Κάθε τίτλος που κυκλοφορεί στη βιομηχανία των videogames διακρίνεται και κατατάσσεται σε μία ή περισσότερες κατηγορίες, τα γνωστά σε όλους «genres». Όπως είναι λογικό, εκατοντάδες έως χιλιάδες παιχνίδια αντιστοιχούν σε καθεμία, και το να μπορέσει να ασχοληθεί κάποιος με το σύνολό τους είναι τόσο αδύνατο όσο και αδιάφορο. Ποια είναι λοιπόν τα κριτήρια επιλογής κάθε φορά; Παίζοντας platform games το τελευταίο διάστημα σκεφτόμουν ακριβώς αυτό. Πέρα από τα γραφικά, το gameplay και το σενάριο, τα οποία θεωρώ γενικότερα σημαντικά (πολύ πρωτότυπο), κατέληξα ότι σημαίνοντα ρόλο παίζει η ευρύτερη αισθητική ενός παιχνιδιού, με απλά λόγια «τι μου βγάζει». Ποιος είναι ο λόγος που θα επιλέξω ένα πολύ καλό game βάσει βαθμολογιών παγκοσμίως, αλλά θα απορρίψω ένα αντίστοιχο; Και γιατί θα δείξω ιδιαίτερη προτίμηση και επιμονή να ασχοληθώ με έναν τίτλο του οποίου οι κριτικές είναι μέτριες έως αρνητικές, ή με έναν άλλο για τον οποίο έχουν γραφτεί ελάχιστα;
Η αισθητική μπορεί να αφορά ένα συγκερασμό των προαναφερθέντων τομέων ή να σχετίζεται απλώς με το εικαστικό μέρος, ενδεχομένως το level design και τον πρωταγωνιστή. Σε μια τέτοια περίπτωση περνούν σε δεύτερη μοίρα πιθανά μικροπροβλήματα στο χειρισμό ή άλλες ατέλειες. Κάπως έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να παίξω ένα παιχνίδι που μου κέντρισε το ενδιαφέρον από τις πρώτες εικόνες που αντίκρισα κάποια στιγμή. Ο λόγος για το Nihilumbra. Ένα puzzle platform με ιδιαίτερα υπαρξιακό περιεχόμενο και μια συγκεκριμένη φιλοσοφική αντίληψη η οποία αναδεικνύεται κατά τη διάρκειά του μέσα από την απαλή, σχεδόν απόκοσμη φωνή του αφηγητή. «Umbra» είναι η σκιά, και ειδικότερα το πιο σκοτεινό της σημείο, όπου κανένα φως δεν επιζεί. Είναι επίσης η μία από τις τρεις φάσεις της σκιάς, όπως αναφέρεται και στο review του site. «Nihilism» ή -κατά το ελληνοποιημένο- «νιχιλισμός» είναι ο μηδενισμός. Το φιλοσοφικό αυτό ρεύμα εκφράζει την ολοκληρωτική άρνηση οιασδήποτε πτυχής της διαβίωσης, θεωρητικής και πρακτικής αξίας. Στο Nihilumbra δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στον υπαρξιακό μηδενισμό, ο οποίος αγνοεί κάθε νόημα και σκοπό της ζωής.
Εκεί υπάρχει το κενό, το απόλυτο τίποτα, το Void. Δε μπορεί και δεν επιτρέπεται να υπάρξει ζωή έξω από αυτό. Να, όμως, που μια σκιά απροσδιορίστου σχήματος καταφέρνει με κάποιο τρόπο να δραπετεύσει. He is Born, ονόματι και καταστάσει. Είναι ο ήρωάς μας, ο οποίος γρήγορα θα πάρει μορφή πιο κοντά στα ανθρώπινα δεδομένα, αντιγράφοντας ένα σκιάχτρο που συναντά στο δρόμο. Ένα δρόμο ο οποίος κρύβει παγίδες, καθώς το Void -η ίδια η ανυπαρξία δηλαδή- έχει συνείδηση και είναι ικανό να δημιουργεί εχθρικά όντα εκ της ουσίας του, προκειμένου να ανακόψουν την πορεία του πρωταγωνιστή μας. Αυτή η ιδιότυπη καταδίωξη λαμβάνει χώρα σε πέντε διαφορετικά επίπεδα, πέντε διαφορετικές περιοχές ενός πλανήτη που μοιάζει με τη Γη, αλλά δεν είναι. Πρόκειται για τις Frozen Cliffs, Living Forest, Ash Desert, Volcano και City. Ο σχεδιασμός κάθε κόσμου, που χωρίζεται συνήθως σε οκτώ υποεπίπεδα, έχει γίνει στο χέρι και είναι πραγματικά πολύ όμορφος. Την παράσταση κλέβουν οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στον καθένα και περιλαμβάνουν -χωρίς να περιορίζονται σε- χιονοθύελλες, καταιγίδες και αμμοθύελλες, με τον πρωταγωνιστή μας να αντιδρά αναλόγως του περιβάλλοντος στο οποίο βρίσκεται.
