στοίχημα» το 2012 και προσέφερε έναν τίτλο ο οποίος πήγε τη σειρά ένα μεγάλο βήμα παραπέρα.