Αν αναζητήσει κάποιος τις ευρωπαϊκές χώρες με τη μαζικότερη και πλέον αναγνωρίσιμη παραγωγή videogames, θα διαπιστώσει πολύ σύντομα ότι η Σουηδία είναι ένας από τους κολοσσούς της βιομηχανίας, μη έχοντας να ζηλέψει σχεδόν τίποτα από χώρες όπως η Αγγλία και η Γαλλία. Τόσο από τη δεκαετία του ’90 όσο και στη συνέχεια άρχισαν να προκύπτουν σπουδαίες εταιρίες ανάπτυξης, παρουσιάζοντας τίτλους με τεράστια ιστορία και καταξίωση στο χώρο. Η Mojang Studios, για παράδειγμα, ιδρύθηκε το 2009 και μέσα σε δύο χρόνια κυκλοφόρησε το Minecraft, το οποίο γιγαντώθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η Microsoft να εξαγοράσει την εταιρία εν έτει 2014 για 2,5 δις δολάρια! Η δε DICE, θυγατρική της Electronic Arts από το 2006, συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια παρουσίας στο χώρο και είναι υπεύθυνη για τη θρυλική σειρά Battlefield, εκτός του Battlefield Hardline, ενώ, μεταξύ πολλών άλλων παιχνιδιών, έχει αναπτύξει και τα δύο πιο πρόσφατα Star Wars Battlefront (2015, 2017).
Η Avalanche Studios Group ιδρύθηκε το 2003 και έγινε γνωστή μέσα από τη σειρά Just Cause αλλά και παιχνίδια όπως το Mad Max (2015) και το Rage 2 (2019), ενώ το 2018 εξαγοράστηκε από τη Nordisk Film. Με έτος ίδρυσης το 1999, η Paradox Interactive είναι μια από τις μεγαλύτερες publishers της Σουηδίας, επικεντρώνοντας σε strategy games, όπως οι σειρές Crusader Kings, Europa Universalis, Hearts of Iron, Mount & Blade, Majesty και πολλά ακόμη. Η MachineGames εμφανίστηκε το 2009, εξαγοράστηκε σύντομα από τη ZeniMax, και έκτοτε είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη όλων των Wolfenstein τίτλων που ακολούθησαν. Η Massive Entertainment παρουσιάστηκε στη βιομηχανία το 1997, ενώ, ανήκοντας στη Ubisoft από το 2008, έχει δημιουργήσει μεταξύ άλλων τα δύο Tom Clancy's The Division (2016, 2019). Η Overkill Software ιδρύθηκε το 2009, ανήκει στην επίσης σουηδική Starbreeze Studios από το 2012, και έγινε γνωστή στους gamers κυρίως μέσα από το Payday franchise, ενώ το Overkill's The Walking Dead (2018), το τελευταίο project της μέχρι σήμερα, αποδείχθηκε «ναυάγιο».
Ως πλέον αξιοσημείωτες στιγμές της ως developer, η Starbreeze έχει να επιδείξει το κορυφαίο The Chronicles of Riddick: Escape from Butcher Bay (2004) αλλά και το υπέροχο Brothers: A Tale of Two Sons (2013). Η Fatshark υπάρχει από το 2008 και από πέρυσι ανήκει στην Tencent, έχοντας προλάβει να γίνει ευρύτερα γνωστή μέσα από δύο first-person action τίτλους στο σύμπαν του Warhammer (2015, 2018). Τέλος, μπορεί να σημειωθεί και η περίπτωση του παραρτήματος της EA στο Γκέτεμποργκ, το οποίο «γεννήθηκε» το 2011, ενώ για περίπου οκτώ χρόνια ήταν γνωστό ως Ghost Games, υπεύθυνο για την ανάπτυξη τεσσάρων Need for Speed παιχνιδιών στο διάστημα αυτό.
Αντιλαμβάνεται εύκολα ο καθένας πως αν τα παραδείγματα των μεγάλων εταιριών με έδρα τη σκανδιναβική χώρα είναι τόσα πολλά, όταν η συζήτηση περνά σε μικρότερες σουηδικές εταιρίες ανάπτυξης, πόσο μάλλον indie, τα σημεία αναφοράς είναι ακόμη περισσότερα. Αλλά σ’ αυτά μπορούμε να επεκταθούμε στο μέλλον, καθώς θα υπάρξουν πολλές αφορμές. Ευκαιρίας δοθείσης, ωστόσο, αξίζει εν προκειμένω να αναφερθεί η περίπτωση της Skygoblin, μιας μικρής ομάδας ανθρώπων, η οποία κατόρθωσε να γίνει γνωστή σε περισσότερους gamers μέσα από έναν τίτλο ο οποίος αναπτύχθηκε καταφανώς με πολύ μεράκι και ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια, που διήρκησε μια δεκαετία συνολικά. Αρκεί να παρακολουθήσει κάποιος ορισμένα από τα σχετικά βίντεο που έχουν αναρτηθεί στο διαδίκτυο από την περίοδο ανάπτυξής του. Ο λόγος για το Journey Down, ένα «καθαρόαιμο» point & click adventure, που κυκλοφόρησε σε τρία επεισόδια σε βάθος πολλών ετών.
