Τα γκάλοπ λειτουργούν πάντοτε ως μια «σφυγμομέτρηση» των προτιμήσεων του κόσμου για ένα συγκεκριμένο θέμα, παρουσιάζοντας ενίοτε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αποτελέσματα που προκύπτουν. Συνήθως τίθενται είτε με τη μορφή διλήμματος είτε ως πολλαπλής επιλογής. Ερωτήματα του στυλ «Fifa ή Pro» ή «Call of Duty ή Battlefield» είναι δεδομένο ότι ιντριγκάρουν και προκαλούν τους περισσότερους να μπουν σε μια συζήτηση η οποία δεν τελειώνει ποτέ. Πολλές φορές, βεβαίως, το ερώτημα μπορεί να αφορά τα αγαπημένα games του καθενός ή να σχετίζεται με τους χαρακτήρες των παιχνιδιών που έχουμε αγαπήσει. Έχω την αίσθηση, ωστόσο, ότι αν επιχειρήσουμε να αναδείξουμε την πιο δημοφιλή-αγαπημένη πρωταγωνίστρια αυτών, θα αναζητούσαμε απλώς τις ηρωίδες από τη δεύτερη θέση και κάτω. Έχει αποδειχθεί πολλάκις, εξάλλου, όσες φορές έχει τεθεί το συγκεκριμένο ερώτημα, ότι η προσφιλέστερη όλων -με τεράστια διαφορά από τη δεύτερη- δεν είναι άλλη από τη Lara Croft.
Ένα όνομα, μια ολόκληρη ιστορία στα videogames, η οποία έκανε την εμφάνισή της από τα πρώτα χρόνια εισαγωγής του 3D, συνεχίζοντας μια πορεία που πορεύεται σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες και σε λίγες μέρες, στις 25 Οκτωβρίου, συμπληρώνει ακριβώς 20 χρόνια από την παρθενική κυκλοφορία του Tomb Raider, το 1996. Μια ολόκληρη γενιά παικτών μεγάλωσε με τις θρυλικές πλέον… καμπύλες της Lara, όταν στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας τα Tomb Raider αποτελούσαν τα… Assassin’s Creed της εποχής μας, καθώς μέσα σε πέντε χρόνια κυκλοφόρησαν ισάριθμοι τίτλοι. Για την ιστορία, η Ubisoft Μιλάνου είχε εμπλακεί στην ανάπτυξη του μοναδικού Tomb Raider για Game Boy Advance, το Prophecy, εν έτει 2002.
Μετά το 2000 οι δύο επόμενοι μεγάλοι τίτλοι της σειράς κυκλοφόρησαν ανά τρία χρόνια, ενώ από το 2006 έως το 2008 είχαμε τρία παιχνίδια εκ των οποίων το δεύτερο, με τίτλο Tomb Raider: Anniversary, δεν ήταν παρά ένα πιστό remake του πρώτου game της σειράς με σύγχρονα γραφικά. Κάπου εκεί φάνηκε να κλείνει ένας μεγάλος κύκλος της ηρωίδας, καθώς δύο χρόνια αργότερα εγκαινιάστηκε απλώς μια spin-off σειρά, όπως αποδείχτηκε, με το Lara Croft and the Guardian of Light. Πλην όμως, και καθώς το 2009 η Eidos Interactive (publisher όλων των Tomb Raider) εξαγοράστηκε πλήρως από τη Square Enix, τέθηκαν σταδιακά κάποια ερωτήματα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος. Στο ξεκίνημα της τρέχουσας δεκαετίας και καθώς οι απαιτήσεις του κοινού αυξάνονται ολοένα, ενώ η εποχή έχει αλλάξει και ο ανταγωνισμός είναι πιο έντονος από ποτέ, η πρόκληση πλέον δεν ήταν να βγει ακόμη ένα Tomb Raider, αλλά ένα παιχνίδι το οποίο θα είναι σύγχρονο της εποχής του και των προτιμήσεων των παικτών.
