By Professor_Severus_Snape on Monday, 19 September 2016
Category: GameWorld

«This is how we survive: We tell ourselves that WE are the Walking Dead»

King County, Georgia. Στιγμές αποκάλυψης. Ο ιός που μετατρέπει τους νεκρούς σε κινούμενα πτώματα αρχίζει να μεταδίδεται με γεωμετρική πρόοδο αποκτώντας διαστάσεις πανδημίας. Ο σερίφης της περιοχής, Rick Grimes, βρίσκεται εδώ και μερικές εβδομάδες σε κωματώδη κατάσταση στο τοπικό νοσοκομείο, πιθανότατα ήδη νεκρός, μετά από δολοφονική επίθεση που δέχτηκε η ομάδα του καταδιώκοντας εγκληματίες.

Λίγες μέρες νωρίτερα, στην πρωτεύουσα της ίδιας πολιτείας, Atlanta, κι ενώ η ζωή δείχνει να κυλά σε φυσιολογικούς ρυθμούς, ο Lee Everett, καθηγητής πανεπιστημίου, καταδικάζεται σε φυλάκιση για τη εν βρασμώ ψυχής δολοφονία ενός γερουσιαστή, με τον οποίο έπιασε τη γυναίκα του να τον απατά. Στο δρόμο προς τη φυλακή, ωστόσο, το περιπολικό που τον μεταφέρει εμπλέκεται σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, κι ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με την αδιανόητη πραγματικότητα.

Η Telltale Games ήρθε το 2012 να εκμεταλλευτεί το μεγάλο «μπαμ» που έκαναν οι δύο πρώτες σεζόν της τηλεοπτικής σειράς «The Walking Dead» σε συνέχεια του ομώνυμου comic book το οποίο κυκλοφορεί ανελλιπώς από το 2003 μετρώντας 158 συναπτά τεύχη. Η μεγάλη παραγωγή της AMC, που τον επόμενο μήνα θα μπει στην έβδομη σεζόν της, μεταφέρει στη μικρή οθόνη τα τεκταινόμενα των comics με τις ανάλογες παραλλαγές και τροποποιήσεις. Το ομώνυμο παιχνίδι της Telltale, που κυκλοφόρησε σε πέντε επεισόδια στο διάστημα Απρίλιος-Νοέμβριος 2012, μπορεί εύλογα να ισχυριστεί κάποιος πως ήταν αυτό που καθιέρωσε στη συνείδηση των gamers τα νεωτερικά graphic adventures αυτής της κοπής, παρότι είχε προηγηθεί τον προηγούμενο χρόνο το Jurassic Park. Από εκεί και έπειτα ακολούθησαν τίτλοι όπως τα The Wolf Among Us, Tales from the Borderlands, Game of Thrones, Minecraft: Story Mode, εσχάτως το Batman, ενώ έπεται συνέχεια με την τρίτη σεζόν, ήδη, του The Walking Dead, η οποία αναμένεται σε δύο μήνες.

Τη στιγμή που τα πάντα καταρρέουν και αποδεικνύεται πόσο εύθραυστος είναι ο ανθρώπινος πολιτισμός, τα πρωτόγονα ένστικτα του  μεγαλύτερου θηρευτή -λόγω ευφυίας- στην τροφική αλυσίδα έρχονται στην επιφάνεια. Όταν η επιβίωση γίνεται ζήτημα ζωής και θανάτου, το πρώτο και τελευταίο μέλημα, τότε επιβεβαιώνεται ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος δεν είναι οι νεκροί που επιστρέφουν θέλοντας να κατασπαράξουν ό,τι ζωντανό κινείται, αλλά οι ίδιοι οι άνθρωποι που επιβιώνουν και μετατρέπονται στα πραγματικά τέρατα της ιστορίας, έτοιμα για κάθε διεστραμμένη ανηλεή και κάποτε ανήθικη πράξη. Γιατί για πολλούς, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έχει σημασία· μόνο να παραμείνεις ζωντανός για μία ακόμη μέρα, χωρίς γρατζουνιές ή δαγκωματιές που θα σου εξασφαλίσουν έναν αργό και επώδυνο θάνατο έως τη στιγμή που θα επιστρέψεις· ένα σαπισμένο πτώμα χωρίς λογική, με μόνα τα αισθητήρια όργανα να έχουν επανέλθει, στοιχειώνοντας τα πάντα με την φρικαλέα -βγαλμένη κατευθείαν από την κόλαση- ύπαρξή σου, την οποία θα αγνοείς διότι, απλούστατα, δε θα είσαι εσύ.

