By Professor_Severus_Snape on Saturday, 26 June 2021
Category: GameWorld

In a galaxy far, far away…

Υπό την απόλυτη κυριαρχία του πανίσχυρου Darth Sidious η Galactic Empire έχει ισοπεδώσει τους Jedi σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, φτάνοντας ένα βήμα από τον ολοκληρωτικό αφανισμό τους και την καθολική επικράτηση της Σκοτεινής Πλευράς της Δύναμης. Η αιώνια διαμάχη μεταξύ Light και Dark Side of the Force αποτελούσε πάντοτε το σημείο αναφοράς του συγκεκριμένου γαλαξία, καθορίζοντας άμεσα ή έμμεσα τη ζωή, την ίδια την ύπαρξη όλων των έμψυχων και μη όντων. Και μπορεί στη συνείδηση των περισσότερων ο Darth Vader να φαντάζει ο μέγας «κακός» μεταξύ των εννέα σχετικών live-action ταινιών, αλλά μια προσεκτικότερη ματιά αρκεί για να καταδειχθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής και αδιαμφισβήτητος σκηνοθέτης του όλου δράματος, και βεβαίως εκείνου του ίδιου του Anakin, δεν είναι άλλος από τον Emperor.

Δεν αποτελεί είδηση ότι το σύμπαν του Star Wars είναι τεράστιο, σε έκταση, σε περιεχόμενο, στο χρονικό ορίζοντα στον οποίο εκτείνεται -με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται- και σε δημοτικότητα. Ελάχιστα είναι εκείνα που μπορούν να συγκριθούν μαζί του συγχρόνως σε όλους τους παραπάνω τομείς, με πιο πρόσφατα παραδείγματα το σύμπαν της Marvel, ιδίως από τη στιγμή που μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, και βεβαίως του Game of Thrones. Έχω την αίσθηση ωστόσο ότι κλασικότερο όλων είναι το σύμπαν που δημιούργησε αποκλειστικά διά της πένας του ο ανυπέρβλητος John Ronald Reuel Tolkien, από την κοσμογονία του, όπως παρουσιάζεται στο Σιλμαρίλλιον, έως τα γεγονότα του Δαχτυλιδιού όπως διαδραματίστηκαν στην Τρίτη Εποχή της Μέσης-Γης, δίχως φυσικά η ζωή να σταματά εκεί.

Με άλλα λόγια, κάθε επιπόλαιη προσέγγιση οιουδήποτε επιστητού του Star Wars αποτελεί θανάσιμο αμάρτημα για όλους τους fans αλλά και κάθε ειλικρινή σχολιαστή, ο οποίος σέβεται κάποια πράγματα. Πόσο μάλλον όταν κάποιος αναλαμβάνει, έχοντας την εμπειρία πέντε ταινιών, να διηγηθεί μια original ιστορία μέσα στο ίδιο σύμπαν, η οποία θα ανταποκρίνεται στο ύφος του σε κάθε έκφανσή της. Στη θέση αυτή βρέθηκε η Bioware, η οποία, για όλους τους προηγούμενους λόγους, κλήθηκε να ανταποκριθεί στο πιο φιλόδοξο project της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μια εταιρία ανάπτυξης η οποία είχε δώσει ήδη σπουδαία δείγματα γραφής ως developer των δύο Baldur’s Gate, κλασικών RPGs στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας και την αυγή της τρέχουσας, αλλά και του Neverwinter Nights. Η ιστορία απέδειξε ότι οι Καναδοί δημιουργοί δεν είχαν φτάσει ακόμη στην κορύφωση του δημιουργικού κρεσέντο τους. Ακόμη δε και όσοι πίστεψαν ότι αυτό συνέβη με την κυκλοφορία του εμβληματικού Star Wars: The Old Republic, προϊόντος του χρόνου διαψεύστηκαν.

