Προσοχή ακολουθούν major spoilers για το Assassin's Creed 3 και άλλα παιχνίδια της σειράς.
Μόλις τελείωσα το τεράστιο και αρκετά ικανοποιητικό AC III, έχοντας παίξει προηγουμένως όλη την σειρά και ακολουθώντας την φορτισμένη με μυστικισμό και ιστοριολαγνεία ιστορία του Desmond. Το AC λοιπόν ως μεγάλη σειρά ΑΑΑ του χώρου τα τελευταία χρόνια, έχει την εξής ιδιομορφία: ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου του προσάπτει την ασθένεια των mainstream blockbuster παιχνιδιών όπως της σειράς CoD. Και αυτή δεν είναι άλλη από τη έλλειψη βάθους και σεναρίου όπως και της επανάληψης σε κάθε τίτλο.
Κι όμως παρότι αυτό γενικά αποτελεί κανόνα, η σειρά κατάφερε να κάνει κάτι σπάνιο τουλάχιστον για εμένα. Με έφερε πίσω σε μια προεφηβική κατάσταση, όπου ήθελα διακαώς να παίξω για να δω τι θα γίνει παρακάτω. Ναι μπορεί να γέλασα όταν είδα τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι να απεικονίζεται ως ένας αιθεροβάμων νεαρός αλλά δε μπορώ να ξεχάσω τον Ezzio να μεταφέρει τα μέλη της οικογένειάς του νεκρά ή να γράφει στην αδερφή του κουρασμένος και μεσήλικας από τους υπονόμους της Πόλης. Μπορεί να έχει τα σφάλματά του που και που, με λίγη παραπάνω απλοϊκότητα σε κάποια σημεία, αλλά πότε άλλοτε μπορέσαμε να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο και να δούμε την Δαμασκό να απλώνεται κάτω μας ή να ζήσουμε την αναζήτηση ενός ιερού κειμηλίου που φαίνεται να ξεπήδησε από κάποια ιστορία παρανοϊκού ήρωα του Ουμπέρτο Έκο;
Ακολούθησα την μοίρα του Desmond και καθώς ωρίμαζα εγώ μέσα στο χρόνο, ωρίμαζε και ο αδαής μπάρμαν. Και έτσι φτάσαμε στο AC III σε ένα σχετικά “πρόσφατο” κομμάτι της ιστορίας, την Αμερικανική Επανάσταση. Εδώ λοιπόν που πολλοί έχουν κατηγορήσει το παιχνίδι ως βαρετό και τους χαρακτήρες λίγους, εδώ είδα τη μεγαλύτερη ωριμότητα που έχει δείξει η σειρά ως τώρα.
Οι χαρακτήρες έγιναν επιτέλους γκρίζοι. Δεν υπήρχε έντονη η γενίκευση: Ασσασίνοι, οι καλοί της υπόθεσης και Nαίτες οι κακοί. Για καιρό στην εισαγωγή που όλοι σχεδόν βρήκαν άστοχη και εγώ αντιθέτως απόλαυσα ο παίκτης νομίζει πως ξαναζεί τη ζωή ενός Ασσασίνου, μέχρι που βλέπει πως η ζωή και η τρόποι τους δεν απέχουν και τόσο τελικά από τα αντίστοιχα των Templars.
Ο Haytham Kenway είναι ένας άνθρωπος της εποχής του. Ευγενής, μέλος αδελφότητας συμφερόντων αλλά και ηθικής διαμόρφωσης, τυχάρπαστος ανά περιπτώσεις αλλά και τζέντλεμαν. Αυτό που θέλει να κάνει είναι εφιαλτικό για εμάς που είμαστε μάρτυρες των τακτικών των Ναιτών. Ένας κόσμος μεγάλου αδελφού όπου οι Templars θα αποτελούν τους καλούς πατέρες που καθοδηγούν την άμυαλη και ανώριμη ανθρωπότητα. Όμως παρόλα αυτά ποτέ δε το αρνείται. Επιδίδεται σε πράξεις βίας αλλά όσο στρεβλή και να είναι η εικόνα που θέλουν να πλάσουν οι Ναίτες, είναι συνεπής σε αυτή με μια αίσθηση ηθικής.
