Ένας από τους λόγους για τους οποίους το τελευταίο διάστημα έχω πάρει… αμπάριζα τα platform games, πέρα από το γεγονός ότι ήθελα έτσι κι αλλιώς να ασχοληθώ μαζί τους, έχει να κάνει με τη σχετικά -ή και απόλυτα- μικρή διάρκειά τους, που δίνει τη δυνατότητα να παίξεις περισσότερους τίτλους που σε ενδιαφέρουν μέσα σε συντομότερο χρονικό διάστημα. Έτσι αλλάζεις σκηνικό και υπόθεση συχνότερα κι αυτό προσδίδει ποικιλία στο gaming που όλοι αγαπάμε. Τούτη είναι βεβαίως η μία όψη του νομίσματος αλλά κι αυτή που μας ενδιαφέρει εν προκειμένω, καθώς οι πολλές δεκάδες ωρών που σκοπεύω να αφιερώσω σε RPGs, θα έρθουν τους προσεχείς μήνες.
Κάπως έτσι και αποφασίζοντας να κάνω μια παύση όσον αφορά αυτό το genre παιχνιδιών, επέλεξα ως τελευταίο σταθμό μέχρι νεωτέρας έναν τίτλο που ξεφεύγει από τα όρια ενός side-scrolling, όπως τα έξι με τα οποία… καταγίνηκα τον προηγούμενο μήνα. Φτάνοντας σε ένα ξέφωτο του δάσους αντίκρισα πέρα μακριά, μια άγνωστη μικρή κωμόπολη. Τα βήματά μου με οδήγησαν εκεί, ανακαλύπτοντας έτσι την Ulrica. Μια περιοχή η οποία μπορεί κάποτε να έσφυζε από ζωή και ανάπτυξη, τώρα όμως μοιάζει εγκαταλελειμμένη τελώντας μάλιστα υπό δικτατορικό ζυγό, καθώς στους δρόμους και τα στενά περιπολούν μηχανικοί στρατιώτες σε ανθρώπινο μέγεθος, έτοιμοι να επιβάλουν την τάξη εξολοθρεύοντας οποιαδήποτε παρουσία θεωρήσουν ως απειλή.
Το Woolfe: The Red Hood Diaries είναι το πρώτο παιχνίδι που μου έδωσε τη δυνατότητα να μεταφερθώ -έστω και σε μορφή παραλλαγής- στο μαγικό κόσμο αγαπημένων παραμυθιών της νηπιακής μας ηλικίας, και όχι μόνο, με αποτέλεσμα να με κερδίσει από την πρώτη στιγμή έως την τελευταία, η οποία ήρθε πολύ – πολύ σύντομα. Όπως προδίδει ο τίτλος και φυσικά η κόκκινη κάπα της πρωταγωνίστριας, έχουμε να κάνουμε με μια εναλλακτική Κοκκινοσκουφίτσα, η οποία, αντί για το καλαθάκι της με τα φαγητά, τα γλυκά και το κρασί που προορίζονται για τη γιαγιά της, κραδαίνει ένα βαρύ τσεκούρι, έτοιμη να «θερίσει» όποιον τολμήσει να βρεθεί στο δρόμο της για ανακάλυψη πάσης της αληθείας αλλά και εκδίκηση.
