Η είσοδος στην τρέχουσα χιλιετία σηματοδότησε συγχρόνως την ολοκλήρωση μιας εποχής στη gaming βιομηχανία, παράλληλα όμως το πέρασμα στην επόμενη. Άλλωστε, πάγια το τέλος ενός πράγματος σημαίνει και την αρχή ενός καινούριου, καθώς η ζωή συνεχίζεται. Κάπως έτσι έκλεισε η «χρυσή» δεκαετία του ΄90 στο χώρο των point & click adventures, η οποία, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν ήταν παρά οι πλούσιοι καρποί του δέντρου που είχε μεγαλώσει και ανθίσει ήδη από τα ΄80s. Μέσα στην εικοσαετία αυτή ξεκίνησαν και ολοκλήρωσαν τη διαδρομή τους κλασικά franchises της κραταιάς Sierra On-Line, όπως τα King’s Quest (1984-1998, οκτώ τίτλοι), Space Quest (1986-1995, έξι τίτλοι), Quest for Glory (1989-1998, πέντε τίτλοι), ενώ άλλοι συνέχισαν την πορεία τους τα επόμενα χρόνια, έστω και με αλλαγή ιδιοκτησίας των δικαιωμάτων ή ανάθεση της ανάπτυξής τους σε τρίτους. Πριν συμβεί αυτό, η Sierra είχε ήδη παρουσιάσει τα «ολόδικά της» Leisure Suit Larry (1987-1996, έξι τίτλοι) και Police Quest (1987-1995, πέντε τίτλοι).
Πρωτίστως σε επίπεδο ποιότητας τίτλων και σταθερής παρουσίας στην κατηγορία, και δευτερευόντως σε εμπορικό, ο βασικότερος ανταγωνιστής των Αμερικανών developers ήταν οι ομοεθνείς τους, της LucasArts. Για τα πεπραγμένα της τελευταίας έχει γίνει εκτενής αναφορά σε προηγούμενη ευκαιρία, ωστόσο εν προκειμένω έχει σημασία να υπογραμμιστεί και πάλι ότι από όλα τα παιχνίδια της, μόνο ένα franchise απέκτησε περισσότερα από ένα sequels. Ο λόγος για το Monkey Island, το… Secret του οποίου (1990) διαδέχτηκαν τρεις ακόμη τίτλοι, πριν η σειρά αναβιώσει σχεδόν μια δεκαετία μετά την τελευταία παρουσία της. Αν πρέπει να σημειωθεί κάτι ευθύς-εξαρχής για το μακροβιότερο εγχείρημα της LucasArts -έστω για τα τέσσερα από τα πέντε games, τα οποία ανέπτυξε η ίδια, πριν αναλάβει το τελευταίο η Telltale Games με την άδεια της πρώτης- είναι ότι κατόρθωσε να διατηρήσει αναλλοίωτο τον αυθεντικό χαρακτήρα του από παιχνίδι σε παιχνίδι σε βάθος δεκαετίας· τούτο μάλιστα, παρά το γεγονός ότι μετά το πρώτο sequel που ακολούθησε άμεσα, το 1991, υπήρξαν βασικές αλλαγές συντελεστών σε καθένα από τα επόμενα δύο.
Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, έχω την αίσθηση ότι η μεγαλύτερη επιτυχία των Monkey Island ήταν η διατήρηση της original ατμόσφαιρας και αίσθησης με τρόπο ώστε ο gamer να αντιλαμβάνεται κάθε στιγμή ότι βρίσκεται μέσα σ’ αυτόν, τον ίδιο κόσμο. Σε τούτο, μεγάλο ρόλο έπαιξε αναμφίβολα το σενάριο του εκάστοτε τίτλου, το οποίο ακολουθώντας τα γεγονότα του προηγούμενου και, κυρίως, επαναφέροντας στο ακέραιο το one of a kind ύφος της σειράς, εγγυόταν με τον ιδανικότερο τρόπο τη συνέχεια των περιπετειών του ανεπανάληπτου και πιο γραφικού πειρατή ever, Guybrush Threepwood! Το τρίτο παιχνίδι, Curse of Monkey Island, κυκλοφόρησε το 1997, έξι χρόνια μετά τον προκάτοχό του, ο οποίος εμπορικά είχε αποτύχει παταγωδώς. Πλην όμως, είναι ξεκάθαρο ότι η δική του επιτυχία επαναπροσδιόρισε τις προτεραιότητες της LucasArts για ένα sequel σε σαφώς μικρότερο χρονικό διάστημα αυτή τη φορά, όπως και έγινε, και μάλιστα στο μισό χρόνο.
