By Professor_Severus_Snape on Friday, 03 June 2016
Category: GameWorld

Στα σαγόνια του Τυραννόσαυρου

Ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών θεωρείται δικαίως και είναι ο Steven Spielberg, ο οποίος φέτος συμπληρώνει αισίως 70 χρόνια ζωής. Σε 42 έτη παρουσίας στη μεγάλη οθόνη έχει σκηνοθετήσει 28 ταινίες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων έχει σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία και αποφέρει τεράστια έσοδα, ενώ κάποιες εξ αυτών θεωρούνται κλασικές κι έχουν αναπόφευκτα συνδέσει άρρηκτα το όνομά τους με τον πεπειραμένο Αμερικανό. Μόλις στη δεύτερη ταινία του κατάφερε να καθιερωθεί στο Hollywood εν μιά νυκτί, όταν τον Ιούνιο του 1975 έκανε πρεμιέρα στο σινεμά το θρυλικό Jaws, που έδωσε νέα διάσταση στην έννοια του τρόμου «παγώνοντας» το αίμα πολλών που απολάμβαναν ή ετοιμάζονταν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές.

Στο μέλλον επρόκειτο να αναλάβει τη σκηνοθεσία αρκετών ακόμη εκπληκτικών ταινιών, με πρώτη και καλύτερη το απίστευτο Schindler’s List (1993) των επτά Oscars(!) και πέντε χρόνια αργότερα το εμβληματικό Saving Private Ryan των πέντε Oscars, τα δύο films που του χάρισαν το χρυσό αγαλματίδιο ως Best Director της χρονιάς αλλά και για Best Picture στην περίπτωση του πρώτου. Είναι φυσικά ο άνθρωπος που από το 1981 έχει αναλάβει αποκλειστικά το δημοφιλέστατο franchise του Indiana Jones με τον Harrison Ford, το οποίο αναμένεται να επιστρέψει στο σινεμά με πέμπτη ταινία το 2019 και τον Ford σε ηλικία 77 ετών! Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Spielberg έχει υπάρξει υποψήφιος για Όσκαρ Σκηνοθεσίας σε ακόμη πέντε ταινίες. Πρόκειται για τις Close Encounters of the Third Kind (1977), Raiders of the Lost Ark (1981), E.T. the Extra-Terrestrial (1982), Munich (2006) και Lincoln (2012). Μάλιστα αυτές, με εξαίρεση την πρώτη, ήταν υποψήφιες και για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, όπως βεβαίως και το Saving Private Ryan, μαζί με τις The Color Purple (1985), War Horse (2011) και το πρόσφατο, Bridge of Spies (2015). Αμέτρητες οι διακρίσεις και η αναφορά γίνεται μόνο για την Ακαδημία!

Η πλέον εξουθενωτική χρονιά για τον διακριμένο σκηνοθέτη και παραγωγό ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας το 1993. Επρόκειτο για τη χρονιά των γυρισμάτων του Schindler’s List, το οποίο έκανε πρεμιέρα στις 30 Νοεμβρίου, αλλά ήταν συγχρόνως η περίοδος στην οποία ο Spielberg ολοκλήρωνε τα γυρίσματα μιας άλλης ταινίας, η οποία έμελλε να σπάσει όλα τα ρεκόρ στα ταμεία των εισπράξεων μέχρι τότε, αποφέροντας 1.000.000.000 δολάρια(!) και στον ίδιο το ασύλληπτο ποσό των 250.000.000! Επρόκειτο βεβαίως για το Jurassic Park, το οποίο έκανε πρεμιέρα τον Ιούνιο του ίδιου έτους, πετυχαίνοντας να ζωντανέψει εντονότερα και πιο ρεαλιστικά από ποτέ τους δεινοσαύρους στη μεγάλη οθόνη, μεταφέροντάς τους στη σύγχρονη εποχή μέσα από μια πρωτότυπη ταινία δράσης, εμπνευσμένη από τη νουβέλα του Michael Crichton, η οποία είχε κυκλοφορήσει το 1990.

Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί ότι ο επιτυχημένος συγγραφέας -ο οποίος δυστυχώς απεβίωσε από καρκίνο το 2008 σε ηλικία 66 ετών- είχε δηλώσει κατά το παρελθόν ότι το σενάριο της ταινίας μετά βίας συμπεριλαμβάνει ένα 20% του περιεχομένου του βιβλίου του. Ο δε Spielberg βρισκόταν εκείνο το διάστημα στην Πολωνία για τη «Λίστα του Σίντλερ», πραγματοποιώντας τηλεδιασκέψεις τέσσερις φορές την εβδομάδα με την ILM (Industrial Light & Magic), παρακολουθώντας δε καθημερινά μέσω δορυφόρων τις εργασίες στα οπτικά και ηχητικά εφέ, κατηγορίες στις οποίες το Jurassic Park σάρωσε τελικά στα Oscars (Best Sound, Best Effects - Sound Effects Editing και Best Effects - Visual Effects). Μάλιστα ο σκηνοθέτης είδε την τελική έκδοση της ταινίας του επίσης μέσω διαδικτύου, για τον ίδιο λόγο. Από εκεί και έπειτα, πάντως, το sequel που προβλήθηκε το 1997 ήταν αισθητά κατώτερο του προκατόχου του, παρότι τα σκηνοθετικά ηνία ανέλαβε τελικά και πάλι ο Steven Spielberg, ενώ ακόμη χειρότερα τα πήγε η τρίτη ταινία, του 2001, στην οποία ο τελευταίος περιορίστηκε σε ρόλο executive producer.