Η αρχική ιδέα είχε παρουσιαστεί το 2010 ως μια freeware έκδοση εκείνου το οποίο, ως remake πλέον, με υψηλής ευκρίνειας γραφικά και πρόσθετο περιεχόμενο, θα εξελισσόταν στο πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας εν έτει 2012. Το development του δευτέρου μέρους εξακολούθησε άμεσα και τελικά κυκλοφόρησε το 2014, ενώ για την ανάπτυξη του τρίτου επεισοδίου επιστρατεύτηκαν… μεγαλύτερα μέσα, μέσω μιας μικρής καμπάνιας στο Kickstarter, Οκτώβριο του 2015, η επιτυχής έκβαση της οποίας επέτρεψε την ολοκλήρωση του τίτλου το 2017. Το ποσό που ζητήθηκε, ανερχόταν σε 300.000 σουηδικές κορώνες, ενώ συγκεντρώθηκαν περίπου 410 χιλ., που αντιστοιχούν κατά προσέγγιση σε μόλις 40.800 ευρώ. Μεγάλο μέρος της ανάπτυξης του game πραγματοποιήθηκε σε χώρες της υποσαχάριας Αφρικής και δη την Τανζανία, κάτι που απαντά για μια σειρά χαρακτηριστικών του, ενώ αρκετοί συντελεστές εργάστηκαν εξ αποστάσεως. Σε ό,τι αφορά τη Skygoblin, ιδρύθηκε το 2005 από τους Theodor Waern, Henrik Englund και Mathias Johansson. Ο πρώτος είναι επικεφαλής του project και άπαντες βασικοί συντελεστές του, έχοντας αναμειχθεί κάποια στιγμή είτε με το story (Waern, Johansson), είτε με το art (Waern, Englund), το animation και το scripting (Englund) ή το programming (Johansson).
Το Journey Down θυμίζει σε αρκετά σημεία τα κλασικά adventures της LucasArts των ‘90s, ενώ, τόσο ως προς την ατμόσφαιρα που δημιουργεί όσο και ως προς τη σχεδίαση των χαρακτήρων του, παραπέμπει ειδικότερα στο Grim Fandango (1998), όπως παραδέχονται και οι ίδιοι οι δημιουργοί του, το οποίο ήταν μάλιστα το πρώτο τρισδιάστατο παιχνίδι των Αμερικανών. Κι ενώ εκείνο είχε εμπνευστεί σημαντικά από τον πολιτισμό των Αζτέκων, απεικονίζοντας τους χαρακτήρες του σε στυλ calaca, η προσέγγιση των Σουηδών εμπνέεται άμεσα από αφρικανικές μάσκες, ενώ, ελέω των ταξιδιών τους και της εκάστοτε κουλτούρας με την οποία ήρθαν σε επαφή, η όλη δημιουργία τους επηρεάζεται από αφρικανικά γλυπτά, ακόμη και υφαντά. Δεν είναι όμως μόνο αυτά. Ο τίτλος αποδεικνύεται σχεδόν ως «το μικρό αδερφάκι» του Grim Fandango, του «γίγαντα» στην κατηγορία του, σε μια σειρά επιπέδων. Όπως εκείνο, έτσι και το συγκεκριμένο, κατορθώνει να συνδυάσει μια σειρά ετερόκλητων χαρακτηριστικών, προφανώς λιγότερων, σε συνέχεια όσων ήδη σημειώθηκαν.
