Όταν το 1993 η LucasArts κυκλοφορούσε το Sam & Max Hit the Road, ίσως ούτε η ίδια μπορούσε να φανταστεί την απήχηση που θα είχε το πρωταγωνιστικό δίδυμο στους gamers της εποχής αλλά και λίγο αργότερα. Άλλωστε το παιχνίδι βασιζόταν στη γνωστή σειρά comics που κυκλοφορούσε από το 1987 και θα εξακολουθούσε μέχρι το 1997, ωστόσο ήταν η ποιότητα της μεταφοράς του, εκείνη που το κατέστησε σε βάθος χρόνου ένα από τα κλασικότερα adventures, αλλά και εμπορικά επιτυχημένο σύμφωνα με τον Steve Purcell, δημιουργό του franchise και εκ των game designers. Πλην όμως, η εγνωσμένης αξίας εταιρία ανάπτυξης επικεντρώθηκε εν τω μεταξύ σε άλλα, σπουδαία projects τα επόμενα χρόνια, μεταξύ των οποία τα Full Throttle (1995), The Curse of Monkey Island (1997) και Grim Fandango (1998). Κάπως έτσι τα «χρυσά» ‘90s παρήλθαν, ενώ το Escape from Monkey Island παρουσιάστηκε το 2000 ως το τέταρτο κεφάλαιο της αγαπημένης σειράς, και μάλιστα από τους επικεφαλής του Hit the Road, Sean Clark και Michael Stemmle, στην πρώτη συνεργασία τους σε τέτοιο επίπεδο μετά από επτά χρόνια. Πλην όμως, αυτή έμελλε να είναι και η τελευταία δουλειά της LucasArts, παρά τα αρχικά σχέδια.
Στις αρχές της νέας χιλιετίας οι Αμερικανοί έδειχναν να έχουν σχέδια για μια ανάλογη συνέχεια, πλην όμως τα πάντα ματαιώθηκαν. Συγκεκριμένα, δύο προσπάθειες αφορούσαν ένα sequel του Full Throttle, παρότι ο δημιουργός του, Tim Schafer, αποτελούσε ήδη παρελθόν, έχοντας ιδρύσει τη δική του εταιρία ανάπτυξης, Double Fine Productions (2000). Το τρίτο εγχείρημα προέβλεπε την αναβίωση του Sam & Max περίπου δέκα και πλέον χρόνια μετά το original, το οποίο πρόσφατα (2002) είχε επανακυκλοφορήσει πλέον και στα Windows. Ατυχώς, το συγκεκριμένο project ναυάγησε ομοίως το 2004, παρότι είχε ήδη προλάβει να παρουσιαστεί στην E3 της προηγούμενης χρονιάς. Οι συγκεκριμένες εξελίξεις οδήγησαν σε μαζικές αποχωρήσεις δημιουργών από τη LucasArts, από τη στιγμή που η τελευταία έδειχνε να εγκαταλείπει πλέον τα adventures. Τρεις εξ αυτών, οι Dan Connors, Kevin Bruner και Troy Molander, αποφάσισαν άμεσα την ίδρυση της Telltale Games, συγκεντρώνοντας γύρω τους μια σειρά γνώριμων συνεργατών, προκειμένου να συνεχίσουν να υπηρετούν το genre μέσα από μια ανανεωμένη προσέγγιση, τόσο στον οπτικό τομέα όσο και στο gameplay του, το οποίο ο χρόνος θα αποδείκνυε πως θα γινόταν πιο προσιτό σε νεότερους… και νεαρότερους παίκτες.
Εντός της πρώτης διετίας η νεοσύστατη εταιρία παρουσίασε τέσσερεις τίτλους και παράλληλα τη δική της game engine, γνωστή ως Telltale Tool, επάνω στην οποία θα «έχτιζε» όλα τα projects της στο μέλλον. Το πρώτο game ήταν ένα poker, ονόματι Telltale Texas Hold'em. Ακολούθησε το πρώτο αυτοτελές κεφάλαιο του Bone, Out from Boneville, και λίγους μήνες αργότερα το δεύτερο, Bone: The Great Cow Race, ολοκληρώνοντας έτσι το πρώτο παιχνίδι «περιπέτειας» της Telltale. Νωρίτερα είχε μεσολαβήσει το CSI: 3 Dimensions of Murder, το πρώτο εκ των δύο first-person adventures των Αμερικανών developers (το δεύτερο ήταν το sequel του), χωρισμένο σε έξι υποθέσεις. Σε ό,τι αφορά το Sam & Max franchise, η ακύρωση ενός δεύτερου παιχνιδιού από τη LucasArts κακοφάνηκε στον Purcell, ο οποίος, με το που έληξε η σχετική άδεια της εταιρίας στα μέσα του 2005, μεταβίβασε τα δικαιώματα στην Telltale, αρκετούς συντελεστές της οποίας γνώριζε ήδη από το κοινό παρελθόν τους στον προηγούμενο σταθμό της καριέρας τους· παρελθόν, που δεν περιοριζόταν στο Sam & Max.
