Είναι πολλά τα παραδείγματα σύμφωνα με τα οποία τα sequels μιας σειράς, είτε παιχνιδιών είτε ταινιών, είναι κατώτερα του πρώτου κεφαλαίου της. Αυτό ως ένα βαθμό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η πρωταρχική δημιουργία είναι συνήθως και η πλέον εμπνευσμένη με αποτέλεσμα οι συνέχειες να μην καταφέρνουν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και σε βάθος χρόνου να προκύπτει το σχετικό «ξεχείλωμα». Υπάρχουν όμως και πολλές εξαιρέσεις και η σειρά Assassin’s Creed ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία, τουλάχιστον όσον αφορά τα πρώτα τέσσερα games (ενδεχομένως και εν συνεχεία, αλλά γι’ αυτό δεν έχω ιδίαν άποψη).
Το Revelations κυκλοφόρησε στα τέλη του 2011 ολοκληρώνοντας με επιτυχία μια τριλογία (Assassin’s Creed II, Brotherhood) η οποία εκτυλίσσεται στα τέλη του 15ου – αρχές 16ου αιώνα με έμφαση στην αναγεννησιακή Ιταλία, ακολουθώντας τη ζωή του Assassin, Ezio Auditore, σε ένα βάθος χρόνου σχεδόν σαράντα ετών! Είναι ο ιδανικός επίλογος σε μια πολύ δυνατή ιστορία, κενά της οποίας φρόντισε πολύ έξυπνα να καλύψει αυτή η κυκλοφορία συμπληρώνοντας άψογα την εμπειρία για όλους τους fans του άκρως επιτυχημένου franchise. Παραλειπόμενα τα οποία εκτείνονται έως το πρώτο Assassin’s Creed και δίνουν απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα που ξεκινούν από τον Altair φτάνοντας ως τη σύγχρονη εποχή. Γενικότερα, το σενάριο αποτελεί για μία ακόμη φορά, εν προκειμένω στο Revelations, το δυνατότερο στοιχείο της σειράς καθώς το εντυπωσιακό -ομολογουμένως- gameplay είναι ως ένα βαθμό επαναλαμβανόμενο από game σε game, πέραν των όποιων διαφοροποιήσεων.
Η ιστορία, βεβαίως, συνεχίζεται από το σημείο που σταμάτησε στο Brotherhood, με τον Desmond Miles να έχει πέσει σε κώμα και να καλείται να ανασυντάξει το μυαλό του, το οποίο έχει γίνει σμπαράλια εξαιτίας του Animus, ανασυγκροτώντας τις αναμνήσεις του, ξεχωρίζοντας τις δικές του από του Ezio και του Altair και ζώντας τούτη τη φορά όσες παρέλειψε μέχρι εκείνο το σημείο. Αυτές είναι που συγκροτούν και το story του Revelations. Κι ενώ στην αρχή μου φάνηκαν λίγο σκόρπιες μεταξύ τους, γρήγορα το puzzle άρχισε να δένει άψογα και όλα να ξεκαθαρίζουν ανανεώνοντας το ενδιαφέρον μου για τον κόσμο του Assassin’s Creed. Αξίζουν συγχαρητήρια στους εμπνευστές της σειράς και δη τους σεναριογράφους, οι οποίοι εξακολούθησαν με αμείωτη έμπνευση διατηρώντας τα πολύ υψηλά στάνταρ του τομέα τους.
Αυτή τη φορά το παιχνίδι φέρνει στο ξεκίνημα τον Ezio στο πάλαι ποτέ ισχυρό οχυρό των Assassins στη Masyaf, εκεί όπου -300 χρόνια πριν- ο Altair έμελλε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο εντός του Τάγματος, αλλά εμμέσως και παγκοσμίως. Μια κρυφή βιβλιοθήκη με μυστικά ανυπολόγιστης αξίας και δύναμης, που τα διεκδικούν πολλοί, οδηγούν τον ώριμο, πλέον, Φλωρεντίνο στην τουρκοκρατούμενη Κωνσταντινούπολη προς αναζήτηση των κλειδιών που θα του επιτρέψουν να ανοίξει την αδιαπέραστη πύλη. Δε θα υπεισέλθω σε περισσότερα στοιχεία για την υπόθεση, πολλοί άλλωστε ήδη γνωρίζουν σχετικά, το μόνο που θα πω ότι περισσότερο απ’ όλα τα σημεία μου άρεσαν τα flashbacks που αφορούν τον Altair και αποκαλύπτουν άγνωστες πτυχές της ιστορίας.
