Η παράδοση των Need for Speed, η οποία ξεκινά από το μακρινό 1994, περιλάμβανε ετήσιες κυκλοφορίες στο διάστημα 2002-2013, ενώ από εκεί και έπειτα το franchise εξακολούθησε να επανέρχεται ανά δύο χρόνια, κάτι που παύει πλέον να ισχύει, καθώς ο επόμενος τίτλος αναμένεται εντός του 2022. Ακόμη και στην πιο παραγωγική περίοδό της, αυτή των συνολικά 15 τίτλων μέσα σε μόλις 13 χρόνια, η σειρά το… τερμάτισε κατά την τριετία 2009-2011, όταν κυκλοφόρησαν συνολικά έξι παιχνίδια, δύο ετησίως. Η αρχή έγινε με το Need for Speed: Shift, το παρθενικό παιχνίδι της τότε νεοσύστατης Slightly Mad Studios, που ήταν επί της ουσίας και το πρώτο του franchise, το οποίο εστίαζε στο simulation και όχι στο arcade στοιχείο. Δύο μήνες αργότερα ακολούθησε το Need for Speed: Nitro, ένα παιχνίδι που αναπτύχθηκε -για πρώτη φορά- αποκλειστικά για τους κατόχους Nintendo κονσολών (DS και Wii).
Το 2010 κυκλοφόρησε εν πρώτοις το Need for Speed: World, για πρώτη φορά στο franchise ένα MMO racing, το οποίο όμως δεν επρόκειτο να μακροημερεύσει, καθώς μόλις πέντε χρόνια αργότερα οι servers του έκλεισαν οριστικά. Τέσσερις μήνες αργότερα, το Νοέμβριο, ακολούθησε το Need for Speed: Hot Pursuit· ένας τίτλος ο οποίος, βάσει ονόματος τουλάχιστον, επανέφερε άμεσα και συνειρμικά στη μνήμη εκείνους του 1998 και του 2002. Επρόκειτο για ένα διάστημα όπου ο καταιγισμός νέων κεφαλαίων δεν είχε σταματημό. Μόλις το Μάρτιο 2011 ακολούθησε το Shift 2: Unleashed, ενώ το σχετικό μπαράζ ολοκληρώθηκε στη φάση εκείνη με το Need for Speed: The Run, το Νοέμβριο του ίδιου έτους.
Το Shift 2: Unleashed αποδείχθηκε το δεύτερο και τελευταίο αμιγώς simulation racing της σειράς μέχρι σήμερα, ένα genre στο οποίο αναμφισβήτητα είναι άλλα τα franchises που έχουν τα σκήπτρα και σίγουρα όχι αυτό στο οποίο έχουν διακριθεί τα Need for Speed σε ορίζοντα τριών δεκαετιών πλέον. Το συγκεκριμένο ήταν το sequel του Shift, που είχε κυκλοφορήσει δύο χρόνια νωρίτερα, με developer και πάλι τη Slightly Mad, στο δεύτερο τίτλο του σύντομου παλμαρέ της. Συγχρόνως, ήταν και ο πρώτος ο οποίος αποποιήθηκε το όνομα Need for Speed, σε μια προσπάθεια να καταδείξει ακόμη πιο έντονα το διαφορετικό προσανατολισμό του σε σχέση με τα γνώριμα μονοπάτια της σειράς. Παρότι η πορεία του δεν αποδείχθηκε ποτέ ιδιαίτερα επιτυχημένη εμπορικά, οι κριτικές που εισέπραξε ήταν εξαιρετικά θετικές, και υπάρχουν καλοί λόγοι γι’ αυτό.
Το Shift 2 προσπαθεί να επεκτείνει και να εμπλουτίσει την εμπειρία του προκατόχου του, παρουσιάζοντας μεταξύ άλλων υπερδιπλάσιες πίστες, κάποιες εκ των οποίων μεταφέρθηκαν από το πρώτο Shift, 101 συνολικά, και κυρίως πολλαπλάσια αυτοκίνητα, περί τα 150, μίας ευρείας γκάμας μαρκών και κατηγοριών. Τα circuit των Silverstone (Αγγλία), Spa (Βέλγιο) και Nürburgring (Γερμανία) επιστρέφουν για μία ακόμη φορά, πλέον με ακόμη περισσότερες διαθέσιμες διαδρομές, ενώ τώρα πλαισιώνονται από εξίσου μνημειώδεις πίστες όπως η Monza (Ιταλία), το Hockenheim (Γερμανία), η Suzuka (Ιαπωνία) και πολλές άλλες, ενίοτε μάλιστα στη retro εκδοχή τους! Στα αυτοκίνητα ξεχωρίζουν -αλφαβητικά και μεταξύ άλλων- μοντέλα της Audi, Aston Martin, BMW, Bugatti, Chevrolet, Dodge, Honda, Jaguar, Koenigsegg, Lamborghini, Maserati, McLaren, Mercedes-Benz, Mitsubishi, Nissan, Pagani, Porsche, Shelby, αρκετά εκ των οποίων είναι επίσης retro.