Κάπως έτσι άνοιξε με κάθε… επισημότητα ένας νέος κύκλος στα adventures, ταυτόσημος των παιχνιδιών της Telltales, η οποία μάλιστα από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας σχεδόν εξάλειψε πλέον το στοιχείο των γρίφων, περνώντας κατ’ εξοχήν στην κατηγορία των αφηγηματικών τίτλων «περιπέτειας». Πριν συμβεί αυτό, ωστόσο, τούτος ο κύκλος θεμελιώθηκε σε μεγάλο βαθμό επάνω στην επαναφορά της σειράς Sam & Max, η οποία κατά κάποιον τρόπο καθιέρωσε την εταιρία στο χώρο, καθώς μέσα σε τέσσερα χρόνια (2006-2010) παρουσίασε τρεις σεζόν, αποτελούμενες από έξι επεισόδια την πρώτη φορά και από πέντε στις επόμενες δύο. Συγκεκριμένα, η παρθενική ήταν επί της ουσίας η πρώτη «μεγάλη» δουλειά της Telltale, υιοθετώντας ένα στυλ το οποίο θα τη χαρακτήριζε μελλοντικά, με τα puzzles να διατηρούνται, έστω και αισθητά απλουστευμένα, μέχρι την εξέλιξή του σ’ αυτό που παρουσίασε η πρώτη The Walking Dead σεζόν (2012).
Τα έξι επεισόδια του πρώτου παιχνιδιού, το οποίο αρχικά έγινε γνωστό ως Sam & Max: Season One πριν μετονομαστεί αργότερα σε Sam & Max Save the World, κυκλοφόρησαν σε διάστημα ισάριθμων μηνών κατά την περίοδο 2006/07, δηλαδή 13 ολόκληρα χρόνια μετά τον original τίτλο, ο οποίος εισήγαγε τους δύο αγαπημένους πρωταγωνιστές στη gaming βιομηχανία. Για τις ανάγκες του project ένωσαν τις δυνάμεις τους παλαιοί γνώριμοι αλλά και νέοι συντελεστές, των οποίων το μέλλον στην εταιρία επρόκειτο να είναι αξιοσημείωτο, ειδικά κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια. Επικεφαλής ως designers και writers τέθηκαν οι Dave Grossman και Brendan Q. Ferguson, πρώην στελέχη της LucasArts. Για τον πρώτο οι συστάσεις περιττεύουν, καθώς το κυρίως βιογραφικό του αρχίζει από το 1990, όταν υπέγραφε το Secret of Monkey Island ως co-writer και co-programmer, ενώ τη χρονιά του Hit the Road ο ίδιος ήταν μαζί με τον Tim Schafer συνδημιουργός του έτερου παιχνιδιού της LucasArts, Maniac Mansion: Day of the Tentacle. Ο δε Ferguson είχε εργαστεί ως προγραμματιστής στο Star Wars: Obi-Wan (2001), ένα action-adventure αποκλειστικά για Xbox, και το Gladius (2003), tactical RPG στις κονσόλες της ίδιας γενιάς.
