Όταν το 2000 η Io-Interactive παρουσίαζε την καινούρια της δημιουργία με τη σφραγίδα της Eidos Interactive και τίτλο Hitman: Codename 47, ίσως λίγοι μπορούσαν να περιμένουν ότι εκείνη θα είναι η απαρχή ενός νέου franchise το οποίο σε βάθος χρόνου θα αποκτούσε το δικό του φανατικό κοινό κερδίζοντας επάξια μια θέση στην κατηγορία των third person stealth action shooter games, την οποία και ανέδειξε σε σημαντικό βαθμό με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι παρά τη γενικότερη επανάληψη στο gameplay μεταξύ των τίτλων, πάντοτε η κυκλοφορία ενός Hitman καταφέρνει να συγκεντρώσει τα βλέμματα. Ο φαλακρός πράκτωρ ή γνωστότερος εντός των αποστολών ως «suspicious bald person» παραμένει αμείλικτος, ανηλεής και επιβλητικός, 15 χρόνια τώρα, ενώ έπεται συνέχεια – επανεκκίνηση.
Τους τελευταίους 18 μήνες είχα την ευκαιρία να εντρυφήσω σε όλα τα παιχνίδια της σειράς εκτός από το πρώτο, για το οποίο κατέφυγα στη λύση του YouTube καθώς τα γραφικά του είναι υπερβολικά… αρχαία σήμερα, ενώ περισσότερες από τις μισές αποστολές μου δόθηκε η δυνατότητα να παίξω… ρετουταρισμένες στο τρίτο παιχνίδι, που κυκλοφόρησε το 2004, το Contracts. Αυτό ήταν και το game με το οποίο ξεκίνησα την ενασχόλησή μου με τα Hitman, συνεχίζοντας με το Blood Money, δίνοντας τη σκυτάλη στο Absolution και καταλήγοντας εσχάτως στον -κατά πολλούς- κορυφαίο τίτλο της σειράς. Ο λόγος για το Hitman: Silent Assassin, το οποίο διατέθηκε στην αγορά το 2002 κατορθώνοντας έκτοτε να μνημονεύεται κάθε φορά που προκύπτει νέο game, και μέχρι σήμερα.
Παίζοντας το Silent Assassin, μπόρεσα να κατανοήσω σε απόλυτο βαθμό τους λόγους για τους οποίους απέσπασε τις θετικότερες κριτικές και τις υψηλότερες βαθμολογίες από το σύνολο των Hitman που κυκλοφόρησαν, πραγματοποιώντας ποιοτικό άλμα σε σχέση με τον προκάτοχό του. Ως γνωστόν, εν προκειμένω το σενάριο φαντάζει πιο γήινο, με τον 47 να αποσύρεται σε μια εκκλησία κάπου στη Σικελία προκειμένου να βρει τον εαυτό του και τη γαλήνη που αναζητά μετά από όσα συνέβησαν στο προηγούμενο παιχνίδι. Ωστόσο, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε δε θα υπήρχε λόγος κυκλοφορίας του τίτλου, συνεπώς ο ιερέας και φίλος του Hitman απαγάγεται και ο ίδιος καλείται να τον σώσει και να πάρει εκδίκηση, επιστρέφοντας στην υπηρεσία της Agency για να κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα. Ως ένα παραλειπόμενο που δε θα μπορούσα να αγνοήσω είναι ότι παρότι η εκκλησία είναι καθολική, όπως και ο Father Emilio Vittorio, εντούτοις οι εικόνες εντός αυτής είναι βυζαντινές!
Ο πράκτορας 47 θα βρεθεί αυτή τη φορά σε περιοχές της Ιταλίας, της Μαλαισίας (δεσπόζουν οι δίδυμοι πύργοι της Petronas στην Κουάλα Λουμπούρ), της Ιαπωνίας, της Ρωσίας, του Αφγανιστάν και της Ινδίας, σε 20 αποστολές συνολικά και το μεγαλύτερο σε διάρκεια παιχνίδι της σειράς, ακόμη και από το -κατά δέκα χρόνια νεότερο- Absolution, αν πιστέψουμε τις σχετικές ψήφους στο διαδίκτυο, αν και ως προς αυτό διατηρώ ιδιαιτέρως σοβαρές επιφυλάξεις, πάντοτε μιλώντας για την κεντρική ιστορία. Παίζοντας στο Professional difficulty level χρειάστηκα περισσότερες από 25 ώρες για να δω τους τίτλους τέλους, με κάποια σημεία να αποδεικνύονται για πολύ γερά νεύρα ελλείψεως save στο ανώτερο επίπεδο δυσκολίας.
