Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας των ‘00s αλλά και κατά την αμέσως επόμενη, η Γερμανία εξελίχθηκε στη χώρα η οποία διατήρησε «ζωντανό» με συστηματικό τρόπο το genre των point & click adventures. Με πρώτη και καλύτερη τη Daedalic Entertainment και τα 15 και πλέον παιχνίδια που παρουσίασε, ακολούθησαν εταιρίες όπως η Cranberry Production, η Animation Arts, η Deck13 και η Fishlabs, κατά κανόνα θυγατρικές επίσης γερμανικών publishers, με μια σειρά τίτλων να καταγράφεται στο παλμαρέ τους. Μόνο από τις συγκεκριμένες έχουν προκύψει ή συνεχιστεί σε βάθος χρόνου franchises όπως τα Black Mirror, Ankh, Jack Keane, Secret Files και Lost Horizon, μεταξύ αρκετών ακόμη games, ενώ στα της Daedalic έχουμε αναφερθεί εκτενέστερα στο πρόσφατο παρελθόν.
Η King Art Games υπήρξε μία ακόμη από αυτές τις εταιρίες, οι οποίες, κατά το ίδιο διάστημα, υποστήριξαν τη συγκεκριμένη υποκατηγορία των adventures. Έχοντας «γεννηθεί» το 2000, το πρώτο σημαντικό project της κυκλοφόρησε το 2009 υπό την ονομασία The Book of Unwritten Tales, εξελισσόμενο στο μακροβιότερο franchise των Γερμανών μέσα από ακόμη δύο games, ένα prequel (2011) κι ένα sequel (2015). Εκ των ιδρυτών της King Art, που εξακολουθεί να παραμένει ανεξάρτητη έως σήμερα, είναι ο Jan Theysen, δημιουργός της προαναφερθείσης σειράς, ο οποίος μάλιστα το 2009 ήταν εκ των writers και designers του εξαιρετικού Black Mirror II: Reigning Evil της Cranberry, περί του οποίου επεκταθήκαμε σε προηγούμενη ευκαιρία.
Το 2013, ο Theysen και η ομάδα του επανήλθαν με ένα παιχνίδι-φόρο τιμής στην «τεράστια» Agatha Christie, τη συγγραφέα 66 detective novels μεταξύ αρκετών ακόμη δημοσιευμάτων. Το Raven: Legacy of a Master Thief κυκλοφόρησε σε τρία επεισόδια, διηγούμενο μια ιστορία που εμπνέεται απροκάλυπτα από την Αγγλίδα δημιουργό, η οποία γεννήθηκε το 1890 και διέπρεψε καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, συνεχίζοντας ασταμάτητα μέχρι σήμερα, ακόμη και μετά το θάνατό της το 1976. Σ’ ένα videogame του οποίου το πρώτο πλάνο μετά τον πρόλογο είναι το θρυλικό τρένο Orient Express, μία από τους επιβάτες του είναι η Lady Clarissa Westmacott και πρωταγωνιστής ένας χαρακτήρας που εμφανισιακά έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Hercule Poirot, αλλά… λέγεται αλλιώς, όλα όσα αφορούν την ίδια την ιστορία του έπονται ως φυσικά επακόλουθα.
Για τους αμύητους, το Murder on the Orient Express είναι μια πασίγνωστη νουβέλα που κυκλοφόρησε το 1934 και μεταφέρθηκε στο σινεμά δύο φορές, το 1974 και το 2017, αντίστοιχα. Το πλήρες όνομα της Christie είναι Dame Agatha Mary Clarissa Christie, γνωστή και ως Lady Mallowan μετά την ιπποσύνη του συζύγου της, η οποία μάλιστα έχει συγγράψει και έξι έργα με το ψευδώνυμο Mary Westmacott. Ο detective Hercule Poirot είναι εικονικός χαρακτήρας βελγικής καταγωγής, που εμφανίζεται σε 33 νουβέλες της Christie, με το άψογα σχηματισμένο, παχύ τσιγκελωτό μουστάκι, τη φαλάκρα και τα λίγα μαλλιά στα πλαϊνά και το πίσω μέρος του κεφαλιού. Έτσι ακριβώς είναι και ο Ελβετός αστυφύλακας Anton Jakob Zellner, ο βασικός πρωταγωνιστής αυτής της αστυνομικής περιπέτειας μυστηρίου.