Ανήκοντας χρονικά στην αυλαία της νέας χιλιετίας, αλλά φαντάζοντας περισσότερο ως ένα υστερόγραφο των adventures της προηγούμενης, το Escape from Monkey Island κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο 2000, όντας ο 15ος και τελευταίος τίτλος της αμερικανικής εταιρίας ανάπτυξης στην κατηγορία, το κύκνειο άσμα μιας εποχής, αλλά και ο σύνδεσμος μιας νέας, καθώς επρόκειτο για τον πρώτο τίτλο του franchise ο οποίος πέρασε σε 3D περιβάλλοντα, και τον δεύτερο της LucasArts γενικότερα, μετά το εμβληματικό Grim Fandango (1998). Αμφότερα αναπτύχθηκαν με την GrimE engine, η οποία αντικατέστησε την παλιά, πλέον, SCUMM engine. Η τελευταία είχε χρησιμοποιηθεί ανελλιπώς από τους Αμερικανούς developers στο διάστηκα 1987-1997, σε δώδεκα τίτλους συνολικά! Κατά τα επόμενα χρόνια η εταιρία σκόπευε να κυκλοφορήσει sequels ακόμη δύο παλαιότερων projects της, των Full Throttle και Sam & Max, ωστόσο κάτι τέτοιο δε συνέβη τελικά, με αποτέλεσμα το τέταρτο Monkey Island να είναι και το τελευταίο adventure που έφτασε στις προθήκες των καταστημάτων.
Η μετάβαση σε τρισδιάστατα περιβάλλοντα απετέλεσε καινοφανές γεγονός για τους φίλους της κλασικότερης πειρατικής σειράς videogames, κι ακόμη περισσότερο ότι για πρώτη φορά ο χειρισμός καταργούσε την έννοια του point & click, καθώς δε συμπεριλάμβανε ποντίκι, παρά μόνο και αποκλειστικά πληκτρολόγιο ή gamepad. Συγχρόνως, λοιπόν, οι δομικές αυτές αλλαγές συνιστούσαν ξεχωριστή πρόκληση για τους developers, η σύνθεση των οποίων είχε αλλάξει παντελώς σε σχέση με τους εργάτες της επιτυχίας του Curse of Monkey Island. Designers, programmers, artists, animators… οι αλλαγές στα πρόσωπα έμοιαζαν να μην έχουν τέλος! Η επίτευξη χημείας μεταξύ όλων αυτών -όπως σε κάθε εργασιακό χώρο ο οποίος προϋποθέτει πραγματικά ομαδική δουλειά- κάθε άλλο παρά δεδομένη και αυτονόητη μπορεί να θεωρείται· ειδικά όταν ο στόχος δεν είναι απλώς η ανάπτυξη ενός πολύ καλού παιχνιδιού, αλλά του επόμενου Monkey Island, στο οποίο κάθε παίκτης θα βρει τον εαυτό του από το παρελθόν. Το τελικό αποτέλεσμα, τουλάχιστον ως προς το επίπεδο της προσπάθειας, δικαίωσε απόλυτα τους συντελεστές αυτής, όχι όμως και η αποδοχή της από τον κόσμο· οι πωλήσεις του Escape from Monkey Island ξεπέρασαν ενδεχομένως κάποια στιγμή τις 100.000… αλλά μέχρι εκεί. Ίσως μάλιστα η εμπορική αποτυχία του τέταρτου μέρους της σειράς να ήταν ένας από τους λόγους ακύρωσης του υπό ανάπτυξη sequel του Full Throttle, η πρώτη ανακοίνωση περί της οποίας έγινε τον ίδιο μήνα κυκλοφορίας του Monkey Island.