Όταν όμως το πρώτο τεράστιο Star Wars videogame εμφανίστηκε στις προθήκες των καταστημάτων εν έτει 2003, λειτούργησε ως ένα σημείο-σταθμός στην άτυπη μετάβαση της gaming βιομηχανίας από τα κλασικά RPGs του παρελθόντος, με ισομετρική κάμερα, σε ένα αμιγώς third-person action-RPG σκηνικό. Ένα χρόνο νωρίτερα, προς την ίδια κατεύθυνση είχε στραφεί και το σπουδαίο The Elder Scrolls III: Morrowind, με τη συγκεκριμένη σειρά να έχει εκκινήσει από μια διαφορετική αφετηρία. Το Knight of the Old Republic κυκλοφόρησε ένα χρόνο μετά τη δεύτερη ταινία της prequel τριλογίας, Star Wars: Episode II - Attack of the Clones, και πέμπτη συνολικά. Επί της ουσίας, το μεγαλύτερο μέρος του σύμπαντος που έχει «χτιστεί» έως σήμερα, εξακολουθεί να διευρύνεται και ακολουθούν οι πιο αφοσιωμένοι fans -πέραν των ταινιών που διαχρονικά σημειώνουν τεράστια εμπορική επιτυχία και γνωρίζουν οι περισσότεροι, έχει δημιουργεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Πριν από την ανωτέρω τριλογία, από Star Wars υπήρχε πρωτίστως η original τριλογία στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και τις αρχές των ‘80s, τα comics της Marvel στη δεκαετία 1977-1986, τα οποία κυκλοφόρησαν στο μεσοδιάστημα των films (1977, 1980, 1983) έως και λίγα χρόνια αργότερα, καθώς επίσης μια σειρά comics περί τα μέσα της δεκαετίας του ’90, στην οποία θα αναφερθούμε λίγο περισσότερο στη συνέχεια.

Η συζήτηση μεταξύ των φανατικών του Star Wars για το τι θεωρείται canon και τι εντάσσεται στην κατηγορία των legends δε σταματά ποτέ και πουθενά. Κι αν κάποια στιγμή οι απόψεις φάνηκαν να συγκλίνουν σε μια κοινή συνισταμένη, η εξαγορά της Lucasfilm από τη Disney εν έτει 2012 για το εντυπωσιακό ποσό των 4 δις δολαρίων επέφερε αργότερα μια σειρά δομικών αλλαγών στη συγκεκριμένη συζήτηση σε σχέση με όσα είχαν αφομοιώσει οι fans στο παρελθόν, καθώς αναιρέθηκαν ή αναθεωρήθηκαν ουκ ολίγα πράγματα. Από το 2014 και εξής, αυτή η αλλαγή συνοδεύτηκε από μια στροφή του κινηματογραφικού franchise εκ μέρους της Disney και συγκεκριμένα της sequel τριλογίας (2015, 2017, 2019), που θεωρήθηκε -αν μη τι άλλο- προβληματική από τους πιο αφοσιωμένους φίλους του Star Wars.

Τα πάντα ξεκινούν από το γεγονός ότι η ιδέα του George Lucas στα ‘70s δεν συμπεριλάμβανε όλο αυτό το background του σύμπαντος, καθώς εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν να διηγηθεί την ιστορία της οικογένειας… Skywalker, ιδιαίτερα δε του Luke και ασφαλώς του Darth Vader. Δεν υπήρξε δηλαδή ποτέ ένας συγγραφέας, από τον οποίο να εκπηγάσει όλος αυτός ο κόσμος, όπως η προαναφερθείσα χαρακτηριστική περίπτωση του Tolkien και των εκτάσεων της Arda, ένα μέρος μόνο της οποίας αποτελεί η Middle-Earth. Αντίθετα, αμέτρητοι άνθρωποι εμπνεύστηκαν από τον κόσμο του Lucas, κυκλοφόρησαν νουβέλες, comics, videogames, επέκτειναν αυτό το σύμπαν και μάλιστα αρκετά στοιχεία του είτε συμπεριλήφθηκαν στις μετέπειτα ταινίες είτε αφομοιώθηκαν στη συνείδηση του κόσμου ως πραγματικότητα.

