By Professor_Severus_Snape on Monday, 11 April 2016
Category: GameWorld

Ωδή στη ζωή και το θάνατο

Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, όταν ξεκινάμε να παίζουμε ένα παιχνίδι στοχεύουμε στη διασκέδασή μας. Το ίδιο συνέβαινε από την παιδική μας ηλικία, με τα αυτοκινητάκια, τις κούκλες, τις μπίλιες, το κρυφτό, το ποδόσφαιρο, το μπάσκετ, το ίδιο συμβαίνει και στα videogames. Μπαίνει το δισκάκι στην κονσόλα, ενεργοποιείται ο κωδικός στο PC και τα γούστα αρχίζουν. Ατελείωτο πιστολίδι, η μπάλα πάνω-κάτω στο γήπεδο, ατέρμονες εξερευνήσεις σε αχανή RPGs, καταιγιστική δράση, εντυπωσιακά εφέ και ανελέητο button mashing. Έξω από όλα αυτά κινούνται κατά κόρον τα αμιγώς adventure games που περιλαμβάνουν πληθώρα puzzles, πιο αργούς ρυθμούς και περισσότερες ευκαιρίες παρατήρησης του περιβάλλοντος.

Είναι τα παιχνίδια που μπορούν να σε χαλαρώσουν αλλά και να σε σκάσουν, αναλόγως της δυσκολίας των γρίφων τους. Ταυτόχρονα, είναι εκείνα που λόγω του χαρακτήρα τους προσφέρουν τη δυνατότητα για την ανακάλυψη ενός «βαθύτερου νοήματος», ικανού να παιδέψει τον gamer βάζοντάς τον σε σκέψη γύρω από καθημερινά ή και υπαρξιακά ερωτήματα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι μέσω ενός παιχνιδιού διαφορετικού genre κυρίως λόγω της περιορισμένης δράσης όπως την αντιλαμβανόμαστε στα games, δίχως φυσικά τούτο να είναι απόλυτο. Στον αντίποδα, υπάρχουν πολλοί που βαριούνται αυτά τα παιχνίδια, την εξερεύνηση διά της αναζήτησης στοιχείων για την επίλυση ενός γρίφου και τις ανησυχίες που επιδιώκει ενδεχομένως να εμφυσήσει ο τίτλος σ’ αυτόν που θα ασχοληθεί μαζί του.

Προσωπικά δεν ήμουν ποτέ αρνητικός στα adventures, αν κι έχω πολλά χρόνια να ασχοληθώ με αυτά, μια κατηγορία την οποία έχω συνυφασμένη με το point & click gameplay. Μάλιστα δε θα αργήσει πολύ ακόμα ο καιρός που θα επικεντρωθώ σ’ αυτό το genre, αρχίζοντας και αποτίνοντας φόρο τιμής στο πρώτο Syberia για να συνεχίσω με τα υπόλοιπα που με ενδιαφέρουν και δεν είναι λίγα. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ξεκινάς να παίζεις ένα adventure περιμένοντας το «ψαγμένο» νόημα, αλλά αν έρθει είναι πέρα για πέρα καλοδεχούμενο. Πιστεύω άλλωστε ότι δεν υπάρχουν πολλά παιχνίδια που μπορούν να καυχιούνται για το παιδευτικό μήνυμα που προσφέρουν. Είναι αυτά που θα σε προβληματίσουν στο τέλος ή ακόμη και κατά τη διάρκειά τους, και θα σε κάνουν ίσως να αναθεωρήσεις κάποια πράγματα που πίστευες ή να εξετάσεις άλλα που είχες υποβαθμίσει μέχρι πρότινος.

