Η διαχρονική επιτυχία ενός brand τόσο στη βιομηχανία του θεάματος όσο και ευρύτερα, αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος «αγκαλιάζει» κάθε τι καινούριο που το αφορά, ακόμη κι αν έχει μεσολαβήσει πολύς καιρός από τότε που είχαν δοθεί σημεία ζωής. Αυτό συνηθέστερα συμβαίνει στα κινηματογραφικά franchises αλλά και στο χώρο των videogames, εκεί όπου οι fans μπορεί να χρειαστεί να κάνουν αρκετά χρόνια υπομονή προκειμένου να δουν μια «συνέχεια». Κάτι τέτοιο προφανώς δεν ισχύει για τα Assassin’s Creed games, αλλά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σειρά Grand Theft Auto, η οποία από το San Andreas (2004/05) και έπειτα έχει αραιώσει αισθητά τις νέες κυκλοφορίες της. Το Grand Theft Auto IV κυκλοφόρησε το 2008 και το Grand Theft Auto V το 2013 στις κονσόλες έβδομης γενιάς, το 2014 στις current generation κονσόλες και το 2015 στα PC. Βεβαίως, στην τελευταία περίπτωση, το συνεχώς προστιθέμενο περιεχόμενο του GTA V μέσω του GTA Online κατόρθωσε να διατηρήσει πιο «ζεστό» από ποτέ το κοινό του, εκτοξεύοντας τις πωλήσεις του στο ασύλληπτο νούμερο των 115 εκ. αντιτύπων!
Και καθώς για franchises ο λόγος, μια ειδική κατηγορία αποτελούν τα Lego games τα οποία μεταφέρουν, ως γνωστόν, ορισμένες από τις πλέον δημοφιλείς κινηματογραφικές παραγωγές στον κόσμο των συμπαθών… τουβλακίων, με διαλόγους απευθείας από τις ταινίες οι οποίοι εγγυώνται αυτομάτως ένα κωμικό αποτέλεσμα, όταν αυτό που αντικρίζεις επί της οθόνης είναι οι εν λόγω καρτουνίστικες φιγούρες. Βασικότεροι developers των συγκεκριμένων τίτλων είναι αυτοί της Traveller’s Tales, του πιο σημαντικού παραρτήματος της TT Games, η οποία με τη σειρά της αποτελεί θυγατρική της Warner Bros. Από το 2005 μέχρι σήμερα η Traveller’s Tales έχει αναπτύξει τα 19 από τα 22 Lego videogames βασισμένα σε ταινίες ή με πρωταγωνιστές χαρακτήρες γνωστών κινηματογραφικών franchises σε πρωτότυπες περιπέτειες.
Η επιτυχία των Lego τίτλων είναι εντυπωσιακή, καθώς ήδη από το 2014 έχουν σπάσει το φράγμα των 100 εκ. αντιτύπων σε πωλήσεις όσον αφορά το σύνολο των videogames που έχουν κυκλοφορήσει, είτε σχετίζονται με ταινίες είτε όχι, αν και μοιραία το μεγάλο «ξεπέταγμα» έγινε με τα πρώτα. Το απλοϊκότατο gameplay, που κατ’ ουσίαν δεν απαιτεί πάνω από τέσσερα κουμπιά του gamepad, σε συνδυασμό με τον ανύπαρκτο βαθμό πρόκλησης καθιστούν αυτά τα παιχνίδια προσιτά ακόμη και σε παιδιά του δημοτικού και μοιραία αρεστά στους απανταχού casual gamers, οι οποίοι διασκεδάζουν βιώνοντας γνωστές ιστορίες γνωστών φανταστικών ηρώων και μη υπό ένα άλλο πρίσμα. Αυτό βεβαίως δεν εμποδίζει και κάθε τρίτο παίκτη να περάσει κάποιες πιο χαλαρές gaming στιγμές μεταξύ «σοβαρότερων» τίτλων.
Εν έτει 2012, εν όψει της επικείμενης κυκλοφορίας της πρώτης ταινίας της τριλογίας Hobbit, η Warner Bros «άναψε το πράσινο φως» προκειμένου η Traveller’s Tales να αναπτύξει ένα παιχνίδι το οποίο θα αφορά την τριλογία Lord of the Rings, ούτως ώστε να εκμεταλλευθεί το hype που είχε εκτοξευθεί στα ύψη για την κινηματογραφική αφήγηση όσων είχαν συμβεί 60 χρόνια πριν από τα γεγονότα του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Η συνταγή για τους developers ήταν ήδη γνωστή και είχε αποδειχθεί επαναλαμβανόμενα επιτυχημένη μέσα από άλλους δέκα τίτλους που είχαν κυκλοφορήσει από το 2005 μέχρι τότε. Και αναμφίβολα, η μεταφορά της αρτιότερης κινηματογραφικής τριλογίας όλων των εποχών (και ποιος μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο) αποτελούσε από μόνη της εγγύηση επιτυχίας.
