Φτάνοντας στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ουδείς μπορούσε πλέον να αμφισβητήσει ότι από άποψη αναγνώρισης και ποιότητας των τίτλων της, τα adventures της LucasArts είχαν κυριαρχήσει στην κατηγορία λαμβάνοντας άτυπα τα σκήπτρα από τη Sierra On-Line. Από τα Monkey Island και τα Indiana Jones έως το Sam & Max, το Maniac Mansion και το sequel του, Day of the Tentacle, τα παιχνίδια της πρώτης επρόκειτο να χαρακτηρίσουν το genre και να μνημονεύονται έως σήμερα από τους λάτρεις του είδους. Remakes και remasters ορισμένων εξ αυτών καθώς επίσης η συνέχιση κάποιων εκ των franchises, όπως προέκυψαν τα τελευταία 15 χρόνια, έδωσαν την ευκαιρία σε νεότερους να μάθουν περισσότερα για τα συγκεκριμένα games, και σε παλιούς να βιώσουν ξανά την εμπειρία του παρελθόντος, «παντρεύοντας» τη νοσταλγία με τις σύγχρονες τεχνολογικές δυνατότητες.
Παρατηρώντας αποστασιοποιημένα κάποιος την πορεία της LucasArts στα ‘90s διαπιστώνει, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα κάτι, ότι η εταιρία είχε αισθητά μεγαλύτερη παραγωγή κατά το πρώτο ήμισυ έναντι του δευτέρου. Συγκεκριμένα, και για τους λάτρεις των αριθμών, ενώ στο διάστημα 1990-93 κυκλοφόρησε συνολικά έξι τίτλους, κατά την περίοδο 1994-99 διέθεσε στην αγορά μόλις τέσσερεις. Μάλιστα το 1994, 1996 και 1999 ήταν οι μόνες χρονιές στη 15ετή παρουσία των Αμερικανών στα adventures (1986-2000) που δεν παραδόθηκε στον κόσμο ένα νέο παιχνίδι. Στα πράγματα που έχουν μεγαλύτερη σημασία, ωστόσο, ίσως λόγω θεματολογίας, ίσως συγκυριών και κατάλληλου timing, τα games που κυκλοφόρησαν στο διάστημα αυτό σηματοδότησαν την πλέον επιτυχημένη εμπορικά περίοδο της εταιρίας, με πωλήσεις που ξεπέρασαν κάθε δικό της προηγούμενο.
Το 1995 συμπληρώνονταν δύο χρόνια από το release του Day of the Tentacle, ενός εξαιρετικού παιχνιδιού, με έξυπνους γρίφους και απολαυστικό χιούμορ, η πορεία του οποίου όμως δεν ήταν ανάλογη, καθώς δεν πούλησε παρά μερικές δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα. Το συγκεκριμένο ήταν το πρώτο project του οποίου ηγείτο ο Tim Schafer, έστω και μαζί με έναν ακόμα συνεργάτη, τον Dave Grossman, ωστόσο πλέον η LucasArts του εμπιστευόταν αποκλειστικά ένα από τα επόμενα παιχνίδια της. Ο λόγος για το Full Throttle· adventure το οποίο εισήγαγε νέα δεδομένα στο χώρο, έχοντας ένα διαφορετικό προσανατολισμό, έτσι ώστε να μπορεί σήμερα να ισχυριστεί κάποιος με σχετική βεβαιότητα ότι ο τίτλος ήταν αρκετά μπροστά για την εποχή του, δίχως πάλι αυτό να συνεπάγεται ότι τα πάντα κινήθηκαν απαραίτητα προς τη δέουσα κατεύθυνση.
Αδιαμφισβήτητα, πάντως, όπως αποδείχθηκε και από την τεράστια ανταπόκριση που υπήρξε, το concept του game ήταν με μεγάλη διαφορά ό,τι πιο εμπορικό είχε να επιδείξει η LucasArts έως εκείνο το σημείο, παρότι η πρώτη αντίδρασή της στη σχετική πρόταση του Schafer ήταν σκωπτική. Ο τελευταίος, σε συνέντευξή του πολλά χρόνια αργότερα, σημείωσε ότι έως το Full Throttle και τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα παιχνίδια της εταιρίας, οι gamers είχαν συνηθίσει να ελέγχουν ως πρωταγωνιστές «αγαπητούς losers». Στην προκειμένη περίπτωση, ωστόσο, η στροφή που πραγματοποιήθηκε ήταν 180 μοιρών. Παρά τις χιουμοριστικές πινελιές, το ύφος σοβάρεψε απότομα, κινούμενο σε πολύ πιο ρεαλιστικές διαστάσεις. Το σκηνικό που στήθηκε είχε έντονα underground χαρακτηριστικά, ενώ ο playable χαρακτήρας ήταν επί της ουσίας ένας αντιήρωας, ο ορισμός του badass, επικεφαλής συμμορίας μηχανόβιων, με μοναδικό σπίτι του την εντυπωσιακή, μεγάλου κυβισμού μηχανή του. Το όνομα αυτού, Ben!