Έχοντας ξεκαθαρίσει από τα πρώτα λεπτά το concept του και δίχως να φείδεται των προαναφερθέντων άμεσων συσχετισμών, το Raven τοποθετεί τον παίκτη στις ράγες μιας αξιόλογης και προσεγμένης ιστορίας ως επί το πλείστον, ακόμη κι αν δε διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας. Τα γεγονότα της λαμβάνουν χώρα εν έτει 1964, αρκετό διάστημα μετά τη εξιχνίαση του μυστηρίου περί ενός διαβόητου ληστή με… αδυναμία στους πίνακες ζωγραφικής του Λούβρου αλλά και τα εντυπωσιακά αυγά Fabergé, τον οποίο κανείς δεν είχε δει κατά την περίοδο δράσης του, ενώ άπαντες γνώριζαν ως «Raven». Ο πρόλογος διαδραματίζεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, όπου ένα ρουμπίνι αμύθητης αξίας, γνωστό ως «το Μάτι της Σφίγγας», εξαφανίζεται «κάτω από τη μύτη» των φυλάκων του. Το κυρίως παιχνίδι αρχίζει στο Orient Express, με το οποίο ο Zellner ταξιδεύει εκ μέρους της ελβετικής Αστυνομίας για λόγους ασφαλείας, ακολουθώντας διακριτικά τον διάσημο Επιθεωρητή Nicolas Legrand και ό,τι αυτός συνοδεύει για τους ίδιους λόγους, ευρισκόμενο σε θησαυροφυλάκιο στο βαγόνι των αποσκευών. Ο Legrand ήταν εκείνος που πυροβόλησε και σκότωσε τον Raven, αποκτώντας έτσι την ανάλογη φήμη, συνεπώς η παρουσία του στο τραίνο καταδεικνύει ότι… τα πράγματα είναι σοβαρά, ενώ αυξάνουν οι φήμες στις εφημερίδες για τον διάδοχο του πασίγνωστου κακοποιού.
Το σενάριο επιμελείται ο Theysen, creative director του τίτλου, σε συνεργασία με τον Marco Rosenberg. Το Raven παρουσιάζει πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες, κάτι που αποτελεί προϋπόθεση ιδίως σε τέτοιου είδους «αστυνομικές» περιπέτειες, καθένας εκ των οποίων έχει ξεχωριστό υπόβαθρο αλλά και τα δικά του μυστικά. Το γεγονός ενισχύει σημαντικά την υπόθεση, που είναι δυναμική από την πρώτη στιγμή, καθώς ο Zellner αρχίζει να συζητά με τους επιβάτες της αμαξοστοιχίας στον απόηχο όσων έχουν προηγηθεί και όσων προοιωνίζεται η παρουσία του Επιθεωρητή. Σε τελευταία ανάλυση, πρόκειται για το Orient Express. Τι μπορεί να πάει λάθος; Το ταξίδι του πολυτελούς τραίνου έχει εκκινήσει από τη Ζυρίχη με προορισμό την Ιταλία, όπου οι ταξιδιώτες αναμένεται να μετεπιβιβαστούν σε ανάλογων ανέσεων πλοίο για μια κρουαζιέρα στη Μεσόγειο με τελικό προορισμό την Αίγυπτο. Και παρότι στο σημείο αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί spoiler, αληθεύει ότι το concept δεν ξεφεύγει από κάποια στερεοτυπικά σημεία αναφοράς των ιστοριών αυτού του είδους: μια κλοπή, ένας φόνος, ένας ευφυέστατος κλέφτης κι ένας δαιμόνιος άνδρας του Νόμου και της Τάξης στο κατόπι του.
