Είχαν περάσει πλέον 14 χρόνια από τότε που επτά τέως εργαζόμενοι της Ubisoft αποφάσισαν να χαράξουν τη δική τους διαδρομή στη gaming βιομηχανία ιδρύοντας στο Παρίσι εν έτει 2000 την ολιγομελή εταιρία τους με όνομα Cyanide Studio. Ένα βήμα τολμηρό, το οποίο θα τους προσέφερε ενδεχομένως την απεριόριστη ελευθερία που ήθελαν στο δημιουργικό κομμάτι, αλλά με ελάχιστους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό πλέον, συγκριτικά με τον κολοσσό στον οποίο απασχολούνταν κατά το παρελθόν. Τα πρώτα βήματα ήταν μάλλον δειλά, συνδέοντας το όνομα της εταιρίας κυρίως με τη σειρά Pro Cycling Manager. Ασφαλώς αυτά τα παιχνίδια μπορούσαν να απασχολήσουν ένα πολύ μικρό -αν όχι ελάχιστο- ποσοστό των gamers, συνεπώς οι developers όφειλαν να ασχοληθούν και με κάτι πέρα από τέτοιου είδους manager games όπως η συγκεκριμένη σειρά ή τα Pro Rugby Manager.
Παρότι ο άξονας των δημιουργιών τους παρέμεινε σταθερός, άρχισαν σταδιακά να πειραματίζονται και με άλλα είδη παιχνιδιών, δίχως όμως να επιδείξουν κάτι ιδιαίτερα άξιο αναφοράς στην πρώτη δεκαετία της Cyanide, πέραν του Blood Bowl (2009). Βαθμιαία αυτοί οι πειραματισμοί τους οδήγησαν σε ορισμένες ακόμη μέτριες δουλειές, όπως το RTS A Game of Thrones: Genesis (2011), ενώ την επόμενη χρονιά οι Γάλλοι κατόρθωσαν να παρουσιάσουν μέσα σε λίγους μήνες δύο action-RPG τίτλους με αξιοσημείωτα δυνατό σενάριο και gameplay που είτε το αποδεχόσουν και το αφομοίωνες, είτε το απέρριπτες και το αφόριζες. Επρόκειτο για το Game of Thrones και το Of Orcs and Men, επί των οποίων θα αποφύγω να επεκταθώ τη φορά αυτή, παραπέμποντας στα αντίστοιχα κείμενα. Κοινό αδύναμο στοιχείο των δύο τίτλων ήταν η ανεπάρκειά τους στον τομέα των γραφικών, τα οποία απείχαν παρασάγγας από το να χαρακτηριστούν έστω ικανοποιητικά. Ο δεύτερος τίτλος έμελλε να αποτελέσει το υπόβαθρο για μια σειρά παιχνιδιών τα οποία ακολούθησαν έκτοτε.
Συγκεκριμένα, κι ενώ το 2013 η γαλλική εταιρία διέθεσε στην αγορά το εν πολλοίς άγνωστο Aarklash: Legacy, ένα tactical RPG με ισομετρική κάμερα το οποίο ακούστηκε απειροελάχιστα -αν ακούστηκε- παρότι θεωρήθηκε αξιοπρεπέστατο και σίγουρα υποτιμημένο, ένα χρόνο αργότερα η μικρή γαλλική εταιρία κυκλοφόρησε ένα παιχνίδι με το οποίο έδειξε ότι πλέον ανεβαίνει σαφέστατα επίπεδο όσον αφορά τα ποιοτικά της στάνταρ ιδίως στον τομέα των γραφικών, παρά το χαμηλό μπάτζετ της όπως μαρτυρήθηκε από συγκεκριμένα στοιχεία και αυτής της προσπάθειας. Ο λόγος για το Styx: Master of Shadows, έναν τίτλο ο οποίος αποτελεί prequel του κατά δύο χρόνια παλαιότερου, Of Orcs and Men, εστιάζοντας πλέον αποκλειστικά στον ομώνυμο χαρακτήρα και συμπρωταγωνιστή εκείνου του παιχνιδιού, το goblin, Styx.