Το project της Skygoblin χαρακτηρίζεται στη μεγαλύτερη διάρκειά του από μια εξαιρετική film noir ατμόσφαιρα, η οποία διανθίζεται ανά πάσα ώρα και στιγμή από την… απίθανη μορφή που βρίσκεται μονίμως επί της οθόνης, κομίζοντας μια εντελώς διαφορετική αύρα! Ο λόγος για τον πρωταγωνιστή, που ακούει στο όνομα Bwana, δηλαδή «κύριος», «αφεντικό» στα Σουαχίλι, τη γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην ανατολική Αφρική, μεταξύ αυτών και στην Τανζανία. Ο Bwana ως υπόσταση κυμαίνεται μεταξύ… Αφρικανού και Τζαμαϊκανού, με τα χαρακτηριστικά ράστα μαλλιά, παρά την… καράφλα, θυμίζοντας κάτι από Bob Marley χωρίς την κιθάρα, κι ενώ η μουσική υπόκρουση που κατά κανόνα τον συνοδεύει είναι αυτή που υποψιάζεται ο καθένας! Σε ορισμένες περιπτώσεις η προαναφερθείσα ατμόσφαιρα αποκτά ακόμη και… καραϊβικά χαρακτηριστικά, αλλά, όπως ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, έτσι και ό,τι έχει θάλασσα, ζούγκλα ή πειρατές δεν είναι Monkey Island, παρά τις όποιες μάλλον βιαστικές αναγωγές τρίτων.
Ο τίτλος ξεχωρίζει για το απίστευτο soundtrack που διαθέτει, ένα από τα καλύτερα που έχω συναντήσει ποτέ -όπως ήταν και του Grim Fandango, πιστό μέχρι κεραίας στην ιστορία και τις τοποθεσίες όπου αυτή εξελίσσεται. Η reggae έχει την τιμητική της, αλλά δεν είναι η πρώτη, καθώς υπέροχες jazz συνθέσεις δίνουν ισχυρότατο «παρών», σύμφωνες προς το noir του πράγματος. Σε άλλες στιγμές υπάρχουν χαρακτηριστικές disco μελωδίες, βγαλμένες απευθείας από τα ’80s, ενώ εξίσου δυναμική είναι η παρουσία της rock, με τις ηλεκτρικές κιθάρες να… «τζαμάρουν» ανελέητα, ακόμη και σε disco κομμάτια. Προοδευτικά μάλιστα το soundtrack παρουσιάζει έως και επικά vibes, με ορχηστρικά κομμάτια που παραπέμπουν σε κινηματογραφικού τύπου μουσική επένδυση. Τα πάντα έχουν τη θέση τους, συμβαίνουν στη ώρα τους και βρίσκονται στο ίδιο, κορυφαίο επίπεδο. Πρωτίστως όμως αποτελούν original μουσικές, μηδεμιάς εξαιρουμένης, συνολικής διάρκειας σχεδόν τριών ωρών! Πρόκειται για ένα απίστευτο επίτευγμα, αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν το μικρό της παραγωγής και το γεγονός ότι απαιτήθηκαν τόσα χρόνια προκειμένου το Journey Down να ολοκληρωθεί. Και γίνεται ακόμη πιο αξιοθαύμαστο, διαπιστώνοντας πόσοι μουσικοί εργάστηκαν στο project, ερμηνεύοντας τα compositions των δύο μουσικοσυνθετών.
Στο σημείο αυτό υπάρχει μια ενδιαφέρουσα, αλλά λυπηρή ιστορία. Το score του πρώτου κεφαλαίου υπογράφει ο σαξοφωνίστας Simon D’Souza, ο οποίος επίσης παίζει υπέροχα, ενώ επανέρχεται και στο δεύτερο μέρος του παιχνιδιού. Ήταν όμως μια δύσκολη περίοδος για τον ίδιο, καθώς έπασχε από ανίατη ασθένεια. Για το λόγο αυτό και καθώς η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε μέρα με τη μέρα, πρότεινε στους developers τον φίλο του, Jamie Salisbury, προκειμένου να ολοκληρώσει τη δουλειά γράφοντας πρόσθετα κομμάτια όπου χρειαζόταν, όπως και έγινε. Κάπως έτσι στο soundtrack συμπεριλήφθηκαν βαθμιαία πιο ορχηστρικά ακούσματα, πολύ υψηλής ποιότητας και απολύτως κατάλληλα για τις περιστάσεις, εμπλουτίζοντας την original ταυτότητά του. Ο D’Souza απεβίωσε τελικά το 2014, τρεις μήνες πριν από την κυκλοφορία του Chapter Two και πριν προλάβει να συμπληρώσει το 51ο έτος της ηλικίας του. Ο Salisbury παρέμεινε ασφαλώς ως ο συνθέτης της μουσικής του τρίτου κεφαλαίου, καθ’ όλα αντάξιος συνεχιστής του φίλου του. Στα credits του δευτέρου και τρίτου μέρους του Journey Down αναφέρονται τα ονόματα 28 μουσικών συνολικά, οι οποίοι παίζουν όλων των ειδών τα σαξόφωνα (soprano, alto, baritone) και μια σειρά άλλων οργάνων, όπως τρομπέτες, τρομπόνια, κόρνα, κλαρινέτο, φλάουτο, πιάνο, κιθάρα, ντραμς, βιολί και μπάσο.