Πολλά χρόνια πριν από το «μπέρδεμα» που προκάλεσε για τους δικούς της λόγους η Disney, οι οποίοι βεβαίως τη δικαίωσαν εμπορικά σε απόλυτο βαθμό -αν και ο αντίλογος σ’ αυτό μπορεί κάλλιστα να ισχυριστεί ότι μια ταινία Star Wars δε θα μπορούσε ποτέ να αποτύχει στο συγκεκριμένο τομέα, τα πράγματα ήταν πολύ πιο ξεκάθαρα. Υπήρχε ένας κόσμος ο οποίος επεκτεινόταν «άμεσα» μέσα από την prequel τριλογία του Lucas (1999, 2002, 2005) και διευρυνόταν «εμμέσως» πλην σαφώς από όλα τα υπόλοιπα που σημειώθηκαν, σ’ ένα ενιαίο χωροχρονικό συνεχές, το οποίο αδιαμφισβήτητα ήταν αδύνατο να μην προσκρούει σε κάποια σημεία, δεδομένης της ποικιλίας των πηγών του και της αδυναμίας τους να συνυπολογίσουν τις παραμέτρους που έθετε καθεμία στη συζήτηση.

Παρότι το Star Wars: Knights of the Old Republic κυκλοφόρησε το 2003, η pre-production διαδικασία είχε ξεκινήσει ήδη από το 2000 και μάλιστα οι πρώτες επαφές μεταξύ της LucasArts και της Bioware υπήρξαν στα τέλη του 1999. Το setting του παιχνιδιού τοποθετείται 4.000 χρόνια πριν από την ανάδυση της Galactic Empire, ενώ η ιστορία που παρουσιάζεται είναι πρωτότυπη και όταν σήμερα οι fans αναφέρονται στα γεγονότα και τα πρόσωπα αυτής της περιόδου, η πηγή τους είναι αυτός ο τίτλος. Όλα αυτά, βεβαίως, μέχρι η Disney να αποφασίσει να ασχοληθεί κινηματογραφικά ή τηλεοπτικά κάποια στιγμή με αυτήν την ιστορική φάση και να μηνύσει «όσα γνωρίζατε, ξεχάστε τα». Ασχέτως τούτων, δεν παύει να πρόκειται για ένα από τα καλύτερα RPGs όλων των εποχών, όπως παραδέχονται πολλοί, του οποίου οι πωλήσεις ξεπέρασαν τα 3 εκ. αντίτυπα. Κυρίως, όμως, ήταν ο τίτλος που παρουσίασε στο gaming κοινό ίσως τον πιο σκληρό πυρήνα των developers της Bioware, των στελεχών εκείνων τα οποία αργότερα θα διέπρεπαν ακόμη περισσότερο στην ασυναγώνιστη τριλογία Mass Effect. Αρκετοί εξ αυτών είχαν ήδη σημαίνουσα προϋπηρεσία στα δύο Baldur’s Gate και το Neverwinter Nights, ενώ κάποιοι συμμετείχαν επίσης δυναμικά στο υπέροχο Jade Empire, το οποίο ακολούθησε το KotOR (2005 στο Xbox, 2007 στα PC).