Βλέπετε, στην κωμόπολη περί ης ο λόγος νωρίτερα, υπήρχε ένα μεγάλο εργοστάσιο όπου δούλευε ο πατέρας της, ο οποίος όμως πριν από τέσσερα χρόνια σκοτώθηκε. Τα αίτια αποδόθηκαν σε εργατικό ατύχημα, αλλά η Red Riding Hood, όπως είναι το πλήρες όνομα της ηρωίδας μας, ποτέ δεν πείστηκε από αυτή την εξήγηση. Με τη μητέρα της να έχει επίσης εξαφανιστεί μυστηριωδώς, η ίδια κατοικούσε στα δάσος - πού αλλού;- μαζί με τη γιαγιά της φυσικά, μέχρι τη στιγμή που αποφάσισε να έρθει στην Ulrica για να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Ποιος είναι ο ρόλος του μυστηριώδους Mr. Woolfe, ιδιοκτήτη του εργοστασίου, και για ποιο λόγο επέβαλε δικτατορικό καθεστώς; Γιατί η πόλη έχει παρακμάσει σε απόλυτο βαθμό;
Πρόκειται για ένα υβριδικό 3D platform το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις συνδυάζει και στοιχεία από παιχνίδια top down προοπτικής. Η ιστορία παρουσιάζεται και εκτυλίσσεται κατά βάση μέσα από το μονόλογο της πρωταγωνίστριας, με την ηθοποιό -ονόματι Michelle Sparks- που δίνει τη φωνή της να κάνει εξαιρετική δουλειά. Πολύτιμες πληροφορίες που εμβαθύνουν στο lore του παιχνιδιού και οι οποίες διαφορετικά θα έμεναν στο περιθώριο, δίνονται στη διάρκειά του, εφόσον η Red Hood ανακαλύπτει και συλλέγει τα «W» γράμματα που της δίνουν πρόσβαση σε σελίδες του ημερολογίου των δικών της και της ιδίας, λειτουργώντας ως collectables. Μ’ αυτόν τον τρόπο η ιστορία αποκτά σαφώς μεγαλύτερη συνοχή, αλλά ακόμη κι έτσι υπάρχουν κενά, τα οποία ίσως καλύπτονταν κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά κάτι τέτοιο δυστυχώς δε θα συμβεί.
Η διάρκεια του τίτλου είναι απογοητευτική, καθώς παίζοντας στο Hard χρειάστηκα μόλις τρεις ώρες περίπου για να δω τα credits, χρόνος που μπορεί κάλλιστα να μειωθεί σχεδόν κατά το ήμισυ στο δεύτερο playthrough. Η εξήγηση δίνεται από το γεγονός ότι το παιχνίδι, απλούστατα, δεν είναι ολοκληρωμένο! Κοινώς, επρόκειτο να κυκλοφορήσει σε κεφάλαια, εξ ου και το «to be continued» στο τέλος, όμως η βελγική indie εταιρία developers «GriN Gamestudio» κήρυξε… φαλιμέντο τον Αύγουστο 2015, πριν καν συμπληρωθούν πέντε μήνες από την κυκλοφορία του Woolfe! Αιτία στάθηκαν, σύμφωνα με την επίσημη αιτιολόγηση από τον επικεφαλής, Wim Wouters, οι αρνητικές κριτικές από τον Τύπο και οι μέτριες βαθμολογίες των gamers στο Steam, που είχαν ως αποτέλεσμα να οδηγήσουν σε χρεωκοπία την εταιρία, έχοντας ποντάρει κατά κάποιο τρόπο στην επιτυχία του πρώτου μέρους για να μπορέσει να προχωρήσει και στο επόμενο.
Κι είναι κρίμα, πραγματικά, καθώς πέραν ορισμένων glitches, το παιχνίδι είναι συμπαθέστατο οπτικά, με ιδιαίτερα όμορφο σχεδιασμό περιβάλλοντος και έντονα χρώματα. Χωρίζεται σε οκτώ μικρά κεφάλαια, οκτώ μικρές περιοχές που αποτελούν επί της ουσίας τμήματα των τριών κεντρικών: Της κωμόπολης Ulrica, των υπονόμων της και του σουρεαλιστικού δάσους. Ειδικότερα ορισμένες γειτονιές της πρώτης με παρέπεμψαν άμεσα στη Λιμνούπολη του Τόλκιν, το Esgaroth, στους πρόποδες του Μοναχικού Βουνού. Ο προαναφερθείς developer παραδέχτηκε εμμέσως ότι η εταιρία ξανοίχτηκε περισσότερο απ’ όσο άντεχε, προσδοκώντας στη δημιουργία ενός τίτλου ο οποίος θα ξέφευγε από τις τετριμμένες 2D παραγωγές χαμηλών production values, με αποτέλεσμα να πληρώσει το τίμημα του ρίσκου που δεν της βγήκε. Δε δίστασε μάλιστα να ομολογήσει έλλειψη εμπειρίας για ένα ποιοτικότερο αποτέλεσμα, αφήνοντας όμως ένα «παραθυράκι» ότι θα μπορούσε ίσως να βρεθεί στο μέλλον κάποια άλλη εταιρία εμπειρότερη στη δημιουργία του gameplay, που να ενδιαφερθεί για το project, να το συνεχίσει και να το εξελίξει. Είναι αλήθεια ότι από αυτή τη σύντομη περιπέτεια διαφάνηκε ότι υπήρχαν ενδιαφέρουσες ιδέες για την υπόθεση, οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν ακόμη καλύτερα, σε μεγαλύτερο βάθος και με περισσότερες προοπτικές για τη συνέχεια.