Ποντάροντας στην επιτυχία της πρώτης ταινίας του franchise, η Telltale Games αποφάσισε να κυκλοφορήσει ακόμη ένα παιχνίδι εντός του 2011, λίγους μήνες μετά το Back to the Future: The Game, που ήταν βασισμένο στην ομώνυμη κινηματογραφική τριλογία στα τέλη της δεκαετίας του ΄80. Το Jurassic Park: The Game κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο εκείνου του έτους, επιδιώκοντας να αφηγηθεί μια παράλληλη ιστορία η οποία ξεκινά από τα μέσα περίπου της πρώτης ταινίας και ολοκληρώνεται αρκετές ώρες μετά από αυτήν. Η δράση βεβαίως λαμβάνει χώρα και πάλι στο περίφημο Isla Nublar, το νησί που βρίσκεται 190 χιλιόμετρα δυτικά της Κόστα Ρίκα και το οποίο έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για τη δημιουργία του Ιουρασικού Πάρκου.

Σε αντίθεση όμως με άλλα παιχνίδια της Telltale, όπως το Back to the Future και το μεταγενέστερο Game of Thrones, εδώ δε συναντάμε τους πρωταγωνιστές της ταινίας, παρά μόνο μικρές αναφορές σε κάποιους εξ αυτών. Οι playable χαρακτήρες του παιχνιδιού είναι πολλοί, τηρουμένων των αναλογιών, καθώς ο gamer στη διάρκειά του αναλαμβάνει τον έλεγχο σχεδόν όλων, ακόμη κι αν αυτό αφορά δύο-τρεις σκηνές. Η σύνδεση με την ταινία γίνεται, λοιπόν, σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, κατά βάση αφετηριακό, και επί της ουσίας από τη στιγμή που έχει ξεσπάσει η καταιγίδα στο πάρκο και ο Dennis Nedry -γνωστός από το film- αποφασίζει να το «σκάσει» από το κέντρο ελέγχου μαζί με τα έμβρυα των δεινοσαύρων. Η διαφαινόμενη αποτυχία του, καθώς αργεί να εμφανιστεί, θέτει σε εφαρμογή το εναλλακτικό σχέδιο από την πλευρά του συνδέσμου του για την εύρεση του επίμαχου κουτιού, το οποίο εξωτερικά φαντάζει ως ένας αθώος αφρός ξυρίσματος.

Εκ των βασικών χαρακτήρων είναι τρεις που εμφανίζονται στο ξεκίνημα του τίτλου, και όχι όλοι στο ίδιο σημείο. Πρόκειται για τον Gerry Harding, επικεφαλής κτηνίατρο του Jurassic Park, τη 14χρονη κόρη του, Jessica Harding, η οποία βρέθηκε εκεί για μια περιήγηση, και την Nima Cruz, ο ρόλο της οποίας είναι εξ αρχής τουλάχιστον ύποπτος. Αξίζει να σημειωθεί ότι η πιο στενή σύνδεση που εντοπίζεται μεταξύ χαρακτήρων του παιχνιδιού και του κινηματογραφικού franchise αφορά το συγγενικό δεσμό μεταξύ των Gerry και Jess με τη Sarah Harding, εκ των βασικών πρωταγωνιστών του sequel του Jurassic Park, The Lost World, την οποία υποδύεται η Julianne Moore. Πιο συγκεκριμένα, ο Gerry εμφανίζεται ως ο πατέρας της Sarah από άλλο γάμο, ενώ η Jess είναι η ετεροθαλής μικρή αδελφή της.