Πριν ξεκινήσω το παιχνίδι είχα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον από όσα λίγα είχα διαβάσει και δει γενικότερα, πιστεύοντας ότι πρόκειται για κάτι πολύ καλό. Η πρώτη «γεύση» όμως που μου άφησε ήταν κάπως παράξενη. Κι αυτό γιατί αισθητικά το Nihilumbra ήταν μεν όπως ακριβώς το περίμενα, εν τούτοις όμως αποδεικνυόταν ένα πάρα πολύ εύκολο παιχνίδι, με ελάχιστη έως μηδαμινή δυσκολία στους μάλλον υποτυπώδεις γρίφους, πλην ίσως μίας – δύο περιπτώσεων, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να δω τους τίτλους τέλους μέσα σε τρεις ώρες. Αυτό που δεν είχα υπολογίσει, όμως, είναι ότι αμέσως μετά τον τερματισμό ξεκλειδώνεται το Void mode! Κι από εκεί που το παιχνίδι χαρακτηρίζεται ως casual, αποκτά σημαντικότατο βαθμό δυσκολίας στην επίλυση γρίφων και την αντιμετώπιση των εχθρών, με την ύπαρξη ορισμένων «σπαζοκεφαλιών» που υπόσχονται μεγάλο παίδεμα!
Ο παίκτης καλείται να ξαναπαίξει στα ίδια επίπεδα, τα οποία όμως είναι εντελώς διαφοροποιημένα όσον αφορά τους εχθρούς, τα κιβώτια και τους διακόπτες που μπορούν να ανεβοκατεβάζουν κολόνες για να επιτραπεί η συνέχιση της πορείας. Κοινώς, μόνο ο σκελετός της εκάστοτε περιοχής παραμένει αυτούσιος, αλλά το gameplay και ο τρόπος προσέγγισης είναι εντελώς διαφορετικά σε σχέση με την πρώτη φορά, και κυρίως πολύ – πολύ πιο δύσκολα. Προσωπικά, μετά το τρίωρο του Story mode που θα μπορούσε να είναι και λιγότερο, χρειάστηκα περίπου άλλες 13 ώρες για να τερματίσω το Void mode! Ειδικότερα -αλλά όχι αποκλειστικά- στο ξεκίνημά του, μέχρι να αντιληφθώ την αλλαγή και τα εκ διαμέτρου αντίθετα δεδομένα, τα βρήκα αρκετά «σκούρα». Είναι χαρακτηριστικό ότι το συγκεκριμένο έχει καταφέρει να τερματίσει μόλις το 3.6% των κατόχων του παιχνιδιού στο Steam!
Πραγματικά, το Nihilumbra μοιάζει να ξεκινά στο Void mode, με το Story να αποκτά χαρακτήρα εισαγωγής κρίνοντας από τον χαμηλότατο βαθμό δυσκολίας του, που ελαχιστοποιεί και τη διάρκειά του. Ως προς το λόγο ύπαρξης του πρώτου; Αυτό που κατάφερε σίγουρα ο Born με την απόδρασή του από το Void είναι να τον πάρει στο κατόπι ένας αμείλικτος διώκτης, κομμάτι του οποίου αποτελεί άλλωστε κι ίδιος! Τούτο βεβαίως συνεπάγεται ότι ο συγκεκριμένος εχθρός, αυτή η… ανυπόστατη υπόσταση, ξεφεύγει από τον κατ’ αρχήν τόπο κυριαρχίας του και εκτείνεται στον υπόλοιπο κόσμο! Συνεπώς, το Void mode δεν είναι παρά η προσπάθεια του ήρωά μας να αποκαταστήσει την καταστροφή που ο ίδιος εμμέσως επέφερε άθελά του.
Για να το πετύχει θα έχει τη βοήθεια που του προσφέρουν τα πέντε πολύτιμα χρώματα που συγκέντρωσε σταδιακά στο Story mode, στις ισάριθμες περιοχές του παιχνιδιού. Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα ιδέα η οποία υλοποιείται στο Nihilumbra με τον πρωταγωνιστή να ζωγραφίζει, κυριολεκτικά, επάνω στις επιφάνειες με το χρώμα που τον ενδιαφέρει, προκειμένου να μπορέσει να επιλύσει γρίφους, να περάσει από δύσκολα σημεία ή να νικήσει εχθρούς. Το γαλάζιο κάνει μια επιφάνεια ιδιαιτέρως ολισθηρή, δίνοντας έτσι ταχύτητα. Το πράσινο δρα ως τραμπολίνο σε περίπτωση άλματος, ενώ το καφέ λειτουργεί σαν κόλλα επί τοίχων και εδάφους. Το κόκκινο επιτρέπει να βάλεις φωτιά σε κιβώτια και εχθρούς, και το κίτρινο δίνει τη δυνατότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας! Έξυπνη σύλληψη με πολύ αποτελεσματική εφαρμογή.
Το έκτο χρώμα είναι το μωβ, το χρώμα του Void, που είναι διαθέσιμο από την πρώτη στιγμή ως κομμάτι της φύσης του Born, με το οποίο μπορούν να σβηστούν τα υπόλοιπα. Η περιπέτεια της Σκιάς μας πλαισιώνεται από ένα πολύ όμορφο, μελωδικό και συνάμα χαλαρωτικό soundtrack σε όλη τη διάρκεια, που κάνει το ταξίδι στον κόσμο του Nihilumbra ακόμη πιο ευχάριστη διαδικασία. Όποιος ασχοληθεί μόνο μέχρι τα πρώτα credits, πιστεύω ότι έχει χάσει όλη την ουσία και πρόκληση της πολύ όμορφης indie δημιουργίας της «νεοφώτιστης» ισπανικής εταιρίας ανάπτυξης «BeautiFun Games». Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο τίτλος αξίζει να τιμηθεί και να προτιμηθεί.