Από περιστάσεις γίνεται ο πατέρας που ποτέ δε γνώρισε ένα παιδί δοκιμασμένο μόνο και μόνο από τη γέννησή του. Ο κατά κόσμον Connor, μισός Ινδιάνος και μισός Άγγλος δεν ανήκει σε κανέναν από τους δύο κόσμους. Πιόνι της πολιτικής και της μοίρας καταδικασμένος στο περιθώριο ενός νέου κόσμου μάχεται τις περισσότερες φορές πιο τίμια από τους πολιτισμένους αντιπάλους του, αναζητώντας την αλήθεια.
Κι όμως το μονοπάτι του Connor πολλές φορές τον φέρνει σε σύγκρουση με τον πολιτισμένο κόσμο και την συνειδητοποίηση πως πολλές φορές οι άνθρωποι δε μπορούν να χειριστούν μια αλήθεια. Ο Connor παρότι τίμιος και αληθινός αποδεικνύεται μονοδιάστατος και ρομαντικός σε σημεία που είναι απαραίτητη μια κυνική θεώρηση του κόσμου. Ακούγοντας το φυσικό κάλεσμα που συνδυάζεται με το κάλεσμα της εποχής του για ενότητα, τα βρίσκει με τον πατέρα του έστω και προσωρινά.
Και εδώ εμείς ως θεατές βλέπουμε μια πατρική φιγούρα απομακρυσμένη μεν αλλά με διάθεση για διδασκαλία. Η θέση του πατέρα είναι τέτοια που έχοντας ένα χάσμα στην κοσμοθεωρία μεταξύ τους, βλέπει τον γιο του να είναι παράταιρος με τον τρόπο που λειτουργεί αυτός ο κόσμος. Έτσι μέσω αυτής της σύγκρισης καταλήγει η κυνική θεώρηση του κόσμου από τους Ναίτες να φαίνεται πολύ πιο λογική από τον θεατή.
Αρνούμενος να έρθει σε συνεννόηση με τον πατέρα του, δεδομένων και των σφαλμάτων του (σφαγές αθώων) ο Connor αρνείται λίγη από τη λογική που είχε να του προσφέρει ως πατέρας αλλά και ως πιο συνεπής στην κατανόηση της λειτουργίας αυτού του κόσμου. Εδώ όμως ξεκινά η κατρακύλα του Connor. Μια κατηγορία των Templars προς τους Assassin's είναι πως είναι φανατικοί. Ο Connor λοιπόν κλείνοντας κάθε διαύλο επικοινωνίας με την αντίθετη όχθη ξεκινά μια σταυροφορία για να νικήσει δια παντός τους ιδεολογικούς εχθρούς του.
Ισοπεδώνει κάθε εμπόδιο στο δρόμο του χωρίς οίκτο και φτάνει στο σημείο να σκοτώσει τον ίδιο του τον πατέρα. Η υπερβολική προσύλωση του Connor στη αλήθεια τον κάνει τελικά τυφλό προς τις επιπτώσεις της ωμής αλήθειας στον κόσμο και δημιουργεί στο μυαλό του την αίσθηση του απόλυτα σωστού. Αίσθηση που έχει κάθε φανατικός.
Ένα ώριμο AC μας δίνει επιτέλους μια εναλλακτική ματιά στον κόσμο των Templars και αφαιρεί τον έντονο ρομαντισμό για την πλευρά των Assassins. Εξ άλλου όταν υιοθετείς τη βια και ζεις μέσα σε αυτή, για πόσο καιρό μπορείς να μείνεις αμόλυντος;