Πριν από λίγα μόλις χρόνια, αλλά συνολικά 22 μετά από εκείνη την κυκλοφορία, ο Tim Schafer διά της εταιρίας του, Double Fine Productions, έχοντας κατορθώσει να εξασφαλίσει σχετική άδεια της… δημιουργίας του από τη Disney πλέον -η οποία ήδη από το 2012 είχε απορροφήσει τη Lucasfilm και ασφαλώς όλα τα τμήματά της, ανέλαβε την επεξεργασία και διάθεση μιας remastered έκδοσης του Full Throttle. Το release αυτής έγινε εν έτει 2017, ενώ την προηγούμενη χρονιά είχε κυκλοφορήσει επίσης το remaster του Day of the Tentacle και το 2015 εκείνο του Grim Fandango, δηλαδή τα τρία projects των οποίων επικεφαλής ήταν ο Αμερικανός developer όταν εργαζόταν στη LucasArts. Η προσπάθειά του για την πραγματοποίηση των συγκεκριμένων επανεκδόσεων και συγκεκριμένα των δύο τελευταίων, ήταν απόρροια της ένθερμης υποδοχής που έτυχε από τους fans το remaster του Grim Fandango, αποτυπώνοντας εν προκειμένω για μία ακόμη φορά την αγάπη και το μεράκι του για games τα οποία έχει κάθε δικαίωμα να θεωρεί «παιδιά του».
Τα ασυγκρίτως βελτιωμένα γραφικά και εν τοιαύτη περιπτώσει ο εντυπωσιακά εμπλουτισμένος ηχητικός τομέας του Full Throttle Remastered καταφέρνουν να αναδείξουν το παιχνίδι σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, διατηρώντας παράλληλα αναλλοίωτη τη retro, απολύτως cult αίσθηση και αισθητική του παρελθόντος, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας ανά πάσα ώρα και στιγμή στη διάρκεια του playthrough με το πάτημα ενός πλήκτρου, το οποίο τον μεταφέρει αυτομάτως από την καινούρια έκδοση στην παλιά και πάλι πίσω. Η υπόθεση του παιχνιδιού θεωρείται και είναι ένα από τα δυνατότερα χαρακτηριστικά του, λαμβάνοντας χώρα κάποια στιγμή στο μέλλον, σε μια εναλλακτική πραγματικότητα κατά δήλωση του writer, designer και project leader, και όχι σε ένα post-apocalyptic περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η ύπαρξη hovercrafts ως οχημάτων μεταφοράς, πέραν των αυτοκινήτων και ασφαλώς των θηριωδών μηχανών.
Η ιστορία θέλει τον Ben και τη συμμορία του να προσεγγίζονται σε ένα bar από τον Malcolm Corley, ιδρυτή και ιδιοκτήτη του τελευταίου εργοστασίου κατασκευής μοτοσυκλετών στη χώρα, του οποίου οι μέρες λιγοστεύουν. Αν και ηλικιωμένος, ο ίδιος δείχνει ιδιαίτερα προσφιλής και ευπροσήγορος, όχι όμως ο Adrian Ripburger, Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος στην εταιρία του πρώτου, ο οποίος και τον ακολουθεί. Σε μια κατ’ ιδίαν συνομιλία, όταν ο Ben αρνείται στον Ripburger να τους συνοδεύσει με την ομάδα του στο συνέδριο των μετόχων της εταιρίας, την επόμενη στιγμή βρίσκεται λιπόθυμος από πισώπλατο χτύπημα. Από την πρώτη στιγμή γίνεται ξεκάθαρο ότι οι σκοποί του Αντιπροέδρου της Corley Motors είναι σκοτεινοί. Ζητά από τους αχυρανθρώπους του να εξαφανίσουν σε πρώτη φάση το σώμα του Ben, ενώ ο ίδιος επιστρέφει στο μπαρ για να μηνύσει στην υπόλοιπη συμμορία ότι ο αρχηγός της αποφάσισε εν τέλει να δεχτεί την προσφορά και μάλιστα έφυγε πρώτος προκειμένου να εποπτεύσει το δρόμο. Μια συνομωσία εξυφαίνεται και οι Polecats, τα «αδέρφια» του πρωταγωνιστή, φαίνεται πως είναι τα πρώτα θύματα αυτής…
Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας, το concept της ιστορίας είναι απλό και προφανές εξ αρχής. Παρότι, δε, η πλοκή εκτυλίσσεται με τρόπο που μάλλον απομακρύνει το ενδεχόμενο αιφνιδιασμού του gamer, εκείνο που ενθουσιάζει τελικά είναι ότι, αν και adventure, ο τίτλος της LucasArts εισάγει στοιχεία δράσης, πρωτοπορώντας στο genre ήδη από το 1995! Ως προς την ανταπόκριση του κόσμου, η οποία οδήγησε το Full Throttle -και γενικότερα για πρώτη φορά τίτλο της εταιρίας!- να πουλήσει περισσότερα από ένα εκατομμύριο αντίτυπα(!), δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί στη βάση ελέγχου ενός cool μηχανόβιου badass πρωταγωνιστή, τεραστίων διαστάσεων, ο οποίος ηγείται ανάλογης συμμορίας καβαλώντας τροποποιημένες μηχανές τύπου Harley Davidson! Και ως επιστέγασμα έρχεται ο Roy Conrad, ο voice actor, ο οποίος με τη σκληρή μπάσα φωνή του «ζωντανεύει» τέλεια τον Ben, καθιστώντας σαφές από τις πρώτες ατάκες του ότι τα πράγματα είναι σοβαρά! Την επίδοσή του μάλιστα κάνει ακόμη πιο «μεγάλη» το γεγονός ότι ξεχωρίζει, παρότι πλαισιώνεται από τον σπουδαίο Mark Hamill, ο οποίος κοσμεί το παιχνίδι με την παρουσία του στο ρόλο του Ripburger· ο ένας και μοναδικός Luke Skywalker των Star Wars, ο Joker σχεδόν όλων των cartoon Batman και μεταγενέστερα των Batman: Arkham games της Rocksteady Studios.
Η remastered version του παιχνιδιού αναδεικνύει πλέον σε όλο της το μεγαλείο την ηχητική πανδαισία της original, η οποία περιοριζόταν από τις τότε τεχνολογικές δυνατότητες. Πέραν της κρυστάλλινης απόδοσης των φωνών των ηθοποιών, τα ηχητικά εφέ -ιδίως των μηχανών- τσακίζουν κόκκαλα, ενώ την παράσταση κλέβουν οι απίστευτες μουσικές που συνοδεύουν τον τίτλο και μάλιστα είναι διαθέσιμες προς ακρόαση ακόμη και ξέχωρα, μέσα από τα μενού και συγκεκριμένα στο… αυτονόητο, για το ύφος του game, «Juke Box» section. Στο ίδιο συμπεριλαμβάνονται και όλα τα σχόλια των developers για το game, τα οποία μπορούν προαιρετικά να ακούγονται και κατά τη διάρκεια του playthrough. Το Full Throttle χρησιμοποιεί ορισμένα τραγούδια του αμερικανικού συγκροτήματος The Gone Jackals και συγκεκριμένα τα επτά εκ των έντεκα του δεύτερου full-length album τους, με τίτλο Bone to Pick, το οποίο κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά της αυθεντικής έκδοσης του Full Throttle. Η διαδρομή της μπάντας ήταν 15ετής (1984-1999), κινούμενη μεταξύ hard και blues rock και αγγίζοντας ενίοτε το heavy metal.
Τις άκρως ατμοσφαιρικές ορχηστρικές συνθέσεις έχει επιμεληθεί ο Peter McConnell, εκ των βασικών συνεργατών της LucasArts στην κατηγορία και όχι μόνο, ο οποίος παρουσιάζει ίσως την πλέον μεστή δουλειά του μέχρι εκείνο το σημείο, με ήχους δυσοίωνους στα κατάλληλα σημεία, ενίοτε μελαγχολικούς, «υποσχόμενους» κάπου αλλού, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις blues, jazz αλλά και badass rock! Μάλιστα το συγκεκριμένο είναι το πρώτο adventure της εταιρίας, τη μουσική επένδυση του οποίου αναλαμβάνει αποκλειστικά ο McConnell και όχι σε συνεργασία με τους Michael Land και Clint Bajakian, όπως είχε συμβεί τέσσερεις φορές στο παρελθόν. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στο μέλλον συνεργάστηκε πολλάκις με τον Schafer, παρότι βεβαίως είχαν συνυπάρξει και προ του Full Throttle. Στα αρνητικά του ηχητικού τομέα, ωστόσο, συγκαταλέγεται το γεγονός ότι ο ήχος κόβεται απότομα κατά τη μετάβαση από το ένα cutscene στο επόμενο ή σε συνθήκες gameplay, ενώ κάποιες μουσικές συνοδεύονται από ορισμένα παράσιτα, τα οποία δε θα έπρεπε να υπάρχουν.
