Από το 2000 και εξής το σινεμά πέρασε σε μια νέα εποχή όσον αφορά τις ταινίες που βασίζονται σε ήρωες comics οι οποίοι είναι παγκοσμίως γνωστοί. Μέχρι εκείνο το σημείο η πλέον αξιοσημείωτη αναφορά που μπορούσε να γίνει, σχετιζόταν με τα τέσσερα Batman films που κυκλοφόρησαν από το 1989 έως το 1997, με κορυφαίους και άλλους πρωτοκλασάτους ηθοποιούς να εναλλάσσονται στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, αλλά ιδίως τις τελευταίες δύο ταινίες να μην ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις. Τα τελευταία 16 χρόνια, όμως, και με τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία, τα έργα που «πατούν» επάνω στους ήρωες, οι οποίοι αποτυπώθηκαν πρωτίστως στο χαρτί πολλές δεκαετίες νωρίτερα, έχουν αυξηθεί με γεωμετρικούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα τουλάχιστον την τελευταία πενταετία να βλέπουμε στη μεγάλη οθόνη κατ’ ελάχιστον τρεις ταινίες ετησίως. Τη μερίδα του λέοντος έχουν οι ήρωες της Marvel, με έναν καταιγισμό από… X-men, Spider-man, Wolverine, Iron Man, Fantastic Four, Avengers, Thor, Captain America και άλλους πολλούς να παρελαύνουν διαδοχικά ή και μαζί.
Στην αντίπερα όχθη η D.C. Comics προσπαθεί με τους δικούς της ήρωες να κοντράρει το μεγάλο της αντίπαλο αποσπώντας κατά το δυνατόν μεγαλύτερο κομμάτι της πίτας, κυρίως με τα δύο πιο δυνατά «χαρτιά» της, που δεν είναι άλλα από τους Batman και Superman. Κι αν η Marvel έχει τα ηνία σε βάθος κόσμου και πληθώρα χαρακτήρων, η D.C. είναι αυτή που έχει να επιδείξει την καλύτερη -κατά γενική ομολογία- τριλογία βασισμένη σε ήρωες comics. Ο λόγος φυσικά για τις τρεις ταινίες Batman που κυκλοφόρησαν στο διάστημα 2005-2012, με τίτλους Batman Begins, The Dark Knight (2008) και The Dark Knight Rises, η επιτυχία των οποίων ήταν σχεδόν εγγυημένη από τη στιγμή που στη σκηνοθεσία βρέθηκε ο κορυφαίος της γενιάς των 40άρηδων του Hollywood και εκ των κορυφαίων γενικώς, Christopher Nolan, ο οποίος στο πολύ μικρό βιογραφικό του έχει να επιδείξει απίστευτες ταινίες όπως τα Inception (2010), Interstellar (2014), The Prestige (2006) και Memento (2000).
Όπως στις films, έτσι και στο χώρο των videogames είναι ουκ ολίγα εκείνα που αφορούν τις περιπέτειες όλων αυτών των ηρώων. Ωστόσο, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν ελάχιστα όσα κατάφεραν να διακριθούν, καθώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η καλύτερη βαθμολογία που συγκέντρωναν ήταν λίγο κάτω από 8/10. Ο γενικός αυτός «κανόνας» εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα, με μια εξαίρεση η οποία τον επιβεβαιώνει. Η σειρά Batman: Arkham έχει καταφέρει να αλλάξει τα δεδομένα δημιουργώντας ένα ιδιαίτερα φανατικό κοινό με πυρήνα τους fans του Σκοτεινού Ιππότη, αλλά χωρίς να περιορίζεται σ’ αυτούς, παρουσιάζοντας έναν τίτλο κάθε δύο χρόνια από το 2009 και εξής.
