By Professor_Severus_Snape on Monday, 01 June 2015
Category: GameWorld

Ιστορίες μαφίας κ.ά.

Εκεί που καθόμουν, λοιπόν, και σκεφτόμουν με ποιο παιχνίδι θα συνεχίσω τη μοναχική μου πορεία στο single player gaming, και προσπαθώντας να αφήσω πίσω μου το Ryse: Son of Rome, αποφάσισα κάτι πρωτότυπο: Να… ακολουθήσω την πεπατημένη. Σε μια έξαρση μπογδάνειου αυτοτρολαρίσματος έκρινα σκόπιμο, καθώς η φετινή σεζόν -που ξεκίνησε για μένα περίπου από τον Ιούλιο 2014- φτάνει σιγά - σιγά στο τέλος της, να ασχοληθώ με ακόμη ένα παλαιότερο game θέλοντας να καλύψω μια… νεκρή (από games) περίοδο κάποιων ετών. Είδα κι αποείδα, που λες, φανατικέ μου αναγνώστη, και σκέφτομαι: «Έχεις παίξει φέτος την complete edition του GTA IV, τα δύο Just Cause και το Wheelman. Δεν πιάνεις κι εκείνο το παραπεταμένο το Mafia II, ειδικά από τη στιγμή που το πρώτο σου είχε αρέσει τόσο»;

Για να το σοβαρέψω, όμως, ασχολήθηκα λοιπόν με το Mafia II, καθώς το πρώτο ήταν πραγματικά ένα παιχνίδι το οποίο είχε μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου. Και αυτό είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία διότι είχε κυκλοφορήσει μόλις λίγους μήνες μετά το επαναστατικό Grand Theft Auto III, πίσω στο 2002, και το να καταφέρει να σταθεί σ’ ένα τέτοιο υψηλό επίπεδο οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι αυτού του τύπου, συνιστούσε από μόνο του επίτευγμα. Αυτό που είχε κάνει, κατά την άποψή μου, το Mafia: The City of Lost Heaven τόσο επιτυχημένο ήταν το τρομερά ατμοσφαιρικό του ύφος το οποίο διαμορφωνόταν μέσα από μια καταπληκτική ιστορία ως προς τον τρόπο παρουσίασης και εξέλιξης, μέσω flashbacks, όλα αυτά βεβαίως αποδιδόμενα από έναν υπέροχο τεχνικό τομέα σε συνολικό επίπεδο, και με γραφικά που θα ζήλευαν ουκ ολίγα μεταγενέστερα παιχνίδια.

Πριν ξεκινήσω το δεύτερο μέρος της σειράς είχα διαβάσει αυτό το πολύ ενδιαφέρον blog περί της εμπειρίας των games με έμφαση στα sequels τους, με συνέπεια να μπω σε σκέψεις σχεδόν από την πρώτη στιγμή. Το γεγονός ότι το παιχνίδι εκτυλίσσεται μεταξύ 1943 – 1951 (επί της ουσίας από την ολοκλήρωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου) ήταν από μόνο του ένα θετικό στοιχείο, ως διάδοχος του προηγουμένου το οποίο εξελίσσετο μεταξύ 1930 – 1938. Πλην όμως, κάτι δε μου «κολλούσε» σε σχέση με όσα θυμόμουν από το πρώτο μέρος, παρά ταύτα αποφάσισα να μην είμαι προκατειλημμένος και να του δώσω απλόχερα την ευκαιρία να με πείσει.

Εν τέλει, σε καμία περίπτωση δεν το μετάνιωσα, δίχως όμως να μείνω και απολύτως ικανοποιημένος. Αποδείχθηκε ένα παιχνίδι το οποίο έκανε φιλότιμη προσπάθεια να αποτελέσει άξιο διάδοχο του προκατόχου του κυκλοφορώντας οκτώ χρόνια αργότερα, αλλά περιορίστηκε σε ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα… ίσως και δύο. Ήταν μια κλασική ιστορία μαφίας στην οποία ο πρωταγωνιστής, Vito Scaletta, ξεκινούσε από τα χαμηλά όντας άρρηκτα συνδεδεμένος με τον ήδη μπασμένο στη δουλειά παιδικό του φίλο, Joe Barbaro, για να καταλήξει σε έναν υπόγειο -ή και όχι τόσο- πόλεμο «νονών». Είδα στοιχεία πλοκής της ιστορίας δανεισμένα από το πρώτο Mafia (“You broke the omerta, Tommy”… κι άντε να δούμε πώς θα τα μπαλώσεις), που προσέδωσαν έναν κάπως επαναλαμβανόμενο τόνο, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσα στο μέγεθος του σεναρίου του παιχνιδιού.