Project director του Knights of the Old Republic, ο Casey Hudson, ο οποίος επρόκειτο να επωμιστεί τον ίδιο ρόλο και στα Mass Effect. Lead designer ο James Ohlen, με αντίστοιχη προϋπηρεσία, μεταξύ άλλων αρμοδιοτήτων, και στα δύο Baldur’s Gate. Assistant lead designer ο Preston Watamaniuk, ο οποίος ηγήθηκε στον τομέα στα Mass Effect. Lead Programmers οι David Falkner και Mark Brockington, με τον πρώτο να αναλαμβάνει ανάλογη δράση και στην τριλογία Mass Effect, όπως και ο Derek Watts ως art director όλων. Ιδιαίτερη θέση μεταξύ αυτών κατέχει ο Drew Karpyshyn, ο οποίος υπογράφει ως senior writer του παιχνιδιού, και αργότερα διέπρεψε επίσης σε ανάλογη θέση στα δύο πρώτα Mass Effect. Ο επικεφαλής της ιστορίας του KotOR, που με τη σειρά της ενσωματώθηκε στο Extended Universe του Star Wars και πλέον όλοι οι μύστες γνωρίζουν, έστω και μέσες-άκρες, τα έργα και τις ημέρες των Revan και Malak. Ιστορία, η οποία ωστόσο, αν και πρωτότυπη, δεν χρονολογείται τυχαία μέσα στο σύμπαν του Star Wars, αλλά ακολουθεί τα γεγονότα των Star Wars: Tales of the Jedi, σειράς comics 36 τευχών, που κυκλοφόρησε στο διάστημα 1993-1998 από την Dark Horse Comics, αφηγούμενη επί της ουσίας επτά διαφορετικές ιστορίες.

Το παιχνίδι της Bioware υιοθετεί ως υπόβαθρο της υπόθεσής του προγενέστερη σύγκρουση της Galactic Republic εναντίον των Mandalorians (Mandalorian Wars). Παρότι το Τάγμα των Jedi απέφευγε να εμπλακεί, δύο εξ αυτών, οι Revan και Malak, αποφάσισαν να ενεργήσουν αυτόνομα και να ηγηθούν της Γαλαξιακής Δημοκρατίας απέναντι στους εχθρούς της. Ο πόλεμος κατέληξε υπέρ της πρώτης και οι δύο Jedi έγιναν ήρωες, ωστόσο στη συνέχεια εξαφανίστηκαν στις Άγνωστες Περιοχές (Unknnown Regions) του γαλαξία. Όταν επέστρεψαν, είχαν πλέον περιπτυχθεί τη Σκοτεινή Πλευρά της Δύναμης, επανερχόμενοι αυτή τη φορά ως Darth Revan και Darth Malak, Sith Lord και Apprentice, αντίστοιχα, ως δυνάμει κατακτητές της Republic.

Πριν από την έναρξη του KotOR, ο gamer καλείται να διαμορφώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πρωταγωνιστή, έχοντας να επιλέξει αρχικά ανάμεσα στα δύο φύλα και το class του ήρωά του, ως soldier, scout ή scoundrel. Προσωπικά επέλεξα το δεύτερο, σε γυναικείο χαρακτήρα. Εν συνεχεία αποφασίζει για την εξωτερική εμφάνισή του, ενώ διαμοιράζει τους 30 διαθέσιμους πόντους του στα attributes (strength, dexterity, constitution, intelligence, wisdom και charisma) και τους τέσσερεις πόντους που του προσφέρονται για τα skills (computer use, demolitions, stealth, awareness, persuade, repair, security και treat injury). Η λειτουργία καθενός εξ αυτών, όπως και των επόμενων, εξηγείται επαρκώς στα συγκεκριμένα μενού. Ακολουθούν τα feats, πολλά εκ των οποίων είναι default και διαφέρουν αναλόγως του class που έχει επιλέξει ο καθένας. Στη φάση αυτή ο παίκτης έχει έναν πόντο τον οποίο επενδύει είτε στην αναβάθμιση κάποιου εκ των ήδη υπαρχόντων είτε στην ενεργοποίηση κάποιου νέου. Στο τέλος ονομάζει τον χαρακτήρα του, χωρίς να έχει κάποια σημασία πέραν ενός ονόματος της αρεσκείας του καθενός, και είναι πλέον έτοιμος να ξεκινήσει! Προσωπικά, την ονόμασα Tali'Zorah… για όσους σημαίνει κάτι αυτό!

