Είναι γεγονός ότι δε μπορώ να θεωρηθώ παλιά καραβάνα στο Need for Speed, την πλέον ιστορική σειρά arcade racing, καθώς η επαφή μου μ’ αυτήν ξεκινά από τις αρχές της νέας χιλιετίας, με το Porsche Unleashed, και όχι νωρίτερα. Εν τούτοις, και πάλι δίχως να έχω παίξει όλα τα παιχνίδια που ακολούθησαν έκτοτε, δηλώνω ένθερμος υποστηρικτής της, ακόμη κι αν δεν έλειψαν οι τίτλοι που επικρίθηκαν αρκετά από reviewers και κοινό. Παρότι σε τέτοιες περιπτώσεις συνηθίζεται, πριν από οτιδήποτε άλλο, να ακολουθεί -σχεδόν πάγια- μια αναφορά στα κορυφαία games του δημοφιλούς franchise, τούτη τη φορά θα το αποφύγω και μαζί μια ακόμη έκθεση ιδεών από την αφεντιά μου.
Άλλωστε όλα αυτά έχουν μικρή σημασία όταν ανάβουν οι κινητήρες και εκατοντάδες άλογα κάτω από το καπό αρχίζουν να «βρυχώνται», με τα φρένα να παίρνουν «φωτιά» και το αμάξι να χάνεται στον ορίζοντα από την ώθηση που του χαρίζει απλόχερα η νιτρομπουκάλα. Τα Need for Speed εγγυώνται σε απόλυτο βαθμό όλα τα παραπάνω, και τα υπόλοιπα είναι μάλλον για λαϊκή κατανάλωση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν υπάρξει και υπερτιμημένα games της σειράς. Στην περίπτωση του The Run όμως δε συνέβη κάτι τέτοιο, καθώς οι κριτικές που έλαβε παγκοσμίως ήταν σχετικώς μέτριες. Προσωπικά, το απόλαυσα ιδιαίτερα σε μια προσπάθεια να… καλύψω κενά των τελευταίων 15 χρόνων.
Σε μια τριετία κατά την οποία τα games της σειράς έβγαιναν με συχνότητα μεγαλύτερη των… Assassin’s Creed τίτλων, το Need for Speed: The Run ήταν το έκτο και τελευταίο μεταξύ 2009-2011. Πιστεύω ότι οι περισσότεροι πάντοτε αναζητούν έστω και ένα υποτυπώδες σενάριο σε τέτοιου είδους παιχνίδια και, προς τέρψιν όλων αυτών, το συγκεκριμένο κεφάλαιο τους το προσφέρει. Ο πρωταγωνιστής μας ονομάζεται Jack Rourke και για κακή του τύχη έχει μπλεξίματα με τη μαφία του Σαν Φρανσίσκο. Ακόμη χειρότερα, χρωστάει χρήματα που δε μπορεί να πληρώσει, με αποτέλεσμα να βρεθεί ένα βήμα πριν τη δολοφονία του. Την τελευταία στιγμή καταφέρνει να γλυτώσει και πλέον το μόνο που έχει να κάνει είναι να εξαφανιστεί άμεσα από την πόλη.
Πριν συμβεί αυτό, συναντά τη Σαμ, φίλη και πρώην του, η οποία τον ενημερώνει για έναν μεγάλο αγώνα ο οποίος βρίσκεται σε εξέλιξη, έναν coast to coast μαραθώνιο, από τη μία άκρη των Η.Π.Α. στην άλλη, κοινώς από το Σαν Φρανσίσκο μέχρι τη Νέα Υόρκη. Το χρηματικό έπαθλο είναι τεράστιο και αν κερδίσει θα καταφέρει να «ξελασπώσει» για τα καλά. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι ο ίδιος βρίσκεται ήδη πάρα πολύ πίσω και θα πρέπει να καλύψει το χαμένο έδαφος, μια απόσταση μεγαλύτερη των 4.800 χιλιομέτρων και 210 οδηγών οι οποίοι προπορεύονται! Ο ίδιος ο Jack, όμως, στην πραγματικότητα βρίσκεται στο στοιχείο του και κάπου εκεί ξεκινά η πραγματική δράση.