Τα παιχνίδια του franchise επαναπροσδιόρισαν τις απαιτήσεις γύρω από τα games με πρωταγωνιστές τους superheroes εισπράττοντας διθυραμβικές κριτικές με μία εξαίρεση και μια υποσημείωση. Το Batman: Arkham Asylum ήταν αυτό που έκανε το μεγάλο «μπαμ» ως το πρώτο, ενώ ο διάδοχος, το Arkham City, έμελλε να γνωρίσει πραγματική αποθέωση. Αμφότερα τα games αναπτύχθηκαν από τη Rocksteady Studios, ενώ μια μικρή κάμψη, βάσει πάντοτε των βαθμολογιών, υπήρξε όταν ανέλαβε ως developer η Warner Bros Games Montreal, θυγατρική του μόνιμου publisher της σειράς, Warner Bros. Interactive Entertainment, με το Arkham Origins να συγκεντρώνει βαθμολογίες περί το 7,5/10. Η επαναφορά της Rocksteady με το Arkham Knight σήμανε και την επιστροφή των Batman games σε κορυφαίο επίπεδο. Τα προαναφερθέντα προκύπτουν με βάση τις συνολικές βαθμολογίες των παιχνιδιών, ενώ και οι πωλήσεις τους ακολούθησαν αντίστοιχη πορεία. Μάλιστα ο τελευταίος τίτλος αναμένεται να ξεπεράσει σε πωλήσεις το Arkham City, οι οποίες, με κάποιους πρόχειρους υπολογισμούς, αγγίζουν σίγουρα τα επτά εκατομμύρια αντίτυπα.
Όλα όμως ξεκίνησαν το 2009 με την κυκλοφορία του Batman: Arkham Asylum, το οποίο προσέδωσε το κάτι παραπάνω στα games με υπερήρωες, αλλά και γενικότερα στην κατηγορία των action-adventure. Ίσως η μεγαλύτερη επιτυχία του όμως ήταν η εντυπωσιακή σύλληψη της ζοφερής ατμόσφαιρας της Old Gotham City, η οποία στη σειρά εμφανίζεται ως Arkham City, και συγκεκριμένα του Arkham Island, όπου διαδραματίζεται το σύνολο των γεγονότων του παιχνιδιού, περιορίζοντας εξ αρχής τη δράση σε μια αρκετά μικρή περιοχή συγκριτικά με την πλήρη έκταση της Gotham. Εμπνευσμένο από τις χιλιάδες σελίδες των comics, βάσει της ιστορίας ο Batman συλλαμβάνει τον Joker και τον συνοδεύει μαζί με την Αστυνομία στο Arkham Asylum, τη γνωστή ψυχιατρική κλινική-φυλακή, όπου βρίσκονται έγκλειστοι ορισμένοι από τους πλέον διαβόητους ψυχοπαθείς εγκληματίες της πόλης. Μια αμφιβολία σκοτεινιάζει τη σκέψη του Dark Knight: ο Joker αντιστάθηκε ελάχιστα μέχρι να συλληφθεί.
Σύντομα οι υποψίες του αποδεικνύονται απολύτως βάσιμες, καθώς μέσα σε ελάχιστα λεπτά από τη στιγμή που τον παραδίδει ολοκληρωτικά στην περιφρούρηση των υπευθύνων του Ασύλου, ο Joker καταφέρνει να αποδράσει με τη βοήθεια μιας παλιάς καλής του φίλης καταλαμβάνοντας ένα μέρος του κτιρίου. Ο Batman πολύ γρήγορα, λοιπόν, καλείται να αναλάβει και πάλι δράση προκειμένου να τον αναχαιτίσει και να επαναφέρει την τάξη εντός του συγκροτήματος. Πλην όμως, γιατί ο Joker θέλησε -όπως όλα δείχνουν- να συλληφθεί και να μεταφερθεί στο κολαστήριο αυτό; Είναι απλώς ένα παρανοϊκό τερτίπι με στόχο την απελευθέρωση κρατουμένων, με τον ίδιο έγκλειστο; Κι αν ναι, γιατί; Βεβαίως, όταν πρόκειται για τον Joker δεν είναι απαραίτητη η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα. Υπάρχει κάτι άλλο;