Το Star Wars: Knights of the Old Republic ανοίγει με τον χαρακτήρα μας να ξυπνά κατά τη διάρκεια μιας ενέδρας που έχει στήσει ένας στόλος των Sith στο Endar Spire, ένα Hammerhead-class cruiser μήκους 300 και πλέον μέτρων, στο οποίο επιβαίνει και ο ίδιος. Το πρώτο επίπεδο του παιχνιδιού λειτουργεί περισσότερο ως tutorial, στην παράλληλη προσπάθεια του πρωταγωνιστή να αποδράσει από το σκάφος πριν αυτό ισοπεδωθεί στα εξ ων συνετέθη. Παράλληλα καλείται μαζί με τον πρώτο χαρακτήρα που συναντά, τον Trask Ulgo, έναν χαμηλόβαθμο αξιωματικό, να φροντίσει για τη διάσωση της επικεφαλής της αποστολής τους, μίας Jedi ονόματι Bastila, την οποία ορκίστηκαν να προστατέψουν αν παραστεί ανάγκη. Τελικά ο χαρακτήρας μας κατορθώνει να εγκαταλείψει εγκαίρως το σκάφος, μαζί με έναν άλλο στρατιώτη, ονόματι Carth Onasi, ο οποίος τον πληροφορεί τον πληροφορεί ότι η Bastila έχει ήδη διαφύγει. Με το τελευταίο escape pod του Endar Spire, ο ήρωάς μας γλυτώνει και μαζί με τον νέο σύμμαχό του προσγειώνονται όπως-όπως στον πλανήτη Taris του Εξώτερου Δακτυλίου (Outer Rim) του γαλαξία.

Ανακτώντας τις αισθήσεις του μετά από μέρες που είχε τεθεί… νοκ άουτ ελέω της πρόσκρουσης στο έδαφος, ο πρωταγωνιστής πληροφορείται από τον Carth ότι πρόλαβε να τον σύρει μακριά από το σημείο πριν καταφτάσουν οι Sith, οι οποίοι ελέγχουν πλέον τον πλανήτη κι έχουν επιβάλει καραντίνα κατά διαταγή του Darth Malak, απαγορεύοντας την απογείωση κάθε διαστημοπλοίου, σε μια προσπάθεια να συλληφθεί η Bastila. Η Jedi, η οποία ως μέλος μιας ομάδας κρούσης παγίδεψε και σκότωσε στο πρόσφατο παρελθόν τον Darth Revan! Πλέον, οι δύο στρατιώτες αποτελούν τη μόνη ελπίδα εντοπισμού και διάσωσης της Bastila, προκειμένου εν συνεχεία να μπορέσουν να εγκαταλείψουν τον πλανήτη, καθώς, λόγω συνθηκών, δε μπορούν να περιμένουν βοήθεια από τη Galactic Republic. Η ιστορία είναι εξαιρετική στο σύνολό της, σε ένα παιχνίδι με διάρκεια πολλών δεκάδων ωρών, το οποίο βαθμιαία, όπως είναι λογικό, εμπλουτίζεται με γεωμετρική πρόοδο και το concept διευρύνεται σε νέους ορίζοντες, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Στην πορεία ο παίκτης θα έχει τη δυνατότητα να επισκεφτεί συγκεκριμένους πλανήτες και να προχωρήσει την ιστορία με όποια σειρά επιθυμεί ο ίδιος.