Εν προκειμένω η Cyanide Studio θέλησε να δώσει συνέχεια στην ιστορία, αλλά πηγαίνοντας προς τα πίσω, προκειμένου να αφηγηθεί ένα από τα πρώτα κεφάλαια των έργων και ημερών του Styx, του απολαυστικού καλικάντζαρου εκείνης της δημιουργίας. Κυρίως, όμως, ανέλαβε το ρίσκο να εισέλθει σε αχαρτογράφητα ύδατα για την ίδια, μπαίνοντας για πρώτη φορά σε ένα νέο genre και παρουσιάζοντας ένα action-stealth game, ούτως ώστε να υποστηρίξει για ένα ολόκληρο παιχνίδι τη διαχείριση ενός goblin -που μετά βίας υπερβαίνει το ένα μέτρο σε ύψος- χωρίς την τρομερή παρουσία και ατσάλινη ασφάλεια ενός θηριώδους Orc όπως ήταν ο Arkail στον τίτλο του 2012.
Αυτό κατέδειξε, αν μη τι άλλο, ότι οι Γάλλοι έχουν και όραμα αλλά και διάθεση να δοκιμάζουν πράγματα προσδοκώντας όχι απλώς ένα ποιοτικότερο αποτέλεσμα, αλλά και μια μεγαλύτερη αποδοχή από τους απανταχού gamers. Καθώς οι πωλήσεις του Styx: Master of Shadows δεν έχουν γίνει γνωστές, συγκεντρώνοντας έμμεσα στοιχεία αντιλαμβάνομαι ότι επρόκειτο για τον δεύτερο πιο εμπορικό τίτλο της εταιρίας τουλάχιστον μέχρι εκείνο το σημείο, πίσω από το Blood Bowl (2009) του οποίου οι πωλήσεις ανήλθαν σε επταψήφιο αριθμό. Άλλωστε το γεγονός ότι το Master of Shadows απέκτησε διάδοχο πριν από περίπου δύο μήνες, μόνο τυχαίο δεν είναι.
Στο προσκήνιο έρχεται λοιπόν αυτή τη φορά αποκλειστικά ο Styx καθώς η ιστορία μας μεταφέρει κάποια στιγμή στο παρελθόν, όταν ο καλικάντζαρος βρισκόταν στο Atrium of Akenash, μια πόλη-βασίλειο των Ανθρώπων, η οποία δείχνει να βρίσκεται κάπου στον αέρα, πλαισιωμένη από ανυπέρβλητα τείχη για λόγους φύλαξης. Κι αυτό διότι στον Πύργο του Akenash βρίσκεται ένα τεράστιο δέντρο, το Δἐντρο του Κόσμου (the World Tree), από την Καρδιά του οποίου εκπηγάζει Κεχριμπάρι. Τούτο φαίνεται πως έχει ιδιαίτερες, μαγικές ιδιότητες για όποιον το γευτεί, ωστόσο οι Άνθρωποι αδυνατούν να το αποστάξουν απευθείας, καθώς την τελευταία φορά σκοτώθηκαν εκατοντάδες άτομα προσπαθώντας. Στο πλαίσιο αυτό μια συμμαχία με τα Ξωτικά βρίσκεται σε ισχύ. Τα συγκεκριμένα φαίνεται πως έχουν κυριαρχικά δικαιώματα επάνω στο Δέντρο του Κόσμου και την ουσία που απορρέει, και για το λόγο τούτο μια αντιπροσωπία τους αποτελεί τη μόνιμη φρουρά της μοναδικής γέφυρας που οδηγεί προς αυτό. Τα δρακόντεια μέτρα ασφαλείας ενισχύονται από μια τεράστια σιδερόφρακτη πύλη, το κλειδί της οποίας φυλάσσει ο ίδιος ο Κυβερνήτης της πόλης.