Αυτή τη φορά είχα την ευκαιρία να ασχοληθώ με έναν ακόμη τίτλο ο οποίος κυκλοφόρησε πρώτα για Xbox 360 μέσω της υπηρεσίας Xbox Live Arcade, το 2013. Ομολογώ ότι στο παρελθόν διατέθηκαν μέσω αυτής πάρα πολύ καλά παιχνίδια από indie developers και όχι μόνο. Είχα διαβάσει εξαιρετικές κριτικές όπου κι αν έστρεφα το βλέμμα, συνεπώς δε μπορούσα να μείνω ασυγκίνητος. Το Brothers: A Tale of Two Sons έμελλε να μου προκαλέσει το ίδιο συναίσθημα με τους περισσότερους, πιστεύω: Δέος! Πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό adventure παιχνίδι, του οποίου η διάρκεια μετά βίας αγγίζει τις 3,5 ώρες. Είναι μια ωδή στη ζωή και το θάνατο, μια βιωματική εμπειρία, ένα υπέροχο ενεργητικό κινηματογραφικό ταξίδι. Αποτελεί παραμυθία για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καθένας στην καθημερινότητα, αλλά ταυτόχρονα είναι η ζωή και ο καημός που βιώνει ο διπλανός μας, με τον οποίον ίσως δεν έχουμε μιλήσει ποτέ.

Η ιστορία, τόσο απλή, αλλά τόσο καθηλωτική, καθιστά ωχριώσα και περιττή κάθε περιγραφή. Για την ακρίβεια, δεν την έχει ανάγκη ούτε η ίδια, έστω για αφηγηματικούς σκοπούς! Γι’ αυτό και οι διάλογοι πραγματοποιούνται σε μια εικονική γλώσσα, με λέξεις που έχουν λίγα σύμφωνα και με προφορά που προσιδιάζει ενδεχομένως στα «Σίνταριν» του Τόλκιν (ιεροσυλία). Το σενάριο περιγράφει την αγωνία και το δράμα που βιώνουν δύο νεαρά αγόρια, τα οποία έχουν λίγο καιρό που έμειναν ορφανά από μητέρα, η οποία πνίγηκε στη θάλασσα, ενώ ο πατέρας τους έχει αρρωστήσει βαριά και βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Για το λόγο αυτό ξεκινούν ένα απελπισμένο ταξίδι μετά τη συμβουλή του γιατρού του χωριού, προκειμένου να βρουν την Πηγή της Ζωής που θα προσφέρει το φάρμακο για να σωθεί ο πατέρας τους.

Με τη σκέψη τους στο μοναδικό άνθρωπο που τους έχει απομείνει στον κόσμο και έναν χάρτη του τελικού τους προορισμού ανά χείρας, παίρνουν το μονοπάτι προς το άγνωστο δίνοντας μάχη με το χρόνο. Οι δυο τους θα πρέπει να ενώσουν τις δυνάμεις τους, ο μεγαλύτερος και πιο δυνατός και ο μικρότερος και πιο ευκίνητος, προκειμένου να ξεπεράσουν τα εμπόδια και τους κινδύνους που θα συναντήσουν στο δρόμο τους. Μέσα στο διάστημα αυτό θα αναδειχθούν αναπόφευκτα και με υποδειγματικό τρόπο τα ιδιαίτερα στοιχεία του χαρακτήρα τους. Ο μεγάλος είναι ένας χειροδύναμος έφηβος, ωριμότερος με τρόπο που δε θα ευχόταν κανείς, ενώ ο μικρός πιο ευαίσθητος και αδύναμος, ένα πιτσιρίκι ακόμα, που η μοίρα του το αναγκάζει να μπει σε περιπέτειες πολύ μεγαλύτερες απ’ όσες θα μπορούσε να φανταστεί όταν όλα ήταν ακόμη καλά. Ανεξαρτήτως αυτών, αμφότερα τα αδέρφια δεν παύουν να είναι παιδιά, που πέρα από την τραγωδία που βιώνουν, αναζητούν το παιχνίδι και κάποιες πιο ανέμελες στιγμές. Στην πορεία τους αυτή θα έχουν τη δυνατότητα να αλληλεπιδράσουν με τους NPCs που θα συναντήσουν, παίρνοντας μεταξύ άλλων και τις πληροφορίες που χρειάζονται για να συνεχίσουν.