Ο τίτλος βρίθει επιλογών και η κατεύθυνση του χαρακτήρα προς τη Light ή τη Dark Side of the Force, αναλόγως των αποφάσεων που λαμβάνει και των απαντήσεων που δίνει -οι οποίες συσχετίζονται άμεσα με τα ανάλογα skills, επαφίεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια του gamer. Το KotOR παρουσιάσει ένα σύστημα μάχης στη διάρκεια της οποίας ο χρόνος παγώνει και ο παίκτης έχει τη δυνατότητα να δώσει έως τέσσερεις εντολές-κινήσεις τόσο στον πρωταγωνιστή όσο στους έως δύο companions από τους οποίους δύναται να πλαισιώνεται κάθε φορά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων· εντολές, που μπορεί ωστόσο να αναιρέσει εάν το κρίνει σκόπιμο. Αυτές αφορούν αφενός επιθέσεις με ένα από τα δεκάδες melee και ranged όπλα ή projectiles όπως χειροβομβίδες και νάρκες πολλών ειδών, τα οποία αποκτά βαθμιαία κάποιος είτε lootάροντας είτε αγοράζοντας στις υψηλές τιμές των κατά τόπους merchants. Αφετέρου, μπορεί πάντοτε να χρησιμοποιήσει κάποια ένεση που θα του προσθέσει πόντους στο health ή για περιορισμένο χρονικό διάστημα στο strength, το stamina, το alacrity και όχι μόνο.

Το gameplay διακρίνεται για το πολύ μεγάλο βάθος του, ενώ το σύστημα μάχης ήταν ένα στοίχημα για τη Bioware, καθ’ ομολογία του Hudson, το οποίο στο τέλος κερδήθηκε και η εταιρία δικαιώθηκε, στην προσπάθειά της να συνταιριάξει το στοιχείο της στρατηγικής, όπως αυτό υπήρχε στα Baldur’s Gate και το Neverwinter Nights, με τη γρήγορη και σαφώς πιο κινηματογραφική τρισδιάστατη απεικόνιση. Το βέβαιο είναι ότι όποιος ασχοληθεί με το συγκεκριμένο τίτλο αλλά και τα Mass Effect που ακολούθησαν, αρχής γενομένης από το πρώτο εν έτει 2007, θα βρει εδώ αρκετά στοιχεία -όσον αφορά τόσο το σύστημα μάχης όσο και δευτερεύοντα πράγματα- τα οποία αξιοποιήθηκαν στη μεγαλειώδη τριλογία των Καναδών developers. Από εκεί και πέρα, καθώς το παιχνίδι προχωρά, ο gamer έχει τη δυνατότητα να ενισχυθεί με νέους συντρόφους οι οποίοι θα απαρτίσουν το squad του, συγχρόνως έως εννιά συνολικά, αν κι αυτό συναρτάται, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, προς τις επιλογές του. Τα skills του καθενός διαφέρουν, όπως είναι λογικό, και κατά συνέπεια η αποτελεσματικότητά τους στη μάχη αναλόγως του εκάστοτε εχθρού.

Αν υπάρχει κάτι το οποίο ξενίζει στο setting του παιχνιδιού -μολονότι αυτό ίσως περάσει απαρατήρητο από αρκετούς- είναι ότι το KotOR, παρότι διαδραματίζεται 4.000 χρόνια πριν από τα γεγονότα των ταινιών, παρουσιάζει στο ακέραιο όλη την τεχνολογία, τον εξοπλισμό και τα σκάφη που γνωρίσαμε σ’ αυτές. Θα περίμενε κάποιος ότι 40 αιώνες νωρίτερα τα πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά. Αντιθέτως, στο επίπεδο αυτό είναι πολύ πιο πειστική η προαναφερθείσα σειρά comics, Star Wars: Tales of the Jedi, τα stories της οποίας λαμβάνουν χώρα μόλις λίγες δεκαετίες πριν από το Knights of the Old Republic. Προφανώς η Bioware σε συνεργασία με την publisher, LucasArts, έκριναν σκόπιμο να στήσουν ένα σκηνικό το οποίο θα είναι απολύτως γνώριμο στους fans των ταινιών, οι οποίοι, υπενθυμίζεται, ένα χρόνο νωρίτερα (2002) είχαν δει στον κινηματογράφο το Star Wars: Episode II - Attack of the Clones. Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχουν αρκετά στιγμιότυπα στο game, τα οποία παραπέμπουν απροκάλυπτα στις ταινίες, δίνοντας περισσότερο από ποτέ την αίσθηση ότι κάποιες ιστορίες επαναλαμβάνονται στο σύμπαν του Star Wars.