Ο Styx γνωρίζει τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, ότι ταλαιπωρείται συχνά από φρικτούς πονοκεφάλους, κάτι που οφείλεται αποκλειστικά στη χρήση του Amber, το οποίο, εκτός από τις ιδιαίτερες δυνατότητες που του προσφέρει, τον κάνει να ακούει αμέτρητες φωνές μέσα στο κεφάλι του. Αυτές δεν είναι άλλες από τις σκέψεις όλων όσοι έχουν γευτεί το Κεχριμπάρι, καταντώντας ένα αβάστακτο φορτίο για τον ίδιο. Δεύτερον, ότι ανά διαστήματα έχει σοβαρά κενά μνήμης, τα οποία αποδίδει στις ανυπόφορες ημικρανίες του. Και τρίτον, ότι θέλει πάση θυσία να φτάσει στην Καρδιά του Δέντρου και να την κλέψει, οικειοποιούμενος την απεριόριστη δύναμή της, ώστε να δώσει τέλος στο μαρτύριό του. Γνωρίζει όμως, επίσης, ότι για να το πετύχει αυτό θα πρέπει πρώτα να κατέλθει στο επίπεδο των φυλακών και να βοηθήσει κάποιον φίλο του να δραπετεύσει. Αυτός ξέρει πώς θα πρέπει να αντιμετωπιστούν τα Ξωτικά που φυλούν τη γέφυρα προς το Δέντρο του Κόσμου.
Η ιστορία του παιχνιδιού είναι πραγματικά εξαιρετική, παρουσιάζοντας τρομερό ενδιαφέρον από την πρώτη έως την τελευταία στιγμή. Χαρακτηρίζεται δε από ουκ ολίγες αναπάντεχες στιγμές και καταστάσεις, οι οποίες «θολώνουν τα νερά» και δύνανται να δημιουργήσουν ένα σωρό πιθανά σενάρια. Ο Styx επανέρχεται για δεύτερη φορά και είναι, απλά, απολαυστικός, όπως ακριβώς τον γνωρίσαμε μέσα από το Of Orcs and Men, τώρα ακόμη πιο πολύ καθώς βρίσκεται ο ίδιος στο επίκεντρο της ιστορίας, συνεπώς η προσωπικότητά του αναδεικνύεται έτι περισσότερο. Η ειρωνεία και ο σαρκασμός στο ύφος και τη χροιά της φωνής του, οι ύβρεις, οι απίθανες ατάκες του που είναι όσο φαρμακερές και οι λεπίδες του, όλα κάνουν την επανεμφάνισή τους εδώ βάζοντας τον ασχημομούρη κοντοπίθαρο καλικάντζαρο ακόμη περισσότερο στις καρδιές των gamers, οι οποίοι, όπως και ο ίδιος, κατορθώνουν να πάρουν την προσωπική τους εκδίκηση μετά από χιλιάδες videogames στα οποία οι καλοί Άνθρωποι, Ξωτικά, Νάνοι, μάχονται ενάντια στα αιμοδιψή και κακόψυχα Goblins.
Αυτό που παρατηρεί κάποιος από τα πρώτα δευτερόλεπτα που θα ξεκινήσει το Styx: Master of Shadows, εφόσον έχει παίξει κάποιο από τα προηγούμενα παιχνίδια της Cyanide, είναι η τεράστια αλλαγή στον τομέα των γραφικών. Είναι πασιφανές ότι οι developers της Cyanide έμαθαν επιτέλους να αξιοποιούν τις δυνατότητες της Unreal Engine 3 παρουσιάζοντας αυτή τη φορά ένα εξαιρετικό οπτικό αποτέλεσμα, εντυπωσιακό ιδίως όσον αφορά την απεικόνιση των εξωτερικών χώρων αλλά και γενικώς των επιπέδων, ιδίως θεωρουμένων… αφ’ υψηλού! Το υψόμετρο είναι εκ των σημάτων κατατεθέν του τίτλου, καθώς πέραν της ευελιξίας και των ακροβατικών ικανοτήτων του Styx, οι οποίες επί της ουσίας είναι αυτές που αναδεικνύουν ακόμη πιο πολύ ορισμένες πανέμορφες περιοχές, η ίδια η πόλη στην οποία εκτυλίσσεται η υπόθεση μοιάζει να αιωρείται, όπως προαναφέρθηκε. Κοινώς, ο τομέας που αποτελούσε σταθερά και με διαφορά τον πιο αδύναμο κρίκο των δημιουργιών της γαλλικής εταιρίας, έπαψε πλέον να είναι τέτοιος.