Η ιστορία του παιχνιδιού λαμβάνει χώρα σε ένα φανταστικό σύμπαν και εκκινεί από το St. Armando, το οποίο αισθητικά θυμίζει αρκετά αμερικανική μεγαλούπολη της δεκαετίας του ’80. Πρωταγωνιστής είναι ο Bwana, όπως ήδη σημειώθηκε, ο οποίος μαζί με τον αχώριστο, παιδικό φίλο του, Kito, διατηρεί βενζινάδικο που είναι συγχρόνως και γραφείο ναύλωσης ενός μικρού αεροπλάνου. Η λεπτομέρεια είναι ότι ο ήρωας, ο οποίος διαθέτει άδεια πιλότου, έχει να πετάξει εδώ και ουκ ολίγα χρόνια, καθώς πάσχει από υψοφοβία! Σύντομα επισκέπτεται το χώρο τους μια κοπέλα, η Lina, που δηλώνει ότι έρχεται από το Πανεπιστήμιο Agibo, αναζητώντας ένα πολύ συγκεκριμένο, παλιό βιβλίο. Μόλις την αντικρίζει ο Bwana, προσπαθεί να την… εξυπηρετήσει, με ένα πατάρι γεμάτο ξεχασμένα βιβλία που υπάρχει στο παρακείμενο σπίτι τους. Σύντομα αποδεικνύεται ότι πρόκειται για ένα χειρόγραφο που περιλαμβάνει σημειώσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κάποιος να προσεγγίσει την Underland, η οποία τώρα ωστόσο θεωρείται απαγορευμένη περιοχή. Η Lina υποπτεύεται ότι κάτι σκοτεινό εξυφαίνεται πίσω από τις δραστηριότητες της Armando company, που ελέγχει την ηλεκτρική ενέργεια στην πόλη. Και παρότι προς ώρας φαίνεται να έχει την τύχη με το μέρος της -κατορθώνοντας να διαφεύγει από τους διώκτες της, οι οποίοι εμφανίζονται ήδη στον πρόλογο, εξακολουθεί να την… προκαλεί!
Όλο το πρώτο μέρος του Journey Down έχει καθαρά εισαγωγικό χαρακτήρα, μέχρι την τελευταία σκηνή. Ο τίτλος παρουσιάζει τον κόσμο του στους παίκτες, τον ίδιο τον Bwana και τους NPCs που τον πλαισιώνουν, σχεδόν ο καθένας εκ των οποίων αποτελεί μια κατηγορία από μόνος του! Το αυτό ισχύει και στα επόμενα δύο parts, όπου νέοι δευτερεύοντες χαρακτήρες εμφανίζονται, ενώ άλλοι επανέρχονται, άπαντες υπέροχοι από την αρχή ως το τέλος, σε μια κωμική περιπέτεια η οποία διακρίνεται για το πλούσιο σενάριό της από το δεύτερο κεφάλαιο και εξής, με έμφαση στην έμμεση, αλλά συνάμα έντονη κοινωνικοπολιτική σάτιρα που κάνει, θίγοντας πολλά κακώς κείμενα των σύγχρονων «δυτικών» κοινωνιών. Η ιστορία «ανοίγει» διάπλατα πλέον στο δεύτερο μέρος και εξακολουθεί αναλόγως, αυξάνοντας κατακόρυφα το ενδιαφέρον, ωστόσο εν προκειμένω και για ευνόητους λόγους δε θα ειπωθούν περισσότερα. Παράλληλα, όμως, αυτό συνοδεύεται από cinematics εξαιρετικής προσοχής και ποιότητας, τα οποία στις κρίσιμες στιγμές επιτυγχάνουν κάθε φορά στο κρίσιμο άλμα από ένα απλό adventure σε μια εμπειρία με εντυπωσιακά κινηματογραφικά στιγμιότυπα, κάτι που κάθε άλλο παρά συνηθισμένο -πόσο μάλλον δεδομένο- είναι για games αυτού του βεληνεκούς.