Το μόνο που καλούνταν να κάνουν οι δημιουργοί του παιχνιδιού ήταν να παραμείνουν πιστοί αφενός στο ύφος των τίτλων που είχαν αναπτύξει έως τότε και κυρίως βεβαίως στο ύφος των αριστουργημάτων του Peter Jackson, ιδίως όσον αφορά την απεικόνιση διαφόρων περιοχών. Άλλωστε όταν ακούς τη φωνή ηθοποιών όπως οι Ian McKellen, Viggo Mortensen, Christopher Lee, Andy Serkis, John Rhys-Davies, Orlando Bloom, Cate Blanchett, Hugo Weaving και τόσων άλλων, απαιτείται τεράστια προσπάθεια για να πάει κάτι λάθος. Το τελικό αποτέλεσμα δικαίωσε την Traveller’s Tales με το παραπάνω, με το LEGO The Lord of the Rings να συγκεντρώνει μέχρι τότε -με μια πρόχειρη αναζήτηση στο Metacritic- τις υψηλότερες βαθμολογίες παγκοσμίως κατά μ.ο. όσον αφορά τα releases στις μεγάλες κονσόλες και τα PC, μετά το LEGO Star Wars II: The Original Trilogy (2006). Το μόνο που επίσης το προσπέρασε, θεωρητικά, είναι το LEGO Marvel Super Heroes (2013), αν και σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τα πάντα είναι σχετικά.
Το βέβαιο είναι ότι όσοι επιθυμούν να περιηγηθούν με έναν ευχάριστο και χαλαρωτικό τρόπο στις εκτάσεις της Μέσης-Γης, οι οποίες παρουσιάζονται στις τρεις ταινίες του Jackson για το Ένα Δαχτυλίδι, εδώ θα έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν σε μια πολύ αξιόλογη κλίμακα τηρουμένων των αναλογιών καθώς η προσαρμογή είναι εξαιρετική για τα δεδομένα του παιχνιδιού. Όσον αφορά το καθ’ αυτό story, και θεωρώντας ως δεδομένη τη γνώση γύρω από την υπόθεση των ταινιών και το όλο concept, το game ξεκινά από τη μεγάλη μάχη της Δεύτερης Εποχής, μεταξύ Ανθρώπων, Ξωτικών και Orcs, η οποία σήμανε την καταρχήν πτώση του Sauron. Σύντομα, μετά από αυτόν τον πρόλογο ο οποίος έρχεται αυτούσιος από το Fellowship of the Ring, η ιστορία μεταφέρεται στο παρόν και οι περιπέτειες των τεσσάρων Χόμπιτ, Frodo, Sam, Merry και Pippin δεν αργούν να ξεκινήσουν καθώς ο πρώτος με τη βοήθεια του δεύτερου καλείται να μεταφέρει το Δαχτυλίδι στο σχετικά γειτονικό χωριό των ανθρώπων, Bree.
Το gameplay του Lego Lord of the Rings είναι πανομοιότυπο με όλα τα Lego games και συμπεριλαμβάνει… ένα άλμα, μια βασική επίθεση, την εναλλαγή από τον ένα πρωταγωνιστή στον άλλο και ένα special ability κάθε χαρακτήρα που μπορεί να αφορά από το σπάσιμο ενός συγκεκριμένου είδους αντικειμένου έως το ψάρεμα, το άναμμα φωτιάς, τη χρήση Σκοινιού των Ξωτικών (φτιαγμένο από Hithlain) και διάφορα άλλα. Περαιτέρω, ο παίκτης καλείται ανά διαστήματα να λύσει μηδαμινής δυσκολίας γρίφους, που συνήθως σχετίζονται με το άνοιγμα του μονοπατιού διά του οποίου θα μπορέσει να συνεχίσει. Το παιχνίδι απευθύνεται ξεκάθαρα σε δύο gamers μέσω local co-op καθώς -πέραν της δυνατότητας χρήσης δύο χαρακτήρων ανά πάσα στιγμή- σε αρκετές περιπτώσεις που τα μέλη της Συντροφιάς έχουν χωρίσει, προσφέρεται η προοπτική για ταυτόχρονο παιχνίδι στις διαφορετικές περιοχές στις οποίες κινούνται. Σε περίπτωση single player walkthrough αναγκάζεσαι να κάνεις τον διπλάσιο χρόνο ώστε να προχωρήσεις την ιστορία και στα δύο σημεία ξεχωριστά.