Επίσης, έχω την αίσθηση ότι πολλές -αν όχι οι περισσότερες- από τις αποκρίσεις του πρωταγωνιστή που ακολουθούν το Dark Side path δεν είναι ικανές να αποδώσουν πραγματικά την ψυχοσύνθεση εκείνου ο οποίος αγκαλιάζει τη Σκοτεινή Πλευρά της Δύναμης. Απαντήσεις του τύπου «νομίζω ότι απλώς θα σε σκοτώσω και θα σου πάρω και τα λεφτά», και άλλες ανάλογης κενότητας, παραείναι απλοϊκές έστω για να προσεγγίσουν, πόσο μάλλον να περιγράψουν, το βάθος αυτής της διάστασης της Δύναμης. Άλλωστε ακόμη κι εκείνος ο οποίος ακολουθεί το Dark Side, από όποιο μίσος, φόβο ή κακία κι αν εμφορείται, δεν παύει να βρίσκεται σε μια ουσιαστική, συνεχή αναζήτηση. Αυτή μπορεί να τον βυθίζει συνεχώς ή ο ίδιος να θεωρεί ότι τον εξυψώνει, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι κάτι πολύ περισσότερο από τέτοιου είδους αποκρίσεις που θυμίζουν απλώς κακομαθημένο παιδί. Αντίθετα, εκείνες που ασπάζονται τη Light Side είναι πολύ πιο εύστοχες, ως προς το υπό εξέταση θέμα.

Καθώς οι συγκρίσεις με τα Mass Effect είναι αναπόφευκτες, αποτελεί γεγονός ότι το KotOR δεν έχει την τεχνική αρτιότητα εκείνων, καθώς ταλαιπωρείται από αρκετά glitches, ιδιαίτερα σε κάποιες περιοχές, τα οποία «προσπαθούν» να μετριάσουν την εμπειρία, χωρίς πάντως να τα καταφέρνουν. Το παιχνίδι παραμένει τρομερά εθιστικό, καθώς σε προσκαλεί να εξερευνήσεις και την τελευταία γωνιά του, αλληλεπιδρώντας με κάθε NPC που συναντάς στο δρόμο σου. Οι αποστολές είναι πραγματικά πολλές και στη συντριπτική πλειοψηφία τους εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, κάτι το οποίο συμπεριλαμβάνει ασφαλώς και τα side quests, τα οποία, σε κάθε RPG που σέβεται τον εαυτό του, αποτελούν το «αλατοπίπερο», το στοιχείο το οποίο προσδίδει πάγια τεράστιο βάθος και ουσιαστικό περιεχόμενο στον κόσμο ενός τέτοιου τίτλου. Περαιτέρω, η δημιουργία της Bioware συμπεριλαμβάνει και ορισμένα mini games, όπως τα swoop races, όπου ο παίκτης προσπαθεί να σπάσει τα ρεκόρ των NPCs και να κερδίσει credits (το currency του KotOR), και το Pazaak. Το τελευταίο είναι ένα card game που κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να παίξει απέναντι σε συγκεκριμένους χαρακτήρες που συναντά σε κάθε περιοχή. Ομολογώ ότι ειδικά στο τελευταίο καταστράφηκα, χάνοντας αμέτρητα χρήματα (τα οποία πάντως μου περίσσευαν) και σπαταλώντας ακόμη περισσότερο χρόνο, όχι λιγότερο από 8-9 ώρες…