Η Red Hood της ιστορίας μας, λοιπόν, σύντομα εφοδιάζεται με ένα τσεκούρι διαθέτοντας δύο βασικές επιθέσεις και ακόμη τρεις που μπορούν να πραγματοποιηθούν με τη χρήση μαγείας μέσω φίλτρων που δύναται κυρίως να lootάρει από εχθρούς, οι οποίοι είναι κατά βάσιν αρουραίοι και τεχνητοί στρατιώτες. Το AI των τελευταίων είναι χαμηλό κι έτσι η ηρωίδα έχει, ενδεικτικά, τη δυνατότητα να περνά απαρατήρητη σε sneaking mode όντας ακριβώς από πίσω τους. Παρά ταύτα, στο Hard difficulty level προκαλούν αρκετό damage και δεν είναι απίθανο με τρία χτυπήματα ή δαγκώματα, αντίστοιχα, να τη στείλουν στον άλλο κόσμο. Η ενέργεια αναπληρώνεται σχετικά γρήγορα μένοντας εκτός μάχης ή με loot από εχθρούς και ορισμένα κιβώτια.
Όπως σημειώθηκε προηγουμένως, το παιχνίδι έχει επηρεαστεί σαφέστατα από κλασικά παραμύθια που είναι γνωστά παγκοσμίως και τα οποία ενσωματώνει θεματικά. Πέραν βεβαίως του ομώνυμου της Κοκκινοσκουφίτσας, υπάρχουν ξεκάθαρες αναφορές στο παραμύθι του Μαγικού Αυλού καθώς και του Μολυβένιου Στρατιώτη. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, λοιπόν, όσο μέτριο κι αν όντως είναι το Woolfe: The Red Hood Diaries κυρίως όσον αφορά το linear gameplay του, δε θα μπορούσα παρά να το προσεγγίσω με ιδιαίτερη συμπάθεια και ενδιαφέρον. Η πρωταγωνίστρια είναι πολύ όμορφη, με πλατινέ ξανθό μαλλί, εκφραστικά μεγάλα γκριζογάλανα μάτια, αλλά και απειλητικό – αποφασιστικό ύφος. Τα γραφικά του παιχνιδιού είναι εξίσου θελκτικά και στο κλίμα ενός παραμυθιού, ενώ το συνοδευτικό soundtrack απολύτως ατμοσφαιρικό και ταιριαστό.
Είναι ένα game που ενδείκνυται για τους νοσταλγούς της «πιο καλής κι αθώας ηλικίας τους», όσους είναι αποφασισμένοι να του συγχωρήσουν αρκετές αδυναμίες και την πολύ μικρή διάρκειά του και να συνταξιδέψουν μαζί του σ’ έναν κόσμο βγαλμένο από αφηγήσεις της μαμάς ή της γιαγιάς τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Το τελευταίο διάστημα, όπως κι αυτή τη στιγμή, διατίθεται όλο και συχνότερα σε προσφορά στο Steam σε τιμή μικρότερη των 3,5 ευρώ. Προσωπικά, το μόνο που μπορώ να ευχηθώ είναι να υπάρξουν κάποια στιγμή οι ενδιαφερόμενοι που θα θελήσουν να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν την ιστορία, ένα project το οποίο κατέληξε τόσο άδοξα…