Η Cyanide αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει μια μεγάλη στροφή έναντι των genres στα οποία είχε επιχειρήσει μέχρι πρότινος, δημιουργώντας για πρώτη φορά ένα κλασικό action-stealth παιχνίδι. Αν ο Styx θέλει να επιζήσει σε εχθρικό έδαφος, ανάμεσα σε πολυάριθμους Ανθρώπους-εχθρούς που έχουν σχεδόν δυο φορές το ύψος του και μπορούν πολύ εύκολα να τον κόψουν… φέτες, θα πρέπει να κινηθεί με τη μέγιστη δυνατή μυστικότητα παραμένοντας εκτός του οπτικού τους πεδίου και προσέχοντας μη μετακινήσει κάποιο αντικείμενο προκαλώντας θόρυβο. Το Master of Shadows αναδεικνύει τις πραγματικές αρετές του συμπαθούς πρωταγωνιστή έναντι των συνθηκών μιας ανοιχτής μάχης, όπως στο παρελθόν. Ο Styx είναι… master των αθόρυβων κινήσεων και ένας original εκτελεστής, που σπέρνει τον όλεθρο πριν καν γίνει αντιληπτός. Οι σκιές είναι ο πιο πιστός και μόνιμος σύμμαχός του, ενώ τα υψηλότερα σημεία ενός επιπέδου, ένα ασφαλές προσωρινό καταφύγιο μέχρι να κοπάσει η αναταραχή μετά από ξαφνική εμφάνισή του ή κάποιου που του μοιάζει.
Κι αυτό γιατί αποδεικνύεται ότι ο χαρακτηρισμός των Goblins ως «vomits» δεν είναι ούτε τυχαίος ούτε απλώς υβριστικός. Ο Styx έχει τη δυνατότητα να δημιουργεί κλώνους του ξερνώντας, κυριολεκτικά, προκειμένου να τον εξυπηρετήσουν σε διάφορες αποστολές, με βασικό στόχο κάθε φορά να του εξασφαλίσουν ένα ασφαλέστερο πέρασμα από μια δύσκολη περιοχή. Αυτοί μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή των φρουρών και να τους τραβήξουν μακριά από το σημείο ενδιαφέροντος ή ακόμη και να θυσιαστούν προκειμένου ο δημιουργός τους να εξυπηρετηθεί. Ξεκλειδώνοντας δε τα σχετικά skills, οι κλώνοι δύνανται να αποκτήσουν επιπλέον δυνάμεις, όπως να γραπωθούν επάνω σ’ έναν εχθρό -χαρίζοντας στον Styx την ευκαιρία για ένα εύκολο kill ή ένα αθόρυβο και αναίμακτο πέρασμα- ή να στήσουν μια θανάσιμη παγίδα στους ανυποψίαστους εχθρούς μπαίνοντας μέσα σε μια ντουλάπα ή ένα μπαούλο, εντός των οποίων ή μέσα σε πιθάρια μπορεί βεβαίως να κρύβεται και ο ίδιος όταν τα πράγματα δυσκολεύουν.
Ο Styx μπορεί με χαρακτηριστική ευκολία να σκαρφαλώσει πολύ ψηλά, σε ξύλινα δοκάρια, μαρμάρινες εσοχές, περβάζια, αποφεύγοντας φρουρούς και αποκτώντας μια πανοραμική άποψη ολόκληρου του επιπέδου μπροστά του και κατ’ επέκταση των φρουρών. Το amber τον βοηθά τα μέγιστα στο να έχει για λίγα δευτερόλεπτα μια φωτεινή-αποκαλυπτική εικόνα του χώρου στον οποίο βρίσκεται (παραπέμποντας άμεσα στο Eagle Vision των Assassin’s Creed games), αντιπαρερχόμενος τη χαμηλή ορατότητα αρκετών σκοτεινών σημείων, τα οποία όμως στις υπόλοιπες περιπτώσεις λειτουργούν σταθερά υπέρ του. Τουλάχιστον στο ανώτερο επίπεδο δυσκολίας του παιχνιδιού, η έννοια της κατά μέτωπον επίθεσης είναι παντελώς άγνωστη για τον πρασινόδερμο αντιήρωα. Με βασικό του όπλο ένα ξιφίδιο και κινούμενος αθόρυβα πίσω από τον εχθρό είναι ο ιδανικότερος και πιο στυγνός δολοφόνος, ένας πραγματικός δάσκαλος στο ξεκοίλιασμα, στραγγάλισμα, ξεσπλάχνιασμα, ξελαίμιασμα, σε οτιδήποτε συνεπάγεται πίδακες αίματος κι έναν φριχτό όσο και γρήγορο θάνατο του αντιπάλου του.