Παρότι Lego videogame, το μεγαλείο των ταινιών κατορθώνει να μεταδοθεί μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο, έστω κι αν επί της οθόνης βλέπουμε… τουβλάκια παντού και καρικατούρες οι οποίες αντιπροσωπεύουν κάθε χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει διότι πέραν των original φωνών των πρωταγωνιστών έχει επίσης μεταφερθεί, όπως ήταν φυσιολογικό, το μαγευτικό soundtrack της τριλογίας με την υπογραφή του Howard Shore, το οποίο χρειάζεται μόλις μια σπίθα για να σε ταξιδέψει, και συχνά ούτε αυτήν. Ανάλογα με την περιοχή στην οποία εκτυλίσσεται η δράση, ακούγεται η αντίστοιχη μουσική υπόκρουση, η οποία για κάθε fan των ταινιών και του soundtrack συνιστά ηχητικό οργασμό που σε τοποθετεί ακριβώς εκεί. Εκτάσεις όπως το Shire, το Rivendell, η Moria, τα Dead Marshes, το Helm's Deep, η Cirith Ungol, το Mount Doom και τόσες άλλες ζωντανεύουν… αλλόκοτα, αλλά παραδόξως ατμοσφαιρικά.
Το χιούμορ είναι ένα από τα πιο δυνατά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού, όπως και όλων των Lego games, καθώς το στοιχείο της παρωδίας είναι διάχυτο σε κάθε cutscene αλλά και γενικότερα. Δραματικές στιγμές, και όχι μόνο, μετατρέπονται αυτομάτως σε ξεκαρδιστικά στιγμιότυπα όπως, ενδεικτικά και μόνο, η είσοδος των Black Riders στο Prancing Pony, η στιγμή της άφιξης της Arwen πάνω από τον μαχαιρωμένο Frodo ή ο θάνατος του Boromir. Ίσως θα μπορούσαν να υπάρχουν λίγο περισσότερες αντίστοιχες περιπτώσεις στο τρίτο μέρος της ιστορίας, που αφορά το Return of the King, ενώ προσωπικά θα ήθελα μεγαλύτερο έλεγχο σε ορισμένες στιγμές των ταινιών, οι οποίες προσπεράστηκαν μάλλον γρήγορα μέσω των cutscenes. Ανεξαρτήτως αυτών και παρότι δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές, είναι πασιφανές ότι έχει γίνει πολύ πιο προσεκτική δουλειά σε σχέση με το Lego The Hobbit, το οποίο ακολούθησε περίπου ενάμισι χρόνο αργότερα (2014) δίχως καν να περιμένει η Warner Bros να κυκλοφορήσει πρώτα η τρίτη ταινία, προκειμένου να συμπεριληφθούν και τα δικά της γεγονότα στο παιχνίδι.
Τα γραφικά παραμένουν πιστά στο ύφος των Lego τίτλων και αποδίδουν εξαιρετικά τις διάφορες τοποθεσίες των ταινιών, ενώ τα… facial expressions της εκάστοτε καρικατούρας έχουν πράγματι πολλή πλάκα. Περαιτέρω, όπως συμβαίνει πάντοτε στα παιχνίδια της σειράς, υπάρχουν αμέτρητα πράγματα να κάνει κάποιος στον κόσμο του συγκεκριμένου Lord of the Rings, από side quests και mini games μέχρι ξεκλείδωμα δεκάδων χαρακτήρων και αντικειμένων, περνώντας αμέτρητες ώρες συντροφιά με το υπέροχο soundtrack της τριλογίας. Παίζοντας μόνο το main story χρειάστηκα κάτι λιγότερο από εννιά ώρες προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους και ως εκ τούτου δεν ολοκλήρωσα παρά μόνο το 26,4% του παιχνιδιού.
Πράγματι, όποιος ενδιαφέρεται για το απόλυτο χρειάζεται να εξερευνήσει πολύ κάθε επίπεδο ξεχωριστά. Άλλωστε υπάρχουν ουκ ολίγα αντικείμενα προς… θραύση αλλά και συλλογή, τα οποία δεν είναι προσβάσιμα τη στιγμή του πρώτου περάσματος, διότι οι χαρακτήρες που έχεις στη διάθεσή σου μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν έχουν τα abilities που απαιτούνται, κι αυτό αναμφίβολα προσθέτει πόντους στο game ως προς την αντοχή του στο χρόνο. Παρότι φανατικός του σύμπαντος του Tolkien, προσωπικά όλα αυτά δε θα μπορούσαν να μου κεντρίσουν το ενδιαφέρον στο πλαίσιο ενός Lego videogame προκειμένου να του αφιερώσω αυτές τις δεκάδες επιπλέον ώρες που προσφέρει, ειδικά όταν τα πάντα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το σπάσιμο κάθε πιθανού και απίθανου αντικειμένου για να μαζεύεις coins. Όπως και να ‘χει, μετά από τρίμηνη απουσία από το gaming ήξερα εκ των προτέρων πού ακριβώς θα στραφώ για κάτι χαλαρό εν μέσω εορτών. Το αποτέλεσμα με δικαίωσε πέρα για πέρα και πλέον, έχοντας ήδη τερματίσει το Lego The Hobbit από την περασμένη άνοιξη, τα μόνα Lego παιχνίδια με τα οποία προτίθεμαι να ασχοληθώ ξανά, κάποια στιγμή, είναι τα δύο Harry Potter…