Εγγυητής του ύφους της πρώτης σεζόν του Sam & Max δε θα μπορούσε να είναι άλλος από τον ίδιο τον εμπνευστή του franchise, Steve Purcell, ο οποίος λαμβάνει επίσης credits designer και writer σε κάθε επεισόδιο, όπως κατά περίπτωση και τρεις ακόμη developers, μεταξύ των οποίων ο Chuck Jordan. Ο τελευταίος αναφέρεται εξαιρέτως διότι το 2001, μαζί με τον Purcell, δούλευαν επάνω σε ένα sequel του από το 1993 τίτλου, όταν χρεωκόπησε η Infinite Machine, εταιρία που θα το ανέπτυσσε, κι έτσι το project μοιραία εγκαταλείφθηκε. Art director είναι ο David Bogan, ο οποίος είχε προλάβει να εργαστεί στα τελευταία τρία adventures της LucasArts. Σε επίπεδο έμψυχου δυναμικού, δύσκολα θα μπορούσε να εντοπίσει κάποιος κάτι αντιπροσωπευτικότερο της τελευταίας απ’ ό,τι στην Telltale, με μόνη εξαίρεση ίσως τη Double Fine του Schafer. Ανεξαρτήτως αυτών, η παρθενική επιχείρηση της εταιρίας στο σύμπαν του Sam & Max επρόκειτο να είναι η πρώτη από τις μόλις δύο φορές στην πλουσιότατη παρουσία της στο χώρο, όπου μια σεζόν της εκτάθηκε σε έξι επεισόδια. Η δεύτερη ακολούθησε οκτώ χρόνια αργότερα, όταν κατά τα έτη 2014/15 παρουσιάστηκε η πρώτη και τελευταία Game of Thrones season, στην οποία έχουμε αναφερθεί εκτενώς κατά το παρελθόν. Εξαιρούνται τα επτά επεισόδια του Law & Order: Legacies (2011/12), τα οποία όμως κυκλοφορούσαν σταθερά σε iOS πρώτα.
Το απλοποιημένο gameplay σε σχέση με τα κλασικά point & click adventures του παρελθόντος ή ακόμη και της ίδιας περιόδου, και η κατακόρυφη μείωση του βαθμού δυσκολίας, σε συνδυασμό με τα 3D περιβάλλοντα, συνθέτουν το περίγραμμα όχι μόνο του Sam and Max: Season One, αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας των επομένων παιχνιδιών της Telltale. Στην προκειμένη περίπτωση το περί ου ο λόγος ύφος της σειράς επιστρέφει αναλλοίωτο μέσα από τους δύο… ιδιαίτερους αστυνομικούς της Freelance Police (αυτός ήταν ο υπότιτλος του ακυρωθέντος sequel της LucasArts), τον ανθρωμόμορφο σκύλο ονόματι Sam και το λαγόμορφο, ονόματι Max, με τα μεγάλα αυτιά και την έμφυτη ροπή προς τη βία! Το concept του παιχνιδιού δε θα μπορούσε να είναι κάτι άλλο από εντελώς σουρεαλιστικό, θυμίζοντας συχνά ως στυλ τηλεοπτικά κινούμενα σχέδια, με συνοπτικά φινάλε κάθε φορά κατά την επίλυση ενός μυστηρίου ή την αντιμετώπιση του εκάστοτε κακού, δίχως επιπλέον… δράμα. Παρεμπιπτόντως, κατά τη σεζόν 1997/98 είχε υπάρξει μία και μοναδική σχετική τηλεοπτική σειρά.
Τα έξι επεισόδια του τίτλου συνδέονται χαλαρά μεταξύ τους καθώς, κατά τα φαινόμενα, πράγματα εξυφαίνονται στο παρασκήνιο. Οι δύο ήρωες καλούνται να αντιμετωπίσουν διαφορετικές προκλήσεις κάθε φορά, οι οποίες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: σχετίζονται με το στοιχείο του υπνωτισμού κάποιων NPCs, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Σ’ αυτές τις ξεχωριστές περιπέτειες, Sam και Max θα έχουν την ευκαιρία να γνωρίσουν ορισμένους απίθανους χαρακτήρες, οι οποίοι κατά κανόνα επανέρχονται και αναδεικνύονται πάντοτε από το απολαυστικό για τις ανάγκες του παιχνιδιού voice acting. Όλα τα επεισόδια είναι σχετικά μικρά σε διάρκεια, ωστόσο η σεζόν στο σύνολό της ικανοποιεί ως προς αυτό, ιδίως αν κάποιος θελήσει να εξαντλήσει κάθε πιθανό και… απίθανο διάλογο -υπάρχουν άλλωστε ουκ ολίγοι από δαύτους, πόσο μάλλον αν δυσκολευτεί