Παρότι η ιστορία στα πρώτα της κεφάλαια εμφανίζει ένα μάλλον κλισέ σκηνικό γύρω από τις περιπέτειες του Batman, υπό την έννοια ότι για μία ακόμη φορά καταδιώκει τον Joker, σταδιακά διανθίζεται με πολλά και ενδιαφέροντα στοιχεία περιπλέκοντας τη δομή της και αυξάνοντας αισθητά το ενδιαφέρον. Όπως προαναφέρθηκε, η εξαιρετική ατμόσφαιρα παίζει καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση του όλου σκηνικού, ενώ οι δυνατότητες του πρωταγωνιστή σε συνδυασμό με το free flow σύστημα μάχης είναι αυτές που ιντριγκάρουν περισσότερο από οτιδήποτε και επιφέρουν τη σπουδαία εμπορική και gaming επιτυχία του Arkham Asylum. Τα διαθέσιμα upgrades που ξεκλειδώνουν κάθε φορά που ο Batman συγκεντρώνει τους απαραίτητους πόντους, αποτελούν το σημείο-κλειδί προκειμένου να κάνει στην πορεία τη ζωή του λίγο πιο εύκολη, αξιοποιώντας καλύτερα τα gadgets με τα οποία εφοδιάζεται σταδιακά. Όλα έχουν τη χρησιμότητα και λειτουργία τους, εν τούτοις θα έδινα ένα πολύ μικρό προβάδισμα στο Batclaw και το Batarang. Το πρώτο λειτουργεί σαν boomerang, ενώ με το δεύτερο ο ήρωας έχει τη δυνατότητα να τραβήξει προς το μέρος του έναν εχθρό και στη συνέχεια να τον αποτελειώσει.
Αυτό που διακρίνει τον Batman, κατά κόσμο Bruce Wayne, από όλους τους υπόλοιπους superheroes, είναι ότι στην πραγματικότητα ο ίδιος δεν είναι παρά απλός… ήρωας, καθώς δε διαθέτει καμία «ιδιαίτερη, υπερφυσική» δύναμη, μια χαρακτηριστική ομοιότητά του με τον αιώνιο εχθρό του, Joker. Έχει αποκτήσει απλώς τη σωματική διάπλαση ενός πολύ γεροδεμένου ανδρός, με καταπληκτική φυσική κατάσταση, διαθέτοντας τρομερή έφεση στις μάχες σώμα με σώμα. Επιπλέον, σε συνδυασμό με τις τεχνικές του γνώσεις, μπορεί να κατασκευάζει τον εξοπλισμό του προκειμένου να ανταποκρίνεται στις εκάστοτε προκλήσεις, υπερασπιζόμενος τη Gotham City απέναντι σε αμέτρητους ψυχοπαθείς -και μη- κακοποιούς, οι οποίοι θέτουν σε κίνδυνο τις ζωές των πολιτών και του ιδίου, ένα σκοπό στην υπηρεσία του οποίου έχει ταχθεί από την παιδική του ηλικία εφ’ όρου ζωής.
Οι melee μάχες βρίσκονται στον πυρήνα του gameplay και είναι πραγματικά αυτές που κάνουν τη διαφορά, καθώς απαιτούν εξαιρετικά αντανακλαστικά και καλό συγχρονισμό κινήσεων σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες των αντιπάλων, προκειμένου να βγαίνουν οι άμυνες σε πρώτο χρόνο και στη συνέχεια ο Batman να περνά στην αντεπίθεση, διαδικασία η οποία είναι απαραίτητη όταν περικυκλώνεται ακόμη και από διψήφιο αριθμό εχθρών πολλές φορές. Ειδικότερα στο ανώτερο επίπεδο δυσκολίας τα πράγματα είναι ιδιαιτέρως «σκούρα» και, χωρίς την κατάλληλη κατανομή των upgrades στην πορεία, ο δρόμος μπορεί να αποδειχθεί τρομερά δύσβατος. Αυτό κατέστη σαφές από την πρώτη κιόλας αναμέτρηση, όπου χωρίς την κατάλληλη γνώση των controls βίωσα ένα μικρό σοκ μέχρι να την ξεπεράσω παραμένοντας ζωντανός. Μου θύμισε έντονα -αν και σε σαφώς μικρότερο βαθμό εν προκειμένω- την πρώτη ηχηρή και πολύ ισχυρή «σφαλιάρα» που είχα δεχτεί παίζοντας το Ryse: Son of Rome σε Legendary difficulty level, όπου χρειάστηκα τουλάχιστον μισή ώρα μόνο για την παρθενική μάχη ρουτίνας!