Σε αντίθεση με τις κούρσες σε κλειστές πίστες ή σε δρόμους αποκλειστικά εντός μιας πόλης ή πέριξ αυτής, το The Run προσφέρει ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό tour -πάντοτε σε ξέφρενους ρυθμούς- σε διάφορες περιοχές που διασχίζει, περιλαμβάνοντας πληθώρα αξιοπρόσεκτων τοπίων, όσο αυτό είναι δυνατό εν ώρα αγώνα. Απέραντες πεδιάδες, ανθισμένοι κάμποι, χιονισμένα βουνά, η έρημος της Νεβάδα και η ιστορική «Κοιλάδα του Θανάτου», δασώδεις εκτάσεις και επικίνδυνες λοφοπλαγιές, εκτείνονται μαζί με πολλά άλλα μεταξύ των ακτών του Ειρηνικού και Ατλαντικού ωκεανού. Ο gamer θα κληθεί να τρέξει στην άσφαλτο τεραστίων εθνικών οδών -και όχι μόνο, σε γλιστερούς χωματόδρομους καθώς επίσης σε παγωμένες περιοχές όπου το παραμικρό λάθος μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή του οχήματος, κάτι το οποίο απαιτεί σφοδρότατη σύγκρουση για να συμβεί, σε αντίθεση επί παραδείγματι με το Most Wanted του 2012, που είχε ακολουθήσει και βρισκόταν στο άλλο άκρο. Τα έντονα καιρικά φαινόμενα παίζουν σημαντικό ρόλο στις περιπτώσεις που προκύπτουν, με έμφαση στις αμμοθύελλες και χιονοθύελλες, ακόμη και τον ήλιο όταν «χτυπάει» καταπρόσωπα, περιορίζοντας σημαντικά την ορατότητα, ενώ υπάρχουν και αγώνες κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Βρήκα το παιχνίδι ιδιαίτερα εντυπωσιακό, με εκρηκτικές καταδιώξεις από αστυνομία και μαφία και μερικές φυσικές -ή και όχι τόσο- παγίδες να προστίθενται στη διάρκεια ορισμένων αγώνων αυξάνοντας τον ήδη υψηλό βαθμό πρόκλησης, τουλάχιστον σε hard difficulty level. Χρειάστηκα περίπου 12,5 ώρες για να δω τους τίτλους τέλους, με κάποιες κούρσες να με παιδεύουν πολύ και ιδιαίτερα ορισμένες στις οποίες έπρεπε να προλάβω να φτάσω εγκαίρως από το ένα checkpoint στο άλλο. Διαφωνώντας κάθετα με τη λογική των resets σε οποιοδήποτε racing (δεν παίζουμε Prince of Persia), περιορίστηκα στην αναγκαστική, αυτόματη χρησιμοποίησή τους μετά από συγκρούσεις ή κάποιο εκπρόθεσμο πέρασμα. Στο hard υπάρχουν τρία διαθέσιμα, ενώ φαντάζομαι ότι τα πράγματα γίνονται υπερβολικά απαιτητικά παίζοντας σε extreme difficulty, το οποίο όμως ξεκλειδώνει μόνο μετά από ένα πρώτο playthrough του παιχνιδιού, σε οποιοδήποτε επίπεδο δυσκολίας. Στο extreme υπάρχει μόνο ένα reset για να επιστρέψεις σε προηγούμενο checkpoint, κι από εκεί και πέρα ξεκινάς την κούρσα από την αρχή έχοντας να αντιμετωπίσεις ακόμη ταχύτερους αντιπάλους. Είναι ένα level που δοκιμάζει τις αντοχές όποιου το επιχειρήσει, με τους αντιπάλους οδηγούς αυτή τη φορά να αξιοποιούν κι εκείνοι τους παραδρόμους των διαδρομών ώστε να φτάσουν συντομότερα στον τερματισμό.
Το The Run διαθέτει μια πλειάδα αυτοκινήτων, τα οποία σε συνολικό αριθμό, σε όλες τις Editions και μαζί με τα DLCs, ανέρχονται στα 174, με εταιρίες-κολοσσούς -πλην Ferrari- να δίνουν και πάλι δυναμικό «παρών». Στο δικό μου playthrough έτρεξα με ελάχιστα, επιλέγοντας μεταξύ αυτών που προσέφερε ανά διαστήματα η ιστορία, καθώς και ένα ακόμα που διάλεξα μπαίνοντας σε gas station, κατά τη διάρκεια κούρσας. Ο χειρισμός διαφέρει από όχημα σε όχημα, ενώ επίσης διαφορετική είναι η αντίδρασή τους ανάλογα με την επιφάνεια του οδοστρώματος. Ο πρωταγωνιστής καλείται σε κάθε αγώνα να τερματίσει πρώτος, μπροστά από έναν συγκεκριμένο αριθμό οδηγών, ο οποίος μπορεί να είναι από ένας μέχρι δέκα, σκαρφαλώνοντας έτσι σιγά-σιγά στην κατάταξη. Υπάρχουν οι κούρσες όπου θα δώσει τη μάχη με το χρόνο, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, καθώς επίσης κι εκείνες στις οποίες θα πρέπει να βρίσκεται μπροστά από έναν αντίπαλο όταν η αντίστροφη μέτρηση μηδενίζεται.
