Στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας η σειρά Tomb Raider έφτασε σ’ ένα κομβικό σημείο όπου οι developers της Crystal Dynamics σε συνεργασία με την publisher, Eidos Interactive, και πλέον από το 2009 την Square Enix, έπρεπε να αποφασίσουν το δρόμο που θα ακολουθούσαν, σε μια βιομηχανία που άλλαζε. Ο παραδοσιακός χαρακτήρας του franchise, που έδινε έμφαση στο adventure στοιχείο και την επίλυση γρίφων και λιγότερο στο action, διατηρούσε τον πιστό πυρήνα οπαδών του, ωστόσο πλέον έδειχνε ξεκάθαρα ότι έχανε ένα μεγάλο τμήμα gamers που αναζητούσαν πιο απλά και εύπεπτα πράγματα. Το Tomb Raider: Underworld (2008) επιβεβαίωσε αυτό το γεγονός, καθώς οι πωλήσεις των 2,6 εκατομμυρίων αντιτύπων ήταν καλές, αλλά όχι κάτι σπουδαίο για τις απαιτήσεις που υπήρχαν.
Για να επιστρέψει η σειρά στα επίπεδα πωλήσεων των δύο πρώτων Tomb Raider, αν όχι να τα ξεπεράσει, θα έπρεπε να πραγματοποιήσει μια πλήρη μεταστροφή συμβαδίζοντας με τα πρότυπα του καιρού της. Για το λόγο αυτό χρειάστηκε να μεσολαβήσουν πέντε ολόκληρα χρόνια μέχρι το εντυπωσιακό reboot. Βεβαίως, αυτό το διάστημα ήταν υπερβολικά μεγάλο για να μην υπάρξει οποιαδήποτε επαφή με τη fan base της αγαπημένης ηρωίδας. Για το λόγο αυτό η Crystal Dynamics χωρίστηκε αρχικά σε δύο ομάδες, με τη μία να εργάζεται επάνω στην επανεκκίνηση του franchise και τη δεύτερη να δουλεύει σ’ ένα μικρότερο project, το οποίο έγινε διαθέσιμο πρώτα στην υπηρεσία XBOX Live Arcade για το Xbox 360 τον Αύγουστο 2010 και ένα μήνα αργότερα ακολούθησε σε PC και PS3.
Ο λόγος για το Lara Croft and the Guardian of Light, το οποίο εγκαινίασε μια spin-off σειρά η οποία μέχρι σήμερα μετρά δύο games, αλλάζοντας μάλιστα το genre σε ένα isometric action-adventure shooter. Επρόκειτο για μια ενδιαφέρουσα αλλαγή, η οποία θα μπορούσε να κρατήσει σε εγρήγορση τους fans και όχι μόνο, μέχρι να ακολουθήσει η συνέχεια της κανονικής σειράς. Μάλιστα οι developers έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στο co-op «χτίζοντας» κατά βάση το παιχνίδι για συνεργασία δύο παικτών, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παίζεται ευχάριστα ως single player, ακόμη κι αν δεν είναι το ίδιο. Κι αυτό γιατί εκτός από τη Lara, υπάρχει και δεύτερος πρωταγωνιστής, ο έτερος playable χαρακτήρας, που ακούει στο όνομα «Totec».
Πριν από 2.000 χρόνια στην αρχαία Αμερική διεξήχθη μια αδυσώπητη μάχη ανάμεσα στους στρατούς του Totec, Φύλακα του Φωτός, και του Xolotl, Φύλακα του Σκότους. Οι δυνάμεις του πρώτου ηττήθηκαν όταν ο δεύτερος χρησιμοποίησε τον Καθρέφτη του Καπνού προκειμένου να απελευθερώσει τις ορδές του ώστε να πολεμήσουν για λογαριασμό του. Ο μοναδικός επιζήσας ήταν ο Totec, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να νικήσει τον Xolotl και να τον φυλακίσει μέσα στον Καθρέφτη αυτόν, με τον ίδιο να μετατρέπεται σε αιώνιο και αθάνατο φρουρό του παίρνοντας τη μορφή ενός πέτρινου αγάλματος. Στη σύγχρονη εποχή, η Lara αποφάσισε να αναζητήσει αυτό το κειμήλιο, ωστόσο, όταν το εντόπισε, συνελήφθη από μια ομάδα μισθοφόρων η οποία την παρακολουθούσε. Ο αρχηγός τους αγνοώντας ή μη πιστεύοντας τους κινδύνους από την κατάρα που έδενε το artifact, απελευθέρωσε άθελά του τον Xolotl και μαζί του ζωντάνεψε και ο Totec, προκειμένου να τον αντιμετωπίσει για μία ακόμη φορά. Όπως αντιλαμβάνεται κάποιος, το σενάριο προσφέρει απλώς τα βασικά προκειμένου να εξελιχθεί η δράση του παιχνιδιού και τίποτα περισσότερο.