Σε συνέχεια των προαναφερθέντων, και με ακόμη πιο έντονο τρόπο, αυτό που εισάγει το νέο… παρακλάδι των Need for Speed είναι ένα εμφανώς αναβαθμισμένο μοντέλο χειρισμού και ένα κορυφαίο μοντέλο ζημιών, το οποίο σε καμία των περιπτώσεων δεν υπήρχε στον προκάτοχό του. Πλέον τα παρμπρίζ ραγίζουν, ρόδες φεύγουν, αεροτομές σπάζουν και τα αυτοκίνητα μπορούν να μετατραπούν σε μάζες σιδερικών, θυμίζοντας περισσότερο κουβάδες με τροχούς, παρά οχήματα. Στις περιπτώσεις αυτές, τούτο μπορεί να συνεπάγεται τεράστιες επιπτώσεις στην απόδοση του αυτοκινήτου έως και παντελή αδυναμία ολοκλήρωσης του αγώνα. Η δουλειά που έχει γίνει στον τομέα είναι πραγματικά εξαιρετική, ενώ η εικόνα που διαμορφώνεται είναι ακόμη καλύτερη όταν η συζήτηση περνά στο χειρισμό.
Παίζοντας σε Hard difficulty και -κυρίως- σε Elite Handling Mode (που σημαίνει ότι όλες οι βοήθειες είναι απενεργοποιημένες, αν και προσωπικά έκανα την παρασπονδία ενεργοποίησης της best line), διαπιστώνει κάποιος ότι το παιχνίδι δε συγχωρεί σχεδόν τίποτα, ιδίως σε ό,τι αφορά τον έλεγχο του αυτοκινήτου, τον οποίο μπορείς να χάσεις με χαρακτηριστική ευκολία. Κάθε όχημα συμπεριφέρεται πολύ διαφορετικά, ενώ ιδιαίτερη μεταχείριση απαιτούν τα πισωκίνητα, που ντεραπάρουν με το παραμικρό. Για να μη συμβαίνει αυτό, αλλά και στις υπόλοιπες περιπτώσεις (εμπροσθοκίνητα, τετρακίνητα), είναι πολύ σημαντικό το tuning. Και γίνεται ακόμη περισσότερο, καθώς αποδεικνύεται ότι το ίδιο αυτοκίνητο αντιδρά διαφορετικά σε κάθε πίστα, αναλόγως της μορφής της. Σε ό,τι με αφορά, πέρασα αρκετό χρόνο ρυθμίζοντας το εκάστοτε αμάξι ή αναζητώντας άλλο, καταλληλότερο, προκειμένου να επιτύχω το επιθυμητό setup και να έχω τη συμπεριφορά που ήθελα κάθε φορά. Ιδιαίτερα «έπαιξα» με παραμέτρους όπως Tire Pressure, Steering Lock, Toe Angle, Camber, Ride Height και Downforce. Κάθε τροποποίηση επηρεάζει άμεσα την αντίδραση του αυτοκινήτου και κάθε επαφή με αντίπαλο όχημα μπορεί να σου κοστίσει αρκετές θέσεις ή να σε στείλει εκτός κούρσας.
Πέραν της κάμερας από το cockpit, η οποία είχε επανέλθει στο πρώτο Shift εννιά χρόνια μετά το Need for Speed: Porsche Unleashed, αυτή τη φορά προστίθεται νέα, από το ίδιο το κράνος του οδηγού, κορυφώνοντας τα επίπεδα του ρεαλισμού, για όσους αρέσκονται σε τέτοια προοπτική. Επιπλέον, εισάγονται νυχτερινοί αγώνες, η μεγαλύτερη δυσκολία των οποίων έγκειται στην ορατότητα του παίκτη, καθώς πέραν των 100-150 μέτρων στα οποία φέγγουν οι προβολείς του αυτοκινήτου, υπάρχει σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολα τα πράγματα, ακόμη και με την αξιοποίηση της best line ως οδηγό αλλά και του mini map. Δεδομένα από την τηλεμετρία του αυτοκινήτου προσφέρονται έναντι του κλασικού καντράν στη διάρκεια του αγώνα, σε μία ακόμη προσθήκη του τίτλου σε σχέση με τον προκάτοχό του.