Σημειώθηκε νωρίτερα ότι η δημιουργία του Tim Schafer εισάγει για πρώτη φορά, τουλάχιστον τόσο εμφαντικά, στοιχεία δράσης μέσα σε έναν adventure τίτλο. Είναι αλήθεια ότι αυτό αποτελεί ένα σήμα κατατεθέν του, και συγκεκριμένα το γεγονός ότι ο Ben μπορεί να παίξει… ξύλο με αντιπάλους του την ώρα που οργώνει την άσφαλτο με τη μηχανή του. Ένα χαρακτηριστικό, δηλαδή, το οποίο οι gamers των ‘90s γνώριζαν κατά κύριο λόγο μέσα από τη σειρά Road Rash, η οποία βεβαίως είναι combat racing -και μέχρι το 1995 αριθμούσε ήδη τέσσερεις τίτλους, ο Schafer το προσέθεσε σε παιχνίδι «περιπέτειας», πάντοτε βέβαια στα πλαίσια προώθησης της ιστορίας! Άλλωστε, τι θα ήταν ένας χαρακτήρας που ζει μόνο όταν ξεχύνεται στον ανοιχτό ορίζοντα, αν παρουσιαζόταν μονίμως πεζός! Γενικότερα, ο τίτλος χαρακτηρίζεται από πολλά στιγμιότυπα σε συνθήκες οδήγησης, η σωστή απόδοση των οποίων αποτελούσε τότε ιδιαίτερη πρόκληση.
Το στοιχείο για το οποίο το συγκεκριμένο game κατακρίθηκε περισσότερο την εποχή της αρχικής κυκλοφορίας του σχετίζεται με την αντοχή του στο χρόνο, και δεν αναφερόμαστε ασφαλώς στη θέση του εντός της βιομηχανίας σε βάθος δεκαετιών. Σε σχέση με τα προηγούμενα adventures, της LucasArts και όχι μόνο, το Full Throttle διαρκεί υπερβολικά λίγο, ενώ παράλληλα παρουσιάζει έναν αισθητά χαμηλό βαθμό πρόκλησης, κάτι πέρα για πέρα ασυνήθιστο στη δεκαετία του ‘90. Τα αντικείμενα προς αλληλεπίδραση είναι λιγοστά και ελάχιστα εκείνα που τοποθετούνται στο inventory. Κυρίως, όμως, φτάνοντας στο φινάλε είχα την αίσθηση ότι η ψυχοσύνθεση και το υπόβαθρο του πρωταγωνιστή, πόσο μάλλον των υπολοίπων χαρακτήρων, δεν αναπτύχθηκαν επαρκώς, με αποτέλεσμα να μη μπορέσω να ταυτιστώ με τον αντιήρωα της ιστορίας, παρότι το όλο concept είναι στα γούστα μου σε απόλυτο βαθμό· κάτι που, επί παραδείγματι, δε μπορώ να ισχυριστώ για το Day of the Tentacle, το οποίο όμως θεωρώ συνολικά σαφώς καλύτερο παιχνίδι.
Παίζοντας την απολαυστική, σε κάθε περίπτωση, remastered έκδοση του Full Throttle από τη Double Fine χρειάστηκα μόλις έξι ώρες για να δω τους τίτλους τέλους, μολονότι υπήρξαν και δυο-τρία σημεία στα οποία κόλλησα λίγο περισσότερο. Ασφαλώς, σε ένα δεύτερο playthrough ο χρόνος αυτός ελαχιστοποιείται. Παρά ταύτα, η εμπορική επιτυχία της original version ήταν πρωτοφανής για τη LucasArts, αντάξια του 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων του budget της. Δύο χρόνια αργότερα, το 1997, το τρίτο Monkey Island θα τύχαινε επίσης αξιοσημείωτης αποδοχής, για πρώτη φορά στο franchise. Εν τούτοις, στο συγκεκριμένο project ο Tim Schafer δε θα είχε ουσιαστική συμμετοχή, αν και βασικός συντελεστής των δύο προηγούμενων· προετοιμαζόταν για το next big thing του οποίου θα ηγείτο ο ίδιος και επρόκειτο να κυκλοφορήσει εν έτει 1998…