Στο voice acting συναντάμε την Keeley Hawes, η οποία μέσα σε πέντε χρόνια δάνεισε τη φωνή της τέσσερις φορές στη Lara Croft, έχοντας στο παλμαρέ της συμμετοχές στα τρία τελευταία -μέχρι τότε- Tomb Raider, τα Legend, Anniversary και Underworld. Κάτι αντίστοιχο έπραξε και τέσσερα χρόνια αργότερα, στο δεύτερο μέρος της spin-off σειράς. Επίσης, το soundtrack αποδείχθηκε απολύτως ταιριαστό με το ύφος του παιχνιδιού και τα επί της οθόνης τεκταινόμενα, που περιλάμβαναν ορισμένες εντυπωσιακές στιγμές και όμορφα γραφικά σε κάθε περίπτωση, σε εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους. Το Guardian of Light καθ’ αυτό κατόρθωσε να διατηρήσει σ’ ένα μεγάλο βαθμό το πνεύμα των Tomb Raider, παρά την σημαντική προσθήκη των αυξημένων shooting στοιχείων. Είτε παίξει κάποιος μόνος είτε με παρτενέρ, θα πρέπει και πάλι να λύσει γρίφους, οι οποίοι όμως αυτή τη φορά είναι αρκετά εύκολοι και δε θα κουράσουν.
Όπως είναι προφανές, σε περίπτωση co-op playthrough ο ένας παίκτης αναλαμβάνει τη Lara και ο άλλος τον Totec. Τέτοιο ήταν και το δικό μου πέρασμα, ελέγχοντας προσωπικά τη Lara. Μαζί οι δύο χαρακτήρες καλούνται να συνεργαστούν προκειμένου να τα βγάλουν πέρα βρίσκοντας τις απαντήσεις στις «σπαζοκεφαλιές», συγκεντρώνοντας collectables και εξολοθρεύοντας τους εχθρούς που θα κάνουν το λάθος να βρεθούν στο διάβα τους. Οι τελευταίοι είναι κατά βάση πλάσματα του Xolotl, με σχετική ποικιλία ανάλογα με το εκάστοτε επίπεδο. Εν τούτοις η δυσκολία αποδεικνύεται μέτρια στην καλύτερη περίπτωση, ακόμη και σε hard difficulty, τουλάχιστον σε co-op. Για την ακρίβεια, είναι πιο πιθανό να πεθάνεις από λανθασμένο υπολογισμό ενός άλματος, παρά επειδή σε σκότωσαν οι εχθροί. Επιπλέον, ο βαθμός πρόκλησης μειώνεται ακόμη περισσότερο λόγω της δυνατότητας του ενός χαρακτήρα να κάνει revive τον άλλο, ενώ τα ασταμάτητα checkpoints δε σε κάνουν να ανησυχείς ούτε στιγμή για την πρόοδό σου.