Στα ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του Raven συγκαταλέγεται η εισαγωγή περισσοτέρων playable χαρακτήρων εκ του ενός, όπως δίνεται η αίσθηση αρχικά, ωστόσο εν προκειμένω δε θα υπεισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες. Εκ των τριών κεφαλαίων του, το πρώτο αποδεικνύεται το μεγαλύτερο σε διάρκεια, μιας ούτως ή άλλως σχετικά περιορισμένης εμπειρίας χρονικά. Η ροή του gameplay είναι εντελώς γραμμική, έστω κι αν κάποιες φορές προσφέρεται η δυνατότητα επιλογής της απόκρισης σε ένα διάλογο. Ο δε βαθμός πρόκλησης είναι χαμηλός, ακόμη και άνευ χρήσης βοηθειών, με απλούς και εύκολους γρίφους, ενώ ο εκάστοτε ήρωας δίνει πάντοτε hints προφορικά. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να δω τους τίτλους τέλους και του τελευταίου part σε κάτι λιγότερο από έντεκα ώρες. Παρά ταύτα, η ανωτέρω αλλαγή προοπτικής δεν παύει να ανανεώνει το ενδιαφέρον από ένα σημείο και έπειτα.
Η περίπτωση του Zellner είναι εκείνη του αστυνομικού της σειράς, ο οποίος όμως είχε πάντοτε βλέψεις για κάτι περισσότερο, να αποδείξει τις δυνατότητές του και να καταξιωθεί τόσο στο χώρο του όσο και στην ευρύτερη κοινωνία. Αυτό είναι κάτι που καθιστά εξ αρχής σαφές προς τον Legrand, ο οποίος ωστόσο δείχνει να ενδιαφέρεται απλώς… να μην τον έχει μέσα στα πόδια του, εξ ου και ένα επιτιμητικό σχόλιο προς τον φιλόδοξο αστυφύλακα, ο οποίος αρέσκεται στην ανάγνωση αστυνομικών μυθιστορημάτων! Οι διάλογοι του παιχνιδιού είναι πραγματικά καλοί, τοποθετώντας τον gamer στην καρδιά των γεγονότων… ακόμη κι αν αυτά εκτυλίσσονται κάποτε στο παρασκήνιο. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνδράμουν οι voice actors, που κάνουν πολύ καλή δουλειά σε γενικές γραμμές, πείθοντας για την ιδιότητα, την κοινωνική θέση και το ρόλο των χαρακτήρων τους.
Ως Zellner απαντάται ο σχετικά άσημος Neil McCaul, με παρουσία σε αρκετά παιχνίδια γερμανικής παραγωγής. Από πλευράς «ονομάτων» στο cast συμμετέχουν τόσο ο Kerry Shale όσο και η Alix Wilton Regan, οι οποίοι εκείνο το διάστημα (2012-2013) συμπρωταγωνιστούσαν ως Rufus και Goal στην τριλογία Deponia της Daedalic, με εξαιρετικές επιδόσεις. Η δεύτερη μάλιστα συμμετείχε και στο σπουδαίο Mass Effect 3 (2012), ως Comm Specialist Samantha Traynor, στο πλευρό της πρωταγωνίστριας -τουλάχιστον για όσους επέλεξαν τη θηλυκή εκδοχή του χαρακτήρα- Jane Shepard. Το «παρών» δίνει και ο Tim Bentinck, που την ίδια χρονιά είχε υποδυθεί τον γραφικό, αλλά πέρα για πέρα απολαυστικό Inspector Auguste Navet στο Broken Sword 5: The Serpent's Curse.