Μέχρι πού μπορείς να φτάσεις για να προστατέψεις αυτούς που αγαπάς; Είσαι διατεθειμένος να σκοτώσεις ή να αφήσεις άλλους να πεθάνουν για να εξασφαλίσεις τροφή και φάρμακα για σένα ή την οικογένειά σου; Προτιμάς να ρισκάρεις τη δική σου επιβίωση προκειμένου να βοηθήσεις κάποιον που έχει την ανάγκη σου; Θα επιλέξεις να αφήσεις πίσω τους τραυματίες και όσους δε μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή θα τους πάρεις μαζί σου με κίνδυνο να σε καθυστερήσουν θανάσιμα; Τελικά, υφίσταται η έννοια της ηθικής σε συνθήκες κολαστηρίου, πανικού και απόλυτης απελπισίας; Υπάρχουν κανόνες υπό τέτοιες συνθήκες και, αν ναι, τι ορίζουν αυτοί; Μπορείς να εμπιστευθείς έναν άγνωστο βιώνοντας την αγωνία να πυροβολήσει ή να σφάξει εσένα ή τους δικούς σου στο κλάσμα του δευτερολέπτου που θα αποστρέψεις το βλέμμα; Μπορείς να είσαι σίγουρος ότι κάποιος από την ομάδα σου δε θα στραφεί εναντίον σου ή εναντίον τρίτου; Τι ισορροπίες θα κρατήσεις σε μια τέτοια περίπτωση και με τι ρίσκο;

Στην ιστορία που αφηγείται η πρώτη σεζόν του The Walking Dead game τίθενται πολλά από αυτά τα ερωτήματα, με τα γεγονότα να διαδραματίζονται παράλληλα με τα αντίστοιχα των comics και της τηλεοπτικής σειράς, δίχως όμως να συνδέονται πέραν του χρονικού αλλά και χωρικού πλαισίου στο οποίο εκτυλίσσονται, τουλάχιστον εν πρώτοις. Πρόκειται για μια πολύ δυνατή υπόθεση, η οποία παρουσιάζει σταδιακώς αυξανόμενο ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Ξεχωρίζει ιδιαίτερα η οκτάχρονη Clementine, την οποία ο Lee γνωρίζει νωρίς. Το παιχνίδι καταφέρνει να αποδώσει την ένταση της έκρυθμης κατάστασης που αντιμετωπίζουν οι πρωταγωνιστές, η οποία μεταφράζεται σε πάσης φύσεως κινδύνους, από Walkers, κοινούς εγκληματίες, εχθρικούς επιζώντες και όχι μόνο, έλλειψη προμηθειών και εμπιστοσύνης και μονίμως τεταμένες σχέσεις μεταξύ των χαρακτήρων. «Πατάει» στους άξονες που συνθέτουν το setting του The Walking Dead, με αποτέλεσμα να υπάρχουν γενικότερα κάποια κοινά στοιχεία, πλην όμως, χαράσσει σταδιακά τη δική του πορεία.

Έχοντας δει πρώτα τις έξι τηλεοπτικές σεζόν που έχουν προβληθεί, προκειμένου να διαμορφώσω μια πλήρη εικόνα, ομολογώ ότι η δημιουργία της Telltale μου έδωσε την εικόνα μιας πιο μινιμαλιστικής προσέγγισης του post-apocalyptic περιβάλλοντος που παρουσιάζει το franchise. Με τους Walkers ή Biters να είναι μάλλον λιγότεροι απ’ ό,τι θα προσέμενα, ιδιαίτερα εντός πόλεων, κάνοντας ενίοτε την εμφάνισή τους στους δρόμους τόσο ξαφνικά, με τρόπο που μερικές φορές δινόταν η εντύπωση ότι διακτινίστηκαν σ’ εκείνα τα σημεία. Προφανώς δεν είχα προσδοκίες για rendering εκατοντάδων μοντέλων των απέθαντων όπως στο Dead Rising 3, καθώς δεν τίθεται θέμα σύγκρισης, αλλά και πάλι, κάποιες στιγμές ένιωσα ότι οι πρωταγωνιστές θα «είχαν» πιο εύκολα αυτόν τον αριθμό των Walkers.

Η πλοκή, ωστόσο, ανταμείβει και καθηλώνει, όντας επί της ουσίας αυτή που εκτόξευσε παγκοσμίως τη βαθμολογία της πρώτης σεζόν του παιχνιδιού. Άλλωστε μια κατ’ αρχήν εκδοχή του gameplay -ειδικά όσον αφορά τα QTE, που έχουν την τιμητική τους σε στιγμές μάχης- είχαμε ήδη δει στο Jurassic Park, τον προηγούμενο χρόνο. Αυτή τη φορά προστέθηκαν και κάποιοι γρίφοι, κατά βάσιν απλοϊκοί στην επίλυσή τους, καθώς ο τίτλος είναι έτσι δομημένος που δεν υπάρχουν περιθώρια για να… μπερδευτείς. Τη διαφορά κάνει η αίσθηση ελευθερίας που αποπνέει το The Walking Dead και αφορά βεβαίως τις έως και ζωτικής σημασίας επιλογές του παίκτη στη διάρκεια της ιστορίας, η οποία κυμαίνεται περί τις 11,5 ώρες. Τα τέσσερα πρώτα επεισόδια διαρκούν 2,5 ώρες έκαστο κατά μ.ό., ενώ το τελευταίο μόλις 90 λεπτά. Εντούτοις, αυτή η ελευθερία είναι και πάλι σχετική ως ένα βαθμό λόγω ενός σταθερού κανόνα, ο οποίος είτε έτσι είτε αλλιώς θα υλοποιηθεί.