Εντούτοις, δεν πιστεύω ότι το Silent Assassin είναι το πιο δύσκολο Hitman game. Στην κορυφή κατέληξα ότι βρίσκονται το Absolution και το Contracts εφόσον μιλάμε για το πρώτο playthrough, δίχως γνώση του τέλειου path που θα χαρίσει ένα «Silent Assassin» στο rating. Για τα δύο παιχνίδια θα μπορούσα να αντιπαραθέσω αρκετά επιχειρήματα, αλλά δεν είναι της παρούσης, αν και μάλλον καταλήγω στο πρώτο. Παρά ταύτα, η προτελευταία αποστολή του Silent Assassin αποδείχθηκε πολύ δύσκολη υπόθεση, ενώ η τελευταία σκέτη κόλαση. Επιπλέον, ταλαιπωρήθηκα αρκετά σε μία mission όπου έπρεπε να χρησιμοποιήσω sniper, αλλά ήταν σχεδόν αδύνατο να στοχεύσω λόγω της αναπνοής του 47, που έκανε το όπλο να ανεβοκατεβαίνει σαν σε φουρτουνιασμένη θάλασσα, έχοντας ως αποτέλεσμα να έρθω αντιμέτωπος με αρκετά fail σ’ εκείνο το σημείο.
Από εκεί και πέρα, υπάρχει μια σχετική ποικιλία όπλων, αρκετά εκ των οποίων μπορεί κάποιος να τα συναντήσει και στον προκάτοχό του. Είναι αλήθεια ότι στο συγκεκριμένο τίτλο δείχνει να ευνοείται ακόμη ως ένα βαθμό μια πιο action προσέγγιση εφόσον υπάρχουν τα κατάλληλα όπλα κι ένα καλό σημείο για «γάζωμα». Εν τοις πράγμασι, το all time classic Fiber Wire έμεινε σχεδόν αχρησιμοποίητο σε σχέση με τους άλλους τίτλους, όπως και τα επίσης παραδοσιακά Silverballers του Hitman. Αντ’ αυτών, έδειξα ιδιαίτερη προτίμηση στο 9mm πιστόλι με σιγαστήρα, καθώς και στο επίσης αθόρυβο SMG-SD6, τα οποία με έβγαλαν ασπροπρόσωπο όσες φορές τα εμπιστεύθηκα. Βεβαίως, οι μεταμφιέσεις του 47 κάνουν δυναμικά την εμφάνισή τους για μία ακόμη φορά, ξεγελώντας έστω και προσωρινά τους περισσότερους εχθρούς, μια δυνατότητα η οποία έμελλε να χαρακτηρίσει τη σειρά στο πέρασμα των χρόνων.
Παίζοντας το Hitman: Silent Assassin αντιλαμβανόμουν τους λόγους της επιτυχίας του. Σε τίτλους, η σημαντικότατη βελτίωση του gameplay σε συνδυασμό με την ξεκάθαρη στροφή στο stealth στοιχείο και τη σαφέστατη αναβάθμιση της τεχνητής νοημοσύνης των εχθρών, οι πολύ περισσότερες και πιο έξυπνα δομημένες αποστολές καθώς και ο καλύτερος οπτικός τομέας, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καθολική αναγνώριση της αξίας του τίτλου στη σειρά και την κατηγορία του. Πιστεύω ακράδαντα ότι έκλεισα με τον καλύτερο τρόπο αυτό το gaming κεφάλαιο για μένα, τουλάχιστον μέχρι την κυκλοφορία του νέου Hitman, επιστρέφοντας στις ρίζες του franchise, εκεί όπου λίγο – πολύ ξεκίνησαν όλα καθώς μπήκαν οι βάσεις για μια σειρά η οποία, παρά το γνωστό μοτίβο, εξακολουθεί να ελκύει, με πρωταγωνιστή ίσως τον πιο badass αντιήρωα ever στα games.