Αυτή τη φορά παίζοντας στο Hard χρειάστηκα λίγο περισσότερο από 14,5 ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, ολοκληρώνοντας το 64% του παιχνιδιού, διάρκεια η οποία θα ήταν στρογγυλοποιημένη προς… τα κάτω, αν δεν είχα κολλήσει για περισσότερο από 30 λεπτά αδυνατώντας να εντοπίσω μια μεγάλη πόρτα στο εσωτερικό του Arkham Mansion. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο τίτλος της Rocksteady όχι μόνο σε προκαλεί, αλλά και σε προσκαλεί να συγκεντρώσεις όσο το δυνατόν περισσότερα collectables μπορείς, καθώς το σύνολο της εμπειρίας που αποκτάς μεταφράζεται σε πολύτιμους πόντους, οι οποίοι με τη σειρά τους οδηγούν σε διάθεση νέων upgrades. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται η αναζήτησή τους όχι μόνο πιο ευχάριστη, αλλά και πιο ουσιαστική. Δυστυχώς, η πανοπλία του Batman, που τον μετατρέπει σε πραγματικό «ντούκι» ελαχιστοποιώντας το damage που δέχεται σε κάθε χτύπημα, δε γίνεται διαθέσιμη παρά μόνο μετά την ολοκλήρωση του βασικού story.
Στο παιχνίδι παρελαύνουν πολλοί γνωστοί εχθροί του ιππότη της Gotham, οι οποίοι είναι πολύ εντυπωσιακοί από κάθε άποψη, με τη Rocksteady να αξιοποιεί ιδανικά τις δυνατότητες της μηχανής γραφικών Unreal Engine 3, τρία χρόνια μετά τα πρώτα games που κυκλοφόρησαν χρησιμοποιώντας τη συγκεκριμένη. Καθένας εξ αυτών έχει τη δική του, χαρακτηριστική ιδιοσυγκρασία και ψυχοσύνθεση, η οποία αποκαλύπτεται σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό μέσα από τη συλλογή των διαφόρων collectables, αρκετά εκ των οποίων αφορούν ηχητικά αποσπάσματα από συνεδρίες με τους ψυχιάτρους του Ασύλου! Τα εν λόγω παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς εμβαθύνουν σε δευτερεύοντα στοιχεία του lore, που είναι απαραίτητα για ένα πλουσιότερο υπόβαθρο.
Ένα αρνητικό χαρακτηριστικό που μπορεί να εντοπίσει κάποιος, είναι ότι τα γεγονότα διαδραματίζονται αποκλειστικά στο Arkham Island, η έκταση του οποίου δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη και κατ’ ουσίαν περιορίζεται σε πέντε βασικά κτίρια και τους υπαίθριους χώρους που οδηγούν από το ένα στο άλλο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παρατηρούνται ορισμένα φαινόμενα backtracking στην πορεία, ακόμη κι αν οι συνθήκες είναι διαφορετικές, ενώ το ίδιο ζήτημα μπορεί να προκύψει σε μικρότερο βαθμό και κατά τη διάρκεια της ίδιας αποστολής. Σε γενικές γραμμές το παιχνίδι έχει μια γραμμική ροή και σε κατευθύνει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Από εκεί και πέρα, τα boss fights είναι ως επί το πλείστον απλώς αξιόλογα, μάλλον όχι ό,τι εντυπωσιακότερο έχουμε δει γενικώς, πλην όμως για την εξόντωσή τους απαιτείται σε γενικές γραμμές το ίδιο μοντέλο που ακολουθείται για το καθένα, κάτι που δίνει έναν επαναλαμβανόμενο τόνο. Για την ακρίβεια, η μεγαλύτερη δυσκολία στις περιπτώσεις αυτές έγκειται στην ταυτόχρονη αντιμετώπιση πολυαρίθμων εχθρών ήσσονος σημασίας, ειδικά όταν η «αρένα» είναι μικρή.
