Πιστεύω ότι τα 2D games είναι μια ευρύτερη κατηγορία η οποία μπορεί και συγκινεί gamers κάθε ηλικίας. Για τις παλιές καραβάνες του gaming τούτο είναι κάτι αυτονόητο, καθώς μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το 3D ήταν μάλλον κάτι… άγνωστο. Ακόμη όμως και οι νεότεροι εξακολουθούν να απολαμβάνουν τέτοιους τίτλους κατά βάση στις κονσόλες χειρός και σε μικρότερο βαθμό στις υπόλοιπες και τα PC. Πάντοτε πίστευα ότι τα σύγχρονα 2D games, και δη τα αξιόλογα, σε οποιοδήποτε genre κι αν ανήκουν, καταφέρνουν να συνδυάζουν το παλιό και κλασικό, με το νεωτεριστικό-ανανεωτικό και τις σημερινές δυνατότητες της τεχνολογίας σε όλους τους τομείς. Ουκ ολίγοι indie developers έχουν πέσει… με τα μούτρα στη συγκεκριμένη κατηγορία, με έμφαση στα puzzle και action platform games, παρουσιάζοντας μικρά ή μεγαλύτερα «διαμαντάκια», τίτλους ικανούς να γεμίσουν πλούσια συναισθήματα τον παίκτη, ο οποίος ορισμένες φορές θα μείνει με το… παράπονο της σύντομης διάρκειάς τους.
Η gaming βιομηχανία πάσχει από την ίδια ασθένεια που μαστίζει αρκετές άλλες, όπως του κινηματογράφου και της μουσικής, πέραν βεβαίως των αρκετών εξαιρέσεων σε όλες αυτές. Πάσχει από έλλειψη έμπνευσης και δημιουργικότητας. Υπ’ αυτό το πρίσμα ευνοείται κατά κάποιο τρόπο η στροφή στον ιδιώτη, στη μικρή και άσημη ομάδα ανθρώπων η οποία θα επιστρατεύσει τη φαντασία της για να δημιουργήσει κάτι το οποίο θα ξεχωρίσει και θα μείνει. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει και η Playdead, η οποία το 2010 κυκλοφόρησε στο XBOX 360 το Limbo, ένα 2D puzzle/platform που τον επόμενο χρόνο διατέθηκε στο PS3 και τα PC αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές, και μέχρι στιγμής λογίζεται ως ένα από τα καλύτερα indie games ever.
Είναι αλήθεια πως είχα σταμπάρει το συγκεκριμένο παιχνίδι από τη στιγμή που διάβασα το review του site και, όπως αποδείχθηκε, δεν έπραξα άσχημα. Το Limbo είναι ένα πολύ ιδιαίτερο game, με αυστηρά προσωπικό ύφος, καθώς σ’ αυτό παρελαύνουν οι… 50 αποχρώσεις του γκρι, κοινώς είναι ασπρόμαυρο! Μια εμπνευσμένη δημιουργία που κατάφερε να διατηρήσει το ενδιαφέρον μου ζωηρό μέχρι τη στιγμή που είδα τα credits… μακαρίζοντας τους developers για την εμπειρία που μου χάρισαν. Είναι ένας κόσμος μοναχικός αυτός στον οποίο σε εισάγει, με μια υποβλητική ατμόσφαιρα που καθηλώνει καθώς το ταξίδι του nameless Little Boy ξεκινά. Μέγιστο ρόλο σ’ αυτό παίζει βεβαίως το απόκοσμο οπτικό αντικείμενο, αλλά δεν περιορίζεται μόνο εκεί. Ο ήχος του παιχνιδιού είναι από μόνος του σκέτη μαγεία, πλαισιώνοντας φανταστικά όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης, υποχρεώνοντας τον παίκτη να έχει «τεντωμένα» τα αυτιά του και να παρατηρεί και την παραμικρή λεπτομέρεια, από το κοράκι που θα κρώξει κάπου μακριά -ή και όχι τόσο, μέχρι το θόρυβο τεραστίων περιστρεφόμενων γραναζιών ή ένα απροσδιόριστο και σχεδόν απειλητικό υπόκωφο βουητό που σπάει τη σιωπή του ζοφερού δάσους. Η μινιμαλιστική ηχητική πανδαισία συμπληρώνεται ιδανικά από κατά βάση ambient μουσικά ερεθίσματα.