Όλα αυτά, ωστόσο, μικρή σημασία έχουν για το παιχνίδι καθ’ αυτό και δη για όσους ακολουθούν ένα franchise αξιώνοντας από κάθε συνέχεια, αν μη τι άλλο, το σεβασμό του σύμπαντος που το ίδιο έχει δημιουργήσει. Και στο επίπεδο αυτό, ο τίτλος της LucasArts τα καταφέρνει υποδειγματικά για μία ακόμη φορά. Άπαντες οι πρωταγωνιστές αλλά και πολλοί δευτερεύοντες χαρακτήρες που αγαπήσαμε -ενίοτε να μισούμε- στα προηγούμενα parts, επιστρέφουν ξανά επί της οθόνης, πλέον σε τρεις διαστάσεις, υποσχόμενοι να προσφέρουν απλόχερα νέες… διαστάσεις χιούμορ μέσα από τις γκάφες, τις κωμικοτραγικές ερωταποκρίσεις τους και τον υπέροχο σαρκασμό τους, στοιχεία που είναι ταυτόσημα των Monkey Island, μηδενός εξαιρουμένου! Νέοι NPCs παρουσιάζονται και τα αποτελέσματα σε πολλές περιπτώσεις είναι ξεκαρδιστικά, με περιστατικά που μοιάζουν αναπάντεχα ακόμη και για τα δεδομένα των σειράς, αλλά δε θα επεκταθούμε εν προκειμένω.
Το voice acting δίνει και πάλι ρεσιτάλ, ωστόσο υπάρχουν ορισμένες αλλαγές σε σχέση με το προηγούμενο game· σημειωτέον, εκείνο ήταν το πρώτο που χρησιμοποίησε ηθοποιούς φωνής, τουλάχιστον μέχρι την… αποκατάσταση της τάξης από τα remakes των Secret of Monkey Island και LeChuck’s Revenge (2009 και 2010, αντίστοιχα). Για τον απολαυστικό Dominic Armato στο ρόλο του δαιμόνιου Guybrush Threepwood έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενες ευκαιρίες, όπως και για τον πάντα εξαιρετικό Earl Boen ως τον δαιμονικό pirate LeChuck! Η πιο σημαντική αλλαγή στο cast, ωστόσο, αφορά το διαχρονικό έρωτα του Guybrush, Elaine Marley… Threepwood -πλέον! Παρότι στο Curse of Monkey Island (1997), αλλά και σ’ όλο το υπόλοιπο franchise, συμπεριλαμβανομένων των δύο remakes, στο ρόλο της Elaine συναντούμε την Alexandra Boyd, τη σκυτάλη παραλαμβάνει αυτή τη φορά η Charity James, η οποία ρισκάρω να πω ότι κάνει ακόμη καλύτερη δουλειά, αν και ίσως σ’ αυτό τη βοηθά το σενάριο.
Η ιστορία του Escape from Monkey Island εκκινεί από την τελευταία φάση του ταξιδιού του μέλιτος για τον Guybrush και την Elaine, οι οποίοι επιτέλους… αντάλλαξαν όρκους αιώνιας αγάπης μετά από πολλές αντιξοότητες, όπως απέδειξε ο χρόνος έως και τα γεγονότα του τρίτου παιχνιδιού. Επιστρέφοντας όμως μετά από κάποιους μήνες στη βάση τους, στο Mêlée Island, ανακαλύπτουν ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καθόλου καλά! Το νησί που άλλοτε έσφυζε από ζωή, πλέον δείχνει έρημο. Σχεδόν όλα τα κτίρια και οι ιδιοκτησίες των πειρατών που ζουν εκεί έχουν αγοραστεί από κάποιον μυστηριώδη επενδυτή, που φαίνεται πως έρχεται από χώρα μακρινή. Όσοι αρνούνται να πουλήσουν, προκαλούνται από αυτόν σε μια σειρά από insult games. Και καθώς δεν υπάρχει πειρατής που θα αρνηθεί μια μονομαχία, ο ένας μετά τον άλλο χάνουν τις περιουσίες τους, καθώς ο ξένος φαντάζει ανίκητος. Ασφαλώς, οι φίλοι της σειράς κατανοούν επακριβώς τι σημαίνει Insult Fighting, μέσα από το πανέξυπνο και άκρως διασκεδαστικό Insult Sword Fighting που γνώρισαν στο πρώτο παιχνίδι, και το οποίο επανήλθε στο τρίτο.