Μια σειρά ιπτάμενων στιλέτων, όχι περισσότερα από τρία, αποτελούν το δεύτερο όπλο του Styx, με τα οποία μπορεί να εξολοθρεύει εχθρούς (όχι όλους) εξ αποστάσεως σημαδεύοντας απευθείας στο κεφάλι τους. Ο εξοπλισμός του μπορεί να περιορίζεται σ’ αυτά, εν τούτοις οι ικανότητές του αναβαθμίζονται όσο το παιχνίδι εξελίσσεται και ο παίκτης εξαργυρώνει το XP που συγκεντρώνει ολοκληρώνοντας τις εκάστοτε αποστολές. Αυτές κάθε φορά συμπεριλαμβάνουν και δευτερεύοντες στόχους, η περαίωση των οποίων προσφέρει περισσότερους XP πόντους. Το παιχνίδι διαθέτει, ούτε λίγο ούτε πολύ, έξι skill trees με τέσσερα abilities έκαστο, και ένα το οποίο ξεκλειδώνει μετά τον τερματισμό. Ο λόγος για τις κατηγορίες Stealth, Agility, Cloning, Amber, Equipment και Assassination. Κάθε μία εμπλουτίζει τις ικανότητες του πρωταγωνιστή αποτελώντας ένα πολύτιμο βοήθημα για τα επόμενα βήματά του.
Η αναπλήρωση του amber μέσω φιαλιδίων που βρίσκονται διάσπαρτα -αλλά αραιά- στους χώρους είναι απαραίτητη για την αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων δυνάμεων του Styx, ο οποίος όπως και με τα μαχαίρια, έτσι και με τα μπουκαλάκια για Amber, Life και όχι μόνο, μπορεί να φέρει έναν περιορισμένο αριθμό. Το καταφύγιό του μεταξύ των αποστολών είναι πάντοτε ένας τόπος ανεφοδιασμού και προετοιμασίας για την επόμενη πρόκληση. Ασφαλώς η αθάνατη μέθοδος του pickpocketing απέναντι σε φρουρούς κάνει και εδώ την εμφάνισή της ως προσφιλής τακτική για την απόκτηση φίλτρων με λίγο κόπο, αλλά πολλή προσοχή, ενώ πάντοτε η γεύση εμετού goblin σε ανθρώπινο φαγητό εγγυάται μια θανάσιμη δηλητηρίαση κι ένα τραγικό δυστύχημα, χωρίς να αντιληφθεί κανείς το παραμικρό.
Το παιχνίδι εκτυλίσσεται εξ ολοκλήρου στο Atrium of Akenash διαθέτοντας αρκετά διαφορετικά επίπεδα κι ακόμη περισσότερους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, αρκετοί εκ των οποίων είναι εντυπωσιακοί και πέρα για πέρα επιβλητικοί. Η προσοχή στη λεπτομέρεια του σχεδιασμού τους είναι εμφανής, παρότι δε λείπουν και τα στοιχεία που μαρτυρούν το χαμηλό budget της εταιρίας. Τα μοντέλα των φρουρών είναι περιορισμένα, συνεπώς οι φιγούρες τους επαναλαμβάνονται συνεχώς. Επιπλέον, ακόμη και η μετάβαση από το ένα κεφάλαιο της ιστορίας στο άλλο, αντί για τα κλασικά cutscenes, γίνεται μέσω σκίτσων τα οποία συνοδεύονται από το σχετικό voice acting. Κι αν αυτό αποτελεί μια θεμιτή και όχι απαραίτητα κακή επιλογή (θυμίζοντας βέβαια indie 2D platforms όπως το Deadlight) είναι σε κάθε περίπτωση και μια οικονομικότερη λύση.
