Παρότι δεν έχω ασχοληθεί με development και δεν προβλέπεται στο μέλλον, παίζοντας αρκετά games το τελευταίο διάστημα είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω εκ του αποτελέσματος τι σημαίνει να προσπαθούν κάποιες μικρές εταιρίες, indie και όχι μόνο, να πραγματοποιήσουν άλμα στην παρουσία τους στη gaming βιομηχανία επιχειρώντας να δημιουργήσουν 3D τίτλους, ξεφεύγοντας από το genre αυτών που είχαν αναπτύξει μέχρι εκείνο το σημείο. Είτε λόγω έλλειψης προσωπικού είτε λόγω ελάχιστου budget (άλλωστε το πρώτο προϋποθέτει το δεύτερο) είτε λόγω ανεπαρκούς εμπειρίας και γνώσεων, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί αρκετά εύκολα να αποδειχθεί από μέτριο έως απογοητευτικό, χαλώντας ενδεχομένως και την καλή εικόνα που έχουν δημιουργήσει οι developers έως τότε.
Στην περίπτωση της άσημης βελγικής «GriN Gamestudio», εταιρίας που ανέπτυξε το Woolfe - The Red Hood Diaries, το αποτέλεσμα ήταν να βάλει λουκέτο λίγο μετά την κυκλοφορία του (που ήταν μάλιστα μόλις το πρώτο κεφάλαιο της ιστορίας) εισπράττοντας το αρνητικό feedback των reviewers όσο και των απλών gamers. Αντ’ αυτού θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί ένα καλό side-scrolling action puzzle platform και να συνεχιζόταν η συγκεκριμένη προσπάθεια. Η δε φινλανδική «Frozenbyte», ιδρυθείσα το 2001, ξεκίνησε την πορεία της στο χώρο με δύο top-down shooter το 2005 και 2007, τα Shadowgrounds και Shadowgrounds: Survivor. Καταφέρνοντας σχεδόν οριακά να παραμείνει «ζωντανή», έκανε το μεγάλο ξεπέταγμα το 2009 αλλάζοντας genre και κυκλοφορώντας στην αγορά το Trine, που έμελλε να πουλήσει… τρελά, περισσότερα από 7.000.000 αντίτυπα(!) μαζί με το δεύτερο παιχνίδι της σειράς (2011) και όλες τις Editions που διατέθηκαν γι’ αυτά. Επρόκειτο για δύο 2.5D action puzzle platforms με υπέροχη ατμόσφαιρα και level design, που κατάφεραν να δημιουργήσουν το δικό τους φανατικό κοινό.
Τη χρονιά που πέρασε οι Φινλανδοί αποφάσισαν να ρισκάρουν για το βήμα παραπάνω μετατρέποντας το παιχνίδι σ’ ένα καθαρόαιμο 3D platform, και κάπου εκεί πιστεύω ότι χάθηκε ο προσανατολισμός. Παίζοντας το Trine 3: The Artifacts of Power, μου δόθηκε σε όλη τη σύντομη διάρκειά του η αίσθηση του ημιτελούς. Το παιχνίδι φαντάζει σα να ξεκίνησε για να πάει κάπου, αλλά στην πορεία μπερδεύτηκε, γύρισε πίσω και έμεινε εκεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ιστορία δεν ολοκληρώνεται, αλλά ούτε και μπορεί να συνεχιστεί σε ένα καινούριο παιχνίδι, παρά μόνο με expansions που θα πρέπει να κυκλοφορήσουν. Εν τούτοις, ακόμη και τούτο κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι, καθώς ο αντιπρόεδρος της εταιρίας, Joel Kinnunen, ομολόγησε πως αν το παιχνίδι ήταν μεγαλύτερο από τις μόλις 5-6 ώρες που διαρκεί(!), το budget θα εκτοξευόταν στα 15 εκ. δολάρια έναντι των 5,4 που κόστισε, όντας ήδη τριπλάσιο από αυτό του Trine 2! Αυτό και μόνο αποδεικνύει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η Frozebyte δεν έπρεπε να ξεφύγει από τα όρια του παπλώματός της μένοντας εκτεθειμένη έναντι της gaming κοινότητας αλλά και της δικής της παρακαταθήκης, των δύο πρώτων Trine.
Διότι πέραν της ιστορίας, η οποία σε καμία περίπτωση δεν έχει τη συνοχή που θα έπρεπε, δεν υπάρχει τομέας που να μην έχει πετσοκοφτεί σε σχέση με το παρελθόν, με πρώτο και χειρότερο το gameplay. Στο Trine 2 οι τρεις γνωστοί πρωταγωνιστές, ο μάγος, Amadeus, η πάλαι ποτέ κλέφτρα, Zoya, και ο ιππότης, Pontius, είχαν προσθέσει νέες δυνατότητες στο ενεργητικό τους συγκριτικά με το πρώτο παιχνίδι, ενώ μπορούσαν να αποκτήσουν και νέα abilities ή να βελτιώσουν τα ήδη υπάρχοντα μέσω των skill trees τους. Εν προκειμένω, μοιάζει να έχουν… ξεχάσει τις τέχνες τους! Ο Amadeus δε μπορεί να δημιουργήσει πάνω από ένα κιβώτιο (οι πλατφόρμες έχουν πάει περίπατο), αλλά μπορεί τουλάχιστον να περπατά ενώ το μετακινεί. Η Zoya έχει ένα απλό βέλος για κάθε βολή της, ενώ πλέον χρειάζεται ειδικούς κρίκους για να πιαστεί με το grappling hook της και όχι οποιαδήποτε ξύλινη επιφάνεια. Ο δε Pontius έχει αφήσει το τρομερό σφυρί του σε κάποιο πανδοχείο προφανώς, αλλά τουλάχιστον μπορεί να μετατρέπει την ασπίδα του σε… αλεξίπτωτο για να υπερβαίνει ευκολότερα απύθμενα χάσματα.