Από εκεί και πέρα, με ξένισε το γεγονός ότι δεν υπήρχε η δυνατότητα να «τελειώσει» ο Batman έναν αντίπαλο σε πρώτο χρόνο, παρά μόνο αφού τον ζάλιζε και τον έριχνε στο έδαφος. Ελλείψει χρόνου, και καθώς η εντολή δε μπορούσε να ακυρωθεί, τούτο προσέφερε την ευκαιρία στους υπολοίπους εχθρούς για εύκολα χτυπήματα. Επιπλέον, δεν υπήρχε η δυνατότητα να παίρνει τα όπλα των σκοτωμένων εχθρών, όπως ρόπαλα, μαχαίρια ή ακόμη και πολυβόλα, με αποτέλεσμα οι εναπομείναντες να μπορούν να τα σηκώνουν συνεχίζοντας τις επιθέσεις. Ακόμη, οι stealth μηχανισμοί ήταν χρήσιμοι μόνο κατά το ήμισυ, υπό την έννοια ότι πέρα από την επίτευξη ενός ή περισσοτέρων «αθόρυβων» kills, που μπορούσαν να σου εξασφαλίσουν ένα ανοιχτό μονοπάτι για να προχωρήσεις, πολλές φορές έπρεπε να κάνεις κύκλους και να εξοντώσεις όλους τους εχθρούς ώστε να μεταβείς στον επόμενο χώρο, ειδάλλως το παιχνίδι δε σου το επέτρεπε.
Στον οπτικό τομέα το αποτέλεσμα αποδεικνύεται τουλάχιστον εντυπωσιακό, ενώ σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα κυμαίνεται και ο ήχος, σε όλο του το φάσμα, με το voice acting να είναι υποδειγματικό. Μια ματιά στους ηθοποιούς που συμμετέχουν αρκεί για να πιστοποιήσει του λόγου το αληθές, ενώ οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές στο σύνολό τους. Ο πασίγνωστος -από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στις ταινίες Star Wars- Mark Hamill δανείζει τη φωνή του στον Joker για πολλοστή φορά. Άλλωστε το όνομά του είναι ταυτόσημο με του αγαπημένου… παράφρονα, ήδη από την τηλεοπτική μεταφορά των comics στο μακρινό 1992. Στο ρόλο του Batman δε βρίσκεται άλλος από τον ασταμάτητο Kevin Conroy ο οποίος, και αυτός, επί 24 συναπτά έτη, ενσαρκώνει το ρόλο του Σκοτεινού Ιππότη στο σύνολο των κινουμένων σχεδίων και των παιχνιδιών που έχουν κυκλοφορήσει έκτοτε! Στο ίδιο μήκος κύματος συναντάμε την Arleen Sorkin, η οποία στις ίδιες κατηγορίες και από το 1994 υποδύεται το θηλυκό alter ego του Joker, τη γνωστή Harley Quinn, η οποία κάποτε ήταν γιατρός. Η πορεία της ηθοποιού στο συγκεκριμένο ρόλο ολοκληρώθηκε το 2012, όπου ακούγεται στο DLC episodic pack του DC Universe Online. Ουσιαστικά είχε αποχωρήσει νωρίτερα, απουσιάζοντας από το sequel του Arkham Asylum, το 2011.
Καταλήγοντας, ένα στοιχείο το οποίο γίνεται πολύ έντονα αισθητό και είναι άκρως απολαυστικό, είναι το διάχυτο και σε άφθονες ποσότητες black humor από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή. Ο Joker κατέχει δικαιωματικά τα πρωτεία σ’ αυτό, ενώ ακολουθούν οι περισσότεροι από τους villains, τόσο στους διαλόγους που έχουν με τον Σκοτεινό Ιππότη όσο και μέσα από τις ηχογραφημένες συνεδρίες με τους ψυχιάτρους του ιδρύματος. Εκεί που η παράνοια και ο σαρκασμός γίνονται ένα με το μίσος και την αποστροφή, εκεί που η επιστήμη εναγκαλίζεται με τις υπερφυσικές δυνάμεις και η ψυχιατρική εφάπτεται με τα πλέον αποτρόπαια και ειδεχθή εγκλήματα, ξεκινά ο διαστροφικός κόσμος του Batman: Arkham Asylum. Καλωσήρθατε και… καλή διαμονή!