Ο -κατ’ ουσίαν άγνωστος- Saul Jephcott επιστρέφει για δεύτερη φορά στο ρόλο του Styx, και μαζί του το εκκεντρικό και πέρα για πέρα απολαυστικό προφίλ του χαρακτήρα στον οποίο δανείζει τη φωνή του, με το γνωστό λατρεμένο σαρκαστικό ύφος αλλά και την αυτοσυνειδησία του περιορισμένου των δυνατοτήτων του, στοιχεία τα οποία συνοδεύονται από ορισμένες απίθανες ατάκες που, απλά, δε μπορείς να ξεχάσεις, και εξάπαντος από ένα συνεχιζόμενο αίσθημα ταύτισης με ένα Goblin, έναν απόβλητο του σύμπαντος του παιχνιδιού αλλά και των videogames γενικότερα. Στους υπόλοιπους ρόλους συναντάμε συνολικά μόλις επτά άτομα ακόμη, μεταξύ των οποίων τον David Gasman στο ρόλο του Aaron, γιου του Κυβερνήτη του Akenash.
Ο συγκεκριμένος υποδύθηκε στο Of Orcs and Men τον ίδιο τον Arkail, το γιγαντόσωμο Orc και εκ των δύο πρωταγωνιστών του τίτλου. Εν τούτοις το αποτέλεσμα στον συγκεκριμένο τομέα του παιχνιδιού αποδεικνύεται μάλλον συμβατικό και τίποτα περισσότερο, με εξαίρεση βεβαίως τον Styx, ο οποίος δίνει πραγματικό ρεσιτάλ. Αντίθετα, η μουσική είναι πολύ καλή, μάλλον προσεκτική, όχι μόνιμη, αλλά σίγουρα άκρως ατμοσφαιρική όποτε μπαίνει στη σκηνή γλιστρώντας διακριτικά μέσα από τις σκιές. Η σύνθεση είναι του Henri-Pierre Pellegrin, ο οποίος -για την ιστορία- συμμετέχει και στη λιτή ορχήστρα με ηλεκτρικό μπάσο και κιθάρες. Είναι προφανές ότι η Cyanide επεδίωξε σε συνολικό επίπεδο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα με όσο το δυνατόν πιο οικονομικές επιλογές.
Όσον αφορά το A.I. του παιχνιδιού, οι εχθροί αντιλαμβάνονται εύκολα τον παραμικρό θόρυβο (εν προκειμένω τα ηχητικά εφέ είναι εξαιρετικά), από έναν απότομο γδούπο μέχρι την άτσαλη μετακίνηση ενός αντικειμένου, όπως μιας σκούπας, ενός κουβά ή μιας καρέκλας. Επιπλέον, ο Styx χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να αποφύγει τα δικά τους ιπτάμενα στιλέτα ή τα βέλη που εκτοξεύουν, ενώ έτσι και πέσει στα χέρια τους τότε μετατρέπεται σε κάτι μεταξύ αιματοβαμμένης αλοιφής και πετσοκομμένης χαλκομανίας. Ακόμη, εφόσον οι φρουροί βρίσκονται σε κατάσταση κινδύνου, είναι δεδομένο ότι θα ψάξουν τις πιθανές κρυψώνες που αναφέρθηκαν σε προηγούμενο σημείο ή ακόμη και κάτω από τα τραπέζια, πάγκους, καρότσες κ.λπ.. Στις περιπτώσεις αυτές είναι προτιμότερο για το goblin να μη γίνει… τσακωτός.