Ακόμη χειρότερα, ωστόσο, στο διάστημα απουσίας της Elaine -η οποία, όπως γνωρίζουμε από το παρελθόν, είναι Κυβερνήτρια ενός συμπλέγματος τριών νησιών της Καραϊβικής (Mêlée, Booty και Plunder Island)- η ίδια κηρύχτηκε νεκρή και η θέση της κενή! Αυτός ήταν και ο μόνος τρόπος προκειμένου να προκηρυχθούν εκλογές για τη διάδοχη κατάσταση, ωστόσο το πολιτικό τοπίο φαντάζει ακόμη πιο θολό, καθώς, από το πουθενά, έχει παρουσιαστεί ένας και μοναδικός υποψήφιος ως νέος Κυβερνήτης. Περαιτέρω, ο υποτιθέμενος θάνατος της Elaine έχει δρομολογήσει την κατεδάφιση του κυβερνητικού μεγάρου στο οποίο διαμένει. Έτσι, λοιπόν, η πρώτη αποστολή του… ευτυχούς, κατά τα άλλα, ζεύγους δε μπορεί να είναι άλλη από την ανατροπή της ειλημμένης απόφασης ισοπέδωσης του κτιρίου και τη γραφειοκρατική… νεκρανάσταση της Elaine. Για να συμβεί το τελευταίο, ωστόσο, ο Guybrush θα πρέπει να ταξιδέψει στο Lucre Island προκειμένου να εξασφαλίσει τα σχετικά νομικά πειστήρια. Πλην όμως, το βαθύ πέπλο μυστηρίου που καλύπτει τη νέα τάξη πραγμάτων στην Καραϊβική, μαρτυρεί ότι υποκρύπτονται πολύ περισσότερα πίσω από αυτές τις ραγδαίες ανακατατάξεις…
Το σενάριο του παιχνιδιού, το οποίο ανοίγει σύντομα σε σαφώς ευρύτερα επίπεδα και κάποιες φορές αποδεικνύεται πραγματικά πανέξυπνο, παρουσιάζει και πάλι ξεχωριστό ενδιαφέρον σε συνέχεια των προηγούμενων· τώρα μάλιστα, παρά το γεγονός ότι πλέον υπογράφεται για πρώτη φορά από τους Sean Clark και Michael Stemmle, οι οποίοι ηγούνται του όλου project όντας επίσης Lead Designers και Directors. Αμφότεροι είναι σαφές ότι αφομοίωσαν ιδανικά το ύφος των Monkey Island, κατορθώνοντας να το μεταφέρουν υποδειγματικά στις τρεις διαστάσεις, με όλα εκείνα τα στοιχεία του χιούμορ και των απολαυστικών διαλόγων μεταξύ συνόλου των χαρακτήρων που γνωρίζουμε και έχουμε αγαπήσει, τις γκάφες, την αφέλεια, την εκκεντρικότητα και σχόλια πιο κοφτερά από κάθε λεπίδα! Οι project leaders του τέταρτου τίτλου της σειράς εργάζονταν ήδη για πάνω από μια δεκαετία στη LucasArts, με συμμετοχή σε αρκετά adventures της τελευταίας, ακόμη και στα πρώτα Monkey Island, ωστόσο αυτή είναι η πρώτη φορά που είχαν τόσο αυξημένες αρμοδιότητες.
Από εκεί και πέρα, ωστόσο, παρά την εξαιρετική προσπάθεια τρισδιάστατης απόδοσης γνώριμων περιοχών από το παρελθόν, όπως αυτών του Mêlée Island, η σχετική μετάβαση συνοδεύτηκε από ένα πολύ προβληματικό μοντέλο χειρισμού, ακόμη κι αν κάποιος επιλέξει την κίνηση του Guybrush σε συσχετισμό με τη θέση της κάμερας και όχι τα tank controls που παρουσίασε μια σειρά παιχνιδιών της δεκαετίας του ’90, μεταξύ των οποίων και τα πρώτα πέντε Tomb Raider. Αν ο gamer δεν είναι προσεκτικός, υπάρχει πιθανότητα να του ξεφύγουν αντικείμενα στους εκάστοτε χώρους επειδή δε μπόρεσε να τοποθετηθεί σωστά μπροστά τους, έστω και υπό συγκεκριμένη γωνία, προκειμένου να εμφανιστεί επί της οθόνης η σχετική εντολή αλληλεπίδρασης. Δε γνωρίζω σε τι κατάσταση ήταν ακριβώς ο τίτλος όταν πρωτοκυκλοφόρησε (σύντομα είχε υπάρξει κι ένα patch τότε), ωστόσο η συμπερίληψή του μεταγενέστερα στα ψηφιακά καταστήματα συνοδεύτηκε από μια σειρά glitches και bugs, τα οποία, χωρίς να είναι τα ίδια σε όλους, μπορεί να αποδειχθούν ακόμη και game breaking.