Το voice act του παιχνιδιού είναι καλό, δίχως όμως να εντυπωσιάζει. Ο πρωταγωνιστής παραμένει… άφωνος καθ’ όλη τη διάρκεια, ενώ στο cast των ηθοποιών συναντούμε δύο ονόματα τα οποία αργότερα επρόκειτο να διαπρέψουν στα Mass Effect. Ο λόγος πρωτίστως για τη Jennifer Hale, η οποία δανείζει τη φωνή της στη Bastila, ενώ μέσα στην επόμενη δεκαετία υποδύθηκε τη Jane Shepard, πρωταγωνίστρια -ως θηλυκή εκδοχή- της περί ης ο λόγος τριλογίας. Επιπλέον, βρίσκουμε την Courtenay Taylor ως μία από τις εν δυνάμει companions του ήρωά μας, την οποία απολαύσαμε δεόντως στο δεύτερο Mass Effect -και όχι μόνο- ως την ασταθή Jack. Η μουσική αποτελεί ένα από τα πλέον δυνατά χαρακτηριστικά του τίτλου, με μελωδίες που έρχονται απευθείας από τις ταινίες, φέροντας την υπογραφή του τεράστιου John Williams, ενώ το εξαιρετικά ατμοσφαιρικό original score υπογράφει ο Jeremy Soule, το βιογραφικό του οποίου μέχρι σήμερα είναι εντυπωσιακό. Από το Icewind Dale και τα πρώτα τέσσερα Harry Potter συν το Quidditch Word Cup, έως τα δύο πρώτα Dungeon Siege, το Unreal 2 και το πρώτο Company of Heroes, ο Soule είναι ταυτισμένος με τη σειρά The Elder Scrolls, από το Morrowind έως και το Skyrim!

Τα γραφικά είναι εκπληκτικά για την εποχή τους, πόσο μάλλον για ένα παιχνίδι αυτού του μεγέθους, αναδεικνύοντας ιδανικά την ποικιλία των περιοχών που παρουσιάζει το δημιούργημα της Bioware, το οποίο δικαίως αναγνωρίστηκε ως αριστουργηματικό. Παρά ταύτα, σε αρκετές περιπτώσεις τα πρόσωπα των NPCs μοιάζουν μεταξύ τους, ενώ ομοίως αναγνωρίζονται οι ίδιοι ηθοποιοί που δανείζουν τη φωνή τους σε περισσότερους από έναν τέτοιους χαρακτήρες. Παίζοντας σε difficult επίπεδο δυσκολίας (easy και normal τα άλλα δύο), υπολογίζω ότι χρειάστηκα περίπου 67-68 ώρες καθαρού χρόνου προκειμένου να δω τους τίτλους τέλους, χωρίς φυσικά να υπολογίζω το… λιώσιμο στο Pazaak, ολοκληρώνοντας τη συντριπτική πλειοψηφία των προαιρετικών αποστολών, πλην κυρίως εκείνων με τις οποίες διαφωνούσα… ιδεολογικά! Διάρκεια, η οποία αποδείχθηκε τελικά μεγαλύτερη τόσο από το Jade Empire, το επόμενο πολύ μεγάλο project της Bioware, όσο και από το Mass Effect 3.

Το Star Wars: Knights of the Old Republic κατόρθωσε να ζωντανέψει με υπέροχο τρόπο το σύμπαν μέσα από ένα videogame κορυφαίων προδιαγραφών, το οποίο μέχρι σήμερα συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των κορυφαίων ever third-person action-RPG. Το sequel αυτού έμελλε να κυκλοφορήσει μόλις ένα χρόνο αργότερα, το 2004, με εταιρία ανάπτυξης τη νεοσυσταθείσα, τότε, Obsidian Entertainment, κατόπιν σχετικής εισήγησης της Bioware προς τη LucasArts, καθώς τα στελέχη της πρώτης είχαν σπουδαία προϋπηρεσία στο χώρο. Ήταν η περίοδος κατά την οποία η Bioware ήθελε να επικεντρωθεί στα δικά της IP’s, όπως και συνέβη, με το Jade Empire να κυκλοφορεί εν πρώτοις στο Xbox το 2005 και το παρθενικό Mass Effect αρχικά στο Xbox 360 το 2007. Η ιστορία του Star Wars θα συνεχιζόταν πλέον μέσα από ένα νέο δίαυλο…

Leave Comments