Το κλασικό και παραδοσιακό στυλ του franchise μπορεί να ήταν πρωτοπόρο στα αρχικά του βήματα, προσελκύοντας πάρα πολύ κόσμο και ιδιαίτερα ανδρικό κοινό, ωστόσο, κακά τα ψέματα, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να εξιτάρει τις νεότερες γενιές και να ανταγωνιστεί άλλα games στα εκατομμύρια πωλήσεων που καταγράφουν. Η πρόκληση στην οποία καλούταν να ανταποκριθεί η Crystal Dynamics, μόνιμος developer στη δεύτερη δεκαετία του Tomb Raider, από το Legend (2006) και εξής, ήταν να παρουσιάσει έναν τίτλο ο οποίος θα αποτελέσει ένα AAA title μέσα στον καταιγισμό κορυφαίων κυκλοφοριών. Η επανεκκίνηση της σειράς το 2013 όχι απλώς πέτυχε το σκοπό της, αλλά σήμανε την ολική επαναφορά της Lara Croft στη βιομηχανία. Σαρώνοντας τα βραβεία και προκαλώντας αίσθηση για τη στροφή 180 μοιρών σ’ ένα πρωτίστως action shooter game με λιγοστά adventure στοιχεία, χτύπησε «φλέβα χρυσού» με 8,5 εκατομμύρια πωλήσεις μέχρι πέρυσι, προκαλώντας μια τεράστια συζήτηση γύρω από αυτή την αλλαγή, που κάποιοι τη λάτρεψαν και άλλοι τη μίσησαν. Αλλά αυτό είναι μια ιστορία ίσως για κάποιο μελλοντικό κείμενο.
Όλα όμως ξεκίνησαν το 1996, με το παιχνίδι που ανέπτυξε η Core Design, όπως και όλα τα επόμενα μέχρι το Angel of Darkness (2003), που κρίθηκε αποτυχημένο. Το 2007, οι developers της Crystal Dynamics παρουσίασαν το επετειακό Tomb Raider: Anniversary, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, που είναι σίγουρο ότι εκτίμησαν δεόντως όσοι είχαν ακολουθήσει τις περιπέτειες της Lara από την πρώτη στιγμή, ενώ έδωσε την ευκαιρία στους υπόλοιπους να βιώσουν εκείνη την πρώτη ιστορία χωρίς να χρειάζεται… να πονέσουν τα μάτια τους. Διότι μπορεί τα γραφικά του παιχνιδιού του 1996 να ήταν «πανέμορφα» για την εποχή τους, ωστόσο μετά από έντεκα χρόνια θεωρούνταν τουλάχιστον απαρχαιωμένα, ενώ σήμερα μάλλον απελπιστικά!
Η εμπειρία μου στο franchise είναι στην πραγματικότητα ελάχιστη για την ώρα, καθώς μέχρι πρότινος είχα παίξει και τερματίσει μόνο το reboot του 2013. Ωστόσο, για να έχω ιδίαν άποψη αποφάσισα να ασχοληθώ με όλους τους τίτλους, προκειμένου να γνωρίζω ακριβώς περί τίνος πρόκειται όταν μιλάμε για Tomb Raider και Lara Croft. Και το Anniversary αποτελούσε την ιδανικότερη ευκαιρία για να ξεκινήσω, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τα γραφικά της δεκαετίας του ΄90, τουλάχιστον όσον αφορά το πρώτο παιχνίδι, και αρχίζοντας από την πρώτη περιπέτεια. Το Anniversary είναι πρωτίστως adventure διαθέτοντας και κάποια action στοιχεία, τα οποία το κατατάσσουν σ’ αυτό το «υβριδικό» genre. Για να το κρίνει κάποιος καλείται ουσιαστικά να αναφερθεί με όρους που ανάγονται στο gameplay του πρώτου Tomb Raider, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα βήματα της τεχνολογίας μέχρι τα μέσα της προπερασμένης δεκαετίας και τους ορίζοντες που διήνοιξε αυτός ο τίτλος, με το κοινό που προσέγγισε και όλα τα παρελκόμενα.