Προσωπικά αντιμετώπισα αρκετά τέτοια θέματα και σε μία περίπτωση λίγο έλειψε να παρατήσω το παιχνίδι, ήδη από την πρώτη φάση του, καθώς δεν υπήρχε κανένας τρόπος να προχωρήσω… μέχρι να φορτώσω ένα save που αλίευσα από το διαδίκτυο, λίγα λεπτά μετά το αδιέξοδο στο οποίο είχα οδηγηθεί. Το τέταρτο Monkey Island αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα τίτλων που επανέρχονται στο προσκήνιο προστιθέμενοι στις σύγχρονες ψηφιακές πλατφόρμες, δίχως να έχει μεριμνήσει κάποιος να εξετάσει προβλήματα ασυμβατότητας και άλλα θέματα που ενδεχομένως υπάρχουν. Στην προκειμένη περίπτωση μάλιστα, και όπως έχει συμβεί σε πάρα πολλούς, το παιχνίδι δεν ξεκινάει καν! Για να συμβεί αυτό, όποιος έχει την υπομονή καλείται να εγκαταστήσει έναν fan made launcher, ο οποίος επιλύει το πρόβλημα και μάλιστα προσφέρει τη δυνατότητα για υψηλότερο resolution από το original 640x480, με αισθητά βελτιωμένα textures και κατ’ επέκταση πολύ πιο καθαρή εικόνα.
Τα ανωτέρω είναι τα μόνα που «επιχειρούν» να μετριάσουν την εξαιρετική αίσθηση που αφήνει σε τελευταία ανάλυση ο τίτλος της LucasArts, ο οποίος μπορεί για τους λόγους αυτούς να μην είναι ο πλέον ιδανικός, αλλά δεν παύει να είναι ένας άξιος διάδοχος του Curse of Monkey Island. Το υπέροχο soundtrack υπογράφουν για μία ακόμη φορά οι Clint Bajakian (επικεφαλής), Michael Land και Peter McConnell, πλαισιωμένοι από τους Anna Karney και Michael Lande. Οι τρεις πρώτοι είχαν συνεργαστεί αρκετές φορές στο παρελθόν και μάλιστα στο Monkey Island 2: LeChuck's Revenge. Οι μελωδίες τώρα, διατηρώντας όλα τα γνωστά themes του παρελθόντος, κινούνται πιο κοντά στις αντίστοιχες του πρώτου μέρους του franchise, με αμιγώς Caribbean vibes, τα οποία χαρίζουν εκ νέου ένα υπέροχο «ηλιόλουστο» αποτέλεσμα.
Όπως ισχύει σε όλα τα προηγούμενα games της σειράς, η δυσκολία του παιχνιδιού κυμαίνεται σε υψηλά επίπεδα, υποσχόμενη αρκετές σπαζοκεφαλιές για τον gamer και σε ορισμένες περιπτώσεις τον κίνδυνο… κυριολεκτικής κατανόησης του όρου. Προσωπικά, χρειάστηκα περίπου 37-38 ώρες καθαρού χρόνου προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, απολαμβάνοντας κάθε στιγμή πέραν εκείνων που θέλησαν να με οδηγήσουν σε παραίτηση· και δεν αναφέρομαι στους γρίφους. Το Escape from Monkey Island αποδείχθηκε η τελευταία πράξη μια σπουδαίας adventure διαδρομής για τη LucasArts, μετά από 15 συναπτά έτη και ισάριθμους τίτλους, αλλά και ένα videogame που τίμησε στο ακέραιο το όνομά του, παρά τους νεωτερισμούς που εισήγαγε σε εικόνα και χειρισμό. Κι αν κάτι τέτοιο ήταν αυτονοήτως αναμενόμενο, λιγότεροι μπορούσαν να φανταστούν τότε ότι αυτό δεν ήταν το τέλος του franchise…