Δεν χαρακτήρισα τυχαία το Revelations ως επίλογο της τριλογίας καθώς, πέραν της ουσίας της υπόθεσης, η διάρκειά του είναι σχετικά μικρότερη από του Brotherhood (λίγο πάνω από δέκα ώρες έναντι των 13+ του προκατόχου του) και πολύ μικρότερη από του Assassin’s Creed II που ήταν οριακά κάτω από 20. Φυσικά, για μία ακόμη φορά υπάρχουν αμέτρητα πράγματα να κάνει κάποιος περιδιαβαίνοντας τη Νέα Ρώμη απ’ άκρη σ’ άκρη, συναντώντας πολλές γνωστές επιλογές από τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς, αλλά και νέες, όπως η υπεράσπιση περιοχών τις οποίες οι εχθροί θα επιχειρήσουν να ανακαταλάβουν μετά από ήττα τους. Το σύστημα μάχης είναι επί της ουσίας ίδιο, έχουν προστεθεί βόμβες -που απλοποιούν τα πράγματα- και η σχετική δυνατότητα για craft, ενώ κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις υπάρχουν στον τρόπο επιλογής όπλου, όπου και πάλι όμως η πρόσβαση γίνεται με ένα κουμπί.
Αυτό που μου άρεσε ήταν η προσθήκη του hookblade, το οποίο χρησιμεύει για να διανύεις μεγάλες αποστάσεις κρεμάμενος από ένα σχοινί πάνω από τις σκεπές των κτιρίων, ή για να αρπάζεσαι την τελευταία στιγμή από κάποιο παράθυρο ή εσοχή τοίχου πριν το άλμα σου αποβεί μοιραίο. Επιπλέον, είναι έξυπνη η δυνατότητα να σπριντάρεις προς έναν εχθρό και με ένα κουμπί να ρολάρεις επάνω στο σώμα του με το γάντζο αποφεύγοντάς τον και συνεχίζοντας να τρέχεις. Διαπίστωσα ότι υπάρχουν ακόμη περισσότερες κινήσεις για να σκοτώσεις έναν εχθρό με το σπαθί σου, ανάλογα με τη στάση του σώματος του καθενός, και ακόμη εντυπωσιακότερα finishing moves, αρκετά εκ των οποίων και σε αργή κίνηση, σε περίπτωση που είχε απομείνει μόνο ένας αντίπαλος.
Στα θετικά για μία ακόμη φορά η ύπαρξη πολλών ιστορικών κτισμάτων, όπως ο επιβλητικός ναός της Αγίας Σοφίας, το Τοπ Καπί κ.ά., ενώ είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πλάκα να ακούς ελληνικές ατάκες από εχθρούς ( π.χ. Σκατά! Βλάκα! Τον πετύχαμε!), αλλά και ολόκληρες προτάσεις από εμπόρους οι οποίοι πωλούσαν την πραμάτεια τους. Και όλα αυτά υπό τη συνεχή εποπτεία των Γενίτσαρων και των λοιπών φρουρών σε όλη την τεράστια έκταση της Πόλης. Σε γενικές γραμμές, πιστεύω ότι το Revelations κατάφερε, παρά τη μικρότερη διάρκειά του, να σταθεί επάξια δίπλα στο Brotherhood, ενδεχομένως και ξεπερνώντας το οριακά. Φρονώ ακράδαντα ότι η σειρά, τουλάχιστον μέχρι αυτό το σημείο, τηρούσε σταθερά ανοδική πορεία και επιφυλάσσομαι για τη συνέχεια…