Σε τεχνικό επίπεδο το Raven παρουσιάζει καλές και κακές στιγμές. Στις μεν ανήκει ο όμορφος σχεδιασμός των χαρακτήρων αλλά και του περιβάλλοντος. Ο πρώτος υιοθετεί ένα στυλ που κυμαίνεται στη «στυλιζαρισμένη πραγματικότητα», υπερτονίζοντας τα χαρακτηριστικά του καθενός, ωστόσο υστερεί στα facial expressions, τα οποία ενίοτε διατηρούνται περισσότερο ανέκφραστα απ’ ό,τι θα έπρεπε, ενώ και το lip sync είναι αδούλευτο. Περαιτέρω, σε αρκετές περιπτώσεις εμφανίζονται glitches τόσο στην εικόνα όσο και στα animations, ενώ ελέω αυτού αντιμετώπισα και ένα game breaking bug, το οποίο με υποχρέωσε να φορτώσω προηγούμενο save. Πέραν του ότι ο εκάστοτε πρωταγωνιστικός χαρακτήρας αδυνατεί να τρέξει, υπάρχουν στιγμές που μπορεί να «κολλήσει» σε μια επιφάνεια ή να περάσει μέσα από κάποιο αντικείμενο, ενώ συχνά δυσκολεύεται να βρει το… βηματισμό του, όταν παίρνει εντολή να κινηθεί προς συγκεκριμένο σημείο ενδιαφέροντος ή κάποιον NPC. Επιπλέον, είναι γεγονός ότι ορισμένα οπτικά εφέ, ιδίως στις θεωρητικά πιο «εντυπωσιακές» στιγμές, έπρεπε να έχουν αποδοθεί με πιο προσεγμένο τρόπο, η δε κάμερα να έχει καλύτερες τοποθετήσεις σε μερικά σημεία.
Αντιθέτως, στον ήχο έχει γίνει εξαιρετική δουλειά καθώς, πέραν των πολύ ικανοποιητικών voice overs, υπάρχει ένα υπέροχο soundtrack διάρκειας 26 λεπτών, που φέρει την υπογραφή του Benny Oschmann, με ορχηστρικές συνθέσεις στις οποίες κυριαρχούν τα έγχορδα από την ευρύτερη οικογένεια του βιολιού αλλά και πάσης φύσεως πνευστά όργανα, πράγμα απολύτως λογικό, καθώς η ηχογράφηση έχει γίνει από την Κρατική Ορχήστρα της Φρανκφούρτης, στο κρατίδιο του Βρανδεμβούργου, στη Γερμανία, υπό τη διεύθυνση του Bernd Ruf. Το αποτέλεσμα είναι κινηματογραφικό, νοσταλγικό και άκρως ατμοσφαιρικό, ενώ θυμίζει συχνά το score των παλαιών James Bond films, τα οποία άλλωστε ξεκίνησαν το 1962, δύο χρόνια πριν από την περίοδο κατά την οποία λαμβάνει χώρα το παιχνίδι. Ο Oschmann έχει συνθέσει σχεδόν σε όλα τα games της εταιρίας έως σήμερα, μεταξύ αυτών και στο Book of Unwritten Tales franchise, όπερ και την ανέδειξε.
Ακόμη κι αν δεν κατορθώνει να κάνει τη διαφορά, το Raven: Legacy of a Master Thief προέκυψε ως μια αξιόλογη παρουσία στην κατηγορία του, παρά τη σχετικά σύντομη διάρκεια και το χαμηλό βαθμό δυσκολίας του. Μάλιστα το 2018 παρουσιάστηκε ως remaster στις κονσόλες όγδοης γενιάς, PlayStation 4 και Xbox One, το οποίο ήρθε συνεπακόλουθα και στους υπολογιστές, με πολύ βελτιωμένους φωτισμούς και καλύτερα χρώματα. Σε ό,τι αφορά την King Art, κατά το έτος κυκλοφορίας του original παρουσίασε επίσης το Battle Worlds: Kronos, ένα turn-based strategy το οποίο εισέπραξε σχετικά καλές κριτικές, ενώ δύο χρόνια αργότερα (2015) επανήλθε στα adventures με το Book of Unwritten Tales 2. Οι Γερμανοί δεν εγκατέλειψαν το genre, επιστρέφοντας το 2017 με το reboot του Black Mirror, ένα παιχνίδι που δε δικαίωσε τις προσδοκίες, ούτε τις απαιτήσεις που υπήρχαν για το συγκεκριμένο brand. Αυτό όμως είναι μια άλλη ιστορία.