Αντίθετα, η τεχνητή νοημοσύνη δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά όταν ένας στρατιώτης περάσει από σημείο όπου πριν από λίγο βρισκόταν συνάδελφός του, ο οποίος τώρα είναι άφαντος. Θα παραμείνει απαθής και συνεπώς το έργο του Styx θα γίνει αμέσως πιο εύκολο. Επιπροσθέτως, ακόμη κι αν ο πρωταγωνιστής ή ο κλώνος του δηλητηριάσουν τα… φρούτα των φρουρών μπροστά στα μάτια τους -και υποθέτοντας ότι ειδικά ο πρώτος θα γλυτώσει από ένα τέτοιο περιστατικό, αυτοί λίγο αργότερα θα φάνε ξανά από την ίδια πιατέλα σα να μη συνέβη τίποτα. Ωστόσο, παραμένει διασκεδαστική η διαδικασία σβησίματος των πυρσών στους τοίχους από τον πρωταγωνιστή, πετώντας άμμο από μακριά προκειμένου να δημιουργήσει περισσότερα σκοτεινά σημεία, με τους φρουρούς να αιφνιδιάζονται προς στιγμήν και να τους ξανανάβουν στη συνέχεια! Κι αν αυτό δεν αρκεί, ο Πρασινόδερμος goblin μπορεί πάντα να σφυρίξει… κλέφτικα και να παρασύρει ένα φρουρό προς το μέρος του για ένα covered kill… αρκεί να μην έρθουν περισσότεροι μαζί.
Γενικότερα, το gameplay του Styx: Master of Shadows αποδείχθηκε απολαυστικότατο για τον υπογράφοντα, με αρκετές επιλογές και εναλλακτικές μεθόδους προσέγγισης κάθε αποστολής, ακόμη κι αν το σημείο στο οποίο πρέπει να καταλήξεις είναι πάντοτε συγκεκριμένο. Όπως ισχύει σε κάθε stealth game που σέβεται τον εαυτό του, το νόημα εν προκειμένω είναι να περνάς όσο πιο απαρατήρητος γίνεται και όχι να σκοτώνεις αδιακρίτως εχθρούς, μολονότι τούτο μπορεί να εξελιχθεί σε μια πολύ διασκεδαστική εμπειρία με ουκ ολίγους προσφερόμενους τρόπους. Αυτοί, πέραν όσων ήδη αναφέρθηκαν, επεκτείνονται μεταξύ άλλων σε aerial ή hanging murders, ενώ πάντοτε το λύσιμο ενός πολυελαίου που μπορεί να ζυγίζει ακόμη και εκατοντάδες κιλά, δύναται να επιφέρει ένα φρικιαστικό τέλος από τον… ουρανό στους ανυποψίαστους που βρίσκονται από κάτω εκείνη τη στιγμή.
Ο βαθμός πρόκλησης είναι ιδιαίτερα μεγάλος. Παίζοντας στο Goblin, το υψηλότερο από τα τέσσερα difficulty levels, και με απενεργοποιημένο το display of detection, υπήρξαν τουλάχιστον τρία-τέσσερα σημεία τα οποία με δυσκόλεψαν αρκετά, ενώ τελικά χρειάστηκα λίγο πάνω από 30 ώρες προκειμένου να δω τα credits. Τα σχετικά αραιά -σε αρκετές περιπτώσεις- checkpoints αυξάνουν τη δυσκολία, ιδίως όταν βρίσκεσαι για πρώτη φορά σε μια περιοχή και δε γνωρίζεις τις κινήσεις των εχθρών. Το Styx: Master of Shadows εξελίχθηκε σ’ ένα πάρα πολύ καλό και εξίσου όμορφο action-stealth game, με μια πολύ δυνατή και ενδιαφέρουσα ιστορία, σηματοδοτώντας τη μετάβαση της Cyanide για πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια σ’ ένα υψηλότερο επίπεδο όσον αφορά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, αυξάνοντας δικαιολογημένα πλέον τις απαιτήσεις για το μέλλον, έχοντας αποδείξει ότι είναι ικανή να πετύχει στους πειραματισμούς της και να παρουσιάσει σε γενικές γραμμές έναν άρτιο τίτλο παρά τα περιορισμένα οικονομικά δεδομένα.