Το voice acting κάνει εξαιρετική δουλειά, με ηθοποιούς όχι ιδιαίτερα γνωστούς, αλλά οι οποίοι συνεργάστηκαν με την Telltale και σε άλλους τίτλους της, όπως ο Dave Fennoy στο ρόλο του Lee και η 37χρονη -τότε- Melissa Hutchison στο ρόλο της οκτάχρονης Clementine! Το soundtrack αναμφίβολα καταφέρνει να ξεχωρίσει στο σύνολό του και ιδίως σε στιγμές δραματοποίησης, ενώ η ατμόσφαιρα γίνεται ολοένα και πιο υποβλητική, ειδικά από το τρίτο επεισόδιο και εξής. Το ύφος των γραφικών είναι το γνωστό συμπαθές των τίτλων της Telltale, αν και, κοιτάζοντας πίσω, βρήκα το The Wolf Among Us τουλάχιστον δύο τόνους σκοτεινότερο ως προς τη χρωματική παλέτα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το The Walking Dead αναπτύχθηκε σε συντομότερο χρονικό διάστημα, καθώς το πρώτο επεισόδιο κυκλοφόρησε μόλις 14 μήνες μετά την ανακοίνωση συμφωνίας μεταξύ της Telltale και της Warner Bros για την ανάπτυξη δύο παιχνιδιών, βασισμένων στο The Walking Dead και τα Fables. Το δεύτερο κυκλοφόρησε στην αγορά τον Οκτώβριο του 2013, υπό τον τίτλο βεβαίως The Wolf Among Us, ήτοι 32 μήνες μετά την προαναφερθείσα ανακοίνωση και τρεις αναβολές.

Έχοντας ασχοληθεί πλέον με όλους τους τίτλους της Telltale που με ενδιέφεραν, με εξαίρεση τη δεύτερη σεζόν του The Walking Dead και το παιχνίδι που ακολούθησε με πρωταγωνίστρια τη Michonne, πασίγνωστη από τα comics και την τηλεοπτική σειρά, δυσκολεύομαι να τοποθετήσω το The Walking Dead στην κορυφή των αγαπημένων μου, κυρίως γιατί το περίμενα λίγο πιο «ζωντανό» όσον αφορά τον κόσμο του. Εντελώς οξύμωρο το τελευταίο, αλλά είναι γεγονός. Μερικές φορές είχα την αίσθηση ότι οι πρωταγωνιστές είναι εντελώς αποκομμένοι ακόμη κι από τους Walkers, οι οποίοι όμως μπορούσαν να εμφανιστούν σχεδόν ως διά μαγείας. Νομίζω ότι ο απολύτως brutal χαρακτήρας του Bigby Wolf καθώς επίσης η πολύ σκοτεινή και μυστηριώδης ιστορία του The Wolf Among Us με έχουν στιγματίσει. Πιστεύω ότι εκεί η Telltale πιστώθηκε την εμπειρία που αποκόμισε από το πάρα πολύ καλό, αν όχι εξαιρετικό, The Walking Dead.

Στον αντίποδα, πέραν της πολύ δυνατής ιστορίας του τελευταίου, η οποία πάντως δεν αποφεύγει ορισμένα κλισέ, αυτό που κρατώ πρωτίστως είναι ότι αποδείχθηκε το μοναδικό παιχνίδι της συγκεκριμένης εταιρίας, που μου προκάλεσε το αίσθημα της αγωνίας για το τι πρόκειται να συμβεί στη συνέχεια, τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την επόμενη γωνία ή την κλειστή πόρτα που έχω μπροστά μου. Σημαντικό ρόλο σ’ αυτό παίζει μεταξύ άλλων η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του πρωταγωνιστή, Lee, και της μικρής Clementine, με το συνεπακόλουθο βάρος της ευθύνης που προκαλείται βαθμιαία. Επιπλέον, ορισμένες αποφάσεις που καλείται να λάβει ο παίκτης, είναι πραγματικά πολύ δύσκολες και χωρίς την πολυτέλεια του χρόνου.

Καταλήγοντας, το The Walking Dead είναι ένας τίτλος τον οποίο πολλοί χαρακτηρίζουν ως τον κορυφαίο της Telltale Games. Κάτι τέτοιο είναι εν πολλοίς υποκειμενικό και, τελικά, μάλλον δεν έχει και τόση σημασία. Το σίγουρο είναι ότι υπόσχεται μια πολύ έντονη εμπειρία, στα πρότυπα της τηλεοπτικής σειράς, και με μια υπόθεση η οποία παρουσιάζει το Γολγοθά κάποιων ακόμη survivors στην πολιτεία της Georgia, ενώ πλέον ο Rick Grimes έχει καταφέρει να ξανασμίξει με την οικογένειά του, τη γυναίκα του, Lori, και τον γιο του, Carl, τον παιδικό φίλο και μέχρι πρότινος συνάδελφό του, Shane Walsh, και το δικό τους γκρουπ των επιζώντων…

Leave Comments