και κάπου… όσο δύσκολο κι αν φαντάζει κάτι τέτοιο. Όπως στο παρελθόν, έτσι και τώρα, playable character είναι μόνο ο Sam, πλέον με τη δυνατότητα ελέγχου των αποκρίσεων και του Max σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ως προς την προσέγγιση κάθε κεφαλαίου, η δημιουργία της Telltale ακολουθεί ένα συγκεκριμένο μοτίβο σε μόνιμη βάση. Η δράση ξεκινά κατά κανόνα από το γραφείο των δύο πρωταγωνιστών, το οποίο αποτελεί πιστή μεταφορά του αντίστοιχου που γνωρίσαμε στο game του 1993. Αυτή τη φορά, ωστόσο, ο δρόμος έξω από αυτό έχει διευρυνθεί προς τη μία και την άλλη κατεύθυνση, προκειμένου να καταλαμβάνει όλη την πλευρά του τετραγώνου. Στις δύο γωνίες βρίσκονται ισάριθμα καταστήματα. Στη μία, ένα ψιλικατζίδικο, του οποίου ο ιδιοκτήτης, ονόματι Bosco, έχει πάντοτε να πουλήσει σε εξωφρενική τιμή κάτι που χρειάζονται οπωσδήποτε Sam και Max για την αποστολή τους. Στην άλλη, ένα γραφείο του οποίου η ιδιοκτήτρια, ονόματι Sybil…Pandemik, δεν προλαβαίνει να αλλάζει επάγγελμα κάθε φορά, αλλά έχει πάντοτε ένα ρόλο να διαδραματίσει στην ιστορία. Εκτός των χώρων αυτών υπάρχει και ένας εξωτερικός, που αφορά διαφορετική περιοχή ανά επεισόδιο, αναλόγως των αναγκών του σεναρίου. Η διάρκεια κάθε επεισοδίου κυμαίνεται κατά κανόνα μεταξύ δύο και τρεισήμισι ωρών, αν και το δεύτερο όριο ενδιαφέρει μόνο όσους κολλήσουν σε δυο-τρία σημεία. Μάλιστα στο πέμπτο κεφάλαιο, ίσως το πιο ενδιαφέρον και ευρηματικό όλων, με ορισμένες πολύ ευχάριστες εκπλήξεις, προσωπικά χρειάστηκα ισάριθμες ώρες, έχοντας δυσκολευτεί… αδικαιολόγητα, ιδίως σε ένα προφανές αίνιγμα. Συνολικά, για την ολοκλήρωση της πρώτης σεζόν απαιτήθηκαν στην περίπτωσή μου κάτι λιγότερο από 20 ώρες.
Πιστό στην ιδιοσυγκρασία των πρωταγωνιστών του, το παιχνίδι χαρακτηρίζεται από έντονη σάτιρα προς τον αμερικανικό τρόπο ζωής και σκέψης αλλά και ένα ιδιαίτερα καυστικό χιούμορ, προσδίδοντας το… spicy χαρακτηριστικό που κάνει το franchise ξεχωριστό. Στο voice act δεν επανέρχονται οι ηθοποιοί του παρελθόντος, δίχως ωστόσο να αλλάζει κάτι είτε προς την αποτύπωση είτε προς την επίδοση τόσο του Sam όσο και του Max. Τον πρώτο υποδύεται ο David Nowlin, ενώ για τον δεύτερο έχουν επιστρατευτεί δύο άτομα: στο πρώτο επεισόδιο ο Andrew Chaikin, ο οποίος αντικαταστάθηκε για λόγους υγείας, αλλά στο μέλλον συμμετείχε σε ουκ ολίγα games της Telltale. Τη θέση του παίρνει ο William Kasten.
Το πιο δυνατό χαρακτηριστικό του ήχου δεν είναι άλλο από το υποδειγματικό jazz soundtrack του Jared Emerson-Johnson, μόνιμου συνεργάτη της εταιρίας από την πρώτη στιγμή, με υπέροχες συνθέσεις συνολικής διάρκειας περίπου 2,5 ωρών(!), που συμβάλλουν τα μέγιστα στη retro ατμόσφαιρα της σειράς, στην οποία δεσπόζει βεβαίως ένα DeSoto Adventurer, πολυτελές αυτοκίνητο παραγωγής στα τέλη της δεκαετίας του ’50, το οποίο οι δύο ήρωες χρησιμοποιούν για τις μετακινήσεις τους, γνώριμο ήδη από το original game. Δίχως να καθυστερήσει, η Telltale Games δρομολόγησε τις διαδικασίες για την παρουσίαση της δεύτερης σεζόν του Sam & Max, το πρώτο επεισόδιο της οποίας κυκλοφόρησε μόλις 6,5 μήνες μετά την ολοκλήρωση της πρώτης. Η ιστορία θα αποδείκνυε αυτό ως το μεγαλύτερο franchise των Αμερικανών developers σε αριθμό επεισοδίων, έως ότου το Walking Dead διαμόρφωνε νέα δεδομένα κατά την επόμενη δεκαετία…