Υπότιτλοι δεν υπάρχουν, καθώς το παιχνίδι επιδιώκει και πετυχαίνει απόλυτα τη μετάδοση όλα των συναισθημάτων των χαρακτήρων του και την ίδια την απόδοση της ιστορίας κατά κύριο λόγο μέσα από τις εκφράσεις και τις κινήσεις του σώματός τους. Η αφηγηματική αυτή τεχνική απογειώνεται από τη σκηνοθεσία του παιχνιδιού, την οποία έχει αναλάβει ο Josef Fares, Λιβανέζος, που από την ηλικία των 10 ετών ζει στη Σουηδία. Ο τρόπος με τον οποίο τοποθετεί την κάμερά του και η δυνατότητα περιστροφής της, η έμφαση σε πανοραμικά πλάνα που δίνουν μια πληρέστατη εικόνα οτιδήποτε βλέπουν οι ήρωες μέχρι τον ορίζοντα είναι πραγματικά καταπληκτική. Με το draw distance να είναι κυριολεκτικά τεράστιο, οι πιο προσεκτικοί μπορούν να παρατηρήσουν ακόμη και μικρές λεπτομέρειες οι οποίες σε άλλα games θα ήταν εμφανείς μόνο από πολύ μικρότερη απόσταση.

Τα τοπία είναι υπέροχα, από το γραφικό ορεινό χωριό στις παρυφές του οποίου διαμένουν τα δύο αδέρφια, μέχρι τα βουνά, τα ποτάμια, τα ορυχεία και ένα σωρό άλλες πανέμορφες περιοχές που θα διασχίσουν, ευρισκόμενοι αρκετές φορές μπροστά σε απρόσμενες προκλήσεις. Είναι ένας μαγευτικός κόσμος, που σφύζει από ζωντάνια, γεμάτος χρώματα και περιβαλλοντικούς ήχους, ο οποίος σε τοποθετεί στο κέντρο της Δημιουργίας και σε κάνει κτήμα της. Το ταξίδι των δύο νεαρών πρωταγωνιστών συνοδεύεται από ένα εξαιρετικό soundtrack, τρομερά ατμοσφαιρικό, που πρέπει να το ακούσει κάποιος για να το εκτιμήσει σωστά. Φέρει την υπογραφή του Σουηδού συνθέτη Gustaf Grefberg, γνωστού στα videogames από τα The Darkness, Enclave, The Chronicles of Riddick: Escape from Butcher Bay και The Chronicles of Riddick: Assault on Dark Athena, όλα των συμπατριωτών του developers της Starbreeze Studios, η οποία ανέπτυξε κι αυτόν τον τίτλο.

Το Brothers: A Tale of Two Sons αποτελεί ένα πραγματικό κομψοτέχνημα της gaming βιομηχανίας. Μέσα στις ελάχιστες ώρες που διαρκεί, απουσιαζούσης μιας κατανοητής γλώσσας, κατορθώνει να «περάσει» όσα πράγματα δεν πετυχαίνει ένα game δεκάδων ωρών. Αποδεικνύει ότι ένας καλός τίτλος μπορεί να κλέψει την παράσταση χωρίς να διαθέτει εκρηκτικό gameplay ή φαντασμαγορικά εφέ, και να διακριθεί μεταξύ παιχνιδιών πολλαπλάσιου budget. Η ιστορία που υπέροχα αφηγείται είναι συνώνυμο της παιδείας, και μόνο ωφελημένος μπορεί να βγει κάποιος που θα του αφιερώσει το λίγο χρόνο που απαιτεί. Πρόκειται για ένα παιχνίδι-σταθμό στα σύγχρονα adventures… μικρού μήκους και σημείο αναφοράς για παρεμφερείς τίτλους που προηγήθηκαν και άλλους που θα ακολουθήσουν.

Leave Comments