Πέραν των αγώνων, το παιχνίδι αυτό συμπεριλαμβάνει και ορισμένες σεκάνς δράσης εκτός αυτοκινήτου, σε κάποιες απλές, αλλά τεχνικά άρτιες περιπτώσεις στις οποίες συνήθως ο Jack προσπαθεί να ξεφύγει από κάποιον ή κάτι. Τα quick time events έχουν την τιμητική τους εν προκειμένω, σε μια γενικότερη προσπάθεια του The Run να εισάγει καλύτερα τον gamer στο «πετσί» του ρόλου του πρωταγωνιστή, αν και είναι αλήθεια ότι χρειάζονταν περισσότερες «πινελιές» στο συγκεκριμένο τομέα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δύσκολα θα βαρεθεί κάποιος τους αγώνες του story mode -ακόμη κι αν δεν υπάρχει μεγάλη ποικιλία- καθώς οι τοποθεσίες είναι διαφορετικές και κάθε κούρσα διαφέρει από την προηγούμενη.
Μόνο προς το τέλος ένιωσα ότι δύο-τρεις αγώνες εντός της Νέας Υόρκης ήταν ακριβώς ίδιοι με αντίστοιχους στο Σικάγο ή το Σαν Φρανσίσκο (δε θυμάμαι ακριβώς), αλλά με διαφορετική φορά. Πολύ καλό είναι επίσης το soundtrack που συνοδεύει τον τίτλο, φέρον τη σφραγίδα του συνθέτη Brian Tyler, γνωστού από τη δουλειά του σε πλήθος ταινιών του Hollywood και φυσικά σε αρκετά Fast & Furious, με τη δουλειά του στο The Run να παραπέμπει άμεσα στο Fast Five, για ευνόητους λόγους, το οποίο μάλιστα είχε βγει στο σινεμά λίγους μήνες νωρίτερα. Οι ορχηστρικές αυτές συνθέσεις πλαισιώνονται από ορισμένα απολύτως ταιριαστά τραγούδια που παίζουν σε κάποιους αγώνες, εκ των οποίων ξεχώρισα αυτά της country music ενώ περνούσα μέσα από αγρούς! Άλλη φάση!
Πέραν της κεντρικής ιστορίας υπάρχουν και τα πολλά challenges του παιχνιδιού, που γίνονται διαθέσιμα όσο προχωρά η πρώτη, με έπαθλο μετάλλια (χάλκινο, αργυρό, χρυσό, πλατινένιο), και υπόσχονται να κρατήσουν τους ενδιαφερόμενους για πολλές ώρες ακόμα. Σε γενικές γραμμές δεν εντόπισα το περιβόητο Rubber band A.I. ή αλλιώς catch up, που δεν επιτρέπει σε κανέναν οδηγό να ξεμακρύνει από τον άλλο, και το οποίο έχει παρατηρηθεί σε άλλα παιχνίδια της σειράς. Αυτό που με ενόχλησε ωστόσο είχε να κάνει με συγκεκριμένες κινηματογραφικού τύπου και πολύ εντυπωσιακές σκηνές δευτερολέπτων στη διάρκεια μιας κούρσας. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτές μπορούσαν να εκμηδενίσουν μια πιθανή δημιουργηθείσα διαφορά μεταξύ δύο αυτοκινήτων, απλώς και μόνο γιατί έπρεπε να παιχτεί σκηνή μεταξύ τους. Ανεξαρτήτως αυτού, οι συγκεκριμένες σκηνές έχουν να δώσουν, ιδίως σε στιγμές καταδιώξεων όπου ενίοτε εμπλέκεται ακόμη και ελικόπτερο, όπως προδίδει το ίδιο το εξώφυλλο του παιχνιδιού. Εν κατακλείδι, το Need for Speed: The Run μπορεί να μην είναι ο κορυφαίος τίτλος του franchise, πιστεύω όμως ότι απετέλεσε μια πολύ αξιόλογη συνέχεια, με ενδιαφέρουσα θεματική προσέγγιση.