Από άποψη πλοκής, το πρώτο κεφάλαιο θα μπορούσε ακόμη και να εκλείπει, καθώς το concept εξαντλείται στην προσπάθεια του πρωταγωνιστή να καταστήσει… flyable το παλιό αεροπλάνο του! Παρά ταύτα, το σχετικό κενό υπερκαλύπτεται από το όμορφο πλαίσιο και τις απίθανες καρικατούρες, οι οποίες ζωντανεύουν με τρόπο που θα ζήλευαν πολύ μεγαλύτερα projects. Και καθώς περί σεναρίου ο λόγος, το παιχνίδι περιλαμβάνει πραγματικά πολύ κειμενικό περιεχόμενο. Προκειμένου να δοθεί μια τάξη μεγέθους, μόνο το τρίτο κεφάλαιο διαθέτει σχεδόν 3.000 γραμμές διαλόγων! Σε επίπεδο gameplay το Journey Down αποδεικνύεται ένα κλασικό, αλλά εύκολο point & click adventure, με απλούς γρίφους, πέραν ίσως μίας και μόνο περίπτωσης. Η συνολική διάρκειά του μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα μεγάλη, αλλά παραμένει οπωσδήποτε σεβαστή για τα δεδομένα του. Προσωπικά χρειάστηκα περίπου 11 ώρες προκειμένου να δω τα credits και του τελευταίου κεφαλαίου, τρεις για το πρώτο και από τέσσερεις στα δύο επόμενα.
Το game των Σουηδών κερδίζει μεταξύ άλλων τις εντυπώσεις και για το υπέροχο voice acting, χάρη στις απολαυστικές ερμηνείες της πλειοψηφίας εκ των 40 και πλέον ηθοποιών οι οποίοι συμμετέχουν(!), αριθμός πρωτοφανής για ένα τέτοιο project, υποδυόμενοι με μοναδικό τρόπο τις επί της οθόνης φιγούρες που τους αναλογούν. Πραγματικά, η δουλειά που γίνεται στον τομέα είναι εντυπωσιακή, ενώ, σε συνδυασμό με το soundtrack, ο ήχος κυμαίνεται σε σπουδαία επίπεδα, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών. Ο Anthony Sardinha δίνει παράσταση για ένα ρόλο ως Bwana, με τη χαρακτηριστική, one of a kind προφορά την οποία προσδίδει στο χαρακτήρα του, δημιουργώντας ένα σχετικό χαμόγελο στον παίκτη ανά πάσα στιγμή, ανάλογο του δικού του και του… coolness που εκπέμπει!
Ο Sardinha συμμετείχε σε αρκετά videogames μεταξύ των επεισοδίων, όπως στο εξαιρετικό και εμπνευσμένο από την ελληνική μυθολογία Apotheon (2015) αλλά και στο υπέροχο Heroine's Quest: The Herald of Ragnarok (2014), περί των οποίων έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το παρελθόν. Αρκετοί εκ των ηθοποιών έχουν αξιόλογη παρουσία στο χώρο, ενώ από πλευράς «ονόματος» ξεχωρίζουν αναμφίβολα η Lani Minella, με εκατοντάδες δουλειές στο παλμαρέ της, και ο David Fennoy, με αξιόλογους ρόλους και συμμετοχή σε περίπου 150 projects μέχρι σήμερα, ο οποίος τότε είχε γίνει ήδη ευρύτερα γνωστός στους gamers ως Lee Everett, πρωταγωνιστής του παρθενικού The Walking Dead (2012) της Telltale Games.
Το Journey Down εξελίχθηκε σε ένα εύκολο, αλλά πανέμορφο παιχνίδι, για όλα τα χαρακτηριστικά που το έκαναν να ξεχωρίσει. Από την πρωτότυπη σχεδίαση των χαρακτήρων του και τα εξαιρετικά cinematics, το «πλούσιο» κείμενο, την πολύ ενδιαφέρουσα και με αυξανόμενη δυναμική ιστορία του, την υπέροχη ατμόσφαιρα, την καταπληκτική απόδοση των ηρώων του από τους voice actors αλλά και το άψογο soundtrack, η δημιουργία της Skygoblin ήρθε να προστεθεί ως μια ρομαντική και σχεδόν απρόσμενα αξιόλογη κυκλοφορία, σε εποχές που τα περιθώρια για κάτι τέτοιο έχουν στενέψει πολύ. Αποτίοντας εμμέσως φόρο τιμής στο Grim Fandango και ερχόμενο σε διάστημα πενταετίας από τη στιγμή που κυκλοφόρησε επισήμως το πρώτο κεφάλαιό του, ο τίτλος της μικρής σουηδικής εταιρίας απέδειξε πως έχει κάθε δικαίωμα να συγκαταλέγεται μεταξύ των αξιοσημείωτων point & click adventures της προηγούμενης δεκαετίας.