Ο βαθμός πρόκλησης είναι απλά ανύπαρκτος. Οι μάχες είναι περισσότερο διακοσμητικές, ενώ όταν κάποιος χαρακτήρας πεθαίνει, αμέσως ο επόμενος μπορεί να τον αναστήσει στο ίδιο σημείο! Επίπεδα δυσκολίας δεν υπάρχουν, και μόνο στο προτελευταίο level έχασα τρεις φορές συνεχόμενα, αλλά κι εκεί λόγω άβολης γωνίας της κάμερας. Υπάρχουν οκτώ μεγάλα -τα πρώτα τρία εξ αυτών λειτουργούν ως tutorial για τους πρωταγωνιστές- και έντεκα μικρότερα. Σ’ αυτά μεταβαίνεις μέσω του κεντρικού χάρτη του παιχνιδιού, ο οποίος αποτυπώνεται σε μια όμορφη ξύλινη μακέτα. Μάλιστα αρκετά εκ των επιπέδων μπορούν να παιχτούν με διαφορετική σειρά, καθώς δεν έχουν άμεση σχέση με την υπόθεση. Σύμφωνα μ’ αυτήν, η Αστρική Ακαδημία (Astral Academy) του βασιλείου, γνωστή από τα προηγούμενα games, δέχεται επίθεση από έναν γίγαντα και οι τρεις ήρωες καλούνται αφενός να την υπερασπιστούν, αφετέρου να λύσουν το μυστήριο που έχει προκύψει. Πιστεύω ότι είναι ένα σενάριο «τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά», με το Trine να εμφανίζεται ξανά στα σημεία του ορίζοντα όπου είναι διασκορπισμένοι οι τρεις φίλοι, ώστε να τους ενώσει και πάλι, ψυχή τε και σώματι.
Αυτό που μου έκανε πολύ αρνητική εντύπωση είναι ότι το παιχνίδι, προκειμένου να καλύψει τις αδυναμίες και κραυγαλέες ελλείψεις στο gameplay του, σε υποχρεώνει σε κάθε επίπεδο να συγκεντρώνεις όσα περισσότερα τρίγωνα (triangles) μπορείς. Αν κάνεις το λάθος και… βαρεθείς, όπως συνέβη στην περίπτωσή μου από ένα σημείο και μετά, θα διαπιστώσεις ότι δε μπορείς να προχωρήσεις την ιστορία! Χρειάστηκα περίπου 6,5 ώρες για να δω τους τίτλους τέλους και θα ήταν ακόμη λιγότερες αν δεν αναγκαζόμουν να ξαναπαίξω δύο από τα μεγάλα επίπεδα προκειμένου να συγκεντρώσω τα απαραίτητα… τρίγωνα (κυμαίνονται μεταξύ 25, 50 και 150 σε κάθε level), που είχα αφήσει νωρίτερα γιατί δεν έβρισκα ουσιαστικό νόημα.
Τουλάχιστον τα γραφικά του παιχνιδιού κατορθώνουν να διατηρήσουν σ’ ένα σημαντικό βαθμό την παραμυθένια ατμόσφαιρα της σειράς, ενώ την παράσταση κλέβουν δύο πανέμορφα επίπεδα που λαμβάνουν χώρα μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου, αποτελώντας ένα από τα ωραιότερα πράγματα που έχω δει σε game. Στον ηχητικό τομέα ο τίτλος προσπαθεί να ακολουθήσει τα στάνταρ του παρελθόντος, αλλά ακόμη κι εκεί δείχνει να έχουν χαθεί κάποιοι πόντοι στην πορεία. Η μουσική είναι και πάλι του Ari Pulkkinen, πιστεύω όμως ότι υπολείπεται ελαφρώς σε σχέση με τις προηγούμενες συνθέσεις του, ενώ στο voice over οι ηθοποιοί μάλλον περιορίζονται από το ίδιο το σενάριο.
Εν κατακλείδι, το Trine 3: The Artifacts of Power αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς μπορεί μια σειρά να κατρακυλήσει μερικά επίπεδα ως προς τα ποιοτικά της στάνταρ, από μια λανθασμένη απόφαση να μετατραπεί ένας εξαιρετικός 2.5D τίτλος, ο οποίος αγαπήθηκε, σε 3D platform χωρίς να υπάρχουν τα εχέγγυα για κάτι τέτοιο. Η τετράμηνη παρουσία του σε early access στο Steam πριν την τελική κυκλοφορία του είναι σίγουρο ότι έβαλε σε σκέψεις όσους ασχολήθηκαν από τότε μαζί του. Η Frozenbyte πήρε ένα μεγάλο ρίσκο και είναι πέρα για πέρα προφανές ότι δεν της βγήκε, αδυνατώντας ακόμη και να ολοκληρώσει την ίδια την ιστορία! Η συνέχεια φαντάζει αβέβαιη πλέον καθώς το συγκεκριμένο project, με τους πόρους που σημειώθηκαν νωρίτερα, δε δείχνει πώς θα καταφέρει να διορθώσει τα κακώς κείμενα έστω σε ενδεχόμενο expansion, που κι αυτό ακόμη είναι αμφίβολο για τον ίδιο λόγο.