Στον αντίποδα, 20 χρόνια αργότερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει εξ ολοκλήρου και τα games που έλκουν έχουν άλλα χαρακτηριστικά. Παίζοντας το Anniversary είχα από την πρώτη στιγμή μια ισχυρή αίσθηση… αντίκας, μια αίσθηση η οποία συνδύαζε την αποκατεστημένη μορφή μιας… πρωτόγονης δημιουργίας με ένα απαρχαιωμένο gameplay. Η απέραντη μοναξιά της Lara στο σύνολο του παιχνιδιού συνοδεύεται από μια αντίστοιχη εικόνα σε πολλά επίπεδα. Ομολογώ ότι σχεδόν σε κανένα σημείο δεν κατάφερα να μπω στο «πετσί» της ιστορίας καθώς οι διάλογοι των cutscenes ήταν ελάχιστοι, με αποτέλεσμα να προσπαθώ διά της τεθλασμένης να καταλάβω περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι στο… περίπου. Τελικά χρειάστηκα μια δεύτερη ανάγνωση της πλοκής μετά το φινάλε. Επιπλέον, σε περισσότερο από το 90% του παιχνιδιού απουσιάζει ένα κάποιο soundtrack, που θα διατηρεί μια «ροή», ενώ σε συνδυασμό με την έλλειψη ουσιαστικών περιβαλλοντικών εφέ, καθιστά το gameplay, αν όχι κουραστικό, σίγουρα μια τουλάχιστον «δύσπεπτη» διαδικασία.
Δεν ήταν λίγοι οι γρίφοι του παιχνιδιού που με δυσκόλεψαν αρκετά, με αποτέλεσμα το playthrough που έκανα να διαρκέσει 21 ώρες σε hard difficulty. Για την επίλυσή τους απαιτείται συνήθως πολλή αναρρίχηση και ακροβατικά από την καλογυμνασμένη Lara, «γράπωμα» σε εξοχές τοίχων, αιώρηση με τον γάντζο της για την υπερπήδηση εμποδίων και πάντοτε παρατηρητικότητα για τα σημεία-κλειδιά. Σίγουρα, δεν πρόκειται για τίτλο που ενδείκνυται για όσους περιμένουν δράση και ένταση. Σε συνέχεια προαναφερθέντων, ένα από τα πλέον αρνητικά στοιχεία που με προβλημάτισαν ήταν το άπειρο backtracking που απαιτείται για την επίλυση των «σπαζοκεφαλιών» του παιχνιδιού, το οποίο σε υποχρεώνει σε πολλές περιπτώσεις να επιστρέψεις στα ίδια σημεία ακόμη κι αν έχεις καλύψει μια μεγάλη απόσταση με παγίδες και εμπόδια ενδιάμεσα. Νομίζω ότι αυτό και το respawn των εχθρών είναι από τα πιο ενοχλητικά πράγματα που μπορεί να συναντήσω στα games.
Ένα τέτοιο παιχνίδι, με τα χαρακτηριστικά που αναφέρθηκαν, θεωρείται σχεδόν απίθανο να μπορούσε να σταθεί αξιοπρεπώς στην αγορά στη σύγχρονη εποχή, και βέβαιο εάν δεν είχε πρωταγωνίστρια τη Lara Croft. Σήμερα θα απευθυνόταν σε πολύ συγκεκριμένο κοινό, που αρέσκεται όχι απλώς σ’ αυτό το genre, αλλά κυρίως στο παλαιάς κοπής gameplay με τον άψυχο κόσμο και το αργό τέμπο της εξερεύνησης ενός adventure να καθηλώνει αναπόφευκτα τη λιγοστή δράση. Η δε ασύνδετη, κατά γενική ομολογία, πλοκή της ιστορίας χειροτερεύει την κατάσταση. Η υπόθεση, τελικά, αφορά εν αρχή την προσπάθεια της Lara να βρει ένα τμήμα ενός artifact, που ονομάζεται Scion, για λογαριασμό των ανθρώπων που την προσεγγίζουν. Η περιπέτεια ξεκινά στα βουνά του Περού, ενώ από τοποθεσίες περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την Ελλάδα και την Αίγυπτο.
Ομολογώ ότι αυτή η πρώτη μου επαφή με τα παλιά Tomb Raider και δη το Anniversary με προβλημάτισε. Όχι για την ποιότητα του τίτλου, η επίδοση του οποίου ειδικά στο πρωτότυπο παιχνίδι θεωρούταν ίσως και επαναστατική. Ξεκίνησα με το σκεπτικό να παίξω όλα τα παιχνίδια του franchise, με τη σειρά. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει στο εξής να υποστώ και τα γραφικά των ΄90s πέραν του gameplay (εφόσον παραμένει το ίδιο ή παραπλήσιο) το οποίο, καλώς ή κακώς, δε με κάλυψε. Κοινώς, θα δοκιμαστούν οι αντοχές μου εκτός απροόπτου. Αν δεν τα καταφέρω, υπάρχουν κι άλλες επιλογές… Η πόλη Arkham με καλεί για πρώτη φορά…