Το πιτσιρίκι, τον έλεγχο του οποίου αναλαμβάνουμε, ξυπνά σ’ ένα δάσος -χωρίς να μας δίδεται καμία πληροφορία- και καλείται να ανακαλύψει τι ακριβώς συμβαίνει στον κόσμο αυτό. Το σενάριο περιορίζεται στην ανωτέρω πολύ απλή πρόταση, χωρίς να επιφυλάσσει κάποια έκπληξη στη συνέχεια ή το τέλος, καθώς η λογική είναι ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός. Άλλωστε, όσο προχωράς στο περιβάλλον του Limbo, τόσο συνειδητοποιείς ότι δε σε ενδιαφέρει να… σώσεις τον κόσμο ή να φτάσεις στον τερματισμό, παρά να συνεχίσεις να προχωράς. Συναντώντας κι άλλους πανέξυπνους, ευρηματικούς και απολύτως λογικούς γρίφους, οι οποίοι θα «ακονίζουν» ακόμη περισσότερο το μυαλό σου και θα γουστάρεις κάθε φορά που ξεπερνάς τον τελευταίο.
Εξάλλου, η στείρα μετακίνηση αντικειμένων ή το τράβηγμα μοχλών δε θα αποδώσει αν δε συνοδεύεται από γρήγορα αντανακλαστικά και κατάλληλο συγχρονισμό στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, ενώ η σκέψη και η συγκέντρωση παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην επίλυση των puzzles, τα οποία χαρακτηρίζονται από ομαλότατο σταδιακά αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας, με αυτά στο τελευταίο κομμάτι του παιχνιδιού να είναι… «παλούκι». Σε ένα game του οποίου η διάρκεια κυμαίνεται περί τις 4-5 ώρες βάσει του review του site, έκανα κάτι λιγότερο από 5.5, με τέσσερις-πέντε γρίφους -κυρίως προς το τέλος- να με παιδεύουν από αρκετά έως πολύ.
Ο μικρός ήρωας θα χρειαστεί να διανύσει το δάσος καθώς και άλλες κατά βάσιν ακατοίκητες περιοχές, με κάποιες εξ αυτών να θυμίζουν τα ενεργά απομεινάρια εγκαταλελειμμένων εργοστασίων, αντιμετωπίζοντας ψυχεδελικές προκλήσεις όπου τα πάνω έρχονται κάτω και τα δεξιά… αριστερά, και ο προσανατολισμός μετατρέπεται σε challenge ισορροπίας, ταχύτητας και ακρίβειας. Κάθε σημείο του παιχνιδιού κρύβει τις δικές του παγίδες, ενώ δε λείπουν και κάποιοι εχθροί, οι οποίοι ως ένα σημείο θυμίζουν τα Χαμένα Παιδιά του Πίτερ Παν. Πλην όμως, πολύ πιο απειλητικός είναι ένας πολύ μεγαλύτερος, με περισσότερα πόδια… Κι αν κάποιος πιστεύει ότι το παιχνίδι, πέραν του σημαντικού βαθμού δυσκολίας του, απευθύνεται σε παιδιά, θα αλλάξει γνώμη όταν δει τον τρόπο με τον οποίο σκοτώνεται ο πρωταγωνιστής, όταν -ενδεικτικά και μόνο- πριονωτοί τροχοί τον διαμελίζουν (κεφάλι, σώμα, χέρια, πόδια) κόβοντάς τον κυριολεκτικά σε φέτες, με τα έντερα να πετάγονται έξω!
Είναι απίστευτο και πέρα για πέρα άξιο θαυμασμού το πόσα πράγματα πέτυχαν-δημιούργησαν οι developers της Playdead μέσα σε… 100 MB, που είναι το συνολικό μέγεθος του Limbo! Ένα παιχνίδι που προσφέρει τόσα πολλά απαιτώντας τεχνολογικά ελάχιστα πράγματα, που αναδεικνύει τον ανθρώπινο παράγοντα σε επίπεδο έμπνευσης, ευρηματικότητας και πρωτοτυπίας και αποδεικνύει ότι δεν είναι πάντα απαραίτητο ένα τεράστιο μπάτζετ για να φτιάξεις κάτι που θα αναδειχθεί ως εκ των κορυφαίων του είδους του.