Μου είχε κάνει εντύπωση αυτό που διάβασα στο review του site, ότι οι σελίδες του σεναρίου του Mafia II ανήλθαν στις 700 έναντι 400 που ήταν στο πρώτο παιχνίδι, κάτι το οποίο διαπίστωσα στην πράξη από το ξεκίνημα. Το αρνητικό ήταν ότι αυτό, όπως αποδείχθηκε, δεν έκανε το παιχνίδι ιδιαίτερα μεγαλύτερο από τον προκάτοχό του, αλλά στην πραγματικότητα μάλλον έκοψε χρόνο από το καθαρό gameplay. Κι όλα αυτά τα ισχυρίζομαι έχοντας τις αναμνήσεις του «τότε». Ο διάδοχος ήταν σίγουρα… ατμοσφαιρικός, αλλά όχι καθηλωτικός όπως ο προκάτοχος, πιστεύω. Αυτό όμως δε με εμπόδισε να ζήσω μια συγκλονιστική στιγμή στις αρχές του 9ου part (σε σύνολο 11) του playthrough που έκανα, και να υποβάλω νοερώς τα άπειρα respect μου στους developers και σεναριογράφους του παιχνιδιού. Μια στιγμή άμεσα συνδεδεμένη με το πρώτο Mafia, για την οποία όμως, συνειδητά, δε θα πω τίποτα.

Ανεξαρτήτως όσων σημείωσα μέχρι τούδε, δεν αλλάζει το γεγονός ότι, κατά την άποψή μου, το Mafia II είχε καλύτερο story σε σχέση τόσο με το -Θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου- Grand Theft Auto IV, όσο τα δύο Just Cause και φυσικά το Wheelman, τα οποία ανέφερα στο ξεκίνημα. Ξεκινώντας από τον απόλυτο «βασιλιά», το GTA IV, μπορώ να πω ότι για πρώτη φορά έπιασα κάπου τον εαυτό μου να κουράζεται από την υπόθεση, χωρίς να φταίει γι’ αυτό σε καμία των περιπτώσεων ο -συμπαθής κατά τα άλλα- Niko Bellic. Ομοίως και το expansion, The Lost and Damned, ενώ μπορώ να πω ότι βρήκα πιο ενδιαφέρον και θεαματικό το The Ballad of Gay Tony. Όσον αφορά τα δύο Just Cause, το σενάριο, πέρα από παρόμοιο, ήταν κατά βάση… αναγκαίο και η λογική θύμιζε το ελληνοπρεπές «Rico, προχώρα, γά***έ τα όλα». Παρεμπιπτόντως, να υπογραμμίσω εδώ ότι το Just Cause 2 ήταν ένα από τα πιο διασκεδαστικά games -αν όχι το πιο διασκεδαστικό- που έχω παίξει ποτέ μου. Τώρα, για το Wheelman, δεν ήταν παρά ένα άκρως συμβατικό gta clone, εν τούτοις χαβαλετζίδικο και διασκεδαστικό. Vin Diesel είσαι στην τελική και το hijack των οχημάτων ήταν όλα τα λεφτά, καίτοι μη ρεαλιστικό.

Υ.Γ.: …και πολύ τους είναι. Μόνο εδώ μπορούν να τοποθετηθούν τα τρία DLC που είχαν συνοδεύσει το Mafia ΙΙ εντός του 2010. Ο λόγος για τα The Betrayal of Jimmy, Jimmy’s Vendetta και Joe’s Adventures, που με κράτησαν μόνο για να με ξενερώσουν σε σχέση με το βασικό story. Με έναν πρωταγωνιστή στα δύο πρώτα ερχόμενο από το πουθενά, με αποστολές σκόρπιες, επαναλαμβανόμενες και στερούμενες ουσιαστικού νοήματος, με υποτιθέμενους εχθρούς εκ του μη όντως εντός της ίδιας πόλης, και briefing με δύο γραπτές αράδες -κι αυτές λειψές- πριν από κάθε mission. Ούτε λόγος βεβαίως για εισαγωγικά videos. Ακόμη και στο τρίτο DLC, όπου ήλεγχα τον γνώριμο και αγαπημένο Joe, μολονότι το ξεκίνημα ήταν πολλά υποσχόμενο, η συνέχεια έμελλε να κυμανθεί σε ανάλογα επίπεδα, με ασυνάρτητη ροή της ασθμαίνουσας ιστορίας. Το μόνο θετικό ήταν ότι τα DLC έδιναν βάση σε περιοχές του χάρτη που δεν είχαν αναδειχθεί τόσο από την κεντρική ιστορία του Mafia II.

Leave Comments