Στην πορεία προστίθενται αρκετοί ακόμη playable χαρακτήρες, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα καλό, για δύο βασικούς λόγους. Αφενός το παιχνίδι αποτελείται από μόλις τέσσερα κεφάλαια, η συνολική διάρκεια των οποίων υπερβαίνει μετά βίας τις έξι ώρες! Στο διάστημα αυτό δε δημιουργείται το κατάλληλο υπόβαθρο ισχυρού «δεσίματος» με τους πρωταγωνιστές, ενώ η σύγχυση εντείνεται καθώς δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις στις οποίες ακόμη και κατά τη διάρκεια ενός διαλόγου εναλλάσσεται ο έλεγχος του ενός χαρακτήρα με του άλλου, με αποτέλεσμα η επιλέξιμη απάντηση για λογαριασμό του ενός να ακολουθείται από επιλέξιμη απάντηση για λογαριασμό του άλλου! Δυστυχώς, το voice acting δε βοηθά προς την αντίθετη κατεύθυνση, καθώς είναι μάλλον «ρηχό» για τις ανάγκες του παιχνιδιού και την αγωνία της επιβίωσης σε συνδυασμό με τη λογική ένταση για τις κατάλληλες επιλογές των επόμενων κινήσεων.

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο τίτλος αυτός θεωρείται ένας από τους πιο αδύναμους κρίκους της Telltale. Για την ακρίβεια, πρόκειται περισσότερο για ταινία παρά για game, αν και είναι αλήθεια ότι η υπόθεση δεν είναι κακή, καταφέρνοντας να δώσει μια νέα διάσταση στο… μυστηριώδες νησί, αποκαλύπτοντας νέες περιοχές και εγκαταστάσεις οι οποίες, πράγματι, θα μπορούσαν και να υπάρχουν στο film. Η εμπειρία μου στα episodic adventures της Telltale συμπεριλαμβάνει επί του παρόντος τα παιχνίδια που προαναφέρθηκαν, Back to the Future και Game of Thrones. Το πρώτο είναι με διαφορά το καλύτερο, καθώς διατηρείται απόλυτα πιστό στο ύφος και την ατμόσφαιρα των ταινιών, συνεχίζοντας την ιστορία από το σημείο που τελείωσε η τρίτη ταινία, εστιάζοντας δε στην επίλυση γρίφων όπως οφείλει ένα adventure.

Αντίθετα, το δεύτερο επικεντρώνεται περισσότερο στο διάλογο και τη σημασία της επιλογής των καλύτερων δυνατών απαντήσεων. Στην περίπτωση του Jurassic Park οι διάλογοι δεν έχουν σημασία, καθώς πολλές φορές πρέπει απλώς να εξαντληθούν για να δοθεί συνέχεια, ενώ σε άλλες δε χρειάζεται ούτε αυτό. Οι πραγματικοί γρίφοι είναι μόλις δυο-τρεις σε κάθε επεισόδιο κι από εκεί και πέρα όλο το παιχνίδι είναι μια αλληλουχία quick time events, όπου ανάλογα με τα αντανακλαστικά του καθενός προκύπτει η αντίστοιχη βαθμολογία (χρυσό, ασημένιο, χάλκινο, πέτρινο). Επίσης έκρινα ιδιαίτερα αρνητικά ότι ορισμένοι από τους ήδη ελάχιστους γρίφους μπορούν να λυθούν με τακτική trial and error, με μοναδικό τίμημα ένα χαμηλότερο rank.

Στον αντίποδα, μέσω του παιχνιδιού δίνεται και πάλι η δυνατότητα να έρθουμε αντιμέτωποι με προϊστορικά τέρατα του Μεσοζωικού αιώνα, της Τριασικής, Ιουρασικής και Κρητιδικής περιόδου, σε ένα εύρος 165 εκ. ετών(!), μεταξύ 230 εκ. και 65 εκ.! Ο Τυραννόσαυρος rex δεσπόζει για μία ακόμη φορά στο Isla Nublar, έτοιμος να κυνηγήσει και να κατασπαράξει κάθε υποψήφιο θήραμα -κοινώς οτιδήποτε κινείται- μετά τους πρωταγωνιστές της πρώτης ταινίας. Οι Βελοσιράπτορες με την απίστευτη νοημοσύνη τους καραδοκούν σε κάθε θάμνο και πίσω από κάθε γωνία, ενώ οι Διλοφόσαυροι δεν είναι λιγότερο απειλητικοί. Αρκετά ήδη δεινοσαύρων κάνουν την εμφάνισή τους προσφέροντας την απαραίτητη ποικιλία, με τον τίτλο της Telltale να πετυχαίνει εν πολλοίς στη δημιουργία μιας μόνιμης αίσθησης αγωνίας και αβεβαιότητας. Το Jurassic Park: The Game μπορεί να αποδεικνύεται ένας μέτριος τίτλος, με ανεπαρκή περιβαλλοντικά γραφικά, λειψό gameplay και μικρή διάρκεια, αλλά οι fans της κινηματογραφικής τριλογίας και δη της πρώτης ταινίας είναι σίγουρο ότι θα εντοπίσουν τοπογραφικά στοιχεία που θα τους αρέσουν, ανακαλύπτοντας περισσότερα πράγματα για τη μορφολογία και τις υποδομές του νησιού.

Leave Comments