Όσον αφορά τους γρίφους, Lara και Totec θα πρέπει να συνδυάσουν τις δυνάμεις τους, ακόμη κι όταν πρόκειται να περάσουν πάνω από παγίδες ή να υπερπηδήσουν αγεφύρωτα χάσματα. Η πρώτη μπορεί να εκτοξεύσει το σκοινί της συνδέοντάς το με κρίκους ώστε ο δεύτερος να μπορέσει να ισορροπήσει σ’ αυτό φτάνοντας σε δυσπρόσιτα σημεία. Αντιστρόφως, ο Totec δύναται να εκτοξεύσει σε τοίχους το βασικό όπλο του, ένα δόρυ, προκειμένου η Lara να πατήσει επάνω και να προσεγγίσει σημεία τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα έβλεπε μόνο εξ αποστάσεως. Από εκεί και πέρα, δύο ακόμη βασικά αντικείμενα των πρωταγωνιστών είναι βεβαίως τα παραδοσιακά πιστόλια της Lara, που διαθέτουν άπειρες σφαίρες, καθώς και η ασπίδα του Totec προκειμένου να αποκρούει ranged επιθέσεις ή να βαδίζει αλάβωτος προς παγίδες που εκτοξεύουν ακόντια. Σε single player mode, η Lara αποκτά το δόρυ του Totec και συνεχίζει την περιπέτεια κατ’ ουσίαν μόνη της. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι οι βόμβες εδάφους, τις οποίες μπορούν αμφότεροι να χρησιμοποιήσουν ούτως ώστε να εξουδετερώσουν παγίδες ή να προκαλέσουν damage στους εχθρούς.
Ένα από τα πιο δυνατά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού είναι ότι περιλαμβάνει ουκ ολίγα όπλα, 28 στο σύνολό τους. Αυτά εκτείνονται από rifles και shotguns μέχρι φλογοβόλα και εκτοξευτές χειροβομβίδων και γίνονται διαθέσιμα όσο περισσότερο εξερευνάς τους χώρους του εκάστοτε επιπέδου. Καθένα μάλιστα διαθέτει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε τρεις κατηγορίες, Power, Rate of fire και Ammo Consumption. Η μπάρα του ammo της Lara και του Totec αδειάζει, λοιπόν, ανάλογα με τη χρήση των όπλων, εξαιρουμένων των βασικών τους, και αναπληρώνεται κυρίως με packs τα οποία βρίσκονται διάσπαρτα, αρκετές φορές μαζί με health packs. Επιπλέον, η εξερεύνηση επιβραβεύει με την ανακάλυψη διαφόρων artifacts, τα οποία προσφέρουν ένα σχετικό boost στα abilities των πρωταγωνιστών (weapon, defense, speed, bomb) ή μπορεί να δίνουν ένα συν στο ένα και να αφαιρούν από ένα άλλο. Οι ήρωες μπορούν να φέρουν μόνο ένα artifact κάθε φορά, ενώ από όπλα μέχρι τέσσερα, μαζί με τα βασικά πιστόλια της η Lara και το δόρυ του ο Totec.
Ο σχεδιασμός των 14 επιπέδων του παιχνιδιού είναι όμορφος, ακόμη κι αν παρατηρούνται ίσως ορισμένες ομοιότητες μεταξύ τους σε κάποιες περιπτώσεις. Στον τομέα του χειρισμού υπάρχουν φορές που η στόχευση για κάποιον ανεξήγητο λόγο γίνεται αδύνατη προς συγκεκριμένη κατεύθυνση (συνήθως διαγώνια κάτω), ενώ σε άλλες το σχοινί της Lara «κόβεται» και πρέπει να ξαναπατήσεις το κουμπί για να εκτοξευθεί εκ νέου. Εν προκειμένω, αν ο Totec ή η ίδια κρέμεται πάνω από το χάος, τότε ο θάνατος είναι βέβαιος. Παίζοντας local co-op στο ανώτερο επίπεδο δυσκολίας (hard), χρειάστηκα περίπου οκτώ ώρες για να φτάσω στο τέλος. Το Lara Croft and the Guardian of Light είναι ένα ευχάριστο και διασκεδαστικό παιχνίδι το οποίο οι απανταχού gamers αγκάλιασαν, όπως αποδείχθηκε εκ του αποτελέσματος. Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του είχε ήδη πουλήσει περισσότερο από ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε όλες τις πλατφόρμες, αριθμός πολύ υψηλός για αποκλειστικά ψηφιακό game. Τέσσερα χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε ο διάδοχός του. Επί τούτου, θα αναφερθούμε στο εγγύς μέλλον.