Ως προς τα race modes, πέραν εκείνων που επιστρέφουν, παρατηρούνται ορισμένες προσθαφαιρέσεις, καθώς έχουν εγκαταλειφθεί, μεταξύ άλλων, οι one on one αναμετρήσεις και το Lap Knockout Race. Αντιθέτως, προστίθενται Retro και Drag Races, το Standing Mile όπου κερδίζει η υψηλότερη τελική ταχύτητα, όπως επίσης διάφορα πρωταθλήματα, στα οποία δεσπόζον δύο της FIA, τα GT3 European Championship και GT1 World Championship. Τα τελευταία ξεκλειδώνουν διαδοχικά, το πρώτο καθώς ο gamer ανεβαίνει επίπεδα και κερδίζει σε προηγούμενες κατηγορίες αναλόγως του level στο οποίο βρίσκεται, και το δεύτερο από τη στιγμή που επικρατήσει στο πρώτο ή, αντ’ αυτού, σε σειρά αγώνων και τουρνουά με 100% upgraded αυτοκίνητα. Κατακτώντας το GT1 World είχα ήδη συμπληρώσει περισσότερες από 42 ώρες, ολοκληρώνοντας μόλις το 47% του career. Ο τίτλος έχει πραγματικά πολύ περιεχόμενο.
Στον οπτικοακουστικό τομέα έχει γίνει εξαιρετική δουλειά για μία ακόμη φορά, με την παράσταση να κλέβουν τόσο το προαναφερθέν μοντέλο ζημιών, πέραν της εντυπωσιακής λεπτομέρειας των αυτοκινήτων, όσο και ο ήχος των κινητήρων τους, ο οποίος παρουσιάζει έντονες διαφορές από το ένα στο άλλο. Τα upgrades επανέρχονται και πάλι, προσφέροντας τη δυνατότητα αναβάθμισης ορισμένων οχημάτων έως και κατά δύο κατηγορίες (A-B-C-D), κάτι που μπορεί να δώσει «εισιτήριο» για αγώνες ενός υψηλότερου επιπέδου, αλλά την ίδια στιγμή βάζει «stop» στη χρησιμοποίηση του ίδιο αμαξιού σε πίστες για οχήματα χαμηλότερου performance. Όσο το παιχνίδι προχωρά, ο παίκτης μπορεί να αγοράσει περισσότερα αυτοκίνητα με τα χρήματα που συγκεντρώνει, ενώ παράλληλα κερδίζει κάποια επιτυγχάνοντας στόχους. Γενικότερα, μια πίστα θεωρείται «περασμένη» εάν βρεθείς στο podium, ενώ αν πρόκειται για σειρά αγώνων με βαθμολογία, μετρούν προφανώς οι βαθμοί που έχεις συγκεντρώσει συνολικά.
Για τους λόγους που αναφέρθηκαν, έχω την αίσθηση ότι η κύρια πρόκληση του τίτλου έγκειται πρωτίστως στο χειρισμό του αυτοκινήτου, ειδικά αν κάποιος παίζει χωρίς βοήθειες, και δευτερευόντως στο AI των αντιπάλων, το οποίο δεν αποφεύγει πάντα τα λάθη, ούτε τις συγκρούσεις, ακόμη και στο υψηλότερο difficulty level. Παρότι, δε, ιδίως όταν προπορεύεται, αρχικό μέλημά του είναι η αποφυγή τρακαρισμάτων, δε βιάζεται πάντα να φρενάρει όταν σε ακολουθεί, με αποτέλεσμα ακόμη και μια ανεπαίσθητη επαφή να δύναται να σε πετάξει εκτός πίστας. Όλα αυτά ο gamer καλείται να τα λαμβάνει υπ’ όψιν στη διάρκεια των αγώνων, καθώς μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Το Shift 2: Unleashed ήταν το τελευταίο simulation εγχείρημα της οικογένειας των Need for Speed. Παρά το γεγονός αυτό, το συγκεκριμένο παιχνίδι αποδείχθηκε μια εξαιρετική προσθήκη, ανεξαρτήτως της απήχησης που είχε τελικά, η οποία σίγουρα δεν ήταν ανάλογη της ποιότητάς του. Εξέλιξε σημαντικά την παρακαταθήκη του προκατόχου του, ανανεώνοντας τα διαπιστευτήρια της Slightly Mad Studios πριν αυτή επανέλθει στο προσκήνιο την αμέσως επόμενη χρονιά, με το Test Drive: Ferrari Racing Legends, και το 2015, με το παρθενικό Project Cars για λογαριασμό της Bandai Namco.